Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022

Άραγε θέλουμε μορφωμένη τη μουσουλμανική μειονότητα;

 


ΘΑΝΑΣΗ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ

Συγγραφέα - Ποιητή

musop.scriptor@gmail.com

  

 

«ΑΡΑΓΕ ΘΕΛΟΥΜΕ

ΜΟΡΦΩΜΕΝΗ

ΤΗ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ;»

 

  Μεγάλωσα σε μια γειτονιά της Ξάνθης, κοντά στον Ασιά Μαχαλά, στην οδό Τσιμισκή, που είχε κατοίκους και χριστιανούς και μουσουλμάνους. Από μικρός άκουγα τα παιδιά να μιλούν ελληνικά, τουρκικά και πομάκικα. Απέναντί μας καθόταν ένας φίλος μου, ο Αμέτ, για τον οποίο μάλιστα έγραψα ένα ποίημα δημοσιευμένο στη συλλογή ‘Οιακισμοί’, ενώ παρακάτω κάθονταν άλλες οικογένειες μουσουλμάνων, που για κάποια πράγματα τους θυμάμαι με νοσταλγία. Στις γιορτές τους μας έφερναν ανάλογα ή γλυκά ή κρέας – διαβασμένο έλεγαν μερικοί. Ήταν πάντως λίαν ευπρόσδεκτo στα φτωχά μετεμφυλιακά χρόνια. Ακόμη νοσταλγώ τις βραδιές που μπουρλιάζαμε στρωμένοι κατάχαμα τον καπνό. Στους μαντρότοιχους της γειτονιάς μας πάντα ακουμπούσαν τα παραλληλόγραμμα τελάρα με φύλλα καπνού για να ξεραθεί. Τι μέρες, θε μου …

 

  Κατά την περίοδο της εκπαιδευτικής μου, κοντά σαραντάχρονης, πορείας είχα την ευκαιρία να ’ρθω σε επαφή με μουσουλμάνους και μουσουλμάνες μαθητές και μαθήτριες, να συνεργαστώ μαζί τους, μερικές φορές να αναπτύξω στενές φιλίες που ανθούν ως τα σήμερα. Να ’μαι ειλικρινής, ποτέ δεν έπαιξε ρόλο η ιδεολογία και η θρησκεία στις όποιες σχέσεις μας. Ίσως γιατί έτσι μεγάλωσα, έτσι μεγαλώναμε τότε. Πριν από τη δικτατορία.

 

*

  Έχω γράψει και δημοσιεύσει αρκετά κείμενα για τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, σχετικά με την ιστορία και τον πολιτισμό της. Επίσης έχω μιλήσει σε δημόσιες εκδηλώσεις, ημερίδες, συνέδρια για παρεμφερή θέματα. Η μελέτη των πομάκικων δημοτικών τραγουδιών ήταν μια αποκάλυψη για μένα του πλούτου αυτού του πολιτισμού. Μερικές φορές έγραφα κάτι και πίστευα ότι θα ήταν αποδεκτό από μειονοτικούς, αλλά αντιμετώπιζα αδιαφορία ή ψυχρότητα – δεν καταλάβαινα γιατί.

 

  Από καιρό όμως ήθελα να ασχοληθώ ειδικά με θέματα παιδείας και εκπαίδευσης. Το πήρα απόφαση, καθώς έχουν σωρευθεί στις μέρες μας θετικά και αρνητικά ερεθίσματα. Ακούγονται και λέγονται πολλά, γράφονται ανεύθυνες απόψεις που δηλητηριάζουν την κοινωνική συνοχή. Τα αρνητικά, συνήθως, αναπαράγονται με τρομακτική ταχύτητα και μάλιστα ανέλεγκτα.

 

  Στο κείμενό μου τούτο θα επιχειρήσω μια συνοπτική συνολική προσέγγιση των θεμάτων, χρησιμοποιώντας κάποια στοιχειώδη βιβλιογραφική αρωγή. Το κείμενο το γράφω χωρίς να σκέπτομαι ένα συγκεκριμένο αποδέκτη. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για τα θέματα που απασχολούν τη μειονότητα, τον πολιτισμό και την εκπαίδευσή της, είναι απαραίτητο η ίδια η μειονότητα να αρθρώσει συγκροτημένο λόγο.

 

  Λαμβάνοντας υπόψη δύο βασικά δεδομένα : πρώτον ότι η μητρική γλώσσα των μουσουλμάνων της Θράκης δεν είναι ίδια για όλους / όλες (τουρκικά, ‘πομακικά’, ρομανί) και δεύτερον ότι αναφερόμαστε σε Έλληνες πολίτες που ζουν και θέλουν να ζουν στην Ελλάδα, θα απαντήσω στα δύο σχετικά ερωτήματα – ποια είναι η σημασία της μητρικής γλώσσας και ποια γλώσσα είναι φρόνιμο να γνωρίζουν οι κάτοικοι της Ελλάδας, ανεξάρτητα καταγωγής και προέλευσης. Το πρώτο ερώτημα θα το διερευνήσω επιστημονικά, το δεύτερο πρακτικά και εμπειρικά. Πάντοτε, όμως, στις προσεγγίσεις μου προέχει το ανθρωπιστικό / ανθρώπινο στοιχείο και κριτήριο. Να προσθέσω, βέβαια, ότι όλα αυτά που συζητούμε έχουν και μια πρόσθετη ευρωπαϊκή διάσταση.

