Nachútata kráva
Bir vakít bir zamán imâla ennók. Padishéha tórnova da si vídi yurkióna áma varvél mlógu póte i ennók akchéma uradísava na ennók da prelezï.
Kogána vlel da prelezï izláze atám i chuläkon saibíena. Izláze atámï az yirmí dekaká. Αgá sa vráshta pita go padiséhon:
- Am óti ti kadé hódi.
Ιtói mu víka:
- Af edérsin máne sa radí ennó déte, zató sa málko zablé.
I víka mu padiséhon:
- Af edérsin dáta pópïtam mózhame li málko da go vídime?
I tói mu víka:
- Da, kakvó she stáne? Zömi go i viz go.
I padiséhon go zïma fav rakîne ámae padiséhon bïlpét. I tói go pagléva na chélana. Glöda na tsélana písava détena agá stáne na on sekís godíni she zhíma padisétskono móma. I padiséhone dashlóla kríva. I padiséhon víka:
- Kólku íshtesh parï? Mózha li da mi go predadésh aisazí déte?
I tói víka:
- Da pópïtam zhónana.
I tói hódi, pita zhónana i zhanána mu víka:
- Τsim da chuläku, to si si radíme drúgo. Da mu go dadéme.
I dávat mu go padiséhune i padiséhon dáva ennók tásha lírï.
I zíma padiséhon détena i varví prez ennók póte kadéna ne varvôt yétse insane. I fpíraf faf ennó mésta i vídeva padiséhon ennók kapinóka i méta go faf kapinókane détena. I hódi si padiséhon.
Áma iméla ennók govedárina aitám pásala govéda paitám. Áma iméla ennó kráva zaválié sa «nachútata kráva ». I nái kráva hódi pri kapinókane da hráni détena.
Áma kogána asá nah rékona krávane ímat mlógu présna krávane. Kogána sa nah kapinókine krávine nachútana kráva íma yéche múchku présna. Óti hódi da hráni détena. I shaibíena zhéla da sa kára govedárinune.
- Óti kakná právish da li go daísh i predávash?
I govedárinon víka:
- Ye nezhnóm níkaknáni.Útre se gi púshnam nah rékono yélate saz máne da vídite kakná právem.
I saibíena hódi. Govedárinon tséla déna sas saibíena. Agá hódet akchámlain da gi dayót krávine ímat mlógu présna. I nachútana kráva íma éshte po mlógu. I saibíena víka govedárinúne:
- Vídish li nachútasha kráva kakná présna na daí? Óti na rékosa agáe íma mlógu présna?
I govedárinon mu víka saibíene:
- Da tébe tíe shipéta gie go dóem ya I predávam. Útre she gi púshnam nah kapinókane I tï she si saz máne da deinatísaváme na chútana kráva óti tié agá pasé nah kapinókane néma présna. I víkate gögo ye dóem i predávam.
I govedáren sas saibíena chéla déne deinetísavot krávana. I krávana ei pa ikindí ad délesa ad drúgine krávi i hódi da hráni détena. I saibíena vídeva I tagás víka govedárinune:
- Af edersín imél si háka. Zímahti giunéhate na énkas.
I saibíena zhíma détena saz tógu I nósi go. Agá hódi faf sélana víka séla múne:
- Náida ennó déte farnéna faf ennók kapinóka. Da si go ne paznáva bannó?
I détetúne ubáiko mu vídevo go détena tógovo taé déte i zhíma si go. Áma go e pïtal saibíena govedárinúne:
- Óti déteta farnéna faf ennók kapinóka?
I tói mu víka:
- Af edersín, edín dóide a pláka mi sa da mu go dam. I ye papïta zhónana i zhanána mi víka: “ Da mu go dadéme. Nïe she si radíme drúgo”. I nîe mu go dádahme I toi go farníl. Da si go zhémam.
I zhíma si go da go kúti. I saibíena si go zhíma iskúteva go on sekís godíni stánava déteno. I padiséhon na kólku godíni pak mu sa pánna da pamína pres ainói saibíe. I víka mu:
- Salám aléikim.
- Aléikim selám.
- Máselo aisái delíkanlïye tsiyé e?
E tói mu víka:
- Αisái delíkanlïe ma e.
I padiséhon mu víka:
- Af edérsin.
- Mózha li da dóide pri máne da go vídem?
Pak padiséhon ishte da go vídi na tsélana. Enná delikanlïe kámatna. I tó hódi vídeva go. Padiséhon aitaí déte zóta be kúpil i farníl. I padiséhon sa zabléva.
I padiséhon fáta napísava ennók müktǘpe i víka saibíine :
- Kólku parï íshtete? Ímam ennók müktǘpe kópelösa da go adnesé faf sélana upadiséhane
I saibíena mu víka:
- Da
Áma müktǘpen písava agá go adnesé kópelöna upadiséhane pelivánene da go sasekót I da go farnöt.
I kópelöna zhíma müktǘpine i varví. Ártïk mu sa umáre i to vláze af ennó bahché. Pad ennó aóshko séda i zaspáva. I müktǘpen mu ye faf tzuböna
I kïsmét pomína padiséhune mómechona I vídeva go da spi. I tói dashló náum chíe tóinato bíla. I tyá zhíma yiavásh müktǘpine na písava drúgo kinígo. Na kiníshkona píshavo padiséhune víka «za tri déne da azhónite mómasa na aisazí kópele». I mamána yavásh yavásh zhíma mu go kláva faf juböna I razbúda go. I tói rïpnavo imálhu sa uplásh. I tia go glöda I patpáleva sa ainólkus kámatno I pita go:
- Tï kak pres tus?
- Máne ma prevódi edín íma ennók müktǘpe da go ódnesam af ennó séla upadiséhane. Áma varväh mlógu umaríh sa i ye sönna da pótsina. I unése ma zaspá. Dabréma razbudí da go ódnesa.
I to go anése zhímad go pelivánene mükt’üpene ispévat go. Müktǘpen paé «za tri déne vótre mómata da azhónite na aisazí kópele».
I te fátat paímat sfirtsére i tapanáre i zafátile on gün túnkot sfíret i igrót.
I na on gün sétne hódi padiséhon faf sélana. Chúye sfíret túnkot, igrót I padiséhon pita ennók:
- Kakná stánava aitúi faf sélasa aisólkus tselík?
I tsuläkon mu víka padiséhune prevódiho ennó kópele saz müktǘpe «bórzhï da mu stórite svádba na mómana».
I tói na váda glavóna pachúdeva sa i víka:
- Yiezïlán chizilmés. Písano sa e sa ne raspísava. Alláh e goläm ad vritsi.
I tói mu sníma drïpine i kïl’ïtsene i právi go padisé.
H ξακουστή αγελάδα
Mια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. Ξεκίνησε να πάει να δει την πατρίδα του αλλά περπάταγε πολύ δρόμο και ένα βράδυ του τυχαίνει να φιλοξενηθεί από κάποιον.
Όταν μπήκε για να φιλοξενηθεί βγαίνει ο άντρας της οικογένειας. Βγαίνει και χάνεται για είκοσι λεπτά. Όταν γύρισε πίσω τον ρώτησε ο βασιλιάς:
- Γιατί εσύ εξαφανίστηκες για τόσο, πού ήσουνα;
Kι αυτός του είπε:
- Συγνώμη, εμένα γέννησε η γυναίκα μου ένα παιδί γι αυτό λίγο άργησα.
Και του λέει ο βασιλιάς:
- Συγνώμη, να σε ρωτήσω, μπορούμε για λίγο να το δούμε;
Κι αυτός του λέει:
- Ναι, γιατί όχι; Πάρτο και δες το.
Και ο βασιλιάς το παίρνει στα χέρια του άλλα ήτανε βασιλιάς πολύ διαβασμένος. Και ο βασιλιάς το κοιτάει στο μέτωπο. Το βλέπει στο μέτωπο να γράφει όταν γίνει το παιδί 18 χρονών θα πάρει του βασιλιά την κόρη.
Και του βασιλιά του ήρθε λίγο στραβά. Και ο βασιλιάς λέει:
- Πόσα λεφτά θέλεις; Μπορείς να μου πουλήσεις αυτό το παιδί;
Κι αυτός λέει:
- Να ρωτήσω τη γυναίκα μου.
