Τα ελληνόγλωσσα νηπιαγωγεία
ωφελούν
τους μειονοτικούς μαθητές
Του Αναστάσιου Λαυρέντζου*
Τον τελευταίο καιρό υπάρχει μια ενδιαφέρουσα κινητικότητα για τα
ζητήματα της Θράκης. Σε αυτό το πλαίσιο διεξάγεται και μια δημόσια συζήτηση
σχετικά με τη λειτουργία ή όχι δίγλωσσων μειονοτικών νηπιαγωγείων. Όπως
συμβαίνει δυστυχώς με όλα σχεδόν τα ζητήματα της μειονότητας, οι απόψεις που
διατυπώνονται και σε αυτή την περίπτωση είναι συχνά προσχηματικές και όχι
σπάνια είναι αδικαιολόγητα επιπόλαιες. Θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να
προσεγγίσουμε αυτό το ζήτημα με σεβασμό προς τα παιδιά της μειονότητας, προσπαθώντας
να δείξουμε γιατί η φοίτηση σε ελληνόγλωσσα μειονοτικά νηπιαγωγεία είναι επ’
ωφελεία τους.
Κατ’ αρχάς πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η λειτουργία δίγλωσσων
μειονοτικών νηπιαγωγείων δεν αποτελεί τυπική υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας.
Η Συνθήκη της Λωζάνης ορίζει ρητώς (Άρθρο 41) ότι η παροχή μειονοτικής παιδείας
αφορά μόνο το δημοτικό σχολείο. Από αυτή την άποψη ακόμη και η λειτουργία των
δύο μειονοτικών Γυμνασίων-Λυκείων σε Ξάνθη και Κομοτηνή, αποτελεί μια πράξη
καλής θέλησης, η οποία όμως μπορεί και να μην ωφέλησε τη μειονότητα. Το
σημαντικό πάντως εδώ είναι ότι αφού η λειτουργία δίγλωσσων μειονοτικών
νηπιαγωγείων δεν είναι υποχρεωτική, μπορούμε να εξετάσουμε το ζήτημα στην
καθαρά εκπαιδευτική του βάση. Ας προσεγγίσουμε λοιπόν με μια ευρύτερη ματιά τα
εκπαιδευτικά ζητήματα της μειονότητας, για να καταλάβουμε γιατί θα ήταν
αντιπαραγωγική η λειτουργία δίγλωσσων μειονοτικών νηπιαγωγείων.
Εκπαιδευτικά ζητήματα της μειονότητας
Όπως προκύπτει από διάφορες έρευνες, τα μέλη της μουσουλμανικής
μειονότητας της Θράκης, έχουν δυστυχώς μορφωτικό επίπεδο χαμηλότερο από τον
εθνικό μέσο όρο. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς παραγόντων, όπως:
- η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου από πολλούς μειονοτικούς μαθητές λόγω ένταξής τους στην εργασία (κυρίως στις ορεινές περιοχές),
- οι κοινωνικοί περιορισμοί που η ίδια η μειονότητα έθετε στην εκπαίδευση των γυναικών,
- οι χαμηλές προσδοκίες οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης μέσω της μόρφωσης που ίσχυαν τα προηγούμενα χρόνια, τα εγγενή προβλήματα της μειονοτικής εκπαίδευσης (εκπαιδευτικό πρόγραμμα διχοτομημένο σε δύο ανεξάρτητα και αλλόγλωσσα αναλυτικά προγράμματα, λειτουργία του μειονοτικού σχολείου ως σχολείου διαχωρισμού των μαθητικών πληθυσμών κ.λπ.).
Τα τελευταία χρόνια πολλοί από τους παραπάνω παράγοντες σταδιακά
αμβλύνονται, γεγονός το οποίο οφείλεται τόσο στις μεταβολές που συμβαίνουν στο
εσωτερικό της μειονότητας (βελτίωση της θέσης της γυναίκας, σταδιακή αναγνώριση
της αξίας της μόρφωσης κ.λπ.), όσο και σε ορισμένα μέτρα που ελήφθησαν από την
ελληνική πολιτεία, όπως π.χ. το μέτρο θετικής διάκρισης υπέρ της μειονότητας
που προβλέπει την είσοδο των μελών της σε ΑΕΙ/ΤΕΙ μέσω ποσόστωσης. Ειδικά το
τελευταίο μέτρο ώθησε πολλές μειονοτικές οικογένειες να υιοθετήσουν μια
στρατηγική κοινωνικής ανέλιξης μέσα από την ελληνική δημόσια εκπαίδευση, στην
οποία πλέον φοιτά το 1/3 των μουσουλμανοπαίδων της Θράκης.
Η επιλογή της ελληνικής δημόσιας εκπαίδευσης από ένα όλο και μεγαλύτερο
τμήμα της μειονότητας μας λέει δύο πράγματα που πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπ’
όψιν: Πρώτον, ότι πολλοί μουσουλμάνοι συμπολίτες μας απορρίπτουν τα κελεύσματα
απομόνωσης που διάφοροι μηχανισμοί τους απευθύνουν. Δεύτερον, αναγνωρίζουν τα
εγγενή προβλήματα της μειονοτικής εκπαίδευσης και για αυτό επιλέγουν τα παιδιά
τους να φοιτούν στα δημόσια σχολεία. Είναι πιθανό μάλιστα το ποσοστό των
μουσουλμάνων μαθητών που φοιτούν στη δημόσια εκπαίδευση να ήταν ακόμη
μεγαλύτερο, αν σε όλες τις περιοχές υπήρχαν εκτός από μειονοτικά και δημόσια
σχολεία, ώστε να υπάρχει δικαίωμα επιλογής.
