"Ο Χρήστος Παυλίδης, οι Πομάκοι και ο Δομήνικος
Θεοτοκόπουλος-El Greco"
Άρθρο
του Ιωάννη Αγκόρτζα
Αφιέρωμα για το Χρήστο Παυλίδη στον απόηχο των Γιορτών Παλιάς
Πόλης
Οι
γιορτές της Παλιάς πόλης και η επέτειος των 400 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου
Ελληνοϊσπανού ζωγράφου Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, έφεραν στο νου μου το δικό μας μεγάλο
ζωγράφο, Χρήστο Παυλίδη και αυτά που μου είπε γι' αυτόν, τον ''El Greco'', στην τελευταία του έκθεση, αν θυμάμαι καλά, πριν φύγει, για πάντα από
κοντά μας.
Σχεδόν
κάθε χρόνο από το 1972-1973 που καθιερώθηκε αυτή η "εορταστική εβδομάδα"
της παλιάς πόλης, αλλά και στις ''Θρακικές Λαογραφικές Εορτές", ο Χρ.
Παυλίδης έδινε στις εκδηλώσεις αυτές
ξεχωριστό πολιτισμικό κύρος, εκθέτοντας την πλούσια προσωπική συλλογή του
από ζωγραφικούς πίνακες.
Τον Χρήστο Παυλίδη τον είχαμε καθηγητή ζωγραφικής
στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, μέχρι που διορίστηκε καθηγητής στην "Εκκλησιαστική
σχολή Ταξιαρχών" και τον στερηθήκαμε. Όταν γύρισα από τις σπουδές μου, γύρω
στο 1963-1965 ξανασυναντηθήκαμε και από τότε μέχρι και το τέλος της ζωής του ήμουν
ο προσωπικός του ιατρός και έχαιρα της πατρικής του αγάπης και εκτίμησης.
Το 1971-72 τον καλέσαμε στο Δήμο με πρωτοβουλία
της τότε διευθύντριας Ευανθίας Καλλαντζή, του Βύρωνα Βαρσάμη, του Χαράλαμπου
και της Ελένης Αλατά, των Ιορδάνη και Στέφανου Ιωαννίδη, αλλά και άλλων
υπαλλήλων που συμμετείχαν στα πολιτιστικά, να εκτιμήσει κάποιους πίνακες ζωγραφικής
που βρίσκονταν στα υπόγεια του Δήμου. Τους βρήκε πολύ αξιόλογους και μαζί με κάποιους
δικούς του που μας δώρισε, δημιούργησε ο Δήμος την πρώτη του "Δημοτική Πινακοθήκη",
εκθέτοντας τους πίνακες στο σαλόνι και τα γραφεία του πρώτου ορόφου του δημαρχειακού
μας μεγάρου. Δίκαια ο Δήμος έδωσε το όνομά του στην πρώτη ιδιόκτητη Δημοτική Πινακοθήκη.
Ήταν
ο μοναδικός ζωγράφος που φιλοτέχνησε πορτραίτα Πομάκων (1) συντοπιτών μας. Είχε
μια ιδιαίτερη συμπάθεια προς αυτούς και έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τον αρχέγονο
πολιτισμό και την ιστορία τους στην οποία πολύ συχνά αναφέρονταν.
Στην
τελευταία προσωπική έκθεση των έργων του, παρουσίασε τρεις προσωπογραφίες
Πομάκων, μεταξύ των οποίων το γνωστό σε όλους τους τότε κατοίκους της Παλαιάς
Πόλης, αλλά και σε όσους φοίτησαν στο παλιό Γυμνάσιο ( όπως οι συμμαθητές μου,
Θεοδωρίδης, Στογιαννίδης, Σαρηκιανίδης κ.α.), "Μπαλτατζή" (2). Ο
"Μπαλτατζής" ήταν ένας ξυλοκόπος από τη Σμίνθη (3) ξεκινούσε με τα
πόδια τα χαράματα με το τσεκούρι του στον ώμο και έφτανε μέσω των "αχριάν
(4) πατίνκα", (δηλαδή, πατήματα, μονοπάτια, των αχριάνων ή αχριάν yolu επί
τουρκοκρατίας) στην Παλιά Πόλη, διαλαλώντας την επαγγελματική του ιδιότητα. Ο
"Μπαλτατζής" έκοβε τα ξύλα από τα "γαϊδουροφόρτια" που
είχαν προμηθευτεί οι κάτοικοι της περιοχής, από άλλους Πομάκους. Κάποιες φορές
περνούσε κάτω από τα παράθυρα της τάξης μας, φωνάζοντας "ο Μπαλτατζής", διαταράσσοντας
"ευχάριστα" την "μονότονη" ηρεμία του μαθήματος. Ο
συγκεκριμένος "Μπαλτατζής" έκοβε κάθε χρόνο τα ξύλα του καθηγητή μας
Χ. Παυλίδη.
