Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Ένα παλιό παραμύθι από το χωριό Μύκη



Εnná kumíta ye primázala doksán dokúsh kishâh.

(Μύκη Ξάνθης)

Εnná kumíta ye primázala doksán dokúsh kishâh. I hódi da pîta annók sofîye.

- Ájeba móne kak she mi so harísa grehós. Υa isîy isîy primáza doksán dokús kishâ?

y mu víka:

- A, to so itazí níkak na harísava. Αm ne isá, víka, vóri stóri annó bahchô na annók póte. I násadi kaknáta íma faf dünyóso i néma da prepústash chülâka da paminé da mu ne dávash. I búchni annó glávne faf kráyene i akú so slísne harísati so. I tóy stórevo bahchô i to sä varvôt insane. Ι  tóy dáva vrítsem katrí kanána beendísava ad bahchôno. Agá adín kabá dayí so padáva, tóy go rúknava:

- Ey, aretlîk, yéla yéla da ti dam nâko.

Το le varví. Rúka mu:

- Βre, sábïr yéla as kóneto da ti dam nâko.

Τo sa na ustáe.

- Ái, anás sïnî... Ya som doksán-dokús kishâh primázal.Τa tébe li so póchüdem ?

Markínana se ye bulá as tóga.  Díga markínono i primázava go. I svíva ramána i víka:

- To ’sä móto svórshan.

Raz-hóde so pa bahchôno natsîi nasám. Agî ye paglâl glavnéna so ye slísnala. I to ye rekól:

- Héy, yarabím,  chi to ye buló za mífko rábato mása rábata  pak mo bu kadár nagadí da práem umúra.

Hóy da mu víka:

- Óti isîy isîy mo nagadí shu kadár na zahméte nagadí. Ya le yéshte annók da som primázal i svídi mi so grehót.

- Che óti? víka mu.

- Che ya isîy isîy glavnóto búchna af bahchôno i hüch naráchi da so lísne.Agî primázah yéshte annók paglâ i glavnáta so ye slísnala.

- To ye i to anná rábata da ti go kázom i to. Inazí aretlîk bórzhal yátse. Pódil ye svádbo da sabáre.  Ta óti go udrí glavnána so ye slisnála.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Ένας κομιτατζής είχε σκοτώσει
ενενήντα-εννιά άτομα.


Ένας κομιτατζής είχε σκοτώσει ενενήντα-εννιά άτομα.

Και πάει να ρωτήσει κάποιο σοφό.

- Άραγε, εμένα πώς μπορούν να μου συγχωρεθούν οι αμαρτίες; Εγώ, έτσι κι έτσι, σκότωσα ενενήντα-εννιά ανθρώπους.

Εκείνος του λέει:

- Α, αυτό δε συγχωρείται με τίποτα. Αλλά τέλος πάντων, λέει, πήγαινε και φτιάξε έναν κήπο σε ένα δρόμο. Και φύτεψε ό,τι υπάρχει στον κόσμο. Και δεν θα αφήνεις άνθρωπο να περάσει χωρίς να του δώσεις κάτι. Και φύτεψε  ένα μισοκαμμένο ξύλο στην άκρη και αν φυτρώσει σου συγχωρέθηκαν όλα. Αυτός έφτιαξε κήπο και άρχισε να περνάει κόσμος. Αυτός δίνει σε όλους, σε καθέναν ό,τι του άρεσε από τον κήπο. Όταν ένας βαρύς μάγκας ξεπρόβαλλε εκείνος τον φώναξε:

- Έη, φίλε, έλα, έλα να σου δώσω κάτι.

Εκείνος προχωρούσε. Του φωνάζει:

- Βρε, υπομονή. Έλα με το άλογό σου  να σου δώσω κάτι.

Αυτός δε σταματάει.

- Της μάνας σου… Εγώ έχω σκοτώσει ενενήντα-εννιά άτομα. Εσένα θα σκεφτώ;

Το όπλο το είχε μαζί του. Σηκώνει το όπλο και τον σκοτώνει. Και σηκώνει τους ώμους και λέει:

- Τώρα εγώ είμαι τελειωμένος.