*

 

  Θα παρουσιάσω και σχολιάσω ένα, κατά τη γνώμη μου πολύ σημαντικό, άρθρο του πραγματικού δασκάλου Χ. Α. Τσολάκη (1935 – 2012) , τον οποίο πρόσφατα χάσαμε, δημοσιευμένο στο περιοδικό «Φιλόλογος» (τ. 48 / καλοκαίρι 1987) με τίτλο «Η πρωταρχία της μητρικής γλώσσας και η (γλωσσική) αγωγή (Οκτώ καταθέσεις και δέκα προτάσεις)». Κρατώ το λεκτικό και το σκεπτικό του Τσολάκη.

 

  Η χρήση της γλώσσας συνεπάγεται σκέψη. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να αναπτύξει εσωτερικό ή φωνούμενο λόγο χωρίς να συλλογιστεί. Οι Αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την ίδια λέξη «λόγος», για να φανερώσουν και την εσωτερική σκέψη και την έκφρασή της. Σκέφτεται ο άνθρωπος με λέξεις και με εικόνες, και μπορεί να υπάρξει και μια απλή ψυχολογική ανάλυση πως η σκέψη και η γλωσσική έκφραση δεν είναι χωριστά πράματα, όπως πίστευαν πολλοί, παρά ότι η σκέψη αναδύεται μαζί και μέσα στη μορφή που την εκφράζει.

 

  Με τη μητρική γλώσσα ξυπνούμε στη ζωή και ωριμάζουμε· μ’ αυτήν εντασσόμαστε στην ανθρώπινη κοινωνία και ρίχνουμε ρίζες στο γονικό μας παρελθόν· οι λέξεις της παίρνουν στη γλωσσική μας συνείδηση χρώμα, συναισθηματικό βάθος, ψυχικό πλούτο, έμφαση εκφραστική, συγκινησιακή δύναμη. Είναι, λοιπόν, αναντικατάστατη η αξία των λέξεων της μητρικής γλώσσας. 

 

  Μόνο εκείνος που θα καλλιεργήσει τη μητρική του γλώσσα, θα μπορέσει στη συνέχεια να μάθει και τη γλώσσα της χώρας στην οποία ζει και να ενταχθεί στη νέα κοινωνία που τον φιλοξενεί.

 

  Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε πάντα, γιατί τις καταλαβαίνουμε πιο καλά και πιο γρήγορα, είναι οι λέξεις της μητρικής γλώσσας. Γι’ αυτό το λόγο, κάθε διδασκαλία είναι ανάγκη να αρχίζει και να ολοκληρώνεται με τη μητρική γλώσσα, αφού στους γνώριμους ήχους της ριζώνει η σκέψη του παιδιού· επενδύεται/κωδικοποιείται ο στοχασμός του· χαράζει η ψυχική και η κοινωνική του ζωή· χρωματίζεται η φαντασία του· εδράζεται η ενεργητικότητά του· τροχίζεται η βούλησή του.

 

  Νοθεύεται η γλώσσα και οξειδώνεται η σκέψη, και μαζί νοθεύεται η ψυχή ενός λαού, όταν αλλότριες δυνάμεις υπονομεύουν το έργο της, όταν, αντί να καλλιεργηθούν κατά τη φύση τους, διαπλέκονται η σύνταξή της με άλλη σύνταξη, η σημασιολογία της με άλλη σημασιολογία, η μορφολογία της με άλλη μορφολογία, η φθογγολογία της με άλλη φθογγολογία, το παραγωγικό της με άλλο παραγωγικό, η φύση της με άλλη φύση.

 

*

 

  Από το γενικό, όμως, ας περάσουμε στο ειδικό.

  Στη Θράκη, όπως ήδη αναφέραμε,  η μουσουλμανική μειονότητα έχει ως μητρική γλώσσα την τουρκική, την πομακική και τη ρομανί / τα τσιγκάνικα. Στην περιοδική έκδοση διαλεκτολογικών μελετών «Ελληνική Διαλεκτολογία». τ. 5  / 1996 – 1998, που εκδίδεται με τη φροντίδα του Τομέα Γλωσσολογίας Φιλολογικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. και του Ν. Κατσάνη καθηγητή του τμήματος,   υπάρχουν σημαντικές εργασίες που σχετίζονται με τις «Δίγλωσσες ομάδες του ελληνικού χώρου». Όσον αφορά τη Θράκη, στο συγκεκριμένο τόμο περιλαμβάνονται οι εργασίες του Παναγιώτη Κυρανούδη «Η γλώσσα των τουρκόφωνων μουσουλμάνων της Θράκης» (σελ. 113 – 139) και «Οι Πομάκοι και η γλώσσα τους» (σελ. 141 – 192) και του Σωφρόνη Χατζησαββίδη «Οι Ρομ της Ελλάδας και η γλώσσα τους» (σελ. 193 – 214). Στις τρεις αυτές εργασίες, εκτός από την επιστημονική τεκμηρίωση περιλαμβάνεται και πλούσια σχετική βιβλιογραφία.

 

  Τα τούρκικα ιδιώματα που μιλιούνται σήμερα στην ελληνική Θράκη ανήκουν στις βαλκανικές τουρκικές διαλέκτους.

 

  Το 1956 ο J. Németh, έχοντας  μελετήσει την εμφάνιση ορισμένων γλωσσικών φαινομένων κυρίως σε τουρκικές διαλέκτους της Βουλγαρίας, επιχειρεί μια διαίρεση των διαλέκτων αυτών σε δυο μεγάλες ομάδες, μία ανατολική και μία δυτική. 

 

  Το γλωσσικό υλικό που συγκέντρωσε από τα τουρκικά ιδιώματα της Δυτικής Θράκης ο συντάκτης του άρθρου Π. Κυρανούδης, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γλωσσολογία, και με βάση τα περισσότερα χαρακτηριστικά και κριτήρια του J. Németh,  τα εντάσσουν στις ανατολικές τουρκικές διαλέκτους. Έτσι ο αρθρογράφος καταλήγει ότι «θα μπορούσαμε με αρκετή ασφάλεια να χαρακτηρίσουμε τα ιδιώματα αυτά ως ανατολικά βαλκανικά τουρκικά».

 

  Ο ίδιος συγγραφέας παρουσιάζει και το άρθρο «Οι Πομάκοι και η γλώσσα τους». Υπολογίζει ότι στην Ελλάδα υπάρχουν 35.000 και στη Βουλγαρία 200.000 Πομάκοι. Στο κείμενό του αναφέρεται στην καταγωγή και θρησκεία, στα ονόματα, στη γλώσσα των Ελλήνων Πομάκων, ενώ στο τέλος παραθέτει σχετική βιβλιογραφία.

 

  Στο κεφάλαιο της γλώσσας, ενδιαφέρον παρουσιάζει η ενότητα 2.1. Η έρευνα των πομακικών της Ελλάδας, όπου αναφέρεται το πρώτο μικρό λεξιλόγιο του Βλάσιου Σκορδέλη στα 1874, ενώ η συνέχεια γράφεται 120 χρόνια μετά, με μια πληθώρα βιβλίων, λεξικών και άρθρων. 

 

    Η ενότητα 2.2. αναφέρεται Γενικά περί της γλώσσας των Πομάκων. Το περισσότερο δημοσιευμένο γλωσσικό υλικό προέρχεται από την περιοχή Ξάνθης. Η πομακική ανήκει στη σλαβική οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Δεν είμαστε σίγουροι αν είναι γλώσσα ή διάλεκτος κάποιας γλώσσας. Ανήκει πάντως στη νότια ομάδα των σλαβικών γλωσσών, όπου υπάγονται επίσης η βουλγαρική,  η σερβοκροατική και η σλοβενική. Τα πομάκικα της Ελλάδας χωρίζονται σε δύο μεγάλες ομάδες : τα πομάκικα ιδιώματα της Ξάνθης και της βορειοδυτικής Ροδόπης και τα πομάκικα της βορειοανατολικής Ροδόπης και βορειοδυτικού Έβρου. Όσον αφορά την Ξάνθη, στα κυριότερα κεφαλοχώρια (Μύκη, Εχίνος, Κοτύλη, Κένταυρος, Ωραίο) έχουν αναπτυχθεί επί μέρους διάλεκτοι της πομακικής. Κλείνοντας, σημειώνεται ότι ‘η συνεννόηση ανάμεσα στους ομοφύλους τους της Ξάνθης και σ’ αυτούς της Ροδόπης και του Έβρου είναι δύσκολη’.

 

  Ο συγγραφέας μεθοδικά αναφέρεται στα χαρακτηριστικά των πομάκικων και στο λεξιλόγιο. Στην ενότητα 2.5. μιλώντας για τη σημερινή κατάσταση, διαπιστώνει ότι η χρήση της πομακικής υποχωρεί και αντικαθίσταται όχι από την κοινή ελληνική αλλά από την κοινή τουρκική. 

 

  Το τρίτο άρθρο είναι του Χατζησαββίδη Σωφρόνη, Αν. Καθηγητή Παιδαγωγικής Σχολής (τμήμα Φλώρινας) του ΑΠΘ, και αναφέρεται στους Ρομ της Ελλάδας και τη γλώσσα τους.

 

  Οι Ρομ (Τσιγγάνοι και Γύφτοι) της χώρας μας, εγκαταστημένοι ή μετακινούμενοι, αποτελούν ένα μέρος των Ρομ που ζουν σε όλη σχεδόν την υφήλιο. Άρχισαν να πρωτοεμφανίζονται σε περιοχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας γύρω στον 11ο αιώνα και στο σημερινό ελληνικό χώρο γύρω στο 14ο με 15ο αι μ.Χ. Έκτοτε ζουν σε διάφορα μέρη του ελληνικού χώρου, από τη Θράκη έως την Κρήτη. Ένα μεγάλο ρεύμα εμφανίζεται με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, από την περιοχή Κωνσταντινούπολης και Σμύρνης. Σήμερα υπολογίζεται ότι ζουν στην Ελλάδα από 100.000 ως 200.000 Ρομ.

 

  Η γλώσσα των Ρομ, ρομανές ή ρομανί, αντικατοπτρίζει κάποια χαρακτηριστικά του πολιτισμού τους, από τα οποία κυρίαρχο είναι η έντονη ποικιλία. Η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι Ρομ της Ελλάδας παρουσιάζει μια τεράστια ποικιλία, που εντοπίζεται κυρίως στο λεξιλόγιο και δευτερευόντως στη φωνητική, τη μορφολογία και τη σύνταξη. Η γλωσσική μορφή που χρησιμοποιούν οι Ρομ της χώρας μας αποτελεί μια διάλεκτο της ρομανές και διακρίνεται σε διάφορα ιδιώματα. Είναι μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και παρουσιάζει αρκετά κοινά με τις άλλες ινδοευρωπαϊκές. Περιέχει στοιχεία των αρχικών γλωσσών των Ρομ (σανσκριτικά, χίντι, παντάμπι κ.ά.) και πολλά στοιχεία από την περσική, τουρκική, ρουμανική, αρμενική, βουλγαρική και, φυσικά, την ελληνική.

 

  Ο αρθρογράφος καταλήγει σημειώνοντας ότι «Η ρομανές παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά μιας γλώσσας που έχει παραδοθεί μόνο προφορικά : συρρικνωμένο λεξιλόγιο, χαλαρή δομή και μεγάλη μορφολογική ποικιλία».

 

*

  Όταν μιλούμε για τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης και την εκπαίδευσή της, ας θυμόμαστε ότι τα πράγματα δεν είναι απλά και μονοσήμαντα. Τα θέματα για τα οποία συζητούμε έχουν μια ‘ιστορικότητα’. Δεν μπορείς να γυρίσεις το χρόνο πίσω. Επιπλέον, από όσα συνοπτικά αναφέρθηκαν για τις γλώσσες των μουσουλμανικών μειονοτήτων, διαγράφονται και τα ζητήματα που ανακύπτουν για μια εκπαιδευτική πολιτική.

  Η αλήθεια είναι ότι στις τελευταίες δεκαετίες, από διάφορες πλευρές, δίνεται έμφαση κυρίως στους πομάκους μαθητές και στα προβλήματά τους – που είναι υπαρκτά βέβαια, όμως όλα τα παιδιά της μειονότητας έχουν προβλήματα ανεξαρτήτως μητρικής γλώσσας. Δευτερευόντως γίνεται αναφορά στην εκπαίδευση των Ρομ στη μητρική τους γλώσσα. Μεγάλο πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι δε διερευνώνται γενικότερα τα προβλήματα της τουρκόφωνης εκπαίδευσης και των τουρκόφωνων μαθητών.

 

  Το 2006 (στις 22 Φεβρουαρίου) το Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης σε συνεργασία με το Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης οργάνωσε Ημερίδα με θέμα «Η τριγλωσσία στη μειονοτική εκπαίδευση και τα μαθησιακά προβλήματα των Πομάκων μαθητών», όπου εκπαιδευτικοί μίλησαν για την εκπαίδευση από τη δική τους κυρίως εμπειρία. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους κυκλοφόρησαν σε βιβλίο τα Πρακτικά της Ημερίδας, απόπου παίρνουμε κάποια στοιχεία.

 

  Η Χρύσα Κασίμη, Δρ. επιστημονικός συνεργάτης ανώτατης σχολής Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, ανέπτυξε στην Ημερίδα το θέμα «Διγλωσσία – τριγλωσσία – εκπαίδευση: κοινωνιο-γλωσσικές πραγματικότητες και σχολικές δυσκολίες».

 

  Υποστηρίζει ότι η διγλωσσία αυτή καθεαυτή δεν αποτελεί ‘πρόβλημα’, δεδομένου ότι τα δίγλωσσα παιδιά παρουσιάζουν ορισμένα πλεονεκτήματα, σε σχέση με τα μονόγλωσσα, ως προς συγκεκριμένες δεξιότητες, όπως είναι η αφαιρετική ικανότητα και η μεταγλωσσική συνείδηση. Στη συνέχεια παρατηρεί ότι «οι έρευνες γενικά δείχνουν ότι η απόρριψη της μητρικής γλώσσας του παιδιού μπορεί να οδηγήσει στον τραυματισμό, στην καταστροφή του αυτοσυναισθήματος, στην καθυστέρηση της γλώσσας, σε δυσκολίες και στις δύο γλώσσες, και στην αδυναμία μεταφοράς γνώσεων από τη μία γλώσσα στην άλλη».

 

  Γενικά, η υποτίμηση της μειονοτικής γλώσσας έχει αρνητικά αποτελέσματα στη συνολική πνευματική πορεία του παιδιού. Η Χρ. Κασίμη σημειώνει μάλιστα, παραπέμποντας σε πλούσια ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, ότι «Κεντρικής σημασίας αναδεικνύονται τα εξής : το είδος της γλωσσικής κοινωνικοποίησης και οι χρήσεις της γλώσσας (γλωσσικές πρακτικές) στο οικογενειακό περιβάλλον, οι στάσεις της μειονότητας προς την ίδια τη γλώσσα της και προς την κυρίαρχη γλώσσα (ή τις κυρίαρχες γλώσσες) και η ιστορικο- πολιτισμική και κοινωνική διαδικασία διαμόρφωσής τους, η γλωσσική και πολιτισμική (με την ευρύτερη έννοια) ‘σύγκρουση’ που συνιστά η είσοδος στον γραμματισμό σε μια άλλη γλώσσα, στα πλαίσια της θεσμοθετημένης εκπαίδευσης». Ειδικότερα, όσον αφορά τα πομακόπουλα σημειώνεται «Το γεγονός ότι εισερχόμενα στο σχολείο τα παιδιά των πομάκων καλούνται να λειτουργήσουν γνωστικά σε μια τριγλωσσική κατάσταση [δηλ. πομάκικα, ελληνικά, τουρκικά], καθώς και το γεγονός ότι η εθνοτική τους γλώσσα δεν είναι μια τυποποιημένη, γραπτή γλώσσα ενισχύει τον σύνθετο χαρακτήρα της κατάστασης και έχει σοβαρές εκπαιδευτικές συνέπειες».

 

  Ο εκπαιδευτικός Κάρολος Γεροβασιλείου, στην ίδια ημερίδα, σημειώνει πολύ χαρακτηριστικά : «Τα διαφορετικά γλωσσικά περιβάλλοντα, στα οποία χρησιμοποιούνται οι τρεις γλώσσες, προσδίδουν διαφορετικό κύρος στην καθεμιά τους. Η πλειονοτική ελληνική θεωρείται ανώτερη, περισσότερο κομψή και ως γλώσσα κατάλληλη για την εκπαίδευση, το κλειδί για την εκπαιδευτική και οικονομική επιτυχία. Αυξημένο κύρος εμφανίζει και η τουρκική ως γλώσσα της θρησκείας, της εκπαίδευσης και ως επικρατούσα γλώσσα στο χώρο της μουσουλμανικής μειονότητας».