Ο
Παυλίδης τον ζωγράφισε δύο φορές, μία με τον πέλεκυ, "τσεκούρι" στον
ώμο και μια στην αυλή του σπιτιού του, σε μια στιγμή μεσημεριανής αναπαύσεως,
γευματίζοντας ελιές, κρεμμύδι και μαύρο ψωμί, στο διάλειμμα της εργασίας του.
Ο Χ. Παυλίδης όπως προείπαμε, ήταν ο
μοναδικός ζωγράφος, που φιλοτέχνησε προσωπογραφίες Πομάκων. Εκτός από τους δύο
αυτούς πίνακες με τον "Μπαλτατζή", ζωγράφισε και την
"Ροδοφερούσα Πομακούλα Ουρκιέ", την "Πομακούλα Μόνα Λίζα"
όπως έλεγε, με την γλυκόπικρη έκφρασή της. Η Ουρκιέ καθόταν στην γειτονιά του
και σύχναζε στο σπίτι της οικογένειάς του. Ήταν ορφανή από πατέρα και κατέβηκε
με τη μητέρα της από ορεινό Πομακοχώρι, προκειμένου να αποφύγουν τα δεινά του
σκληρού Ελληνο - Ελληνικού ανταρτοπολέμου το
1948.
Η Πομακούλα Μόνα Λίζα του Χ. Παυλίδη
Όταν πρόσεξε ότι αφιέρωνα πολύ χρόνο παρατηρώντας
αυτές τις τρεις προσωπογραφίες, ο Παυλίδης με πλησίασε και με ρώτησε, τι είναι
αυτό που με εντυπωσίασε στους συγκεκριμένους πίνακες. Του απάντησα, ότι ψάχνω
στο πρόσωπο του γέρου-ξυλοκόπου Πομάκου να βρω αν υπερέχει η έκφραση του κόπου
ή αυτή του πόνου. Τότε εκείνος μου απάντησε ως εξής: "Αγαπητέ μου,
προσπάθησα να αποδώσω στο πρόσωπό του γέρου ξυλοκόπου αυτό που έβλεπα στο
σύνολο, αυτό που έλεγε ο Εl-Greco, ότι δηλαδή "ο κόπος, ο πόνος, ο
βασανισμός, η αδικία και η πίστη είναι αυτά που μπορούν να κάνουν κάποιους
αγίους" και νομίζω ότι όλα αυτά είναι χαραγμένα, στο πρόσωπο του
"άγιου" αυτού γέρου Πομάκου.
Οι
δύο πρώτοι πίνακες πουλήθηκαν ή χαρίστηκαν σε Πινακοθήκες του κέντρου από το
Χρήστο Παυλίδη. Τον πίνακα όμως με την "Πομακούλα Μόνα Λίζα" μου τον
χάρισε η κόρη του, και συμμαθήτριά μου, Ζωή Παυλίδου. Μου έδωσε ιδιαίτερη χαρά
και ικανοποίηση, καθώς αυτός, αποτελεί ένα τεκμήριο της μακραίωνης πολιτισμικής
ιστορίας του τόπου μας και των Πομάκων, την οποία ο καθηγητής και
καλλιτέχνης Χρήστος Παυλίδης συνεχώς
μελετούσε, ερευνούσε και μας μετέφερε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Πομάκος, οι: Η ετυμολογία της λέξης
παραπέμπει στην αρχαιοελληνική λέξη "ποιμήν"-"ποιμενάκος" (βλέπε
λεξικό Ζηκίδου, 1898). Δηλαδή ο "ορεινός έφηβος αυθεντικός επαγγελματίας
ποιμένας αιγοπροβάτων". Χαρακτηριστικό ότι πολλές ταυτότητες της εποχής
αναφέρουν επάγγελμα-ποιμήν. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ροδόπη έφερε από τα αρχαία
χρόνια το τοπωνύμιο "Poma"
(Κ. Αμάντος, ιστορικός), όπου "πώ(ο)μα" αρχαιοελληνική λέξη που
συνδέεται ετυμολογικά με τη λέξη "ποιμήν"-ποιμένας (βλέπε λεξικό
Μπαμπινιώτη, 2004, σελίδα 886) και σύμφωνα με τις περιγραφές του Ομήρου για τις
ποιμενικές ικανότητες των "Ροδοπαίων (Poma)", έχουμε την ακόλουθη διαδρομή του
ονόματος των σημερινών Πομάκων: Ποιμήν->Ποιμενάκος->Ποϊμενάκος (Εράσμια
απόδοση)->Ποιμνάκος ή Ποϊμνάκος (ορεσίβια απόδοση)->Πομάκος (βουκολική
παραφθορά).