Πηγαινοερχόταν στον κήπο πέρα-δώθε. Όταν κοίταξε το μισοκαμμένο ξύλο είχε βγάλει φύλλα.  Και αυτός είπε:

- Ω Θεέ μου! Αφού ήταν μικρή δουλειά  η δική μου υπόθεση αλλά με έβαλε να κάνω τόσο κόπο.

Πάει και του λέει:

- Γιατί, έτσι κι έτσι με έβαλες να κάνω τόσο κόπο. Εγώ μόνο ακόμα έναν να σκότωνα  και σβήσανε οι αμαρτίες μου.

- Και γιατί; του λέει ο άλλος.

- Εγώ, έτσι κι έτσι, το μισοκαμμένο ξύλο φύτεψα στον κήπο και καθόλου δε φύτρωνε. Όταν σκότωσα ακόμα έναν κοίταξα και είδα πως το μισοκαμμένο φύλλο είχε ανθίσει.

- Και αυτό είναι μία δουλειά να σου την πω. Εκείνος ο τύπος ήτανε πολύ βιαστικός. Πήγαινε να χαλάσει γάμο. Επειδή τον κτύπησες το μισοκαμμένο ξύλο έβγαλε φύλλα.




  • Από το βιβλίο του Νικολάου Θ. Κόκκα, Uchem so Pomátsko -ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΟΜΑΚΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, τ. Β’ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ (ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ-ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ), ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΡΑΚΗΣ, ΞΑΝΘΗ 2004

Katrí kanáta právi za tóga si go právi: Ό,τι κάνει κανείς για τον εαυτό του το κάνει



Zhána bábichka íshkala da atróvi annók prasyáka alá se ye umrelíla sïnáne 
(Katrí kanáta právi za tóga si go právi)
(Μάνταινα Μύκης)

Bir vakît i bir zamán imâlo ye annók prasyáka
Abigrával ye pa selána pres pótevene. Pres kadéna pamína i le víka:

-  Katrí kanáta právi za tóga si go právi, katrí kanáta právi za tóga si go právi.

Annósh hódi pad annók pénjüre sâda i le víka:

- Katrí kanáta práy za tóga si go práy.

Itám vótre ye imâlo annó bábichko. I tya so ye fkîsnala óti gi zalísava her gün i reklála ye:

- Châkay sâna, ya she ti kazá tébe.

Hódi tya zíma annók kaláka da mu nagáda, súpava zehíre. I dáva mu go da go izedé za da so atróvi, da ne hódi da gi zalísava. I tóy annók déne pamína pris támazi i tya mo go dáva kalákane. I tóy go zíma kalákane i pak víka:

- Katrí kanáta práy za tóga si go práy.

I mâta go af tarbínkono i hódi si.

Pak tya ináy bábitska imâla annók kópele na haskér ye bul i kópelon si ye idâl da ádie.

Varvél ye pres pótene. Ne ye znála máyka mu óti sha si dóyde, óti ye ne imâlo bir vakît telifónove za da mi káza.

I tóy mu so ye búlo yátse ye. Srâsta na pótene prasyákane i papîtava go:

- Ímash li nâko da mi dadésh? Yátse mi so e ye.

I tóy mu víka:

- Ímom annók kaláchka da ti go dam.

I tóy mu go dáva kalákane. Tóy go izâva i nabíva si. Prasyákon víka:

- Katrí kanáta právi za tóga si go právi.

I tóy si hódi na kóshtana i razbalâl so ye. I tya go máyka mu papîtava:

-Kaná ti ye?

I tóy gi kázava óti na pótene srâsta annók prasyáka, óti mu dáva annók kaláka i rekól mu ye:

- Katrí kanáta právi za tóga si go právi.

I tya so ye bábichkana sétila kanáta ye stánalo i zafáteva da pláche i víka:

- Itazí prasyák móne víkasho: “Katrí kanáta práy za tóga si go práy”. I ya si go, víka, za móne stóri. Súpa zehíre za móekte si kópele.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Η γριά που ήθελε να δηλητηριάσει ένα ζητιάνο αλλά σκότωσε το γιο της 

(Ό,τι κάνει κανείς για τον εαυτό του το κάνει)



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ζητιάνος. Γυρνούσε στα χωριά, στους δρόμους. Απ’ όπου περνούσε έλεγε:

- Ότι κάνει κανείς για τον εαυτό του το κάνει, ό,τι κάνει κανείς για τον εαυτό του το κάνει.
Μια φορά πηγαίνει κάτω από ένα παράθυρο και όλο λέει και ξαναλέει:

- Ότι κάνει κανείς για τον εαυτό του το κάνει
Εκεί μέσα ζούσε μια γιαγιάκα.