 

  Οι εισηγητές / εισηγήτριες της ημερίδας κατέθεσαν με ειλικρίνεια και σαφήνεια τις θέσεις τους, που γενικά συνέτειναν στην πεποίθηση για την αναγκαιότητα διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας. Παράλληλα όμως έθεταν και κάποια επιμέρους προβλήματα, όπως η ανάγκη κατάλληλης επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών (Π. Δήμου) και εξασφάλιση περισσότερου χρόνου διδασκαλίας (Δ. Κατάκη).

 

*

 

  Στην παραπάνω ημερίδα μετά τις εισηγήσεις υπήρχε πλούσια συζήτηση, στην οποία πήρα μέρος, με παρέμβαση που επικεντρώθηκε σε δύο σημεία. Παραθέτω τα σχετικά αποσπάσματα της παρέμβασής μου. Για το πρώτο σημείο : «Όσον αφορά τα αρχαία και τα νέα ελληνικά θα ήθελα να μιλήσω για μια μορφή διγλωσσίας, παρόλο που είναι ψευδής διγλωσσία. Το πρόβλημα είναι να μάθουμε πρώτα τα νέα ελληνικά και μετά τα αρχαία ή ταυτοχρόνως. Η επιστήμη έχει καταλήξει και ο Ι.Θ.Κακριδής και όλοι αυτοί που ήτανε κλασικοί και (ας το πούμε) αρχαιολάτρες, έλεγαν ότι αν τα παιδιά δε μάθουν το συντακτικό και τη γραμματική της μητρικής γλώσσας, δηλαδή της νεοελληνικής, είναι περιττό (να ξεκινήσουμε τα αρχαία) - και γι’ αυτό διαφωνώ με πάρα πολλά πράγματα από αυτά που γίνονται τα τελευταία χρόνια με την αρχαιομανία στο γυμνάσιο· είναι αδύνατο τα παιδιά να μάθουν ταυτοχρόνως τα δύο αν δεν κατέχουν το ένα. Και αυτό είναι το βασικό πρόβλημα. Ας το πουν καθαρά όσοι το πιστεύουν ότι η μητρική γλώσσα πρέπει να ξεριζωθεί για να μπουν τα παιδιά στην πρώτη δημοτικού, στο νηπιαγωγείο με μια άλλη μητρική γλώσσα, η οποία θα είναι και η γλώσσα του σχολείου. Όσο υπάρχει, όμως, μια άλλη μητρική γλώσσα δεν μπορούμε να δουλεύουμε σε δύο κυρίους».

 

  Όσον αφορά τη γλωσσομάθεια των μαθητών της μειονότητας, με βάση την προσωπική μου εμπειρία, σημείωσα : «Χρειάζεται να έχουν την αίσθηση της αφηρημένης σκέψης και της γλώσσας. Δηλαδή να διαβάσουνε παιδιά δεκαοχτώ χρονών ένα κείμενο δέκα σειρών και να σου πουν σε τρεις σειρές τι λέει. Μπορούν να μεταφράζουν λέξη λέξη αλλά δεν μπορούν να το κατανοήσουν. Και δε μιλώ μόνο για τα πομακόφωνα παιδιά. Οι διαπιστώσεις μου είναι ότι και τα τουρκόφωνα δεν έχουν πολλές φορές αυτή τη δυνατότητα για αφηρημένη σκέψη».

 

  Από τις σκέψεις μου που διατύπωσα το 2006 στην Ημερίδα για την Τριγλωσσία, φάνηκαν οι βασικές μου θέσεις. Πιστεύω ότι η μητρική γλώσσα είναι αυτονόητο ότι πρέπει να αποτελεί τη βάση για τη στοιχειώδη εκπαίδευση του παιδιού. Προβληματίζομαι στο αν μια γλώσσα ή ‘γλώσσα’ που δεν έχει εξελιχθεί σε γραπτή και λογοτεχνική μπορεί να εκπληρώνει πλήρως το ρόλο της ως οργάνου εκπαίδευσης και, στη συνέχεια, παιδείας. Το θέμα αυτό αναφέρεται στην πομακική και στη ρομανές.

 

  Και σε άλλη περίπτωση, μιλώντας το 2009 στην πρώτη δημόσια εκδήλωση του Πανελλήνιου Συλλόγου Πομάκων στην Κομοτηνή  με θέμα «Ο αμφισβητούμενος κάτοικος των Βαλκανίων», αναφέρθηκα σε σχετικά προβλήματα. Βασική θέση μου αποτελεί  πως είναι ανάγκη να μελετηθεί η πομακική γλώσσα και πολιτισμός από τους ίδιους τους Πομάκους. Όλοι οφείλουν να συμβάλλουν στην πολιτισμική και κοινωνική ανύψωση όλων των μειονοτικών ομάδων της Θράκης, χωρίς καμιά προσπάθεια χειραγώγησης πολιτιστικής ή πολιτικής.

 

  Οι ομάδες των μουσουλμάνων δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διακρίνονται σε ανώτερες και κατώτερες, ούτε πρέπει τα κριτήρια για την όποια αναφορά μας σ’ αυτές να είναι αριθμητικά, αλλά μόνο ανθρωπιστικά. Αυτό σημαίνει ότι οι προτάσεις, οι θέσεις και οι λύσεις στα όποια προβλήματα είναι απαραίτητο να κυριαρχούνται κατεξοχήν από σεβασμό του προσώπου – ανεξάρτητα από χαρακτηριστικά επίκτητα / συγκυριών και σκοπιμοτήτων.