Κι αυτός πάει, ρωτάει τη γυναίκα του και η γυναίκα του λέει:
- Ναι, άντρα μου, ας του το δώσουμε, εμείς θα γεννήσουμε άλλο. Να του το δώσουμε.
Και το δίνουν στο βασιλιά και βασιλιάς τους δίνει μια γαβάθα λίρες. Παίρνει ο βασιλιάς το παιδί και πηγαίνει από ένα δρόμο εκεί που δεν περνάει πολύς κόσμος. Και φτάνουν σε ένα χωράφι και βλέπει ο βασιλιάς ένα θάμνο και το ρίχνει μέσα στο θάμνο. Και φεύγει ο βασιλιάς.
Όμως, ήταν ένας τσοπάνης που φύλαγε εκεί αγελάδες. Αλλά είχε μια αγελάδα που τη λέγανε «ξακουστή αγελάδα». Kαι αυτή η αγελάδα πήγαινε κοντά στο θάμνο και τάιζε το παιδί.
Αλλά όταν έχει ο τσοπάνης προς το ποτάμι τις αγελάδες έχουν πολύ γάλα. Όταν είναι προς τους θάμνους οι αγελάδες η ξακουστή αγελάδα έχει πολύ λίγο γάλα. Γιατί πάει και ταΐζει το παιδί. Και το αφεντικό άρχισε να μαλώνει τον τσοπάνο:
- Γιατί, τι κάνεις, μήπως το αρμέγεις και το πουλάς;
Και ο τσοπάνος λέει:
- Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Αύριο το πρωί θα τα αμολήσω στο ποτάμι και ελάτε μαζί μου να δείτε τι κάνω.
Και το αφεντικό πάει. Ο τσοπάνος όλη τη μέρα μαζί με το αφεντικό του. Όταν πηγαίνουν το βράδυ να τις αρμέξουν οι αγελάδες έχουν πολύ γάλα. Και η ξακουστή αγελάδα έχει ακόμα πιο πολύ γάλα. Και το αφεντικό λέει στον τσοπάνο:
- Βλέπεις η ξακουστή αγελάδα πόσο γάλα κατέβασε; Γιατί όταν είναι στο ποτάμι έχει πολύ γάλα;
Και ο τσοπάνος λέει στο αφεντικό του:
- Εσένα είναι η υποψία σου ότι το αρμέγω και το πουλάω. Αύριο θα τα αμολήσω προς το θάμνο και εσύ θα είσαι μαζί μου να παρακολουθήσουμε την ξακουστή αγελάδα γιατί αυτή όταν βόσκει προς το θάμνο δεν έχει γάλα. Και λέτε ότι εγώ το αρμέγω και το πουλάω.
Και ο τσοπάνος με το αφεντικό του όλη τη μέρα παρακολουθούν την αγελάδα. Και η αγελάδα εκεί προς το απόγευμα χωρίζεται από τις άλλες αγελάδες και πάει να ταΐσει το παιδί. Και το αφεντικό βλέπει και μετά λέει στον τσοπάνο:
- Χίλια συγνώμη, είχες δίκιο. Σου έπαιρνα την αμαρτία για το τίποτα.
Και το αφεντικό παίρνει το παιδί μαζί του και το κουβαλάει. Μετά πάει στο χωριό και λέει στους χωριανούς του:
- Βρήκα ένα παιδί πεταμένο σε ένα θάμνο. Μήπως κανένας το γνωρίζει;
Και του παιδιού ο πατέρας το βλέπει ότι είναι το δικό του παιδί και το παίρνει. Αλλά το αφεντικό του τσοπάνη τον ρώτησε (τον πατέρα):
- Γιατί το παιδί πεταμένο σε ένα θάμνο;
Και αυτός του λέει:
- Συγνώμη, κάποιος ήρθε και έκλαψε για να του το δώσω. Κι εγώ ρώτησα τη γυναίκα και η γυναίκα μου λέει: “Ναι, ας του το δώσουμε. Εμείς θα γεννήσουμε άλλο». Κι εμείς του το δώσαμε κι αυτός πήγε και το πέταξε. Aς το πάρω πίσω.
