Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Η γέφυρα του παπά στα πομακοχώρια της Ξάνθης

 
 * Η εισήγηση συμπεριλαμβάνεται στον τόμο: «Περί Πετρογέφυρων». 
Β’ επιστημονική συνάντηση Κέντρου Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών. Αθήνα 2005 σελ 317-359. 

  Η «γέφυρα του παπά» στα Πομακοχώρια της Ξάνθης 

 Nικόλαος Θ. Κόκκας 

 Στόχος της εργασίας που ακολουθεί είναι να φωτιστεί ένα συγκεκριμένο τμήμα των ορεινών δρόμων και κόμβων επικοινωνίας στην οροσειρά της Ροδόπης, ο δρόμος που συνέδεε την Ξάνθη με το Πασμακλή (σημερινό Σμόλιαν). Στο κέντρο της έρευνάς μας θα έχουμε την πέτρινη γέφυρα του παπά, στα Πομακοχώρια της ορεινής Ξάνθης, κάνοντας παράλληλα μια περιγραφή των μονοπατιών που οδηγούσαν προς αυτήν. Θα προσπαθήσουμε, επίσης, να εξετάσουμε τις αναφορές που υπάρχουν στην προφορική παράδοση των Πομάκων για τα πέτρινα γεφύρια και τους μαστόρους τους. Η γέφυρα του παπά έχει ιδιαίτερη σημασία όχι τόσο για το μέγεθος και τα τεχνικά της χαρακτηριστικά της αλλά πολύ περισσότερο για το γεγονός ότι συνδέεται με την ιστορία της οροσειράς της Ροδόπης πριν από τον εξισλαμισμό των Πομάκων. Η ονομασία της, η ύπαρξη του χαραγμένου σταυρού πάνω στο κλειδί του τόξου της σε συνδυασμό με μια πληθώρα ελληνικών τοπωνυμίων της περιοχής και προφορικές μαρτυρίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αποτελεί σημαντικό ορεινό κόμβο και μάρτυρα του χριστιανικού παρελθόντος της οροσειράς της Ροδόπης. 

  1. Παλιοί δρόμοι της ορεινής Ξάνθης 

Στην οροσειρά της Ροδόπης συναντάμε πολλά μονότοξα και πολύτοξα γεφύρια (1) που αποτελούσαν είτε τμήμα του δικτύου των κύριων ορεινών δρόμων είτε εξυπηρετούσαν τις ανάγκες μετακίνησης ανάμεσα στους ορεινούς οικισμούς ή μέσα σε αυτούς. Η κατασκευή των περισσοτέρων τοποθετείται στο 18ο και 19ο αιώνα (2) . Μελετώντας τους κεντρικούς οδικούς άξονες της Θράκης (3) και τον τρόπο που αυτοί συνδέονταν με τους ορεινούς δρόμους διαπιστώνουμε τη σύνδεση των δρόμων αυτών τόσο με τη γεωμορφολογία του εδάφους όσο και με την οικονομική ανάπτυξη και το εμπόριο. Ο ορισμός ενός δρόμου ως εμπορικού συναρτάται με τη συγκεκριμένη χρήση του για τη μεταφορά εμπορευμάτων σε μεγάλες αποστάσεις από και προς κεντρικά εμπορικά κέντρα. Τέτοια κέντρα είχαν συνήθως τη συχνότερη συγκοινωνία και δέχονταν τις περισσότερες επισκέψεις τόσο από τους πραματευτάδες όσο και από τους αγοραστές. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην προσπάθειά της να γίνει κέντρο του εμπορίου στη Μεσόγειο, ευνόησε τη δράση των Βαλκανίων εμπόρων οι οποίοι εφοδίαζαν την Οθωμανική πρωτεύουσα με εμπορεύματα. Έτσι, από τα μέσα του 16ου αιώνα δρούσαν ανεξάρτητοι έμποροι από τα παράλια της Βουλγαρίας στη Μαύρη Θάλασσα, τη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, το Μοριά και πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας, διακινώντας σιτηρά, βοοειδή, άλογα, πρόβατα, βούτυρο, λίπος, μέλι, κερί, ξυλεία για να τα εξάγουν προς την Κωνσταντινούπολη (4). Στους σημαντικότερους οδικούς άξονες η χρήση καλντεριμιού (ντουσεμέ) συνηθίζονταν για να διευκολύνει τη διέλευση των υποζυγίων, κυρίως του αλόγου και της καμήλας (5). Τα καραβάνια σταματούσαν στο δρόμο σε διάφορα σημεία για ξεκούραση. Με τον καιρό δημιουργήθηκαν πρόχειρα καταλύματα για να εξυπηρετήσουν το διαμετακομιστικό εμπόριο. Έτσι κτίστηκαν τα λεγόμενα imaret (σπίτι, εγκατάσταση) που συναντάμε στη Θράκη, όπου μπορούσε να βρει κανείς δωρεάν τροφή και στέγη για τρεις μέρες. Μετά το 1550 αναπτύχθηκαν δύο ειδών σταθμοί: τα καραβάν σαράγια και τα κουρσουμλί-χάνια. Συχνά γύρω από τα χάνια αναπτύχθηκαν με τον καιρό συνοικισμοί που εξελίχθηκαν σταδιακά σε πόλεις (6). Η δημιουργία και η συντήρηση των δρόμων (κύριων ή συμπληρωματικών) είχε τεράστια σημασία τόσο για το στρατιωτικό έλεγχο της κάθε περιοχής όσο και για τη διοικητική οργάνωση (συλλογή φόρων, επικοινωνία με διοικητικά κέντρα κλπ) και την οικονομική της ανάπτυξη. Έτσι τα γεφύρια, ως κομβικά σημεία των οδικών αξόνων, έπρεπε να προστατευθούν και να συντηρηθούν. Για το λόγο αυτό είχαν τοποθετηθεί εισπράκτορες διοδίων και τελών αλλά και στρατιωτικά τμήματα επιφορτισμένα με τη φύλαξη των περασμάτων. 

 Αν και αναφέρεται το ενδιαφέρον του Μωάμεθ Β’ (1451-1481), του Σελήμ Α’ (1512-1519) και ανώτερων υπαλλήλων τους για τις κύριες γραμμές της συγκοινωνίας (έβαζαν κατάδικους ραγιάδες να επιδιορθώνουν θρακικούς δρόμους και να κατασκευάζουν γέφυρες), είναι γενικότερα δεκτό ότι κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας έλειπε μια γενικότερη μέριμνα για τη συντήρηση των οδικών αξόνων (7). Οι ορεινοί δρόμοι της Ροδόπης συναντιόνταν στον κάμπο σε συγκεκριμένα σημεία με τη ρωμαϊκή Via Egnatia. Τέτοια σημεία συνάντησης ήταν η μεγάλη πέτρινη γέφυρα του Κομψάτου στον Ίασμο αλλά και η ίδια η πόλη της Ξάνθης Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα από τα σωζόμενα τμήματα του δρόμου η πιθανή πορεία της Εγνατίας στη Θράκη μπορεί να περιγραφεί ως εξής: Ερχόμενη από τον κόλπο του Στρυμόνα, η Εγνατία οδός διέσχιζε την Αμφίπολη και έφτανε στην πόλη των Φιλίππων από την περιοχή του Παγγαίου. Κατέβαινε στην Καβάλα και μετά διέσχιζε το Νέστο στην πόλη Τόπειρος δίπλα στο σημερινό χωριό Παράδεισος. Από εκεί συνέχιζε πιθανότατα προς Τοξότες-Χρύσα-Κιμμέρια-Σέλερο-Αμαξάδες και διέρχονταν μέσα από τις πόλεις Μαξιμιανούπολη, Ζώνη, Τραϊανούπολη μέχρι να φτάσει απέναντι από τον Έβρο στα Κύψελα (8). Πιστεύεται πως στο νομό Ξάνθης υπήρχαν δύο παρακλάδια της Εγνατίας οδού: α) το ημιορεινό, ερχόμενο από Ίασμο προς Κιμμέρια διασχίζει τον Κόσυνθο λίγο πάνω από τη συνοικία Σαμακώφ και κατευθύνεται προς Μορσίνη – Τοξότες, όπου και διέσχιζε το Νέστο, και β) το πεδινό, από τη Γενισέα προς Χρυσούπολη (Σαρή Σαμπάν) Καβάλας, διασχίζοντας το Νέστο κοντά στο χωριό Κύρνος, πιθανόν με ξύλινη γέφυρα(9). Παρά την ιδιαίτερα στρατηγική θέση της Θράκης τόσο στα ρωμαϊκά όσο και στα βυζαντινά χρόνια, λόγω του δύσβατου του εδάφους της Ροδόπης, τα σημεία διέλευσης ήταν εξαιρετικά περιορισμένα. Κατά το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα τρία ήταν τα βασικά χερσαία περάσματα που συνέδεαν την Ελληνική με τη Βουλγαρική Ροδόπη: του Δημαρίου (από το φυλάκιο 42 προς Τσέπιντσι-Ρουντοζέμ), του Κίδαρη (προς Αλαμόφτσι-Ζλάτογκραντ) και της Νυμφαίας (προς Τιχομίρ-Μόμτσιλγκραντ). Πριν από ενάμισυ αιώνα ο C.Jireček υποστήριξε (10) πως τα σημαντικότερα περάσματα ήταν μόνο τρία. Ένα από αυτά συνέδεε τη Φιλιππούπολη με τον κόλπο του Πόρτο Λάγος ή την Κομοτηνή. 