Και αυτή τσατίστηκε επειδή τη ζάλιζε κάθε μέρα και είπε:

- Περίμενε τώρα, θα σου δείξω εγώ εσένα.
Πάει αυτή και παίρνει να του φτιάξει μια τηγανίτα, βάζει δηλητήριο. Και του το δίνει να το φάει για να δηλητηριαστεί, μην πηγαίνει και τη ζαλίζει.

      Εκείνος μια μέρα περνάει από εκεί και εκείνη του δίνει την τηγανίτα.  Κι εκείνος παίρνει την τηγανίτα και λέει πάλι:

- Ότι κάνει κανείς για τον εαυτό του το κάνει.

Τη βάζει στο σάκο του και φεύγει.

Αλλά αυτή η γριούλα είχε ένα γιο που ήταν στο στρατό και ο γιος της γύριζε με άδεια.

Πήγαινε στο δρόμο. Δεν ήξερε η μάνα του ότι θα ερχόταν, επειδή δεν είχαν εκείνη την εποχή τηλέφωνο για να της το πει.

Εκείνος πεινούσε πάρα πολύ. Συναντάει στο δρόμο το ζητιάνο και τον ρωτάει:

- Έχεις κάτι να μου δώσεις; Πεινάω πολύ.

Και αυτός του λέει:

- Έχω μία τηγανίτα να σου δώσω.

Και αυτός του δίνει την τηγανίτα. Εκείνος την τρώει και φεύγει.  Ο ζητιάνος λέει:

- Ότι κάνει κανείς για τον εαυτό του το κάνει.

Κι αυτός πήγε στο σπίτι του και αρρώστησε. Η μάνα του τον ρώτησε:

- Τι έχεις;

Κι αυτός της είπε ότι στο δρόμο συνάντησε κάποιο ζητιάνο, ότι του έδωσε μία τηγανίτα και του είπε:

- Ότι κάνει κανείς για τον εαυτό του το κάνει.
Και η γριά κατάλαβε τι είχε γίνει και άρχισε να κλαίει και είπε:

- Αυτός ο ζητιάνος εμένα μου έλεγε «- Ότι κάνει κανείς για τον εαυτό του το κάνει». Κι εγώ για τον εαυτό μου το έκανα. Έβαλα δηλητήριο στον ίδιο μου το γιο.


  • Από το βιβλίο του Νικολάου Θ. Κόκκα, Uchem so Pomátsko -ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΟΜΑΚΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, τ. Β’ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ (ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ-ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ), ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΡΑΚΗΣ, ΞΑΝΘΗ 2004

Ζίεν φουκαρά νε ιμέλ κισμέτε (Ο φτωχός που δεν είχε τύχη) παραμύθι που λένε οι Πομάκοι στη Μύκη



Zhîen fukará ye ne imâl kïsméte

(Μύκη Ξάνθης)

Imâlo ye annó fukaró i adín béy ye íshkal da mu pamógne, fukaróyne, da go patpré. Alá da so na séti fukarána katrí mo ye pamógnal.

     Annók déne hódi fukarána na drúgono stráno sélono. I víka béen:

- Ya she mu náshtelom lírï na köprûeno kogána so vórne da gi náyde da so avartí i tóy da stáne húbbe.

    Kláva mu lírïne na köprûeno kólkono mu kláva. I tóy so vráshta pres tam i kogána dahóde na kráy köprûeno víka:

- Châki da vídem, ya sha mózhom li da póminom isóy köprûe sas tísnatï óchi.

    Stísnava achíne i pamína. Lírïne si astánavot itám. I béen hóy si gi zíma lírïne.

Inagáda zhanóno da mu stóreva annók klína I nastíla mu na dóno na tepsôno lírï.  I preváda mu tepsôno.  Fukarána víka:

- Za kaná ya da yam klínase? Châki da go prédadom da mu zômom parîne.

    Ι predáva go. Lírïne nabívot pak.  Zató víkot:

«Agána néma badín kïsméte néma».



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Ο φτωχός που δεν είχε τύχη


Ήταν ένας φτωχός και ένας μπέης ήθελε να τον βοηθήσει  το φτωχό, να τον στηρίξει. Aλλά να μην καταλάβει ο φτωχός ποιος τον βοήθησε.

      Mια μέρα πήγε ο φτωχός στην άλλη μεριά του χωριού. Και λέει ο μπέης:

- Εγώ θα του απλώσω λίρες στη γέφυρα για να τις βρει όταν θα γυρίσει για να περνάει καλά.
   
    Του βάζει τις λίρες στη γέφυρα, όσες του βάζει.  Κι εκείνος γυρίζει από εκεί και όταν έρχεται στην άκρη της γέφυρας λέει:

- Περίμενε να δω, εγώ θα μπορέσω να περάσω αυτή τη γέφυρα με κλειστά μάτια;

Κλείνει τα μάτια και περνάει. Οι λίρες έμειναν εκεί. Και ο μπέης πάει και τις παίρνει πίσω.  Και βάζει τη γυναίκα του να του κάνει ένα κλιν (μια ριζόπιτα) και στρώνει τον πάτο του ταψιού με λίρες. Και του στέλνει το ταψί. Ο φτωχός λέει:

- Γιατί εγώ να φάω τη ριζόπιτα; Κάτσε  να τnν πουλήσω για να πάρω τα λεφτά της.

     Και την πουλάει. Οι λίρες χάνονται πάλι.  Γι αυτό λένε:
«Όταν κάποιος δεν έχει τύχη, δεν έχει».





  • Από το βιβλίο του Νικολάου Θ. Κόκκα, Uchem so Pomátsko -ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΟΜΑΚΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, τ. Β’ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ (ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ-ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ), ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΡΑΚΗΣ, ΞΑΝΘΗ 2004

Ζάμπινκανα (το βατραχάκι) -΄Ενα μαγικό πομάκικο παραμύθι



Ζhábinkana

(Ένα παραμύθι από τη Μύκη Ξάνθης)

Bir vakît adín so ye azhónil  ála mo ye bulá zhanána evliyâ. Radíla ye tri kópeltsota. Agîna gi ye radíla atishlá ye nónahke, zagubíla so ye. Bubáyko mi, agî da gi glôda, na ráme nónahke, astáve gi. I to kevenísot kevenísot. Αgî pastánalï po gulâmï víkot si tíye adín druk:

 - To she bu nîye da si negadíme sâkotri pa annó kóshtinko húbafko da sedíme.

Fátilï so nagadíli so kóshtinko.  Agá so nagadíli kóshtinko che víkot:

- Da, che mózheme li ’sä nîye isîy le samí da prekáravame da sedíme?

Trimínana so ’sä glôdot, dúmet si, chûdet so ’sä kaná da fátet, kaná da stóret. Agî Alláh tarafundán, hîzïr dahóde i víka mi:

- Na móyte sä merák da mûye vîye ste vrítsi kïsmetlí. Ídite na annó barchínko, stórite annó fálo.   Μétnite, katró mu  kadéta so pánne itám íma kïsméte.

Tíye so stóreli inazí. Dvamínemne so ye pánnalo húbaf kïsmét. Agá annó múne, nîi málkomune so  pánnalo faf annó kámene, kamenóka. I tóy so zachúdeva i víka:

- Ya she ’sä da ídom da vídem, to ye kamenók ála kanáta ye, agî mi so ’sä isîi pánna, ya she ídom.

Hódi aytám nahódet annó zhábinko. I tóy víka:

- E, kïsmét, ya trába sa da zômom zhábinkoso.

Zöl ye zhábinkono  i adnáse ye na kóshtono. Le ye púsnava i tya so jíznava i vláze faf pushtrákane.I tóy so artósava izláze na muhabéte. Agá so vórnava vótre zaméteno, izmîto kurdísano i zhábinkana si ye faf pushtrákane. I drúgakne véchera izláze pak, le inîi. Na tri vécherï ye rekól:

- Ya she ’sä da so skrîem na kóshtaso da vídem kaná stánava. Nagadíl se ye mâsto i skrîva so faf kóshtono. Vídeva izláze anná zhaná gül gibí da ye na glôdash sas óchi. Nagáda pa vótre, privdíga. Ι tóy izláze. I tóy agî izláze, tya so pátnava i víka:

- A, to ye buló isîi kïsmét, víka. ’Sä Allahîn iziní ilé, dannó ye kïsmét da zhivéme, da hódime.

I hódet sâna. Ζhanána ye gayét húbava i akïlî.

Agî bubáyko mu so vráshta,  hódi faf tóga.  Ι ‘sä óti mûye bulá zhanána húbava i kámatna ishtâl ye da go peché dalí nishté nékak go azdisá.

Ta mu víka:


- Íshtom da mi danesésh grózdyeno sas máykono i dúleno sas véykono.

I pa sredé zhímo ye buló i tóy so zachûdeva. Zhanána go papîtava:

- Kaná so chûdish?

- Néma níkana, víka, bubáyko mi íshte isazí. Pak katrí ye vakîtos isâ? Κadé ye da go náydom?

I tya mu víka:

- Ye ta kadé ídi i póchukai, isazí íshtom, réchi, i sha ti go dadót.

I tóy hódi i danáse mu grózdyeno as máykono i dúleno as véykono. Ι vakîton ye sredé zimá.

Bubáyko mu pak na kandísava, pak go peché. Τo ye hasebíl káta gibí da go zagubí, to ye bul vannák nókakvof. Agî mu víka pak, náy sétna:

- Máyka ti imâsho na míchkanek pórsta pórstene. Íshtom da ídish da mi go danesésh.

I kópelon so zachûdeva pak kadé ye tya máyka mu. Κak da go danesé? Zhanána mu víka:

- Na móy so chûdí. Ídi yéta ke na yéta katró mâsto íma dúpko, víka. Spúsniso niz dúpkono i she da ídish kadéna máykati.

Tóy hódi, da kurdísava i kurdísava na panáse mu da so spúsne. Vráshta so. I zhanána go pîta:

-Óti, kaná ye?

- Chi to néma ni za kadé  da so fátem. Ni za kak da slézom nis dúpkono.

Tya mu víka:

- Ne, néma da hasebísh ni fátanye níkakna. Vóri na dúpkono le so púsni, víka,  i she so yevísh kadéna máykati.

I tóy hodi, púshtaso na dúpkono i vídeva ’sä káta íma vratá, anî itám drúgï itám. Izláze anná da mu víka:

- E, kaná íshtesh?

- Chi ya máyko íshtom.

- U, víka, inézi vratá so máychinïti. Vóri, póchukai. Τya sha ti atvóri.

I tóy hódi pachûkova na máychinïne mu vratá i tia atvóreva.
Agî go vídeva mu víka:

- Váa sîne, che tï bésho yéshte ne za dahódenye. Κakvá rábata ’sä tï da dóyde? 

I tóy tagîne zakázava isîy isîy.

- Ah gidí, sîne, ah! Ah, gidí, sîne, ah! I bubáykoti bésho za móne húbo. Ála agî ye na inók akîla bul haír yok. Da, víka, néma da ti e krívo. To she i to da so duzdúsa. Υálnïs vóri tï sána. I glôday si go tï bubáykati za bubáyka.

Yálnïs af Jumayágün she da ídete faf jumayóno. I tóy sha ye  itám. I sha darechésh vrítsem jumayátomne: «faf isók vakîta, grózdyeno sas máykono i dúleno as véykono, minkûn li ye, sredé zimá? » Tíye she da rechót vrítsi ne ye minkûn. Ála she da rechésh agî rechót ne ye minkûn da rechót «kámen».

   I tóy go stóreva inazí. Agî so reklíli «ne ye minkûn», reklíli so vrítsi jumayáton «kámen». I to bubáyko mu so le vdabâva na pótene i stánava kámen. Dáyma sä, víkot, le go preskáchet.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Το βατραχάκι


Mια φορά κάποιος παντρεύτηκε αλλά η γυναίκα του ήταν αγία. Γέννησε τρία αγοράκια. Όταν τα γέννησε πήγε κάπου και χάθηκε. Ο πατέρας τους, αντί να προσέχει τα παιδιά, εξαφανίστηκε και τα εγκατέλειψε. Και αυτά ζορίζονταν, ζορίζονταν. Όταν έγιναν πιο μεγάλα είπαν το ένα στο άλλο:

- Καλά, μπορούμε τώρα να φτιάξουμε ο καθένας από ένα σπιτάκι καλό για να μένουμε;

Πιάσανε και φτιάξανε το σπιτάκι.  Όταν φτιάξανε το σπιτάκι είπαν:

- Καλά, θα τα καταφέρουμε εμείς έτσι μόνοι μας να επιβιώσουμε;

Τα τρία παιδιά τώρα κοιτιούνται, συζητάνε, σκέφτονται, τι να πιάσουν, τι να κάνουν. Τότε, από το Θεό, πνεύμα ήρθε και τους λέει:

- Μη στεναχωριέστε τώρα, εσείς όλοι είστε καλότυχοι. Πηγαίνετε σε ένα βουνό, κάντε μία κλήρωση. Ρίξτε κλήρο, σε καθέναν όπου πέσει εκεί είναι η τύχη του.

Κι αυτοί το κάναν αυτό. Στους δύο έπεσε καλή τύχη. Όμως στον ένα, τον πιο μικρό του έπεσε σε μια πέτρα, σε βραχώδη περιοχή. Κι αυτός συλλογίστηκε και λέει:

- Εγώ τώρα θα πάω να δω,  είναι βραχώδης περιοχή αλλά ό,τι είναι, αφού τώρα έτσι μου έλαχε, εγώ θα πάω.

Πάει εκεί και βρίσκει ένα βατραχάκι. Κι αυτός λέει:

- Ε, θέλημα της μοίρας, εγώ τώρα πρέπει να πάρω το βατραχάκι.

Πήρε το βατραχάκι και το μετέφερε στο σπίτι του. Μόλις το άφησε αυτό γλίστρησε και μπήκε μέσα στο τζάκι. Εκείνος ετοιμάστηκε και βγήκε έξω για κουβεντολόι. Όταν γύρισε μέσα ήταν σκουπισμένα, πλυμένα, όλα στην τρίχα και το βατραχάκι ήτανε στo τζάκι. Το επόμενο βράδυ βγήκε πάλι και συνέβη το ίδιο. Την τρίτη νύχτα είπε ο άντρας:

- Εγώ τώρα θα κρυφτώ μέσα στο σπίτι για να δω τι συμβαίνει. Ετοίμασε ένα μέρος και κρύφτηκε στο σπίτι. Είδε ότι βγήκε μία γυναίκα τόσο όμορφη σα λουλούδι που δε μπορούσες να την κοιτάξεις με τα μάτια. Ετοίμαζε μέσα και συγύριζε. Και εκείνος βγαίνει. Όταν βγήκε εκείνος, αυτή ξαφνιάστηκε και είπε:

- Α, έτσι ήτανε της μοίρας γραφτό να γίνει. Τώρα, με το θέλημα του Θεού, να είναι η μοίρα μας να ζούμε και να προχωράμε μαζί.

Και προχωράνε τώρα μαζί. Η γυναίκα ήτανε πολύ ωραία και έξυπνη. Όταν μια μέρα ο πατέρας του γύρισε, πάει σε αυτόν (στο γιο του). Επειδή, όμως, η γυναίκα του ήτανε καλή και όμορφη ήθελε (ο πατέρας) να τον βασανίσει μήπως καταφέρει να τον κάνει να αγανακτήσει. Έτσι του λέει:

- Θέλω να μου φέρεις σταφύλια με το κλήμα  και κυδώνι με το κλαδί.

Και ήτανε  μέσα του χειμώνα κι αυτός άρχισε να σκέφτεται. Η γυναίκα του τον ρώτησε:

- Τι σκέφτεσαι;

- Δεν τρέχει τίποτα, της λέει, ο πατέρας μου ζητάει αυτό. Αλλά σε τι εποχή βρισκόμαστε; Πού να τα βρω εγώ αυτά;

Κι αυτή του λέει:

- Στο τάδε μέρος πήγαινε και χτύπα, αυτό θέλω, πες, και θα σου το δώσουν.

Κι αυτός πάει και του φέρνει το σταφύλι με το κλήμα και το κυδώνι με το κλαδί. Και η εποχή ήτανε καταχείμωνο. Ο πατέρας του πάλι δεν ικανοποιήθηκε, πάλι τον βασανίζει. Αυτός σκεφτότανε με κάποιο τρόπο να τον εξαφανίσει, ήτανε κακούργος άνθρωπος. Του λέει πάλι στο τέλος:

- Η μάνα σου είχε στο μικρό της δάχτυλο ένα δαχτυλίδι. Θέλω να πας να μου το φέρεις.

Το αγόρι σκέφτοταν πάλι  πού είναι η μάνα του. Πώς να πάει να το φέρει; Η γυναίκα τού λέει:

- Μην είσαι σκεφτικός. Πήγαινε στο τάδε μέρος έχει μια τρύπα, λέει. Κατέβα μέσα στην τρύπα και θα πας εκεί που είναι η μάνα σου.

Αυτός πάει, ετοιμάζεται, ετοιμάζεται, δε βρήκε το θάρρος να κατεβεί. Γυρίζει πίσω. Και η γυναίκα του τον ρωτάει:

- Γιατί, τι συμβαίνει;

- Αφού δεν έχει από πουθενά να πιαστώ. Ούτε έχει από κάπου να κατέβω στην τρύπα.

Αυτή του λέει:

- Όχι, δε θα σκεφτείς ούτε να σκεφτείς τίποτα. Πήγαινε στην τρύπα και αφήσου, του λέει, και θα βρεθείς εκεί που είναι η μάνα σου.

Κι εκείνος πάει, αφήνεται να πέσει στην τρύπα και βλέπει τώρα κάτι σαν πόρτες, μία εδώ, άλλη εκεί. Βγαίνει κάποια και του λέει:

- Ε, τι θέλεις;

- Τη μάνα μου θέλω.

- Να, λέει, εκείνη η πόρτα είναι της μάνας σου. Πήγαινε και χτύπα. Αυτή θα σου ανοίξει.

Κι εκείνος πάει και χτυπάει την πόρτα της μάνας του κι αυτή του ανοίγει. Όταν τον βλέπει του λέει:
- Αχ γιε μου, εσύ δεν ήσουν ακόμα για νάρθεις εδώ. Τι σου συνέβη τώρα και ήρθες εδώ;

Κι εκείνος τότε άρχισε να της λέει έτσι κι έτσι.

- Αχ, γιε μου, Αχ! Αχ, γιε μου, αχ! Ο πατέρας σου νόμιζα  ότι ήταν καλός. Αλλά αφού είχε τέτοιο μυαλό δεν είχε προκοπή. Καλά, του λέει, δε θα στεναχωριέσαι. Και αυτό το θέμα θα λυθεί. Μόνο πήγαινε τώρα εσύ. Και να τον βλέπεις εσύ τον πατέρα σου σαν πατέρα. Μόνο την Παρασκευή θα πάτε στο τζαμί. Και αυτός θα είναι εκεί. Και θα πεις σε όλους όσους βρίσκονται στο τζαμί: «Αυτή την εποχή, σταφύλι με το κλήμα και κυδώνι με το κλαδί του είναι εφικτό, στη μέση του χειμώνα;» Αυτοί όλοι θα σου απαντήσουν πως δεν είναι εφικτό. Εσύ, όμως, θα τους πεις όταν πουν ότι δεν είναι εφικτό, να πουν «πέτρα».

   Και εκείνος το έκανε αυτό. Όταν είπαν πως δεν είναι εφικτό, όλοι μαζί οι παρευρισκόμενοι στο τζαμί είπαν «πέτρα». Και ο πατέρας του κοκάλωσε στο δρόμο και έγινε πέτρα. Πάντοτε τώρα, λένε, πως όλοι περνάνε από πάνω του.


  • Από το βιβλίο του Νικολάου Θ. Κόκκα, Uchem so Pomátsko -ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΟΜΑΚΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, τ. Β’ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ (ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ-ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ), ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΡΑΚΗΣ, ΞΑΝΘΗ 2004