Η
άποψη ότι προέρχεται από τη Βουλγαρική λέξη ΠΟΜΑΓΑΜ (Pomagam=πομαγαμ) βοηθώ, εννοώντας ότι βοηθούσαν του
Τούρκους εναντίον των Βουλγάρων, είναι μάλλον λανθασμένη. Η Κυριλική λέξη "ΠΟΜΑΓΑΜ",
είναι σύνθετη και σημαίνει: ΠΟΜΑ=ποίμνιο και ΑΓΟ=οδηγώ, με τη σλαβική ρηματική
κατάληξη "ΑΜ" και δηλώνει στις περισσότερες σλαβικές γλώσσες: Κυρίως,
ποιμένω (προστατεύω μικρά ζώα, αδυνάμους και όχι απλώς βοηθώ κάποιον
εναντίον κάποιου άλλου). Οι Πομάκοι είναι μία σύνθεση λαών και χρόνων, σε μία
βαθιά όσμωση των ντόπιων με τους εποίκους, στον τρόπο ζωής, στον πολιτισμό και
τη γλώσσα. Για να τους γνωρίσεις πρέπει να μιλήσεις την γλώσσα τους και
να κοινωνήσεις μαζί τους.
(2) Αχριάν: προέρχεται από την αρχαιοελληνική
λέξη "αγριάνος". Οι Ροδοπαίοι Αγριάνες (Αγριανή) των
Αλεξανδρινών χρόνων εξελίχθηκαν στους agrianes (Thracia Provinca Agriani) των Ρωμαϊκών χρόνων. Μετεξελίχθηκαν στους Ροδοπαίους Αχριάνες
(Αχρίς-Αχριδώ) των Βυζαντινών χρόνων, ύστερα στους Αχριάν (Rodopa Balkan) των πρώτων Οθομανικών χρόνων,
στους Αχριάν-Πομάκ (Rodopa Τσομπάνκιοϊ)
στα χρόνια μετά την εξέγερση κατά των Οθομωνών κατακτητών καταλήγοντας στους
σημερινούς Ροδοπαίους Πομάκους. Μετά την νικηφόρο εκστρατεία του Μεγάλου
Αλεξάνδρου και τον πολεμικό ρόλο που έπαιξαν σε αυτή οι Αγριάνες (με συμμετοχή
και άλλων Θρακικών φυλών), το όνομα τους έγινε οικουμενικά θρύλος και σύμβολο
του άξιου πολεμιστή. Τόσο το όνομα όσο και η περιοχή τους
"Αγριάνη"μετεξελίχθηκαν κατά τους κυριότερους χρονικά ιστορικούς
περιόδους, τόσο ως προς το όνομα όσο και στην πληθυσμιακή τους σύνθεση.
Τα
τελευταία χρόνια της Οθωμανοκρατίας, σύμφωνα με μαρτυρίες των γεροντότερων, τα
ορεινά χωρία ονομάζονταν "Τζομπαν-κιοϊ", δηλαδή
Ποιμενοχώρια-Πομακοχώρια. (τζομπάν ηπειρώτικη λέξη παραφθαρμένη από τους
Τούρκους. προέρχεται από τη λέξη του Ελληνικού μεσαίωνα
"Ζουπάν-Ζουπάνος", δηλαδή από το "ζω"=τα ζώα, τα
αιγοπρόβατα και "παν"=ο θεός των Ποιμένων.
Οι
δύο λέξεις Αχριάν και Πομάκ είναι τα κλειδιά της ταυτότητας και της μακραίωνης
ιστορίας των Πομάκων.
(3) Σμίνθη: Το αρχικό όνομα του χωρίου ήταν
"Σμίτσια", δηλαδή "Σμίξη", όπως και τα αντίστοιχα χωριά της
Ηπείρου και της Μακεδονίας. Ονομάσθηκε έτσι γιατί εκεί σμίγουν δύο ποταμοί (του
Ωραίου και της Μύκης) αλλά και περισσότεροι οικισμοί (μαχαλάδες), όπως ο
'Αρναούτ μαχαλά', ο 'Συρόκο μαχαλά, ο 'Σούλα μαχαλά', ο 'Προσήλιο', 'Ζουμπούλι'
και άλλοι.
(4) Μπαλτατζής: Τουρκική λέξη που σημαίνει ο
"ξυλοκόπος". Προέρχεται από τη λέξη "Μπαλτάς"= ο πέλεκης,
το τσεκούρι.
Γιάννης Αγκόρτζας
1η δημοσίευση:
εφημερίδα "ΑΓΩΝΑΣ" 9
Σεπτεμβρίου 2015