Ο Mehlan (11) σημειώνει τέσσερις κεντρικούς χερσαίους δρόμους που συνέδεαν τα επί μέρους τμήματα των Βαλκανίων: τη γραμμή της Μολδαβίας, της Βλαχίας, της Θράκης και της Μακεδονίας. Οι συγκοινωνιακές αυτές γραμμές ξεκινούσαν από την κεντρική Ευρώπη και κατέληγαν στην Κωνσταντινούπολη ή στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Οι δρόμοι αυτοί είχαν μια σειρά από διακλαδώσεις και εγκάρσιες αρτηρίες που λειτουργούσαν σε αλληλεξάρτηση με τους υδάτινους δρόμους, που οδηγούσαν στα σημαντικά λιμάνια, ανάμεσα στα οποία σημαντικότερα ήταν αυτά στην Κωστάντζα, στη Βάρνα, στο Μπουργκάς, στη Ραιδεστό, στον Αίνο, στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στην Άρτα, στο Δυρράχιο, στο Σκούταρι (12). 

 Ο Α.Viquesnel, που διέσχισε τη Ροδόπη στα μέσα του 19ου αιώνα δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα μέσα μεταφοράς, τη σύσταση των καραβανιών και τις ωριαίες αποστάσεις από τον ένα σταθμό μέχρι τον επόμενο. Πιο συγκεκριμένα ο Α.Viquesnel (13) μιλάει για 100.000 καμήλες που διέσχιζαν το εγιαλέτι της Αδριανούπολης κάθε χρόνο. Αναφέρει επίσης πως την απόσταση Ξάνθη-Κομοτηνή τη διένυε ένα φορτωμένο άλογο σε 10 ώρες, ενώ για τη σύνδεση Κομοτηνής (14) - Ισμιλιάν υπήρχαν πέντε διαδρομές: 1. μέχρι το Elmale (Μελίβοια) 9 ώρες και συνέχεια προς Chaïn (Εχίνος) – Yassi keui (Ίασμος): σύνολο 17 ώρες. 2. προς Palaza (Ρουντοζέμ) – Deri Déré (Ζλάτογκραντ) – Memkova (Μέδουσα) - Chaïn (Εχίνος) – Yassi keui (Ίασμος): σύνολο 22 ώρες και 30 λεπτά. 3. προς Palaza (Ρουντοζέμ) – Τchatak (Ούστοβο;) – Ip Dere (Ντράνγκοβο) – Yassi köy : σύνολο 21 ώρες και 30 λεπτά. 4. προς Dermen Déré – Yeni Han: σύνολο 25 ώρες και 30 λεπτά. 5. προς Iri Déré – Kutchuk Veren (15) – Yeni Han: σύνολο 28 ώρες και 40 λεπτά. 

Αν και εντυπωσιάζει η ακρίβεια της περιγραφής των δρομολογίων (16) από τον Α.Viquesnel, είναι βέβαιο πως αυτοί οι δρόμοι ήταν όλοι σε χρήση αλλά δεν είχαν την ίδια σημασία. Όσον αφορά στην Ξάνθη μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι τρεις πρώτες διαδρομές που περιγράφονται. Αν συγκρίνουμε τις παραπάνω διαδρομές με αξιόπιστους παλιούς τοπογραφικούς χάρτες, όπως αυτός του K.u.k. militär-geographisches Institut (Hptm.A.Vogel) του 1904 οι περιγραφές του Α. Viquesnel επιβεβαιώνονται. Ο συγκεκριμένος χάρτης είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικός και για τους ορεινούς δρόμους που συνέδεαν το Πασμακλή (Σμόλιαν) με τη Γενισέα (Γενιτζέ Καρασού) και το Πόρτο Λάγος (Καρά αγάτς), απ’ όπου διακινούνταν διάφορα προϊόντα (λάδι, ξυλεία, σαπούνι, αλάτι, καπνός, δημητριακά κλπ) (17) . Έτσι παρατηρούμε, από τα βόρεια προς τα νότια, μετά το Σμιλιάν δύο διακλαδώσεις στον ορεινό όγκο της Τσίχλας οι οποίες ενώνονται ξανά νοτιότερα στην περιοχή που μας ενδιαφέρει, κοντά στο χωριό Ρεύμα και συνεχίζουν για τη γέφυρα του παπά. Η γέφυρα φαίνεται στο χάρτη σαν σταυροδρόμι που ενώνει επίσης το Ωραίον με την Καλλιθέα. Το μονοπάτι της Καλλιθέας συνεχίζει δυτικά προς Μαργαρίτη-Καστανίτη και προς τα νότια οδηγεί στο Λυκοδρόμιο και περνάει απέναντι στο Μέγα Εύμοιρο για να συνεχίσει και αυτό προς την Ξάνθη. Όμως, η πιο ευθεία διαδρομή από τη γέφυρα του παπά προς την Ξάνθη φαίνεται στο χάρτη να είναι αυτή που ακολουθεί το ρέμα του Ωραίου (Yassi Evren Dere), περνάει από τη σημερινή Σμίνθη (Dolab), συνεχίζει νοτιότερα στη θέση Han (18) για να πέσει στο διασωζόμενο μέχρι σήμερα μονοπάτι του ποταμού Κόσυνθου προς την Ξάνθη. Το μονοπάτι του Κόσυνθου από την Ξάνθη μέχρι το 8ο χλμ στο δρόμο προς Εχίνο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς περνούσε τέσσερα πέτρινα γεφύρια μέχρι τη διασταύρωση του 8ου χιλιομέτρου. 

Πιο συγκεκριμένα, στο 4ο χλμ από την Ξάνθη και σε μια στροφή του Κόσυνθου συναντάμε μεγάλη γέφυρα με μήκος καταστρώματος 50 μ., η οποία χρονολογείται από το 1904. Το μονοπάτι συνέχιζε στα δυτικά του ποταμού και διέρχονταν στο 5ο χλμ από την ανατολική πλευρά για να κατευθυνθεί προς τη Μονή Παναγίας Καλαμούς. Το πεντάτοξο γεφύρι στο 5ο χλμ Ξάνθης –Σταυρούπολης εντυπωσιάζει με την κατασκευή του (19). Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αναπαράσταση του ψαροκόκαλου που βλέπουμε στο κλειδί του μεγάλου τόξου στο νότιο μέρος. Πρόκειται μάλλον για τη "σφραγίδα" των κατασκευαστών του γεφυριού. Ανάλογη παράσταση υπάρχει και στη γέφυρα του Σταμάτη. Ένα χιλιόμετρο πιο μετά, στη θέση της γέφυρας Τσομπάν Καϊντί (20) το μονοπάτι διακλαδίζεται προς το χωριό Πίλημα. Το κύριο μονοπάτι συνεχίζει κατά μήκος του Κόσυνθου στα δυτικά μέχρι το μεγάλο πεντάτοξο γεφύρι του Πιλήματος (21). Κομβικής σημασίας γεφύρι ήταν αυτό στο 8ο χλμ από την Ξάνθη (22). Εδώ ο δρόμος διακλαδίζονταν προς τα βόρεια (Σμίνθη-Εχίνο) και προς τα δυτικά (Σταυρούπολη). Προς την πλευρά της Σταυρούπολης συναντούσε το γεφύρι του Γέρακα και στο 18ο χλμ από την Ξάνθη το γεφύρι του Λυκοδρομίου. Προς την πλευρά του Εχίνου και στο 15ο χλμ από την Ξάνθη το μονοπάτι περνούσε από μικρή μονότοξη γέφυρα και συνέχιζε προς Σμίνθη. Στη Σμίνθη, ακριβώς πίσω από το σημερινό τζαμί, περνούσε παλιότερα μια από τις μεγαλύτερες γέφυρες της Θράκης, με συνολικό μήκος τόξου 17.50 μ. Γέφυρα υπήρχε και λίγο πριν τη Μύκη, η οποία έχει επίσης καταστραφεί. 

Παρόμοια, στον Εχίνο ερείπια σώζονται από το γεφύρι που βρίσκεται 1 χλμ πριν το χωριό και από το μεγάλο γεφύρι που ένωνε τα δύο μέρη του χωριού. Η ύπαρξη των μεγάλων ορεινών δρόμων (πομακικά: «patéka») που χρησιμοποιούνταν για τη μετακίνηση εμπορευμάτων και ανθρώπων μέσα από τα βουνά επιζεί στην προφορική παράδοση μέχρι σήμερα. Τέτοιοι δρόμοι ξεχώριζαν τόσο για το μήκος τους όσο και για το πλάτος τους. Σαν τέτοιος αναφέρεται στα Πομακοχώρια της Ξάνθης το μονοπάτι που συνέδεε τον Πολύανθο με το Ντράνγκοβο ακολουθώντας το ανατολικό τμήμα του ποταμού Κομψάτου (23). Το μονοπάτι του ποταμού Κόσυνθου οκτώ χιλιόμετρα μετά την Ξάνθη διακλαδίζονταν: δυτικά προς Σταυρούπολη, βόρεια προς Ισαία, ανατολικά προς Σμίνθη. Ο δρόμος από το 8ο χλμ προς Ισαία-Ορεστινή φαίνεται πως ήταν ο κύριος άξονας προς Βουλγαρία. Από την Ορεστινή υπήρχαν δύο διακλαδώσεις που κατευθύνονταν προς τη γέφυρα του παπά. Η δεξιά, μέσω Ισαίας, συναντούσε το μονοπάτι από Χρυσό και κατευθύνονταν προς τη θέση της γκρεμισμένης σήμερα γέφυρας στο ρέμα Κιοπρουτζίκ Ντερέ (24). 