  Τα παιδιά της μειονότητας όπως και όλα τα ελληνόπουλα είναι χρέος της ελληνικής πολιτείας να μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα. Αυτό είναι ανεξάρτητο από τις διεθνείς συμβάσεις, για την παιδεία των παιδιών της μειονότητας. Στους τόπους που υπάρχει μουσουλμανική μειονότητα πρέπει να υπάρχουν δύο ειδών σχολεία : α) ελληνικά σχολεία προσχολικής, υποχρεωτικής (δημοτικό – γυμνάσιο) και λυκειακής εκπαίδευσης (γενικής και επαγγελματικής), β) μειονοτικά σχολεία - σύμφωνα με τις συμβάσεις – στα ελληνικά και στη μειονοτική γλώσσα που επιλέγουν οι κάτοικοι. Επειδή όμως η μειονότητα δεν είναι γλωσσικά ενιαία, όπου χρειάζεται, θα υπάρχει εκπαιδευτική δομή «φροντιστηρίου» για τη μειονοτική γλώσσα που δε διδάσκεται στο σχολείο. Ούτως ή άλλως η μητρική γλώσσα πρέπει να γίνεται αντικείμενο σπουδής. Βασικός στόχος είναι να μάθουν την ελληνική γλώσσα, από τη στιγμή που τα παιδιά ζουν στην Ελλάδα.   

 

 

  Τα τελευταία χρόνια, με το πρόγραμμα «Εκπαίδευση των παιδιών της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη», έχουν γίνει πολλά θετικά βήματα στην κατεύθυνση της ελληνογνωσίας – και όχι μόνο.

 

  Πριν από λίγο καιρό, τον Οκτώβρη του 2012, παρακολούθησα στην Κομοτηνή το τριήμερο συνέδριο με τίτλο «Καινοτόμες πρακτικές στην εκπαίδευση των παιδιών της μειονότητας στη Θράκη». Πήραν μέρος συνεργάτες του προγράμματος χριστιανοί και μουσουλμάνοι, εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας, άλλοι επιστήμονες, μαθητές και μαθήτριες. Στο τέλος του συνεδρίου τοποθετήθηκαν πολλοί παριστάμενοι. Παίρνοντας το λόγο, θαύμασα τον πλούτο του συνεδρίου, την προχωρημένη γλωσσική αντίληψη των παιδιών στα ελληνικά, την καλλιέργεια αφηρημένης σκέψης – σε σχέση με το τι είχα υπόψη μου από το παρελθόν σε ανάλογες εκδηλώσεις. Το σχολείο είναι ‘νέο’, ενώ αξιοθαύμαστη είναι η ποιότητα διαφόρων δραστηριοτήτων – όπως της χρήσης υπολογιστών,  των εκδρομών και των φυσικών επιστημών. Φρονώ ότι εξαιτίας του προγράμματος έχουν παραχθεί για την εκπαίδευση των μουσουλμανοπαίδων εκπαιδευτικά υλικά πολύ περισσότερα και καλύτερα από ό,τι για τα υπόλοιπα ελληνικά σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Επιπλέον, η εκπαίδευση είναι μαθητοκεντρική, πράγμα που απελευθερώνει από ποικίλες αγκυλώσεις.

  Στο συνέδριο πολλοί έλεγαν ότι κάτι πρέπει να γίνει και για το μη ελληνόγλωσσο πρόγραμμα των σχολείων. Επίσης έγινε φανερό πόσο χρήσιμο για τους εκπαιδευτικούς του ελληνόφωνου προγράμματος είναι να γνωρίζουν την τουρκική γλώσσα, και τις άλλες γλώσσες της μειονότητας προσθέτω εγώ, ώστε να μπορούν να κατανοούν και ερμηνεύουν τα  γλωσσικά ‘λάθη’ των μαθητών/μαθητριών τους. 

 

  Πιστεύω ότι η ελληνική πολιτεία πρέπει να συμβάλει στη βελτίωση και του μη ελληνόφωνου προγράμματος πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τα παιδιά που υφίστανται δίγλωσσο πρόγραμμα το βέλτιστο είναι να μη αντιμετωπίζουν διαφορετικά μορφωτικά status. Τα όποια υλικά της εκπαίδευσης των δίγλωσσων προγραμμάτων καλό είναι να βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος. Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για τους εκπαιδευτικούς. Οι δάσκαλοι του μη ελληνόφωνου προγράμματος εξυπονοείται ότι πρέπει να έχουν πλήρη γλωσσική και παιδαγωγική επάρκεια σχετικά με τη γλώσσα που διδάσκουν.

 

  Για πολλούς λόγους είχαμε παραγωγή ‘δασκάλων’ που παρά τη θέλησή τους δεν ήταν πάντοτε σε θέση να παίξουν το ρόλο τους – αναφέρομαι στην ΕΠΑΘ. Η Σχολή αυτή έκλεισε, αλλά ως τώρα δεν έχουμε στην πράξη διάδοχο σχήμα λειτουργικό και αποτελεσματικό.

 

  Όσον αφορά το ποσοστό εισαγωγής σε ανώτατες και ανώτερες σχολές, το περίφημο 0,5 % - μόνο ως μεταβατικό στάδιο μπορεί να σταθεί. Όσο η παρεχόμενη εκπαίδευση στα ελληνικά γίνεται επαρκής, το ποσοστό πρέπει να μειώνεται ώστε να φτάσει στο 0.

 

*

 

  Το Νοέμβριο του 1997 δημοσίευσα το άρθρο «Πολιτιστική συγκρότηση = Πολιτιστική συγκράτηση». Αναφέρομαι σε Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Νεοπρόσφυγες.

 

  Παραθέτω την § 4 που αναφέρεται στην εκπαίδευση και στον πολιτισμό.

  «Στο υποχρεωτικό για όλους εκπαιδευτικό σύστημα, θα πρέπει να μαθαίνουν όλοι τέλεια την κοινή γλώσσα – την ελληνική, και επίσης τέλεια τη μητρική τους. Να μαθαίνουν την κοινή ιστορία και πολιτισμό της περιοχής, της Θράκης, αλλά και την ιστορία και τον πολιτισμό των άλλων ομάδων. Ο κάτοικος στους Θράκης πρέπει να γνωρίζει το ‘δικό’ του και τα ‘άλλα’, που τον περιβάλλουν. Φορείς του πολιτισμού και της ιστορίας είναι οι άνθρωποι. Για να τους γνωρίσω και να τους αγαπήσω, οφείλω να γνωρίσω τι κουβαλά ο καθένας. Αυτό οφείλει να μου το προσφέρει η υποχρεωτική εκπαίδευση. Πάντοτε μιλούσαμε για την ανάγκη να εισαχθεί η τοπική ιστορία και ο πολιτισμός στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Να προσθέσω ότι στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, εκτός των πολλών άλλων που πρέπει να γίνουν, πρέπει για διδάσκοντες και διδασκόμενους να εισαχθεί ως μάθημα η γνώση της περιοχής. (Αυτό, βέβαια, οφείλουμε να προσφέρουμε και στους υπαλλήλους του κράτους και στους στρατιώτες που υπηρετούν στη Θράκη)».   

 

*

 

  Πριν από μερικά χρόνια ήρθε στα χέρια μου ένα εκπληκτικό βιβλίο :

 

Αρσινόης Ταμπακοπούλου

Θεώνης Δρακοπούλου (Μυρτιώτισσας)

Κρινολούλουδα

Αναγνωστικό Β΄ Δημοτικού

των Μουσουλμανικών Σχολείων

Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Εν Αθήναις

1939

 

    Είναι συνολικά 140 σελίδες, περιέχει 52 πεζά και ποιήματα, κυρίως από τη συλλογή που πήρε το α΄ βραβείο. Η εικονογράφηση είναι του ζωγράφου Αντώνη Βώττη. Ένα κείμενο και μία εικόνα έχουν σχέση με τη δικτατορία Μεταξά – δείχνουν τη Νεολαία που κάνουν παρέλαση, χαιρετούν με το γνωστό τρόπο και στο κείμενο ο Διευθυντής μοίρασε στα παιδιά της δευτέρας δημοτικού τα σήματα της Νεολαίας. Ποιο όμως είναι το εκπληκτικό – πέντε αναγνώσματα : Ένα καλό και ταχτικό παιδί – Τι έπαθε ένα παιδί, που δεν άκουε τους γονείς του – Τι έπαθε ο Χουσνή, που δεν πήγαινε στο τζαμί – Τα χαμηλά και τα ψηλά στάχυα – Πώς ο φτωχός Νουρή έγινε Ιμάμης και Χότζας στο χωριό, ‘οφείλονται εις τον Επιθεωρητήν των Μουσουλμανικών Σχολείων κ. Μηνάν Μηναΐδην’.

 

  Δεν το φανταζόμουν ότι υπήρχε ειδικό αναγνωστικό για τα Μουσουλμανικά σχολεία με κείμενα ειδικά γραμμένα γι’ αυτά τα μαθητούδια της δευτέρας δημοτικού. Μάλλον, θα υπήρχαν και για τις άλλες τάξεις ανάλογα αναγνωστικά. Το 1939, πιο μπροστά από μας…

 

 

  Κλείνοντας, μια σκέψη / διαπίστωση: συχνά μιλούν ή αποφασίζουν άνθρωποι που αγνοούν τα της Θράκης γενικά και τα της Μειονότητας ειδικά.

  Το κείμενό μου τούτο μια μικρή έστω προσπάθεια φωτισμού κάποιων πτυχών.

 

Ξάνθη, Απρίλης 2013

ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ

 

Του Θανάση Μουσόπουλου

 

  Όταν γίνονται εκλογές στη χώρα μας ανα- ή ξανα- ανακαλύπτουμε έκπληκτοι ή έκθαμβοι διάφορα πράγματα. Ένα από τα θέματα που τα Μέσα Ενημέρωσης – κυρίως τα εξ Αθηνών καθ’ ημάς ορμώμενα - ‘παίζουν’,  είναι τα σχετικά με τη μειονότητα της Θράκης, τους μουσουλμάνους συμπολίτες μας. Έχω την αίσθηση, ότι συνήθως κοροϊδεύουμε ο ένας τον άλλο, εαυτούς και αλλήλους. Προ ενός έτους δημοσίευσα ένα εκτεταμένο άρθρο με τίτλο «ΑΡΑΓΕ ΘΕΛΟΥΜΕ ΜΟΡΦΩΜΕΝΗ ΤΗ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ;»

  Στο άρθρο μου αυτό προσπαθώ αντικειμενικά να εξετάσω τα προβλήματα που σχετίζονται με την εκπαίδευση των μουσουλμανοπαίδων στη χώρα μας. Σημειώνω :

 

  «Λαμβάνοντας υπόψη δύο βασικά δεδομένα : πρώτον ότι η μητρική γλώσσα των μουσουλμάνων της Θράκης δεν είναι ίδια για όλους / όλες (τουρκικά, ‘πομακικά’, ρομανί) και δεύτερον ότι αναφερόμαστε σε έλληνες πολίτες που ζουν και θέλουν να ζουν στην Ελλάδα, θα απαντήσω στα δύο σχετικά ερωτήματα – ποια είναι η σημασία της μητρικής γλώσσας και ποια γλώσσα είναι φρόνιμο να γνωρίζουν οι κάτοικοι της Ελλάδας, ανεξάρτητα καταγωγής και προέλευσης. Το πρώτο ερώτημα θα το διερευνήσω επιστημονικά, το δεύτερο πρακτικά και εμπειρικά. Πάντοτε, όμως, στις προσεγγίσεις μου προέχει το ανθρωπιστικό / ανθρώπινο στοιχείο και κριτήριο. Να προσθέσω, βέβαια, ότι όλα αυτά που συζητούμε έχουν και μια πρόσθετη ευρωπαϊκή διάσταση».

 

  Αφού εξέταζα και τις τρεις γλώσσες διατύπωσα τις εξής απόψεις:

 

«Οι ομάδες των μουσουλμάνων δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διακρίνονται σε ανώτερες και κατώτερες, ούτε πρέπει τα κριτήρια για την όποια αναφορά μας σ’ αυτές να είναι αριθμητικά, αλλά μόνο ανθρωπιστικά. Αυτό σημαίνει ότι οι προτάσεις, οι θέσεις και οι λύσεις στα όποια προβλήματα είναι απαραίτητο να κυριαρχούνται κατεξοχήν από σεβασμό του προσώπου – ανεξάρτητα από χαρακτηριστικά επίκτητα / συγκυριών και σκοπιμοτήτων.

 

  Τα παιδιά της μειονότητας όπως και όλα τα ελληνόπουλα είναι χρέος της ελληνικής πολιτείας να μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα. Αυτό είναι ανεξάρτητο από τις διεθνείς συμβάσεις, για την παιδεία των παιδιών της μειονότητας. Στους τόπους που υπάρχει μουσουλμανική μειονότητα πρέπει να υπάρχουν δύο ειδών σχολεία : α) ελληνικά σχολεία προσχολικής, υποχρεωτικής (δημοτικό – γυμνάσιο) και λυκειακής εκπαίδευσης (γενικής και επαγγελματικής), β) μειονοτικά σχολεία - σύμφωνα με τις συμβάσεις – στα ελληνικά και στη μειονοτική γλώσσα που επιλέγουν οι κάτοικοι. Επειδή όμως η μειονότητα δεν είναι γλωσσικά ενιαία, όπου χρειάζεται, θα υπάρχει εκπαιδευτική δομή ‘φροντιστηρίου’ για τη μειονοτική γλώσσα που δε διδάσκεται στο σχολείο. Ούτως ή άλλως η μητρική γλώσσα πρέπει να γίνεται αντικείμενο σπουδής. Βασικός στόχος είναι να μάθουν την ελληνική γλώσσα, από τη στιγμή που τα παιδιά ζουν στην Ελλάδα».

 

  Το Νοέμβριο του 1997 δημοσίευσα το άρθρο «Πολιτιστική συγκρότηση = Πολιτιστική συγκράτηση». Αναφέρομαι σε Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Νεοπρόσφυγες.

 

  Παραθέτω την § 4 που αναφέρεται στην εκπαίδευση και στον πολιτισμό.

 

  «Στο υποχρεωτικό για όλους εκπαιδευτικό σύστημα, θα πρέπει να μαθαίνουν όλοι τέλεια την κοινή γλώσσα – την ελληνική, και επίσης τέλεια τη μητρική τους. Να μαθαίνουν την κοινή ιστορία και πολιτισμό της περιοχής, της Θράκης, αλλά και την ιστορία και τον πολιτισμό των άλλων ομάδων. Ο κάτοικος στους Θράκης πρέπει να γνωρίζει το ‘δικό’ του και τα ‘άλλα’, που τον περιβάλλουν. Φορείς του πολιτισμού και της ιστορίας είναι οι άνθρωποι. Για να τους γνωρίσω και να τους αγαπήσω, οφείλω να γνωρίσω τι κουβαλά ο καθένας. Αυτό οφείλει να μου το προσφέρει η υποχρεωτική εκπαίδευση. Πάντοτε μιλούσαμε για την ανάγκη να εισαχθεί η τοπική ιστορία και ο πολιτισμός στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Να προσθέσω ότι στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, εκτός των πολλών άλλων που πρέπει να γίνουν, πρέπει για διδάσκοντες και διδασκόμενους να εισαχθεί ως μάθημα η γνώση της περιοχής».  

 

 

    Κλείνοντας παραπέμπω σε ένα άρθρο μου που δημοσίευσα το 1994 στο ‘Εμπρός’ – πριν από 20 ολόκληρα χρόνια. Ο τίτλος του άρθρου – είναι εύγλωττος: Θρακοσωτήρες και Θρακέμποροι (Θρακοθήρες). Δε χρειάζεται επεξήγηση. Μόνο ο επίλογος αρκεί :

 

«Φτάνει πια! Δε θέλουμε πνευματικούς σωτήρες. Δεν μπορούν μερικοί να μας βλέπουν, όπως οι ευρωπαίοι αποικιοκράτες έβλεπαν τους ιθαγενείς. Θρακική αφύπνιση τώρα!».

 

  Πολιτική – και δη προοδευτική και αριστερή – χωρίς δημοκρατία, αλήθεια και ανθρωπισμό, δεν είναι σωστή πολιτική.

 

Ξάνθη, 26 Απριλίου 2014