Και το παίρνει να το μεγαλώσει. Και ο νοικοκύρης το παίρνει, το μεγαλώνει 18 χρονών γίνεται το παιδί. Κι ο βασιλιάς μετά από τόσα χρόνια του έτυχε να ξαναπεράσει από εκείνο το νοικοκύρη. Και του λέει:
- Γεια σου!
- Γεια σου!
- Φυλαχτό αυτό το παλικάρι ποιανού είναι.
Κι αυτός του λέει:
- Αυτό το παλικάρι είναι δικό μου.
Και ο βασιλιάς του λέει:
- Συγνώμη. Μπορεί να έρθει κοντά μου να το δω;
Aλλά ο βασιλιάς ήθελε να το δει στο μέτωπο. Ένα παλικάρι πανέμορφο. Και αυτό πάει κοντά και τον είδε. Ο βασιλιάς είδε ότι ήταν αυτό το παιδί που αγόρασε και το πέταξε. Και ο βασιλιάς αργεί λιγάκι. Ο βασιλιάς πιάνει και γράφει ένα γράμμα και λέει στον πατέρα του παιδιού:
- Πόσα λεφτά θέλετε; Έχω ένα γράμμα το παιδί να το πάει στο χωριό στο βασιλιά.
Και ο νοικοκύρης του λέει:
- Ναι.
Αλλά το γράμμα έγραφε το παλικάρι όταν το πάει στο βασιλιά οι παλαιστές να πιάσουν και να τον κομματιάσουν και να τον πετάξουν.
Tο παλικάρι παίρνει το γράμμα και ξεκινάει. Εκεί πια κουράστηκε και μπαίνει σε έναν κήπο. Κάτω από ένα δέντρο κάθεται και αποκοιμήθηκε. Και το γράμμα είναι μέσα στην τσέπη του.
Στην τύχη περνάει του βασιλιά η κόρη και τον βλέπει να κοιμάται. Και αυτή σκέφτηκε ότι ήταν γραφτό να τον παντρευτεί. Και αυτή παίρνει σιγά το γράμμα και γράφει ένα άλλο χαρτί. Στο χαρτάκι γράφει του βασιλιά «σε τρεις μέρες να παντρέψετε την κόρη του βασιλιά με αυτό το παλικάρι». Και η κόρη σιγά σιγά το γράμμα το βάζει στην τσέπη του και μετά τον ξυπνάει. Αυτός πετάγεται και λίγο τρόμαξε. Και αυτή τον βλέπει και άναψε πολύ και τον ρωτάει:
- Εσύ πώς από δω;
- Εμένα κάποιος με έστειλε, μου έδωσε ένα γράμμα να το πάω στο χωριό στο βασιλιά. Αλλά περπάτησα πολύ και κουράστηκα και εγώ κάθισα λίγο να ξεκουραστώ. Και με πήρε λίγο ο ύπνος. Καλά που με ξύπνησες για να προλάβω να τους το πάω.
Και αυτός το πήγε, το πήραν οι παλαιστές και το διάβασαν. Το γράμμα γράφει «σε τρεις μέρες μέσα να παντρέψετε του βασιλιά την κόρη με αυτό το παλικάρι».
Και αυτοί πιάνουν ζουρνατζήδες, νταουλιέρηδες και πιάσανε δέκα μέρες χτυπάνε, σφυρίζουν, χορεύουν.
Δέκα μέρες μετά ο βασιλιάς πάει στο χωριό.
Ακούει ότι βαράνε, σφυρίζουν, χορεύουν και ο βασιλιάς ρωτάει κάποιον:
- Τι γίνεται εδώ μέσα στο χωριό τόσο γλέντι;
Και ο άνθρωπος λέει στο βασιλιά ότι στείλανε ένα παλικάρι με ένα γράμμα «γρήγορα να το παντρέψετε με του βασιλιά την κόρη». Και ο βασιλιάς σκύβει το κεφάλι του και λέει:
- Ότι γράφει δεν ξεγράφει. Το γραμμένο δε ξεγράφεται. Ο Θεός είναι πιο μεγάλος από όλους μας.
Και ο βασιλιάς βγάζει τη στολή και το σπαθί και τον κάνει βασιλιά.
Από το βιβλίο του Αλή Ρόγγο, Παραμύθια και τραγούδια των Πομάκων της ορεινής Ξάνθης, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 2005