Η αριστερή διακλάδωση κατευθύνονταν βορειοδυτικά, και πριν φτάσει στη γέφυρα του παπά συναντούσε το μονοπάτι από Λυκοδρόμιο προς Καλλιθέα. Το μονοπάτι αυτό περνούσε μέσα από το ρέμα Ντερμέν ντερέ όπου σώζονται και σήμερα δύο πέτρινα γεφύρια, το ένα επίσης με χαραγμένο σταυρό στο τόξο, όπως και η γέφυρα του παπά. Από τη γέφυρα του παπά, ο ορεινός δρόμος ακολουθούσε αρχικά το ρέμα Τσάι, για να ανηφορίσει προς Τσίχλα – Άρντα – Σμιλιάν - Σμόλιαν. Σημειώνουμε πως το Σμόλιαν (Πασμακλή) αποτελούσε μαζί με το γειτονικό του Ράικοβο σημείο αναφοράς για τους Πομάκους αλλά και βασικό εμπορικό κέντρο, όπως φαίνεται και από πολλά πομάκικα δημοτικά τραγούδια (25). Όμως, οι δρόμοι αυτοί ήταν σε χρήση και από άλλες πληθυσμιακές ομάδες που διέσχιζαν τις βουνοπλαγιές της Ροδόπης και μάλιστα μέχρι πρόσφατα. Πολλοί Πομάκοι συχνά θυμούνται ότι τις γέφυρες του Σταμάτη και του παπά περνούσαν και οι Σαρακατσάνοι με τα ζώα τους, μέχρι το 1948 (26), κατευθυνόμενοι προς τα λιβάδια της Χαϊντούς και του Λειβαδίτη. Ανάμεσα στις βασικές προϋποθέσεις για την κυκλοφορία στους οδικούς άξονες ήταν φυσικά η ασφάλεια της μετακίνησης. Οι επιδρομές των ληστών που είχαν τα κρησφύγετά τους στα βουνά και έστηναν ενέδρες στους περαστικούς αποτελούσαν μόνιμο κίνδυνο και εμπόδιζαν την ομαλή επικοινωνία από το ένα εμπορικό κέντρο στο άλλο. Όπως φαίνεται στα δημοτικά τραγούδια της Ροδόπης (27), οι ορεινοί πληθυσμοί υπέφεραν από τις επιδρομές των ληστών. 

Αναφέρουμε ενδεικτικά ένα πομάκικο τραγούδι της Ροδόπης από τη Γλαύκη του Ν.Ξάνθης (28): 
 - Stáni sa Hasán, yórtasay 
Yotús nadólu niz réko 
Nah Pasmaklî séla golâma 
Faf jübéta skríi yoltónas 
F kóshtana zhétva da kúpish. 
 - Máychimko móye máychimko 
Mlóchku dénkove le vórvem 
Pasmaklî séla ne náydah. 
Máychimko móye máychimko 
Niz drúga póte zavórvem 
Na pot zhéna srôsnavom: 
«Da ta pópitam zhanítsa 
Kak she Pasmaklî séla da náydam?» 
Kákna pîtam zhénana 
Yon kisí kradítse dóydaho 
 Yoltón at yelékot mi ukrádaho. 
Máychimko móye máychimko 
F kóshtata zhétva chékate 
Zhétva si, máyko, kúpite 
Hasán sa za dáyma, máyko, zagubí. 

 - Σήκω Χασάν, ετοιμάσου 
Προς τα κάτω στο ποτάμι 
Προς το Πασμακλή το μεγάλο χωριό 
Στην τσέπη σου κρύψε το χρυσό 
Για το σπίτι σιτάρι να αγοράσεις. 
- Μάνα μου, μανούλα μου 
Πολλές μέρες περπατάω 
Το χωριό Πασμακλή δε βρήκα. 
Μάνα μου, μανούλα μου 
Από άλλο δρόμο ξεκινάω 
Στο δρόμο γυναίκα συναντώ:
«Για να σε ρωτήσω, κυρία 
Πώς το χωριό Πασμακλή θα βρω;» 
Όπως ρώταγα την κυρία 
Δέκα κλέφτες ήρθανε 
Το χρυσό απ’ το γιλέκο μου κλέψανε. 
Μάνα μου, μανούλα μου 
Στο σπίτι σιτάρι περιμένετε 
Σιτάρι μάνα αγοράστε 
 Ο Χασάν για πάντα, μανούλα μου, χάνεται. 

 O κίνδυνος των ληστών καθιστούσε αναγκαία τη λειτουργία φυλακίων στα περάσματα ή σε σημεία που είχαν οπτικό έλεγχο των βασικών αξόνων. Λόγοι πρακτικοί επίσης επέβαλαν την κοινή πορεία με καραβάνια. Τα καραβάνια κινούνταν σε καθορισμένη ακτίνα, με 40-200 άλογα σε κάθε πορεία ή μέχρι 60 καμήλες, με οδηγούς συνήθως Βλάχους, Πομάκους ή άλλους αγωγιάτες, τους λεγόμενους κιρατζήδες (29). Οι κιρατζήδες ήταν οι ίδιοι πλανόδιοι έμποροι, αλλά αναλάμβαναν επιπλέον και τη φροντίδα της μετακίνησης των εμπορευμάτων.
   
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: 
Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΩΡΑΙΟΝ ΤΗΣ ΞΑΝΘΗΣ 

  2. Η γέφυρα του παπά 
 Η γέφυρα του παπά («παπάς κιοπρουσού») βρίσκεται στα Πομακοχώρια του Ν.Ξάνθης στον ποταμό Κόσυνθο, ανάμεσα στους οικισμούς Ωραίον και Ρεύμα και σε υψόμετρο 415 μ. (γεωγραφικό στίγμα Ν 41.15.478 Ε 024.48.907). Στα βορειοδυτικά της γέφυρας βρίσκεται το χωριό Θεοτόκος (πομακικά Τεοτόου) και στα νότιοδυτικά της βρίσκεται το χωριό Σταμάτιο (πομακικά Σταματάτσκο). Έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε τα τοπωνύμια που υπάρχουν στην περιοχή γύρω από τη γέφυρα. Προς το χωριό Ρεύμα συναντάμε τις ονομασίες Γκάρβανο, Μανόλτσεβο (του Μανόλη), Κυριάκοβο (του Κυριάκου) (30), Πόποβιτσα (παπαδιά), Κουβάτσεβιτσα, που παραπέμπουν στη μικροϊστορία του τόπου. Προς το χωριό Σταματάτσκο έχουμε τα τοπωνύμια Γκουρούνετ, Ντόμπρο, Σουλάκοβο, Τσούκα. Ανάλογης σημασίας είναι τα τοπωνύμια που συναντάμε στην ευρύτερη περιοχή Ωραίου (31). 

Μια πολύ σημαντική αρχαιολογική τοποθεσία υπάρχει ανάμεσα στη γέφυρα και το χωριό Ωραίον. Πρόκειται για το ρωμαϊκό φρούριο στη θέση Γκραντίστε. Το κάστρο της τοποθεσίας Γκραντίστε (32) έχει έκταση τριών στρεμμάτων. Σώζονται τα τείχη του κατεστραμμένα σε πολλά σημεία. Όπως μας είπαν κάτοικοι που καλλιεργούν γειτονικά χωράφια, παλιότερα υπήρχε εκεί γύρω πόλη. Για το λόγο αυτό σώζονται στην περιοχή τα τοπωνύμια Γκραντ (=πόλη) και Πρόντονο (=παζάρι). Στο γειτονικό λόφο προς τα βόρεια οι Πομάκοι χωρικοί καλλιεργώντας τα χωράφια τους ανακάλυψαν παλιούς τάφους μήκους 1,50-2.50 μ. και πλάτους 0,70 μ. με προσανατολισμό Β-Ν). Η γέφυρα του παπά είναι δίτοξη με μήκος καταστρώματος 26 μ. και πλάτος 2.20 μ. με προσανατολισμό ΒΑ-ΝΔ (ΒΑ έξοδος προς Ωραίον). Το μεγάλο τόξο έχει μήκος 11.70 μ. και ύψος 6.70 μ. 

Η κορυφή του τόξου απέχει από το πάνω μέρος του στηθαίου 1.50 μ. Το στηθαίο του καταστρώματος έχει ύψος 30 εκ. Οι πέτρες που έχουν χρησιμοποιηθεί για την καμάρα έχουν μήκος 51 εκ. Το μικρότερο τόξο έχει ύψος 2.50 μ. και μήκος 1.50 μ. Η γωνία όπου συνεχίζει ο ΝΔ πτερυγότοιχος διαμορφώνεται με μια κλειστή καμάρα. Το λιθόστρωτο, που είναι κατασκευασμένο από ακανόνιστα τοποθετημένες πέτρες των γύρω βουνών, πλαισιώνεται με στενές πέτρινες λωρίδες, και είναι σκεπασμένο με χώμα για να διευκολύνεται η διάβαση (33). Το ΒΑ βάθρο εδράζεται πάνω στα βραχώδη πρανή του ρέματος ενώ για το ΝΔ βάθρο του μεγάλου τόξου έχουν κατασκευαστεί ιδιαίτερα γερά θεμέλια με μεγάλες λαξευμένες πέτρες. Πολύ ισχυρό ασβεστοκονίαμα έχει χρησιμοποιηθεί παντού, ιδιαίτερα στις πέτρες του τόξου. Λιγότερο ασβεστοκονίαμα υπάρχει στα γεμίσματα εκεί που η γέφυρα εφάπτεται με τα ΒΑ πρανή. Εκεί η κατασκευή μοιάζει σχεδόν ξερολιθική και οι πέτρες δεν έχουν τοποθετηθεί σε σειρές ή ακολουθώντας κάποιο σχέδιο. 

Πιθανόν το συγκεκριμένο τμήμα να αποτελεί διορθωτική παρέμβαση μετά από κάποια πλημμύρα. Αν παρατηρήσουμε τη λιθοδομή πάνω από το τόξο διαπιστώνουμε πως δεν είναι οριζόντια. Σχηματίζεται μία καμπύλη που εφάπτεται με την κορυφή του τόξου και φτάνει μέχρι τις άκρες της γέφυρας και από τις δύο πλευρές. Η καμπύλη αυτή είναι ορατή σαν μια σειρά, πάνω στην οποία κτίζεται η υπόλοιπη κατασκευή μέχρι το οριζόντιο κατάστρωμα. Είναι φανερό πως, από στατική άποψη, ο μάστορας σχεδίασε τη γέφυρα σαν ένα αντιπροσωπευτικό γεφύρι με καμπύλο κατάστρωμα και συνέχισε το κτίσιμο δημιουργώντας το επίπεδο κατάστρωμα για να ενώσει τις δύο άκρες του μονοπατιού, 9 μέτρα πάνω από την επιφάνεια του νερού.
   

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ο χαραγμένος σταυρός πάνω στη "γέφυρα του παπά" 

 Ιδιαίτερα σημαντική είναι η χάραξη σταυρού που υπάρχει στο κλειδί της καμάρας του μεγάλου τόξου (ΒΔ όψη). Οι άκρες του σταυρού είναι πεπλατυσμένες, ενώ στο πάνω μέρος του σταυρού υπάρχει μικρή οριζόντια γραμμή. Τι μπορεί να δηλώνει το σημείο του σταυρού πάνω στη γέφυρα; Πρόκειται για υποδήλωση της ιερατικής ιδιότητας του χορηγού; Πρόκειται για μια διάθεση διαφοροποίησης της συγκεκριμένης γέφυρας από άλλες παρόμοιες; Πρόκειται για σφραγίδα του πρωτομάστορα; Πρόκειται για σύμβολο δέησης για το στέριωμα της κατασκευής, κάτι σαν επίκληση της δύναμης του Θεού, ανάλογης με τα θεογέφυρα σε άλλα μέρη της Ελλάδας (34); Εκτός από το σταυρό έχουμε ακόμα μία λαξευμένη πέτρα, αυτή τη φορά στη ΝΑ όψη του τόξου και όχι στο κέντρο της καμάρας αλλά επτά πέτρες αριστερά από το κλειδί. Στην πέτρα αυτή του τόξου υπήρχε χαραγμένη γυναικεία μορφή. 

Προφορική μαρτυρία του μυλωνά Χασάν Χουσεΐνκο (έτος γέννησης 1937) μας πληροφορεί ότι η μορφή φαίνονταν πολύ καλά παλαιότερα αλλά έχει πλέον καταστραφεί. Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του μυλωνά, διακρίνονταν μια «Καρακατσαναία» που κρατούσε μαχαίρι στο πλάι. Άλλη μαρτυρία ανέφερε τη μορφή της Παναγίας που κρατούσε θυμιατό. Σήμερα διακρίνεται μόνο η κεφαλή της γυναικείας φιγούρας. Στο ΒΑ άκρο της γέφυρας υπάρχει λιθόκτιστη ποτίστρα, που στα πομακικά ονομάζεται barúga. Η barúga κατασκευάζεται σκάβoντας ένα λάκκο σε υγρό χώμα και χτίζοντας ένα πέτρινο οικοδόμημα γύρω από το νερόλακκο, ώστε να μη γεμίζει με χώματα. 

Η barúga είναι ιδιαίτερα κοινή κατασκευή στην οροσειρά της Ροδόπης. Το ύψος της μπορεί να είναι από ένα έως δύο μέτρα. Τη συναντάμε μερικές φορές χωρίς κάλυμμα, ενώ συνήθως δημιουργείται ένας θόλος και η είσοδος της είναι μια πέτρινη καμάρα μισού περίπου μέτρου. Μερικές από τις μπαρούγες της Ροδόπης εντυπωσιάζουν με την τελειότητα του τόξου τους. Η κατασκευή της μπαρούγας γίνονταν από τους ίδιους τους Πομάκους. Δεύτερη barúga, η οποία καταστράφηκε από λαθροερευνητές, υπάρχει ανάμεσα στη γέφυρα και στο μύλο του παπά, και εξυπηρετούσε το πότισμα των ζώων των πελατών του νερόμυλου. Η ονομασία της γέφυρας του παπά συνδέει το χώρο με κάποιον ιερέα ο οποίος πιθανόν να ήταν ο χορηγός τη κατασκευής. Εξάλλου, δεν είναι λίγες σε όλη την Ελλάδα οι περιπτώσεις κληρικών που χρηματοδότησαν κάποιο γεφύρι ή πρωτοστάτησαν στην κατασκευή του (35). Μπορεί, όμως, ο παπάς να συνδέεται διαφορετικά με τη γέφυρα (π.χ. μέσω κάποιας παράδοσης) και να μην είναι απαραίτητα ο κατασκευαστής της. Ως προς τη χρονολόγησή της δεν υπάρχουν στοιχεία. Αναφέρεται συνήθως ως βυζαντινή ενώ κάτοικοι της περιοχής αναφέρουν ότι είναι 600 ετών. 

 Η γειτνίαση της γέφυρας με τον ονομαζόμενο «μύλο του παπά» («παπάς ντερμέν») προσέδιδε στη γέφυρα του παπά μεγαλύτερη τοπική σημασία καθώς διευκόλυνε τη μεταφορά καλαμποκιού για άλεσμα στο μύλο. Σημειώνουμε ότι ο συγκεκριμένος νερόμυλος είναι ένας από τους ελάχιστους που παραμένουν σε λειτουργία στην ορεινή Ξάνθη από ένα σύνολο 62 νερόμυλων που υπήρχαν παλαιότερα (36). Στο μονοπάτι προς το χωριό Ρεύμα, κοντά στο ιχθυοτροφείο πέστροφας, υπάρχει κι άλλος νερόμυλος που σταμάτησε να λειτουργεί γύρω στο 1986 (37). Είναι από τους μεγαλύτερους που υπάρχουν και έχει επιπλέον ντριστέλα (duláp) για το χτύπημα των υφαντών με τέσσερα μεγάλα σφυριά. 

  3. Γειτονικές γέφυρες 

 Θεωρούμε σκόπιμο να συγκρίνουμε τη γέφυρα του παπά με γειτονικές γέφυρες: αυτή του Σταμάτη που βρίσκεται ανατολικά της και εκείνη στη θέση Καρά Χασάν που βρίσκεται προς τα βορειοδυτικά. Επίσης με τη γέφυρα στο ρέμα Ντερμέν Ντερέ, η οποία έχει επίσης σκαλιστό σταυρό στο τόξο της.  

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Σύμβολα χαραγμένα πάνω στη γέφυρα του Σταμάτη κοντά στη Σμίνθη Ξάνθης 

 Η γέφυρα του Σταμάτη βρίσκεται σε υψόμετρο 330 μ. (γεωγραφικό στίγμα Ν 41.14.926, Ε 024.50.919) και έχει προσανατολισμό Ν-Β (βόρεια έξοδος προς Ωραίον). Απέχει 3.5 χλμ από τη Σμίνθη, ακολουθώντας τον παλιό δρόμο Σμίνθης-Ωραίου (38). Το μονοπάτι ερχόταν εδώ από τα χωριά Προσήλιο και Χρυσό (περνώντας από τη θέση Τοκμάκοβο) και μετά τη γέφυρα κατευθύνονταν προς το Ωραίον ή τον Κύκνο. Το μονοπάτι από Ορεστινή (39) συναντούσε το μονοπάτι από Ισαία στον οικισμό Γκάτσκοβο. Η ονομασία της γέφυρας όπως και του παρακείμενου οικισμού στα πομάκικα είναι «Σταμάτη-μος» (40) («μοστ» στα βουλγαρικά σημαίνει γέφυρα) ή Σταμάτ κιουπρού. Το Σταμάτη-μος (Βασιλοχώρι) δεν πρέπει να συγχέεται με το χωριό Σταμάτιο (Σταματάτσκο) που βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της γέφυρας του παπά και είναι κτισμένο σε υψόμετρρο 560 μέτρων γύρω από την κορυφή Τσούκα (υψ. 634 μ.). Το Σταμάτιο το 1940 είχε 166 κατοίκους. Εκεί βρίσκεται και το τζαμί, όπου λειτουργούσε παλιότερα και σχολείο (41). Ο δυτικός συνοικισμός του Σταματίου ονομάζεται Δρένοβα. Η χρήση του ονόματος Σταμάτης τόσο για τη γέφυρα αυτή όσο και για τους οικισμούς Σταματάτσκο και Σταμάτη-μος δε μπορεί να είναι τυχαία. 

Ο εκπαιδευτικός Γ.Ταουκτσόγλου το 1961 σημειώνει ότι ο Σταμάτης ήταν παπάς και δυναμικό μέλος της δημογεροντίας (42). Ντόπιοι Πομάκοι πάλι μας ανέφεραν ότι ήταν ο μάστορας που έφτιαξε το γεφύρι και ότι την κατασκευή ανέθεσε κάποιος σουλτάνος. Η γέφυρα του Σταμάτη είναι τρίτοξη με προσανατολισμό Ν-Β (βόρεια έξοδος προς Ωραίον). Το μήκος του καταστρώματος είναι 41 μ. και το πλάτος του 2.80 μ. Το στηθαίο πάνω στο κατάστρωμα είναι ιδιαίτερα ψηλό, 55 εκ. Η καμάρα του μεγάλου τόξου έχει μήκος 16 μ. και ύψος 8.20 μ. ενώ απέχει από την κορυφή του καταστρώματος 1.30 μ. Χαρακτηριστικό είναι το δέσιμο των λίθων του τόξου με εναλλάξ τοποθέτηση μεγαλύτερων και μικρότερων λίθων ώστε να δένεται η κατασκευή, δημιουργώντας σφήνες μέσα στο τόξο. Οι πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν για το μεγάλο τόξο έχουν μήκος 53 εκ. Το βόρειο τόξο έχει μήκος 5.80 μ. και ύψος 5.50 μ., ενώ το μήκος του νότιου τόξου είναι 1.50 και το ύψος του 4 μ. Για το μεγάλο τόξο από την ανατολική όψη χρησιμοποιήθηκαν 142 πέτρες μήκους 52 εκ. Στα μικρότερα τόξα οι πέτρες που χρησιμοποιούνται είναι 7 πόντους μικρότερες σε μήκος (το μήκος τους είναι 45 εκ.) από εκείνες του κεντρικού τόξου. Η καμπύλωση του μεγάλου τόξου δεν ξεκινάει από την επιφάνεια του νερού αλλά εδράζεται σε βάθρα ύψους δύο μέτρων. Το γείσο του τόξου έχει βάθος 5 εκ. Στο βορειοδυτικό βάθρο του μεσαίου τόξου παρατηρείται τριγωνική προεξοχή που προστάτευε το βάθρο από τις πιέσεις του νερού. Το ύψος αυτής της «πλώρης» είναι 2.20 μ., ενώ οι πλευρές του τριγώνου έχουν μήκος 1.80 μ. και 1.90 μ. αντίστοιχα. Στο βάθρο του ίδιου τόξου υπάρχει μια τετράγωνη οπή, από εκείνες που είχαν χρησιμοποιηθεί για τη σκαλωσιά. 

Οι υπόλοιπες ανάλογες τρύπες είχαν καλυφθεί από τους κατασκευαστές. Στη γέφυρα του Σταμάτη αξίζει να προσέξουμε τρία σύμβολα που έχουν χαραχθεί στο δεξί μέρος της ανατολικής όψης του μεγάλου τόξου. Τα σύμβολα που είναι ορατά πάνω σε τρεις πέτρες του τόξου είναι: Α. Σύμβολο που μοιάζει με ανθρώπινη φιγούρα ή κλειδί. Αποτελείται από έναν κύκλο στο πάνω μέρος, μία μακριά γραμμή και έχει δύο γραμμές στο κάτω μέρος σαν πόδια (η αριστερή κοντύτερη από τη δεξιά). Διακρίνεται επίσης μια προεξοχή στη μέση της κεντρική γραμμής προς τα δεξιά. Β. Σύμβολο σα ρομφαία ή σα φλόγα. Το πάνω μέρος μοιάζει με περίτεχνα σκαλισμένη κόψη σπαθιού και το κάτω μέρος με λαβή. Γ. Σύμβολο σαν ψαροκόκαλο ή στάχυ. Διακρίνεται μια ευθεία γραμμή και δύο σειρές από μικρότερες γραμμές που τέμνουν την κεντρική γραμμή. Το σύμβολο είναι κατεστραμμένο τόσο στο πάνω όσο και στο κάτω μέρος του. Πρέπει να σημειωθεί πως σύμβολο σαν ψαροκόκαλο υπάρχει επίσης στο κλειδί του μεγάλου τόξου στη γέφυρα του 5ου χλμ του δρόμου Ξάνθης-Σταυρούπολης. Εκεί το σχέδιο είναι πιο καθαρό. 

Οι οκτώ γραμμές που ξεκινούν από τον κεντρικό άξονα είναι μεγαλύτερες και στο πάνω μέρος σχηματίζεται ένας κύκλος σαν κεφάλι. Στην περίπτωση της γέφυρας του Σταμάτη το σχήμα είναι πιο στενόμακρο. Το προσεκτικό σκάλισμα των συμβόλων αποκλείει την περίπτωση να έγιναν μετά το χτίσιμο του γεφυριού. Πρέπει, λοιπόν, να συνδέονται με την ταυτότητα του μάστορα ή του χορηγού. Τι ερμηνεία μπορούμε να δώσουμε στα τρία αυτά σύμβολα; Είναι απλώς διακοσμητικά στοιχεία του γεφυριού; Αποτελούν κάποιο είδος υπογραφής; Υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στα τρία σύμβολα, κάποια κωδικοποιημένη πληροφορία ή ιστορία που αφηγούνται; Αυτή τη στιγμή δεν είμαστε σε θέση να δώσουμε κάποια σοβαρή ερμηνεία στα ερωτήματα αυτά. Σχετικά με τη σημερινή κατάσταση της γέφυρας του Σταμάτη σημειώνουμε πως το νοτιοδυτικό τόξο είχε καταστραφεί και έχει κατασκευαστεί ένας υποστηρικτικός τοίχος για να το διασώσει.  Η επισκευή αναφέρεται ότι έγινε πριν από τρεις-τέσσερις δεκαετίες. 

 Μια άλλη γέφυρα που κρίνεται σκόπιμο να συγκρίνουμε με τη γέφυρα του παπά είναι αυτή στη θέση Καρά Χασάν, σε υψόμετρο 670 μ. (γεωγραφικό στίγμα N 41.18.004, E 024.46.561). Η μονότοξη γέφυρα της θέσης Καρά Χασάν απέχει δύο χλμ από τον οικισμό Ρεύμα και 32 χλμ από την Ξάνθη. Το ύψος του τόξου είναι 5 μ. και το μήκος του καταστρώματος είναι 9.50 μ. Oι πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν για το τόξο έχουν μήκος 44 εκ., ενώ υπάρχει γείσο με βάθος 6 εκ. Στο κατάστρωμα υπάρχει στηθαίο με ύψος 55 εκ., όσο και στη γέφυρα του Σταμάτη. Στο κλειδί της νότιας όψης υπάρχει σκαλισμένη χρονολογία στα αραβικά (1215 = 1800 μ.Χ.). Πάνω από τη χρονολογία επίσης σκαλισμένη οριζόντια ημισέληνος που περικλείει ένα στρογγυλό σχήμα (πιθανόν άστρο). Το κατάστρωμα της γέφυρας είναι στρωμένο με μεγάλες πέτρες από τη γύρω περιοχή που σχηματίζουν ένα λείο λιθόστρωτο. 

Η γέφυρα βρίσκεται κοντά στην Κουβάτσεβιτσα και στην Πόποβιτσα. Η ύπαρξη χρονολογίας στο κατάντη κλειδί της καμάρας της γέφυρας στη θέση Καρά Χασάν τη διαφοροποιεί αμέσως από τις γέφυρες του Σταμάτη και του παπά. Όμως, τα σύμβολα που βρίσκουμε στις δύο άλλες γέφυρες μας οδηγούν σε διαφορετικό προσανατολισμό. Στη γέφυρα του παπά τόσο το όνομα όσο και ο σταυρός υποδηλώνουν την χριστιανική καταγωγή του κατασκευαστή ή του χορηγού. Αντίθετα, στη γέφυρα του Σταμάτη πρέπει να αναζητήσουμε άλλη ερμηνεία των τριών συμβόλων του κατάντη τόξου. Στη θέση καρά Χασάν έχουμε την ημισέληνο, πιθανή παραπομπή σε οθωμανική χορηγία για την κατασκευή του γεφυριού. Από κάθε άποψη, η γέφυρα του Σταμάτη είναι η μεγαλύτερη από τις τρεις. Οι γέφυρες του παπά και του Σταμάτη αποτελούσαν τμήμα του ίδιου μονοπατιού. Η γέφυρα του Καρά Χασάν φαίνεται πως συνέδεε την Πόποβιτσα με το ρεύμα και συναντούσε τον ορεινό δρόμο Ξάνθης-Σμόλιαν κοντά στο χωριό Ρεύμα, ίσως στην περιοχή Κυριάκοβο. Οι κατασκευαστικές ομοιότητες ανάμεσα στη γέφυρα Σταμάτη και τη γέφυρα Καρά Χασάν θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην εικασία πως πιθανόν να κατασκευάστηκαν από τους ίδιους μαστόρους και την ίδια χρονική περίοδο (1800). Από την άλλη, η κατασκευή της γέφυρα του παπά ίσως να ανάγεται σε παλαιότερη περίοδο, αποτελώντας τη βασική διάβαση του ρέματος και το σταυροδρόμι των μονοπατιών που έρχονται από Ωραίον, Ισαία και Καλλιθέα και κατευθύνονται προς τα βόρεια προς Τσίχλα-Ουλού Γιαλά.
   

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Πέτρινη γέφυρα στο Ντερμέν Ντερέ του Ν. Ξάνθης

   

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ο χαραγμένος σταυρός στη γέφυρα του Ντερμέν Ντερέ της Ξάνθης 

 Θα αναφερθούμε σύντομα και στη γέφυρα του μονοπατιού Λυκοδρομίου-Καλλιθέας για ένα βασικό λόγο: είναι η δεύτερη γέφυρα της περιοχής που επίσης έχει χαραγμένο σταυρό στο κλειδί του τόξου της. Η γέφυρα αυτή βρίσκεται μέσα στο ρέμα Ντερμέν Ντερέ σε υψόμετρο 430 μ. (γεωγραφικό στίγμα Ν 41.14.078 Ε 024.44.899). Το καλντερίμι που περνάει από τη γέφυρα έρχεται από το Μέγα Εύμοιρο και το Λυκοδρόμιο και κατευθύνεται προς τη γέφυρα του παπά. Το γεφύρι με το σταυρό έχει 2.50 μ. ύψος και 3.70 μ. μήκος τόξου, ενώ το πλάτος καταστρώματος είναι 2.50 μ. Η πέτρα που έχει σκαλισμένο το σταυρό είναι το κλειδί του κατάντη τόξου, στη νότια όψη της γέφυρας. Το μήκος της πέτρας είναι 40 εκ., το πλάτος της στο επάνω μέρος είναι 19 εκ. και στο κάτω 12 εκ. Οι διαστάσεις του σταυρού είναι 19 εκ. καθέτως και 15 εκ. οριζοντίως. Πάνω από την πέτρα υπάρχει γείσο 4 εκ. Θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντική την παρουσία και δεύτερου σκαλιστού σταυρού σε τόσο κοντινή απόσταση με τη γέφυρα του παπά. Η πρώτη υπόθεση που μπορεί κανείς να κάνει είναι ότι και τα δυο γεφύρια είχαν τον ίδιο κατασκευαστή και ανάγονται στην ίδια χρονική περίοδο. Μια άλλη ερμηνεία θα μπορούσε να είναι η έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος των κατοίκων της περιοχής με κοινό τρόπο, τη χάραξη του σταυρού ως επίκληση της θείας δύναμης. Το σχήμα του σταυρού και στις δύο περιπτώσεις έχει καταπληκτική ομοιότητα και στα δύο γεφύρια. Πρέπει εδώ να προσθέσουμε ότι στο ίδιο μονοπάτι και λίγο πιο κάτω από αυτή τη γέφυρα, στο ρέμα Ντερμέν ντερέ ή Τσίνκα ντερέ, υπάρχει ένα ακόμα πέτρινο γεφύρι που έχει σκεπαστεί από τσιμεντένια γέφυρα (43) του Δασαρχείου. 

  4. Η οροσειρά της Ροδόπης μετά τον 15ο αιώνα και ο εξισλαμισμός των Πομάκων 

 Οι ορεινές κοινότητες των Πομάκων της Ροδόπης μέχρι και τα μέσα του 20ου αι. ήταν πληθυσμιακά αμιγείς, με χαρακτηριστικά κλειστής ομάδας (44), χωρίς όμως να στερούνται αλληλεπίδρασης με το ευρύτερο χώρο της Ροδόπης. Ο κατακερματισμός, η ενδογαμία, η εσωστρέφεια και η αυτάρκεια των αγροτικών πομακικών κοινοτήτων δεν τους εμπόδιζε να συμμετέχουν σε ένα δίκτυο εμπορικών αλλά και πολιτιστικών συναλλαγών και να διασχίζουν μεγάλες αποστάσεις ακολουθώντας τις ορεινές διαδρομές της Ροδόπης, όταν αυτό ήταν απαραίτητο. Ο όρος «Πομάκοι», που καταγράφεται για πρώτη φορά από το Boue σε περιοδεία του στα Βαλκάνια το 1839, αρχίζει να χρησιμοποιείται ευρύτερα στις Οθωμανικές πηγές μετά το Ρωσσο-Τουρκικό πόλεμο του 1877-78 (45). Πριν από τον όρο αυτό ευρύτερα διαδεδομένος ήταν ο όρος υποτιμητικός Αχριγιάν αναφορικά με τους εξισλαμισμένους κατοίκους της Ροδόπης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το περιηγητικό κείμενο του Νikolaidy το 1859 που αναφέρεται στους κατοίκους της ορεινής Ροδόπης. 

Ο Νikolaidy μιλάει για περίπου 20.000 οικογένειες που ζουν αντάρτικα, με δυναμικό τρόπο, ακόμα και ληστεύοντας. Είναι μουσουλμάνοι αιρετικοί, έχουν ιμάμη, είναι κτηνοτρόφοι ή γεωργοί μικρών καλλιεργειών. Αναφέρεται ότι αρκετά χωριά ήταν χριστιανικά πριν μόλις 70 χρόνια [δηλαδή το 1790]. Ζουν μακριά από τις πεδιάδες και τις πόλεις, διατηρούν παγανιστικά έθιμα, η ιατρική είναι στα χέρια του ιμάμη και των μαγισσών. Οι Τούρκοι τους αποκαλούν Akrians (46). Το 1879 αναφορά στους σλαβόφωνους μωαμεθανούς κάνει ο Μιντχάτ Πασά (1822-1884), κυβερνήτης του βιλαετίου του Δούναβη και αργότερα μεγάλος βεζίρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε άρθρο του με τίτλο «Η Τουρκία, το παρελθόν της, το παρόν της και το μέλλον της» που δημοσιεύεται στη γαλλική επιθεώρηση La revue scientifique (47) γράφει: «Θα πρέπει να αναφερθεί ότι υπάρχουν περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Μωαμεθανοί ανάμεσα στους Βουλγάρους. Σε αυτό τον αριθμό δεν περιλαμβάνονται Τάρταροι ούτε Κιρκάσιοι. Αυτοί οι Μωαμεθανοί δεν έχουν έλθει από την Ασία, όπως συνήθως πιστεύεται. Είναι απόγονοι αυτών των ίδιων Βουλγάρων οι οποίοι προσηλυτίστηκαν στη θρησκεία του Ισλάμ κατά την εποχή της κατάκτησης και τα χρόνια που ακολούθησαν. 

Αυτοί είναι παιδιά της ίδιας χώρας, της ίδιας φυλής, έχοντας την ίδια καταγωγή. Και ανάμεσα σε αυτούς υπάρχει ένα τμήμα που δε μιλούν άλλη γλώσσα εκτός από βουλγαρικά». Ο εξισλαμισμός των Πομάκων την περίοδο αυτή έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Όμως, δεν αφορούσε το σύνολο των κατοίκων της Ροδόπης. Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις ολόκληρων χωριών που διατήρησαν τη χριστιανική τους πίστη. Αυτό ισχύει τόσο στο βουλγαρικό όσο και στο ελληνικό τμήμα της Ροδόπης. Αλλά ας έρθουμε στην περιοχή Ξάνθης. Το 1493 η Ξάνθη μνημονεύεται να έχει 345 σπίτια. Στα απογραφικά τετράδια της εποχής του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β’ (1481-1510) αναφέρεται η Ξάνθη ως χωριό με 483 χριστιανικές οικογένειες και μόνο 22 μουσουλμανικές. Το 1530 η Ξάνθη είχε 665 χριστιανικές οικογένειες και 32 μουσουλμανικές (48). Σημειώνουμε ότι η τότε πρωτεύουσα, η Γενισέα, είχε 300 περίπου σπίτια, όλα μουσουλμανικά. 

Στις οθωμανικές φορολογικές καταστιχώσεις ο καζάς του Γενιτζέ Καρασού (σημερινός νομός Ξάνθης) παρουσιάζεται στις αρχές του 16ου αιώνα να έχει 8.500 φορολογικές μονάδες, δηλαδή γύρω στις 40.000 έως 50.000 ψυχές. Το 64% αυτού του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι (49). Για τη συγκεκριμένη περιοχή που μας ενδιαφέρει οι πηγές από τα Οθωμανικά κτηματολόγια του 16ου αιώνα μαρτυρούν πως οι κάτοικοι του Ωραίου ήταν χριστιανοί. Πιο συγκεκριμένα το 1530 (έτος Εγίρας 937) αναφέρονται για το Ωραίον (Yassi-Evran) 12 μόνο Μουσουλμανικές οικογένειες έναντι 127 χριστιανικών (50), ενώ ο φόρος που πλήρωνε το χωριό ήταν ιδιαίτερα υψηλός. Ο Φ. Κοτζαγεώργης επισημαίνει πως το 1530 το Ωραίον ανήκε στο βακούφιο του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β’ και θεωρητικά θα είχε προνομιακή μεταχείριση σε σχέση με άλλα χωριά (51). Αξίζει να σημειωθεί πως το Ωραίον αναφέρονταν από τους ηλικιωμένους Πομάκους σαν το τελευταίο Πομακοχώρι που εξισλαμίσθηκε. Κάποιοι μάλιστα εξηγούν την τουρκική ονομασία του χωριού ως παραφθορά των τουρκικών λέξεων en sonra (η πιο μετέπειτα, η πιο ύστερα – son=τέλος). Αυτή η παρετυμολογία μας αναφέρθηκε από πολλούς πληροφορητές στην περιοχή Μύκης. 

Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, η ονομασία Γιασί Ορέν προήλθε από την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης (52) που βρίσκονταν εκεί που σήμερα είναι το τζαμί στην είσοδο του χωριού. Άλλος πληροφορητής μας είπε πως στο χωριό υπήρχε εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και πως τα χρόνια 1832-1834 το Ωραίον ήταν κεφαλοχώρι, «η πρωτεύουσα των Πομάκων», όπως μας είπε χαρακτηριστικά. Η χριστιανική παρουσία στο Ωραίον φτάνει μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, το ίδιο και η φιλελληνική στάση των Πομάκων κατοίκων του. Το 1928 οι κάτοικοι του Ωραίου είχαν εκδηλώσει την επιθυμία να διαφοροποιηθούν από τους Τούρκους. Είναι χαρακτηριστική η επιστολή 111 κατοίκων του Ωραίου προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο στις 28-12-1928, στην οποία δηλώνουν ότι: «φυλετικώς δεν είμεθα Τούρκοι». Αναφερόμενοι στο ενδεχόμενο ανταλλαγής τους με την Τουρκία οι 111 κάτοικοι ζητούν από το Βενιζέλο να εξαιρεθούν αυτοί και οι οικογένειές τους από τυχόν ανταλλαγή (53). Η μελέτη της τοπικής ιστορίας και της τοπογραφίας αναδεικνύει έντονη χριστιανική παρουσία στην περιοχή Ωραίου. Ιδιαίτερα γύρω από τη γέφυρα του παπά υπάρχουν πολλά τοπωνύμια που παραπέμπουν στα χρόνια πριν από τον εξισλαμισμό. Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα απομεινάρια από θεμέλια εκκλησιών πάνω από το χωριό Θεοτόκος στις κορυφές Κωνσταντίνου και Ελένης. 

Το ίδιο το χωριό, κτισμένο σε υψόμετρο 700 μέτρων (το 1940 πληθυσμός 168 άτομα) στα πομακικά ονομάζεται Τεοτόου, από την εκκλησία της Παναγίας που υπήρχε εκεί. Ερείπια από μικρό εξωκλήσι υπάρχουν και στο πρώτο ύψωμα πάνω από το χωριό. Στην ευρύτερη περιοχή, τα απομεινάρια της χριστιανικής πίστης των κατοίκων της Ροδόπης είναι επίσης πολλά. Αναφέρουμε μερικά παραδείγματα: Βυζαντινός οικισμός υπήρχε στο Μεσεγκούνι, στη θέση Σέλιστε, κοντά στο βυζαντινό φρούριο (καλέ) μεταξύ Μάνταινας-Γλαύκης. Επίσης, στο Μεσεγκούνι, στη θέση Κουτλίνατα πάνω από τη Μάνταινα υπήρχε εκκλησία η οποία επικοινωνούσε οπτικά με την εκκλησία πάνω από την Αιώρα στην κορυφή Ρόντατα. Άλλος χριστιανικός οικισμός υπήρχε σε απόσταση ενός χλμ μετά τον Κύκνο προς Ωραίον, στη θέση Σεηλεστλή. 

Προφορικές μαρτυρίες μας λένε πως εκεί που υπάρχει σήμερα θημωνιά (κουπέν), απέναντι στην πέτρινη βρύση, υπήρχε άγαλμα δεσπότη που το κατέβασαν οι Οθωμανοί. Λίγο πιο πάνω και σε υψόμετρο 637 μ., στην κορυφή υψώματος σώζονται τα θεμέλια εκκλησίας με μήκος 12 μ. και πλάτος 6 μ. (γεωγραφικό στίγμα N 41.16.573, E 024.51.217). Η εκκλησία βλέπει προς τα ανατολικά και το ιερό της είναι καμπύλο. Εκτός από την περιοχή Ωραίου, οι θέσεις με ερείπια βυζαντινών παρεκκλησίων στην ορεινή περιοχή της Ξάνθης είναι πάρα πολλές και συχνά ακατάγραφες (54). Το χριστιανικό παρελθόν της περιοχής μαρτυρείται, όμως, και από την προφορική παράδοση των Πομάκων. Χαρακτηριστικός είναι ο θρύλος για το βράχο των κοριτσιών (Μόμσκι Κάμεν) στα βόρεια του χωριού Ωραίον. Η παράδοση της ομαδικής αυτοκτονίας των κοριτσιών είναι κοινή σε πολλά Πομακοχώρια. Σε όλες τις περιπτώσεις αναφέρεται ότι μικρές Πομακοπούλες προτίμησαν να γκρεμιστούν από ένα βράχο για να αποφύγουν τη σύλληψη από τους Τούρκους. Η συγκεκριμένη παράδοση εντάσσεται σε ένα κύκλο ανάλογων παραδόσεων που πιστεύεται ότι ανάγονται χρονολογικά στην περίοδο του εξισλαμισμού των Πομάκων της οροσειράς της Ροδόπης (55). 

 Aν και η μελέτη των οθωμανικών αρχείων έχει αναδείξει τις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις του εξισλαμισμού, οι λεπτομέρειες μέσα από τις οποίες έγινε ο εξισλαμισμός δεν είναι πάντοτε γνωστές. Θεωρείται βέβαιο πως το φαινόμενο εξελίχτηκε διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή και μέσα από πολλές διαδοχικές φάσεις. Σαν βασικοί λόγοι που οδήγησαν χριστιανικούς πληθυσμούς στη μεταστροφή τους προς το Ισλάμ έχουν προταθεί (56):α) παράγοντες κοινωνικο-οικονομικοί (απαλλαγή από φορολογίες, κοινωνική άνοδος, ενσωμάτωση στο αστικό σύνολο, στρατιωτική οργάνωση κλπ) β) παράγοντες θρησκευτικοί (μείωση των κληρικών, αντιπαλότητες ανάμεσα στις υπάρχουσες εκκλησίες, θρησκευτικά κίνητρα κλπ) γ) παράγοντες πολιτικοί (καθοριστικός έλεγχος από τη μεριά της οθωμανικής εξουσίας, οι συνέπειες από αποτυχημένες εξεγέρσεις κλπ) δ) άλλοι παράγοντες (συναισθηματικοί, λόγω γάμου κλπ). Γενικότερα για την περιοχή της Ροδόπης συχνά αναπαράγεται η άποψη (57) ότι οι Πομάκοι δέχτηκαν τη Μωαμεθανική θρησκεία γύρω στα τέλη του 17ου αιώνα, στα χρόνια του σουλτάνου Μεχμέτ IV και του μεγάλου βεζίρη Μεχμέτ Κιοπρουλού (1656-1661). Ειδικότερα, Πομάκοι πρόκριτοι γνωστοποιούν στο μητροπολίτη Φιλιπουπόλεως Γαβριήλ (1636-1672) την απόφασή τους να προσχωρήσουν στο Ισλάμ. Οι προσπάθειες του Γαβριήλ να τους μεταπείσει δεν έχουν αποτέλεσμα. Την περίοδο αυτή αναφέρεται ότι κατεδαφίστηκαν στην περιοχή της Ροδόπης 218 εκκλησίες και 336 παρεκκλήσια. Νεώτερες μελέτες αναδεικνύουν σαν βασική αιτία του εξισλαμισμού την απαλλαγή από τη δυσβάσταχτη φορολογία ενώ παράλληλα τονίζουν πως ο εξισλαμισμός ήταν σταδιακός, είχε ήδη ξεκινήσει από το πρώτο ήμισυ του 16ου αιώνα και συνεχίστηκε μέχρι το 18ο αιώνα και αργότερα. Σημειώνεται πως κατά την επίσκεψη του μοναχού Παχώμιου Ρουσάνου (1508-1553) στην Ξάνθη γύρω στο 1550 έξι έως εννέα χωριά της ορεινής Ξάνθης είχαν ήδη στραφεί προς το Ισλάμ (58). 

  5. Τα πέτρινα γεφύρια και η προφορική παράδοση των Πομάκων 

 Η προφορική παράδοση των Πομάκων αναδεικνύει το δέος που ασκούσαν τα πέτρινα γεφύρια με την εντυπωσιακή κατασκευή τους στους κατοίκους της οροσειράς της Ροδόπης. Μια σειρά από τραγούδια, λαϊκά παραμύθια, θρύλοι και προλήψεις στοιχειοθετούν το γεγονός αυτό. Σύμφωνα με ένα έθιμο της Θράκης στο στόμα του πεθαμένου έβαζαν έναν ασημένιο παρά, το πέραντρο, για να το δώσει στον άγγελο και να περάσει το γεφύρι (59). Όποιος ήταν δίκαιος περνούσε της Τρίχας το γεφύρι, ο κριματισμένος έπεφτε στο ποτάμι. Τη γέφυρα σαν πέρασμα στο άλλο κόσμο τη συναντάμε και στη λαϊκή θρησκευτική παράδοση των Πομάκων σύμφωνα με την οποία όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν περνάνε από μια γέφυρα, την κοφτερή γέφυρα (σιράτ κιοπρουσού). Οι καλοί περνάνε χωρίς να το καταλάβουν. Για τους υπόλοιπους εκεί ζυγίζονται οι αμαρτίες τους. Όσοι καταφέρνουν να περάσουν τη γέφυρα πάνε στον παράδεισο. Όσοι πέσουν, πάνε στην Κόλαση. 