Παρά τις παραπάνω θετικές εξελίξεις, πολλοί μουσουλμανόπαιδες
συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα στην εκπαίδευσή τους. Αυτό
διαπιστώνεται στις σχολικές τους επιδόσεις στο Γυμνάσιο-Λύκειο και κυρίως στη
βαθμολογική τους κατάρρευση στις εισαγωγικές εξετάσεις για την τριτοβάθμια
εκπαίδευση (γεγονός το οποίο δείχνει ότι λίγοι θα κατάφερναν να εισαχθούν σε
αυτή χωρίς το μέτρο της ποσόστωσης).
Στον πυρήνα αυτών των προβλημάτων βρίσκεται ο απολύτως αναχρονιστικός
χαρακτήρας της μειονοτικής εκπαίδευσης, η οποία αδυνατεί να αντιμετωπίσει ένα
βασικό πρόβλημα: την σχεδόν πλήρη άγνοια της ελληνικής γλώσσας από τους
περισσότερους μουσουλμάνους μαθητές όταν αυτοί εισέρχονται στο δημοτικό σχολείο.
Το γεγονός αυτό έχει τεράστιες συνέπειες στη μετέπειτα μαθητική τους εξέλιξη
αφού τους δημιουργεί σοβαρά προβλήματα προσαρμογής και παρακολούθησης. Τα
προβλήματα αυτά μπορούν να αμβλυνθούν σημαντικά από τη λειτουργία ελληνόγλωσσων
νηπιαγωγείων, διότι μέσω αυτών δίνεται στα παιδιά της μειονότητας η πολύτιμη
ευκαιρία να αποκτήσουν επαφή με τα ελληνικά σε ένα κρίσιμο στάδιο. Αυτός είναι
και ο βασικός λόγος που τα ελληνόγλωσσα νηπιαγωγεία πρέπει να συνεχίσουν να
λειτουργούν απρόσκοπτα.
Νηπιαγωγεία για τους μαθητές και όχι για τους πολιτικούς...
Από τα προηγούμενα είναι σαφές ότι όσοι ενδιαφέρονται πραγματικά για το
καλό της μειονότητας θα έπρεπε να υποστηρίζουν τη λειτουργία των ελληνόγλωσσων
νηπιαγωγείων. Μέσω αυτών υποστηρίζεται το δικαίωμα των μουσουλμάνων συμπολιτών
μας να μάθουν καλά την επίσημη γλώσσα του κράτους τους, ώστε να έχουν μια καλή
εκπαιδευτική πορεία και αργότερα ίσες ευκαιρίες για την προσωπική τους εξέλιξη.
Αντίθετα όσοι ζητούν τη λειτουργία δίγλωσσων νηπιαγωγείων, απλώς επιδιώκουν να
επεκτείνουν τα προβλήματα του μειονοτικού σχολείου «γκέτο» και στο νηπιαγωγείο.
Στην πραγματικότητα έτσι – ηθελημένα ή αθέλητα – εργάζονται υπέρ της απομόνωσης
της μειονότητας. Και αυτό βεβαίως μόνο προς όφελος της μειονότητας δεν είναι.
Εννοείται ότι οποιοδήποτε επιχείρημα περί δήθεν γλωσσικής αφομοίωσης
της μειονότητας που επικαλούνται οι υπέρμαχοι των δίγλωσσων νηπιαγωγείων είναι
τουλάχιστον προσχηματικό, αφού στη συνέχεια οι μουσουλμάνοι μαθητές θα έχουν
την ευκαιρία – είτε στη μειονοτική εκπαίδευση είτε πλέον και στη δημόσια
εκπαίδευση – να διδαχθούν τα τουρκικά. Εδώ βεβαίως θα πρέπει να επισημάνουμε
και ένα στοιχείο επιλεκτικής ευαισθησίας – που αν μη τη άλλο υποκρύπτει και
πολιτική υποκρισία: Ουδείς εξ όσων ζητούν τη λειτουργία δίγλωσσων μειονοτικών
νηπιαγωγείων δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ για το γεγονός ότι όλα τα μέλη της
μειονότητας διδάσκονται τουρκικά, χωρίς να τα έχουν ως μητρική γλώσσα.
Αναφερόμαστε βεβαίως στους Πομάκους και τους Ρομά μαθητές, οι οποίοι
εξαναγκάζονται σε γλωσσικό εκτουρκισμό χωρίς ποτέ να το έχουν επιλέξει. Εύλογα
λοιπόν μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, γιατί οι «συστηματικά» ευαίσθητοι δεν
αντιδρούν σε αυτό το φαινόμενο; Mήπως δεν το γνωρίζουν (όπως κάποιες φορές μας
δηλώνουν...); Ή μήπως τελικά οι πολιτικές και οι προσωπικές σκοπιμότητες
τίθενται υπεράνω όλων, ό, τι κι αν σημαίνει αυτό, όσο κι αν κοστίζει... Ένα
είναι σίγουρο. Πολλοί μουσουλμάνοι συμπολίτες μας σκέπτονται και λειτουργούν
έξω από τα στερεότυπα που κάποιοι κατασκευάζουν και κάποιοι άλλοι ανέχονται για
λογαριασμό τους. Χρέος μας είναι να βοηθήσουμε και τους υπόλοιπους να
απεμπλακούν από όλα αυτά...
·
Ο Αναστάσιος Λαυρέντζος έχει
γράψει το βιβλίο «Η Θράκη στο μεταίχμιο»
ΠΗΓΕΣ: