Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

ΠΈΤΡΙΝΑ ΓΕΦΥΡΙΑ ΣΤΑ ΠΟΜΑΚΟΧΩΡΙΑ

Η πομάκικη παραλλαγή του τραγουδιού «Της Άρτας το γεφύρι»

Σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων υπάρχουν πάμπολλες ιστορίες και θρύλοι που συνδέονται με την κατασκευή πέτρινων γεφυριών. Οι αναφορές σε ανθρωποθυσίες που έπρεπε να γίνουν για να στεριώσει το γεφύρι απαντώνται σε πάρα πολλές περιοχές. Τραγούδια όπως αυτό του γεφυριού της Άρτας τα συναντάμε και στην περιοχή της Ροδόπης. Αξίζει να αναφέρουμε την Πομάκικη παραλλαγή του τραγουδιού από τα Πομακοχώρια της Ξάνθης που καταδεικνύει με τρόπο μοναδικό τις πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής.

Ακολουθεί παραλλαγή του τραγουδιού από το χωριό Σμίνθη στην πομακική και σε ελληνική μετάφραση

Trimína brátye grádo gradâho
Trimína brátye grádo gradâho
Pres den ye gradôt vécher so sîpe
Vécher so sîpe, kurbáne íshte.
Che si sônnaho trimína brátye
Da so zdumóvot, da so spîtavot.
- Βrátye le, brátye, trimína brátye
Dö shem da stórim’ náshoso vâro
’déno mi dóyde yútreno ráno
Néye she f’ gradíme’ f’ sredé gradóno.
Che so ye padála nay málkumune
Náy málkumune, Yürkâ Kadóna
Yürkâ Kadóna, mladá nevâsta.
F’ lâvono róko tóplo prógimko
f’ désneno róko studéno vódo.
Che si ye uvárdi nay málko lûbe
S’ róko yi máhna nadzát so vórni
S’ yóchi yi mîgna. Τya so nabórzhi.
-Βrátye le, brátye, trimína brátye
Koláy gelâ vu, trimína brátye
-Alláh razóla, Yürkâ Kadóna.
- Óti mi pláchesh, pórvo le lûbe?
- Κak da na pláchem, Yürkâ Kadóna?
Pórsten mi pánna f’ sredé gradóno.
- Νamóy mi plaká pórvo le lûbe
Vasúka sôstem vasprétna sôstem
Shte da flézam sredé gradána
Izvádi téstem srébaren pórsten
Gümûshen pórsten s’ merméren kámen.
-Dôte mi brátye dórvo za dórvo
Kámen za kámen da ye vgradíme
Yürkô Kadóno sredé gradána
-Óstaväyte mo, trimína brátye
Ímom si déte, razvíto mi ye
Razvíto mi ye, pak ne pavíto.
- Namóy mi plaká Yürkâ Kadóna
Ímash si máyko, razvíti go she
Razvíti go she, paví ti go she.

Τρία αδέλφια γεφυριού τοίχο χτίζανε
Τρία αδέλφια γεφυριού τοίχο χτίζανε
Τη μέρα το χτίζουν, το βράδι γκρεμίζεται
Το βράδι γκρεμίζεται, θυσία θέλει.
Καθίσανε τρία αδέλφια
Να κουβεντιάσουν, να αποφασίσουν.
- Αδέλφια, βρε αδέλφια, τρία αδέλφια,
Ελάτε να κάνουμε δικιά μας συμφωνία
Όποια θα έρθει αύριο νωρίς
Εκείνη θα τη βάλουμε στη μέση στα θεμέλια.
Ξεπρόβαλλε του πιο μικρού (αδελφού)
Του πιο μικρού η όμορφη Γιουρκέ,
Η όμορφη Γιουρκέ, η νέα νύφη.
Στο αριστερό χέρι κρατάει ζεστό πρωϊνό
Στο δεξί της έχει κρύο νερό.
Την είδε ο μικρότερος ο αγαπημένος της
Με το χέρι της έγνεψε πίσω να γυρίσει
Της έκλεισε το μάτι. Εκείνη πήγε πιο γρήγορα.
- Αδέλφια, αδέλφια, τρία αδέλφια
Καλή ευκολία, τρία αδέλφια.
- Ο Θεός μαζί σου, όμορφη Γιουρκέ
- Γιατί μου κλαις πρώτη μου αγάπη;
Πώς να μην κλαίω, όμορφη Γιουρκέ;
Το δαχτυλίδι μου έπεσε στη μέση του γεφυριού.
- Μη μου κλαις πρώτη μου αγάπη
Θα μαζέψω το μανίκι και θα σηκώσω το πανωφόρι
Θα μπω στη μέση στα θεμέλια
Θα σου βγάλω το άξιο το δαχτυλίδι
Το ασημένιο δαχτυλίδι με τη μαρμαρένια πέτρα.
- Ρίξτε της αδέλφια, ξύλο για ξύλο
Πέτρα για πέτρα για να χτίσουμε
την όμορφη Γιουρκέ στη μέση της γέφυρας
- Αφήστε με, τρία αδέλφια
Έχω παιδί, μου είναι ξεσκέπαστο
Μου είναι ξεσκέπαστο και ξεφασκιωμένο.
- Μη μου κλαις όμορφη Γιουρκέ
Έχεις μάνα, θα σου το σκεπάσει
Θα το σκεπάσει και θα το φασκιώσει.

ΕΝΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ

Ένα παραμύθι από τη Γλαύκη

Υerána sa zagáve dúmana sa ne zabaráve
Bir vakït bir zemán dve mómï i dve méchkï zhïválïsa nókolku faf ennók bayíren.
Enná mechká nashlála nókade ennó míchko déte. I zôla go e sas tîye da sa ne sïkïldísava i da ye ne samá. Hránila go e a tï ye. Iskútila go e kak ta tóyna déte. Agá bayé narástala mómechona zôla da sa séta i da dúmi. Ennók akshéma kogána sa légnalï da spöt reklála e mechkómne:
- Vîye bîyete yétse na grózna.
I metskóine ye yétse dabalnéla. I mechkána ad aynózhek láfa ne mógala da go iskára at sartséna. Godínï sa pomnálï mómechona za málku vréme sétne at kak se ye azhónila mamána mechkóine e reklála ennók déne da íde nah te da e abíde.
I mechkóine pánnaloi ye drágo óti e rúknala da íde da e abíde.
I kogána e mechkána stánala da si varví mamána e reklála da íde pak bir aí sétne. I mechkána i víka:
- Zômi ennó brádva ódrezhi mi rakósa.
Pómlila e zam mechkána. Αlíe dashterôna ne íshkala da i právi parátiko.
- Νi mózha da stórem aisakvós parátiko i ni mózhom zhîen móe kútil kak ta máika. Reklála e momána.
Alíe mechkána ókadar mólila da e ne sétne mamána zôla ennó brádva i sétne da i adréze rakóna.
I vórnala si sóe zam mechkána na baírene.
Agá e paminóla edín mésets atishlála e pak na dashterôna i da e abíde kákna si go sa nagodílï.
- Κak ti stána yeráta na rakóta? pîtala e dashteréna.
I agá e vídela yeróna na rakóna víka mechkána:
-Yerása mi sa bórshku izgoví. Ála za sa yerá na sartséso at zókte láfa mi rétse za ennók akshéma néma mi so izgoví níkogani.
Advórnala e mechkána i atishlála si e.


H πληγή γιατρεύεται η κουβέντα δεν ξεχνιέται
Μια φορά κι έναν καιρό δυο κοπέλες και δυο αρκούδες ζούσαν κάμποσο καιρό σε ένα δάσος. Μία αρκούδα βρήκε κάπου ένα μικρό παιδί. Και το πήρε μαζί της για να μη στεναχωριέται και για να μην είναι μόνο του. Το τάιζε από αυτήν. Το μεγάλωσε σα δικό της παιδί. Aφού μεγάλωσε αρκετά το κορίτσι άρχισε να καταλαβαίνει και να μιλάει. Ένα βράδι όταν ξάπλωσαν να κοιμηθούν είπε στην αρκούδα:
- Εσείς βρωμάτε άσχημα.
Και της αρκούδας πολύ της κακοφάνηκε. Και η αρκούδα αυτή τη κουβέντα δε μπορούσε να τη βγάλει από την καρδιά της. Χρόνια περάσανε, λίγο καιρό αργότερα από τότε που παντρεύτηκε η κοπέλα, είπε στην αρκούδα μια μέρα να πάει σ’ αυτήν να την επισκεφθεί. Και στην αρκούδα της ήρθε χαρά γιατί τη φώναξε να πάει να την επισκεφθεί.
Και όταν η αρκούδα σηκώθηκε για να φύγει η κοπέλα της είπε να ξαναπάει μετά από ένα μήνα. Και η αρκούδα της είπε:
- Πάρε ένα τσεκούρι και κόψε μου το χέρι.
Το θυμότανε η αρκούδα. Αλλά η κόρη της δεν ήθελε να της κάνει κακό.
- Δε μπορώ να κάνω τέτοιο κακό και δε μπορώ σ’ αυτή που με μεγάλωνε σα μάνα, είπε η κοπέλα.
Αλλά η αρκούδα τόσο παρακάλαγε μήπως αργότερα πάρει ένα τσεκούρι και αργότερα της κόψει το χέρι.
Και γύρισε η αρκούδα πίσω στο δάσος. Αφού πέρασε ένας μήνας ξαναπήγε στην κόρη της [την κοπέλα] και την επισκέφθηκε όπως τα κανονίσανε.
- Τι έγινε η πληγή σου στο χέρι; η κόρη ρώτησε.
Kαι όταν είδε την πληγή της στο χέρι είπε η αρκούδα:
- Η πληγή μου γρήγορα πέρασε. Αλλά αυτή η πληγή στην καρδιά από αυτή την κουβέντα που μου είπες για μια βραδιά δε θα μου περάσει ποτέ.
Απάντησε η αρκούδα και έφυγε.

ΕΝΑΣ ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

ΕΝΑ ΠΟΜΑΚΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΑΠΟ ΤΑ ΚΙΜΜΕΡΙΑ

Tríne altónenï yábalkï i adín drákuloz sas yedí glávï

Τα τρία χρυσά μήλα και ο δράκος με τα εφτά κεφάλια

Ι.
Μια φορά κι έναν καιρό δίπλα σε ένα σπίτι υπήρχε μια μηλιά που κάθε χρόνο έβγαζε τρία χρυσά μήλα. Στο σπίτι ζούσε μια οικογένεια με τρία παιδιά. Όταν η μηλιά έβγαζε καρπούς ερχόταν ένας δράκος – κανείς δεν ήξερε από πού – και έκλεβε τα μήλα.

Bir vakît bir zamán pri annó kóshto ye imâlo annó yábalko zána ye rádala sâkatro godíno tri altónenï yábalkï. Faf kóshtono ye zhïvála anná hanâ sas tri dechyá. Zhókne vakîta ye yábalkana rádala yábalkï dahódel ye adín def – níkatri ye ne znal at kadé – i kral ye yábalkïne.

II.
Όταν μεγάλωσαν τα τρία αδέλφια συμφώνησαν να φυλάξουν τη μηλιά για να μην τους κλέψουν ξανά τα τρία χρυσά μήλα. Την πρώτη μέρα πήγε να φυλάξει ο μεγάλος αδελφός αλλά αποκοιμήθηκε. Ο δράκος ήρθε κρυφά και του πήρε το ένα μήλο. Την άλλη μέρα πήγε να φυλάξει ο μεσαίος αδερφός αλλά και αυτός αποκοιμήθηκε. Έτσι και το δεύτερο χρυσό μήλο χάθηκε. Ο μικρότερος αδελφός πήγε να φυλάξει την τρίτη μέρα. Περίμενε άγρυπνος όλη τη νύχτα και είδε ένα δράκο με εφτά κεφάλια να προσπαθεί να κλέψει το τρίτο μήλο.

Kugána so narástali trimínana brátye zdúmili so so da chûvot yábalkono za da ne ukradót pak trine altónenï yábalkï. Pórvokne déne ye atishlól da chûva gulâmïyen brat ála ye zaspál. Défen ye dashlól na skrïto i ukrál ye annóno yábalko. Na drúganek déne ye atishlól da chûva srédneyen brat ála i tóy ye zaspál. Inîy so zagubóva i ikinjína altónena yábalka. Míchkïyen brat ye atishlól da chûva üchünjûnokne déne. Chákal ye tsála véchera razbudén i vídil ye annók défe sas yedí glávï da móchi da ukradé i üchünjûno yábalko.


III.
Ο μικρός αδερφός σήκωσε το όπλο του, σημάδεψε προσεκτικά και χτύπησε το δράκο στο πόδι. Ο δράκος έφυγε χωρίς να προλάβει να πάρει το μήλο.

Míchkïyen brat ye dígnal tüfékane, ugadíl ye sas valésavanye i púknal ye défene na nagóno. Défen ye izbâgal i ne ye zaftásal da zôme yábalkono.

IV.
Ο δράκος έφυγε πληγωμένος. Καθώς έτρεχε σταγόνες από το αίμα του έπεφταν στο μονοπάτι και άφηναν σημάδια.

Défen ye izbâgal udrít. Kákna ye bâgal korftána mu ye kápala kápko pa kápko faf pótene i astávet belâgï.

V. - VI.

Τα τρία αδέλφια ξεκίνησαν για να τον κυνηγήσουν. Ακολουθώντας το αίμα περπάτησαν ώρες πολλές μέχρι που βρήκαν μια μεγάλη σκοτεινή τρύπα. Πήραν ένα πολύ μακρύ σχοινί και κατέβηκε πρώτος ο μεγάλος αδελφός. Όμως αυτός γρήγορα φοβήθηκε και φώναξε να τον τραβήξουν επάνω. Μετά κατέβηκε ο μεσαίος αδελφός αλλά και αυτός φοβήθηκε το πυκνό σκοτάδι.


Trimínana brátye tórnavot da go fíret. Kákna so slédili korftóno varvâli so mlógo saháte durgá da náydot annó gulâmo, mrácheno dúpko. Zôli so annó dlôgo fórtamo, pamóchil ye da sléze gulâmïyen brat. Ála tóy so ye bórzho upláshal i parûkal ye da si go apônot na góre. Azám ye pamóchil da sléze srédneyen brat ála i tóy so ye upláshal óti ye bîlo yátse mrácheno.



VII.
Μετά ήρθε η σειρά του πιο μικρού αδελφού. Αυτός κατέβαινε, κατέβαινε χωρίς να κουραστεί. Στο τέλος βρήκε άλλο ντουνιά, άλλο κόσμο βρήκε. Άλλος ήλιος έφεγγε εκεί. Μεγάλα λιβάδια, ποτάμια με κρύα νερά και πανύψηλα βουνά.

Azám ye dashlála sïrána náy míchkomune brátu. Tóy ye slázel, slázel bez da so umáre. Na kráyene ye nashlól drúgo dünyó, drúgok insána ye nashlól. Drúgo slóntse ye grâlo itám. Golâmï palánï, râkï sas studéno vódo i yátse visókï barchínï.

VIII.
Ο μικρός αδελφός άρχισε να περπατάει στον κάτω κόσμο. Περπάτησε, περπάτησε, στο τέλος έφτασε στο σπίτι του δράκου με τα εφτά κεφάλια. Το σπίτι ήταν δίπλα στη βρύση ενός χωριού. Ο δράκος ζητούσε να του δώσουν από το χωριό κάθε εβδομάδα από ένα μικρό κορίτσι για να το φάει. Μόνο τότε τους άφηνε να πάρουν νερό από τη βρύση.

Míchkïyen brat ye zafátil da varví na dólneno dünyó. Varvâl ye kólko varvâl, na sónane fpíra na défevono kóshto zhîyen ye imâl yedí glávï. Kóshtana ye bïlá pri annók vríse na kráy sélono. Défen ye ískal sâkatro haftó da mu dávot at sélono annó míchko momínko, za da ye izedé. Azám gi ye astável da zímot vódo ad vrisâne.

IX.
Το παλικάρι είδε ότι τα τζάμια του σπιτιού ήταν θολά από τα χνώτα του δράκου, ο οποίος κοιμόταν βαριά και ροχάλιζε. Έτσι, γρήγορα-γρήγορα δίνει μια κλωτσιά στην πόρτα, μπαίνει μέσα και πυροβολεί το δράκο μια φορά. Ο δράκος πληγωμένος του λέει:
- Χτύπα με άλλη μια φορά.
- Όχι, απαντάει το αγόρι. Εμένα μια φορά με γέννησε η μάνα μου!
Σε λίγο ο δράκος ξεψύχησε.

Kópelöno vídeva óti jámovene so mrazhgávï at défevokne dîha, tóy ye spal tôshko i gardâl ye. Inîy, bórzho-bórzho póhnava annósh vratána, vláze vótre i púka annósh défene. I défen kákna ye bïl udrít víka mu:
- Údri mo yéshte annósh.
- Néma da to údrem pak, advráshta kópelöno. Móne mo ye annósh máyka radíla.
Za málko défemune izlíza dushána.



X.
Όλο το χωριό μαζεύτηκε για να τον ευχαριστήσει που γλίτωσε τα μικρά κορίτσια. Από τώρα και μετά όποιος θέλει μπορεί να παίρνει νερό από τη βρύση χωρίς φόβο. Όλοι οι χωριανοί άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδάνε.

Zbrálo so ye tsâlo sélono za da go berekettísa óti ye kurtulísal míchkïne momínkï. At túka nasám, katríyen íshte mózha da zíma vódo ad itám pres stráha. Vrítsi sélenine so zafátili da igrót i da payót.

XI.
Το παλικάρι συνέχισε το δρόμο του. Μετά από πολύ περπάτημα ξάπλωσε να ξεκουραστεί κάτω από ένα μεγάλο δέντρο. Πάνω στο δέντρο υπήρχε μια φωλιά με μικρά πουλάκια. Ένα πολύ μεγάλο φίδι προσπαθούσε να ανέβει στη φωλιά για να φάει τα πουλάκια.

Kópelöno si tórnava pak da varví faf pótene. Izvarvâl ye mlógo i azám lâga pad annók gulâma górma da pachûnne. Na górmane ye imâlo annó gulâmo gnâzdo sas míchkï pílentsa. Anná yátse gulâma zmiyá ye móchila da so vaskáchi na gnâzdono za da izedé míchkïne pílentsa.

XII. Το παλικάρι σκοτώνει το φίδι
Το αγόρι σημάδεψε το φίδι με το τουφέκι του και το σκότωσε. Εκείνη τη στιγμή έφτασε πάνω από το δέντρο η μάνα των πουλιών. Ήταν ένας τεράστιος γυπαετός, μεγάλος σαν αεροπλάνο. Η μάνα είδε το αγόρι να κρατάει το τουφέκι. Eπειδή νόμιζε ότι αυτός πήγε να σκοτώσει τα πουλάκια της, όρμησε να τον ξεσκίσει με τα νύχια της.

Kópelöno ugáda zmiyóno sas tüfékane i primázava ye. Inók saháte dahóde vur górmane pílentsomne máykana. Τya ye bïlá adín yátse gulâm kartál, kákta teherâ. Máykana vídeva kópelöno da darzhî tüféka. Zglâlo yi so ye óti tóy pódi da pribíye pílentsana yi i mâta mu so da go srézha sas nehténe.

XIII.
Τότε τα μικρά πουλιά άρχισαν να ξεφωνίζουν:
- Τσίου – τσίου, μαμά! Μην τον σκοτώσεις! Κοίτα κάτω στο δέντρο! Το φίδι πήγε να μας φάει και αυτός μας γλίτωσε.

Inók saháte pílentsana so zafátilï da rûkot
- Chíu -Chíu, máyko! Ne móy go pribivá! Pógli addól pad górmase! Zmiyána póysho da mi izedé i tóy mi kurtulísa.


XIV.
Η μάνα των μικρών πουλιών ήθελε να τον ευχαριστήσει και του λέει:
- Πες μου τι θέλεις να σου δώσω για το καλό που μούκανες.
- Τι να θέλω; Ένα πράγμα θέλω μόνο: Να ανέβω πάλι στον πάνω κόσμο, να γυρίσω στο σπίτι μου.
O γυπαετός απάντησε:
- Είναι πολύ μακριά! Για ένα τόσο μεγάλο ταξίδι πρέπει να μου φέρεις σαράντα φλασκιά με νερό, σαράντα σφαγμένα πρόβατα και εκατό μεγάλες φρατζόλες ψωμί, για να τρώω καθώς θα πετάω.

Pílentsomne máykana ye ískala da go berekettísa i víka mu:
- Kázhi mi, kakná íshtish da ti dam za húbavoso zhóso mi stóri.
- Kakná da íshtom? Leólu annó rábato íshtom: Da si so pókachem pak na górneno dünyó, da si so vórnom na kóshtono.
Kartálen advráshta:
- Yátse ye daléche! Za inélkus dlôga póte trâbava da mi denesésh kïrk mâhove vódo, kïrk zaklátï óftse i yüz gulâmï hlâbove, za da gi yam kákna krílem.


XV.
Το παλικάρι γυρίζει και πάλι στο χωριό όπου είχε σκοτώσει το δράκο με τα εφτά κεφάλια και λέει στους χωριανούς:
- Μπορείτε να μου δώσετε εκατό φρατζόλες ψωμί, σαράντα φλασκιά με νερό και σαράντα σφαγμένα πρόβατα;
- Για σένα που μας έσωσες; Όχι σαράντα! Πεντακόσια-σαράντα!

Kópelöno so vráshta pak na sélono kadéna ye pribíl défene sas yedíne glávï i víka sélenämne:
- Mózhate li da mi dadéte yüz hlâbove, kïrk mâhove vódo i kïrk zaklátï óftse?
- Za tébe zhïyet mi kurtulísa? Ne kïrk. Besh-yüz kïrk!


XVI.
Το παλικάρι πηγαίνει πάλι στη μάνα των μικρών πουλιών. Kανονίζουν να ξεκινήσουν νωρίς το άλλο πρωί για τον επάνω κόσμο. Όταν ξημέρωσε ανεβαίνει στα φτερά του αετού και αρχίζουν να πετάνε. Κάθε φορά που το πουλί έλεγε «γκακ» εκείνος του έδινε ψωμί, κρέας και νερό. Πήγαιναν, πήγαιναν, όλο πήγαιναν.

Kópelöno hódi pak na pílentsomne máykono. Zdumóvot so da tórnot na drúganek déne ráno sabáhlayin za nah górneno dünyó. Kugána so razvídeläva, tóy so pakáche kartálemune na krilána i zafátot da krilôt. Na säkatro kugána píleno reché “gak” tóy mu dáva hlâba, môso i vódo. Varvâli so, varvâli so, varvâli.

XVII.
Κάποια στιγμή το πουλί λέει «γκακ» αλλά τα τρόφιμα έχουν τελειώσει. Το παλικάρι σκέφτεται τι να κάνει. Τραβάει το μαχαίρι του και κόβει ένα κομμάτι κρέας από τη γάμπα του για να ταΐσει το γυπαετό. Εκείνο κατάλαβε ότι ήταν κρέας από άνθρωπο και δεν το έφαγε αλλά το έβαλε κάτω από τη γλώσσα του.
Μετά από κόπο πολύ ανέβηκαν στον πάνω κόσμο. Το παλικάρι πήδηξε κάτω από τα φτερά του πουλιού, το ευχαρίστησε και ξεκίνησε κουτσαίνοντας να πάει για το χωριό του. Τότε το πουλί τον φωνάζει και του λέει: «Έλα εδώ! Γιατί κουτσαίνεις;» Τότε ο αετός έβγαλε από το στόμα του το κομμάτι από τη γάμπα και με σάλιο το κόλλησε πάνω στο πόδι του.


Dahóde adín sahát píleno víka “gak” ála yátono so ye svórshalo. Kópelöno so chûdi kakná da právi. Izváda nózhane i adrézava annó parchô at baldîrene mu za da nahráni kartálene. Kartálen so séshta óti ye inazí bîlo insántsko môso i ne go ye izâl ála go ye klal pad yezîkane.
Póslet gulâmo umárenye vaskáchili so so na górneso dünyó. Kópelöno rîpka at pílevïne krilá, berekettísava go i tórnal ye da kútsa i da varví nah sélono. Inagáne píleno go parûkava i víka mu: «Yéla itúy. Óti kútsash? «Inagáne kartálen iskárava baldîrevono parchó ad ustána i sas slûnkï mu si ye zalépe na nagóno.


XVIII.
Σε λίγο το παλικάρι γύρισε στο σπίτι του και είπε στους δικούς του τι είχε γίνει στον κάτω κόσμο. Όλοι τον φιλούσαν και τον αγκάλιαζαν με πολύ αγάπη.

Za málko kópelöno so vráshta na kóshtono i kázava tógavâmne kakná ye stánalo na dólneno dünyó. Vrítsi so go ablûbeli i apklûcheli sas gulâmo drágo.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ 83 ΠΟΜΑΚΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΝΟΜΟΥ ΞΑΝΘΗΣ

Αιμόνιο> Βαλκάνοβα
Αιώρα> Λιούλκα> Σαλαντζίκ
Ακραίος> Ντόλιοβο
Αλικοχώριον> Αλίκ Κεχαγιά
Αλμα> Αγκνιλάνα, Εγκίν Αλάν
Ανθηρό> Ιχτιάρ Μαχαλά
Ανω Θέρμες> Ναγκόρνε Μααλέ
Ανω Κίρρα> Λέτνιτσα (Κόρανε: ο μαχαλάς του τζαμιού)
Ασκυρα> Χαν Μααλέ> Καρά Ουλάν
Αχλαδιά> Κρούσσα
Βασιλικά> Μπρουσόβα
Γιαλιστερό> Καράτζαλαρ
Γιαννοχώριο> Γιοβάνοβα
Γιδότοπος> Τατάρ μασί
Γλαύκη> Γιοκτσέ Μπουνάρ
Γοργόνα> Μπρατάνκοβα
Δημάριο> Δέμιρτζικ
Διάσπαρτο> Ισμαήλ Μαχαλά
Διάφορο> Τουλούτσκα> Τουρλού Ταρλά
Δουργούτιο> Δουργουτλάρ
Ερανος> Στάρονο Σέλο, Οτμάν Γιερί
Εχίνος> Σαχίν
Ζαφείριο> Αμπαρτζή Ντερέ
Ζουμπούλι> Ζουμπούλτσε
Θεοτοκάτο> Ταμπακλί
Θεοτόκος> Τέου τόυ
Θέρμες> Ιλιτζα
Καλότυχο> Ουρλή, Ουαλί
Καπνόανθος> Τσεπέρ Ολάν
Κάτω Θέρμες> Μπιριντζή μααλέ
Κένταυρος> Κέτενλικ
Κετίκιο> Ισαϊν Γκεντίκ
Κίδαρις> Σαρίκλερη
Κίρρα> Κιρ Μαχαλέ
Κορυφή Μύκης> Κατσούλκοβο
Κορυφή Σατρών> Σάριλαρ
Κορφοβούνιο> Σόουτζα
Κότινο> Κοτσίνα
Κοτάνη> Κοσναλάρ
Κοτύλη> Κόζλουτζα
Κούνδουρος> Κιούριακλερ
Κουτσομύτης> Λεζάτσκο
Κρανιά> Κοζλόβετς
Λιβάδιο> Σλανβέ> Τσιρ Μααλέ
Λίβας> Aϊβατζικ> Ντούνγιε
Λυκότοπος> Κουρτσαλάρ
Μάνταινα> Μπασάηκοβα
Μεγαλοχώριο> Κοτζά Χασάν
Μέδουσα> Μέμκοβα
Μελίβοια> Ελμαλή
Μέσες Θέρμες> Σρέντνα Λίτζα
Μύκη> Μουστάφτσοβα
Νυμφαία> Πανίκιοη
Oαση> Λέτνιτσα
Πανέρι> Σεκίζ Πενέρ
Πάχνη> Πασαβίκ
Πελεκητό> Καρά Τσικούρ
Πλαγιά> Πέβα
Πολύσκιο> Σόγουτζακ
Πόρτα> Παρτόκοβα
Ποταμοχώριο> Ντουρέτσκα Μαχαλά
Πραχόβα> κοντά στην Κρούσα
Πριόνι> Κιόστρα
Προσήλιο> Πούλεβο, Γκιουνέι Μαχαλά
Πύργος> Κούλα Μαχαλά
Ράχη> Πρίπεκ
Ρεματιά> Τσάι Μααλέ
Ρεύμα> Τσάι Μααλέ
Ρύμη> Μπόκλουτζα
Σάτρες> Σινίκοβα
Σιρόκο> Σιρόκο παλιάνο
Σμίνθη> Σμίτσια> Ντολάπ Χαν
Σούλα> Πρησόϊκατα
Σταμάτιο> Ισταματάσκο
Στήριγμα> Μπάρα
Τέμενος> Τζαμί Μααλέ
Τρίγωνο> Τιίλκιο, Τερκέτς
Τσαλαπετεινός> Τσαλαπερταλή
Τσούκα> Ιμοράντα
Υδροχώρι> Σουλουτζά Ντερέ
Φίλια> Ντίνκλερ
Χρυσό> Παρά Μαχαλά
Ωραίον> Γιασή Ορέν

ΤΑ ΠΟΜΑΚΟΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

ΟΙ ΠΟΜΑΚΟΙ ΧΘΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ΑΥΡΙΟ

Πολλά έχουν γραφτεί κατά καιρούς για τα Πομακοχώρια της Θράκης, μια περιοχή προικισμένη με πάμπολλες φυσικές ομορφιές αλλά και μια πλούσια ιστορία. Στο διάβα των αιώνων οι Πομάκοι συχνά βρέθηκαν ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες, θρησκείες, παραδόσεις, πολιτικές επιλογές. Δέχθηκαν τις επιδράσεις των γειτονικών πολιτισμών, άλλοτε μέσα από μακροχρόνιες διαδικασίες και άλλοτε μέσα από έντονες πιέσεις. Η τύχη τους ήταν πάντοτε συνυφασμένη με τις γενικότερες εξελίξεις στην περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου. Σχετικά με την ετυμολογία του ονόματος "Πομάκος" μία ετυμολογική ερμηνεία είναι ότι σημαίνει "βοηθός" και παράγεται από το ρήμα της Πομακικής και της Βουλγαρικής γλώσσας "πομάγκαμ" (βοηθώ) παραπέμποντας ίσως στην περίοδο του 1876 τότε που οι Πομάκοι βοήθησαν στην καταστολή της Βουλγαρικής επανάστασης στην περιοχή Μπατάκ της Ροδόπης.
Οι Πομάκοι αποτελούν περίπου το 34% του συνόλου της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, ενώ στο Νομό Ξάνθης υπολογίζεται ότι ξεπερνούν το 60 % των μουσουλμάνων. Οι Πομάκοι είναι συγκεντρωμένοι ως επί το πλείστον στο νομό Ξάνθης, όπου αποτελούν την πλειοψηφία του μουσουλμανικού στοιχείου. Τα χωριά τους είναι κυρίως στον ορεινό χώρο της όρους Ροδόπη γύρω από την περιοχή Εχίνου καθώς και στις περιοχές Κέχρου και Οργάνης. Αν και υπάρχουν αρκετές αμφισβητήσεις για την καταγωγή τους, οι Πομάκοι φαίνεται ότι είναι γηγενές φύλο της Θράκης. Εκτός από την Ελλάδα, Πομάκοι υπάρχουν σήμερα και στη Βουλγαρία όπου ο αριθμός τους υπολογίζεται να ξεπερνά τις 270.000 άτομα. Πολλοί Πομάκοι ότι εξακολουθούν και διατηρούν την ξεχωριστή εθνοτική τους ταυτότητα και στην Τουρκία, όπου μετοίκησαν από τη Μακεδονία μετά την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923. Ουσιαστικά οι Πομάκοι κατοικούν σε όλη την περιοχή της Ροδόπης, ελληνική και βουλγαρική. Ασχολούνται κυρίως με την καλλιέργεια καπνών, την κτηνοτροφία και την υλοτομία.
Το βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί τους Πομάκους από τις δύο άλλες ομάδες της μειονότητας είναι η γλώσσα τους. Πιο συγκεκριμένα μιλούν ένα ιδίωμα νοτιοσλαβικό που έχει αρκετά στοιχεία από τα βουλγαρικά, τα τουρκικά, τα ελληνικά καθώς και τα αραβικά. Η γλώσσα αυτή δεν υπήρχε σε γραπτή μορφή μέχρι το 1995 και εξακολουθεί και σήμερα να μεταδίδεται μόνον προφορικά από τους γονείς στα παιδιά. Το γεγονός ότι τα γλωσσικά ιδιώματα των Πομάκων παρέμεναν μέχρι πρόσφατα άγραφα και μακριά από τις καταγραφές του επιστημονικού λόγου συνέβαλε τόσο στην υποτίμησή τους σε σχέση με άλλους γλωσσικούς κώδικες όσο και στη σταδιακή εγκατάλειψή τους από τους φυσικούς τους ομιλητές. Η Σεβαστή Τρουμπέτα επισημαίνει πως το πέρασμα μιας γλώσσας από την προφορική παράδοση στο γραπτό λόγο σηματοδοτεί την είσοδο του φορέα της στην κοινότητα των «ιστορικών λαών». Είναι αυτό ακριβώς που στερήθηκαν οι Πομάκοι της Θράκης: την ισότιμη παρουσία της γλώσσας τους σε σχέση με άλλες γλώσσες (ελληνική, τουρκική) οι οποίες λειτούργησαν ισοπεδωτικά με στόχο την αντικατάσταση βασικών σημαινομένων της πομακικής από τις γλώσσες αυτές. Είναι γεγονός ότι η γλώσσα είναι ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της εθνοτικής ταυτοποίησης . Στην περίπτωση δίγλωσσων κοινοτήτων υιοθετούμε την άποψη του Cole σύμφωνα με την οποία: «η πλατειά διαδεδομένη διγλωσσία σε πολλά μέρη του κόσμου και η συνέχειά της στο χρόνο επιβάλλει περισσότερη προσοχή στη χρήση της γλώσσας ως εθνοτικού χαρακτηριστικού». Παράλληλα, στις περιπτώσεις όπου η μητρική γλώσσα παύει να λειτουργεί δυναμικά στο επίπεδο της οικογένειας και της κοινότητας αυξάνονται οι πιθανότητες γλωσσικής και εθνοτικής αφομοίωσης.
Οι προσπάθειες εθνοτικής ταυτοποίησης των Πομάκων από διάφορους ερευνητές βασίστηκαν συνήθως στη χρήση κριτηρίων κατάταξης όπως η γλώσσα, η θρησκεία, η καταγωγή, τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, γενικές ιδιότητες φαινομενολογικού χαρακτήρα. Η ιδεατή παράσταση των Πομάκων κατασκευάζεται συχνά – είτε από τους ίδιους είτε από όσους μιλούν γι αυτούς με βάση κυρίως τη σλαβική τους γλώσσα και την ισλαμική τους πίστη.
Οι ορεινές κοινότητες των Πομάκων της Ροδόπης μέχρι και τα μέσα του 20ου αι. ήταν πληθυσμιακά αμιγείς, με χαρακτηριστικά κλειστής ομάδας, χωρίς όμως να στερούνται αλληλεπίδρασης με το ευρύτερο χώρο της Ροδόπης. Ο κατακερματισμός, η ενδογαμία, η εσωστρέφεια και η αυτάρκεια των αγροτικών πομακικών κοινοτήτων δεν τους εμπόδιζε να συμμετέχουν σε ένα δίκτυο εμπορικών αλλά και πολιτιστικών συναλλαγών και να διασχίζουν μεγάλες αποστάσεις ακολουθώντας τις ορεινές διαδρομές της Ροδόπης, όταν αυτό ήταν απαραίτητο.
Ο όρος «Πομάκοι», που καταγράφεται για πρώτη φορά από το γάλλο περιηγητή Boue σε περιοδεία του στα Βαλκάνια το 1839, αρχίζει να χρησιμοποιείται ευρύτερα στις Οθωμανικές πηγές μετά το Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο του 1877-78. Πριν από τον όρο αυτό ευρύτερα διαδεδομένος ήταν ο όρος υποτιμητικός Αχριγιάν αναφορικά με τους εξισλαμισμένους κατοίκους της Ροδόπης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το περιηγητικό κείμενο του Νikolaidy το 1859 που αναφέρεται στους κατοίκους της ορεινής Ροδόπης. Ο Νikolaidy μιλάει για περίπου 20.000 οικογένειες που ζουν αντάρτικα, με δυναμικό τρόπο, ακόμα και ληστεύοντας. Είναι μουσουλμάνοι αιρετικοί, έχουν ιμάμη, είναι κτηνοτρόφοι ή γεωργοί μικρών καλλιεργειών. Αναφέρεται ότι αρκετά χωριά ήταν χριστιανικά πριν μόλις 70 χρόνια [δηλαδή το 1790]. Ζουν μακριά από τις πεδιάδες και τις πόλεις, διατηρούν παγανιστικά έθιμα, η ιατρική είναι στα χέρια του ιμάμη και των μαγισσών. Οι Τούρκοι τους αποκαλούν Akrians.
Aν και η μελέτη των οθωμανικών αρχείων έχει αναδείξει τις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις του εξισλαμισμού, οι λεπτομέρειες μέσα από τις οποίες έγινε ο εξισλαμισμός δεν είναι πάντοτε γνωστές. Θεωρείται βέβαιο πως το φαινόμενο εξελίχτηκε διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή και μέσα από πολλές διαδοχικές φάσεις. Σαν βασικοί λόγοι που οδήγησαν χριστιανικούς πληθυσμούς στη μεταστροφή τους προς το Ισλάμ έχουν προταθεί: α) παράγοντες κοινωνικο-οικονομικοί (απαλλαγή από φορολογίες, κοινωνική άνοδος, ενσωμάτωση στο αστικό σύνολο, στρατιωτική οργάνωση κλπ) β) παράγοντες θρησκευτικοί (μείωση των κληρικών, αντιπαλότητες ανάμεσα στις υπάρχουσες εκκλησίες, θρησκευτικά κίνητρα κλπ) γ) παράγοντες πολιτικοί (καθοριστικός έλεγχος από τη μεριά της οθωμανικής εξουσίας, οι συνέπειες από αποτυχημένες εξεγέρσεις κλπ) δ) άλλοι παράγοντες (συναισθηματικοί, λόγω γάμου κλπ). Γενικότερα για την περιοχή της Ροδόπης συχνά αναπαράγεται η άποψη ότι οι Πομάκοι δέχτηκαν τη Μωαμεθανική θρησκεία γύρω στα τέλη του 17ου αιώνα, στα χρόνια του σουλτάνου Μεχμέτ IV και του μεγάλου βεζίρη Μεχμέτ Κιοπρουλού (1656-1661). Ειδικότερα, Πομάκοι πρόκριτοι γνωστοποιούν στο μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως Γαβριήλ (1636-1672) την απόφασή τους να προσχωρήσουν στο Ισλάμ. Οι προσπάθειες του Γαβριήλ να τους μεταπείσει δεν έχουν αποτέλεσμα. Την περίοδο αυτή αναφέρεται ότι κατεδαφίστηκαν στην περιοχή της Ροδόπης 218 εκκλησίες και 336 παρεκκλήσια. Νεώτερες μελέτες αναδεικνύουν σαν βασική αιτία του εξισλαμισμού την απαλλαγή από τη δυσβάσταχτη φορολογία ενώ παράλληλα τονίζουν πως ο εξισλαμισμός ήταν σταδιακός, είχε ήδη ξεκινήσει από το πρώτο ήμισυ του 16ου αιώνα και συνεχίστηκε μέχρι το 18ο αιώνα και αργότερα. Σημειώνεται πως κατά την επίσκεψη του μοναχού Παχώμιου Ρουσάνου (1508-1553) στην Ξάνθη γύρω στο 1550 έξι έως εννέα χωριά της ορεινής Ξάνθης είχαν ήδη στραφεί προς το Ισλάμ.Ο διακεκριμένος αυτός θεολόγος και λόγιος Παχώμιος Ρουσάνος σε μια από τις ομιλίες του επισημαίνει πως πολλοί χριστιανοί από χωριά της ορεινής Ξάνθης έγιναν μουσουλμάνοι «διά τα τέλη», δηλαδή για να ξεφύγουν από τη δυσβάστακτη φορολογία που επέβαλαν οι Οθωμανικές αρχές στο χριστιανικό πληθυσμό. Μας πληροφορεί επίσης ότι οι εξισλαμισμένοι κάτοικοι της ορεινής Ξάνθης το 16ο αιώνα ασχολούνταν με την καλλιέργεια δημητριακών, την κτηνοτροφία και το εμπόριο ξυλείας και κατέβαιναν από τα χωριά τους στην πόλη της Ξάνθης για να πουλήσουν ξύλα και δαμάσκηνα.

«Εν τοις αυτοίς ορίοις πλησίον ορειναί τινές κώμαι βουλγαρικαί ποτέ μετά του αυτών ιερέως αυτόμολοι διά τα τέλη προσήλθον τη αθέω θρησκεία, και έστι τούτους ιδείν εν κώμει Ξανθεία περιπατούντας και επιφερομένους εν πήραις δαδία και ορόμηλα και ταυτ’ ανταλλάττοντας κρόκης και ετέρων χρειών».

Η προφορική λαϊκή παράδοση των Πομάκων της Θράκη παραμένει σε μεγάλο βαθμό ακόμα ανεξερεύνητη και ακατάγραφη. Αν και δεν είναι λίγοι οι ερευνητές που τα τελευταία χρόνια εκπόνησαν εργασίες και διατριβές για τους μουσουλμάνους της οροσειράς της Ροδόπης, που βρίσκονται τόσο σε Ελληνικό όσο και σε Βουλγαρικό έδαφος, ο μεγαλύτερος όγκος των προφορικών παραδόσεων και τραγουδιών τους δίνει σιγά-σιγά τη θέση του σε πιο «σύγχρονες» μορφές έκφρασης και επικοινωνίας. Ήδη πολλά παλιά τραγούδια και παραμύθια έχουν ξεχαστεί και τα θυμούνται μόνο οι γεροντότεροι. Βέβαια, αυτό είναι ένα γενικότερο φαινόμενο που παρατηρείται σε όλο τον κόσμο.
Όμως, στην περίπτωση των Πομάκων της Θράκης αξίζει να τονίσουμε ότι τα στοιχεία του παραδοσιακού τους πολιτισμού έχουν επιζήσει πολύ περισσότερο από αλλού. Ίσως εν μέρει λόγω του δύσβατου ορεινού χώρου, λόγω των κλειστών κοινωνικών δομών και των πολιτικών που έχουν ασκηθεί από διάφορες πλευρές απέναντι σε αυτούς ανθρώπους, ίσως πάλι λόγω της διαφοροποίησης από τις γειτονικές πολιτιστικές ομάδες μέσα από γλωσσικά και πολιτισμικά στοιχεία, ο λαϊκός λόγος μένει ακόμα ζωντανός στα Πομακοχώρια της Θράκης και συχνά μεταδίδεται ατόφιος και προς τους νεώτερους Πομακόφωνους κατοίκους της Θράκης.
Κλείνοντας, πρέπει να επισημάνουμε πως, μαζί και με άλλες μορφές προφορικής έκφρασης, το παραμύθι συνέβαλε στη συγκρότηση της κοινής συνείδησης των Πομάκων ως εθνοτικής ομάδας, με κοινή καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία και κοινό πολιτιστικό υπόβαθρο. Σήμερα, παρά το ότι οι κοινότητες των Πομάκων βρίσκονται σε μια διαδικασία μετάβασης, με συνιστώσες τόσο οικονομικές όσο και κοινωνικές, για τους Πομάκους της Θράκης τα λαϊκά παραμύθια δεν αποτελούν παρελθόν. Οι μνήμες μένουν ακόμα ζωντανές – περισσότερο ίσως απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη γωνιά της Ελλάδας – και συνδέουν την καθημερινή ζωή αυτών των ανθρώπων με τη γλώσσα και τις παραδόσεις των προγόνων τους. Επιπλέον, η ζωντανή συλλογική μνήμη αναδεικνύει το σεβασμό που τρέφει η νέα γενιά των Πομάκων της Ελλάδας στην πλούσια προφορική παράδοση που έχει κληρονομήσει.

ΠΕΤΡΙΝΗ ΓΕΦΥΡΑ (ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΛΜ ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΑΝΘΗ)


ΠΟΜΑΚΟΧΩΡΙΑ

Πομακοχώρια! Στολίδια της Θράκης, αετοφωλιές της οροσειράς της Ροδόπης, τόποι με πλούσια ιστορία και σπάνια φυσική ομορφιά. Περπατώντας στα ορεινά μονοπάτια των πομάκικων οικισμών της Ξάνθης, της Κομοτηνής και του Έβρου θα γνωρίσετε τους Πομάκους, ανθρώπους περήφανους κι αληθινούς, τίμιους και φιλικούς. Θα σας ανοίξουν την καρδιά τους και θα σας μιλήσουν για τις αγωνίες τους. Ανοίξτε κι εσείς τη δική σας καρδιά σ' ένα ταξίδι στο χώρο και το χρόνο. Τα Πομακοχώρια είναι εκεί και σας περιμένουν...