 Η παρουσία των γεφυριών είναι αισθητή και στα παραμύθια των Πομάκων. Στο παραμύθι από τη Μύκη «Ο φτωχός που δεν είχε τύχη» (60) κάποιος μπέης απλώνει λίρες στη γέφυρα για να τις βρει ο φτωχός όταν θα περάσει. Όμως, ο φτωχός αποφασίζει να περάσει τη γέφυρα με κλειστά μάτια. Το γεγονός ότι πρόκειται για ένα παραμύθι ιδιαίτερα διαδεδομένο σε όλη την Ελλάδα, δείχνει την ευρεία διάδοση των γνωστών παραμυθιακών μοτίβων στις παραδοσιακές κοινότητες των Πομάκων. Σε ένα άλλο πομάκικο παραμύθι, αυτό του του Πεπελίφτσε, (61) από το χωριό Άλμα βλέπουμε το βασιλιά να ζητάει μια δοκιμασία για τους υποψήφιους γαμπρούς των θυγατέρων του: να πηδήξουν τ’ αψηλό γεφύρι στο ποτάμι. Ο Πεπελίφτσε, αφού κάψει μια μαγική αλογότριχα, τα καταφέρνει με την πρώτη φορά. Επαναλαμβάνει τον άθλο και άλλες δυο φορές με διαφορετικά άλογα, για να πάρουν τα αδέλφια του τις άλλες δυο κόρες του βασιλιά. Στα λαϊκά παραμύθια των Πομάκων είναι επίσης ιδιαίτερα δημοφιλείς οι ιστορίες με στοιχειωμένους μύλους (62). Ο μυλωνάς στα πομάκικα παραμύθια παρουσιάζεται σαν πρόσωπο με κύρος και γνώση. Δημοφιλής είναι και η πομακική παραλλαγή του παραμυθιού του παπουτσωμένου γάτου με πρωταγωνιστή το μυλωνά και την αλεπού (63). 

 Τα πετρογέφυρα εμφανίζονται και στη δημοτική ποίηση των Πομάκων αναδεικνύοντας το κύρος που περιέβαλε τη μορφή των μαστόρων. Ιδιαίτερα διαδεδομένο στους Πομάκους της Ελλάδας είναι το τραγούδι «Τα τρία αδέλφια» που αποτελεί μία από τις παραλλαγές του τραγουδιού για το «Γεφύρι της Άρτας». Ο Μητσάκης (64) παραθέτει τις παραλλαγές από τη Μύκη,τις Σάτρες και το Ωραίον. Έχουν επίσης δημοσιευτεί οι παραλλαγές από τη Γλαύκη (65) και από τη Σμίνθη (66). Παραθέτουμε παρακάτω την ανέκδοτη παραλλαγή του τραγουδιού από το χωριό Άσκυρα του Ν.Ξάνθης όπως την ηχογραφήσαμε στις 20-7-2003 από το Φεράτ Αλή Αφέντη, ο οποίο είναι ο ίδιος γκαϊντατζής και ο τελευταίος παραδοσιακός κατασκευαστής γκάιντας στα Πομακοχώρια. Η παραλλαγή αυτή, η αρτιότερη απ’ όσες έχουν εκδοθεί, ενσωματώνει ποιητικά τα κυρίαρχα μοτίβα των καταγεγραμμένων παραλλαγών αλλά έχει περισσότερη ευαισθησία και τραγικότητα. 

 Trimína brátye gráda gradého 
Néskom yo grádöt vécher sa túri. 
Sádnaa brátye da so zdumóvot, da sa spítovοt. 
- Brátyele, brátye, trimínka brátye, 
Néskom yo grádime vécher so túri. 
Kurbáne íshte kurbáne shtem hi díme. 
Brátyele, brátye, trimínka brátye, 
Kómune dóyde pórvono lûbe 
Ránko sabáhlayn progímko da donése. 
Néye shte vgrádime sredé temélien 
Sredé temélien, sredé gradónam. 
Zadála so yo, podála so yo 
Náy malkomúne, náy míchkomune 
Hyurké kadóna Stabúl gelína. 
Sas róko i máhna nadzát so vórni 
S’ yóko i mîgna nadzát so vórni. 
- Koláy gelévu, trimína brátye! 
- I Alláh razóla Hyurké kadóna! 
- Yóti mi pláchesh pórvichko lûbe? 
- Kak da ne pláchom Hyurké kadóna? 
Yizgubil si sam srébaran pórsten sredé temélien 
Yizgubil si som teléno chévryo sredé gradóno. 
- Ne móy mi pláka, pórvichko lûbe 
Shtem da namérime sredé temélien srébaran pórsten 
Shtem da namérime sredé gradóno téleno chévryo. 
Vasúka mu so vasprióti mu so Hyurké kadóna 
Da si mu íshte srébaran pórsten 
Srébaran pórsten, téleno chévryo. 
- Brátyele brátye, trimínka brátye 
Fatáyte yo, vgradáyte yo 
Sredé temélien, sredé gradóno.
- Brátyele brátye i púsnite mo! 
Ímom si déte i máchko mi yo 
I máchko mi yo i razvíko mi yo 
Razvíko mi yo, gládanko mi yo. 
- Mólchi mi mólchi, pórvichko lûbe! 
S’ róko ti máhna nadzát so vórni 
Tï mi so yéshkom po nabarzhévash. 
S’ yóko ti mîgna nadzát so vórni 
Τi mí so i yéshkom po natarchévash. 
- Υe si mi réka za vódo zagoréte. 
Υe si mi réka gládnï yostánate. 
- Mólchi mi mólchi pórvichko lûbe 
Ye shte mu náydem drúgo maychínko, te shte go póviye. 
Ye shte mu náydem drúchko maychínko, te shte go zahráni 
Te shte mu stóri lyulchínko i te shte ma zalülé 
I to shte da réche «Te si mo máyka i zalülé». 

 Τρία αδέλφια τοίχο χτίζανε 
Τη μέρα τον χτίζουν το βράδυ γκρεμίζεται. 
Κάθονται τα αδέλφια να συζητήσουν, να κουβεντιάσουν. 
 - Αδελφάκια μου, αδέλφια, τρία αδέλφια 
Τη μέρα το χτίζουμε το βράδυ γκρεμίζεται 
Θυσία θέλει, θυσία θα του κάνουμε. 
Αδελφάκια μου, αδέλφια, τρία αδέλφια 
Όποιου του έρθει η πρώτη αγάπη 
Νωρίς το πρωί πρωινό να φέρει 
Αυτή θα εντοιχίσουμε στη μέση του θεμέλιου 
Στο μεσαίο θεμέλιο, στη μέση του τοίχου. 
Ξεκίνησε, ξεπρόβαλε 
Του πιο μικρού, του μικρότερου 
Η όμορφη Χιουρκέ, νύφη από την Πόλη. 
Με το χέρι της έγνεψα πίσω να γυρίσει 
Το μάτι της έκλεισα πίσω να γυρίσει. 
- Καλή ευκολία, τρία αδέλφια! 
- Ο Θεός μαζί σου, όμορφη Χιουρκέ! 
- Γιατί μου κλαις, πρώτη μου αγάπη; 
- Πώς να μην κλαίω, όμορφη Χιουρκέ; 
- Έχασα το πολύτιμο δαχτυλίδι στη μέση του θεμέλιου 
Έχασα συρματοκέντητη μαντίλα στη μέση του τοίχου. 
- Μη μου κλαις, πρώτη μου αγάπη 
Θα σου βρω μέσα στο θεμέλιο το μεσαίο δαχτυλίδι 
Θα σου βρω μέσα στον τοίχο τη συρματοκέντητη μαντίλα. 
Το μανίκι σήκωσε, το φόρεμα σήκωσε η όμορφη Χιουρκέ 
Για να ψάξει να του βρει το μεσαίο δαχτυλίδι 
Το μεσαίο δαχτυλίδι τη συρματοκέντητη μαντήλα 
- Αδελφάκια, αδέλφια, τρία αδέλφια 
Πιάστε την, εντοιχίστε την 
Στη μέση του θεμέλιου, στη μέση του τοίχου. 
- Αδελφάκια, αδέλφια, αφήστε με! 
Έχω παιδί και μου είναι μικρό 
Μου είναι μικρό και μου είναι αφάσκιωτο 
Μου είναι ξεσκέπαστο, μου είναι πεινασμένο. 
- Σώπα μου, σώπασε, πρώτη μου αγάπη! 
Με το χέρι σου έγνεψα πίσω να γυρίσεις 
Εσύ ακόμα πιο πολύ επιτάχυνες. 
Το μάτι σου έκλεισα πίσω να γυρίσεις 
Εσύ ακόμα πιο πολύ βιάστηκες. 
- Nόμιζα πως μου είπες ότι για νερό διψάτε. 
Νόμιζα πως μου είπες ότι πεινασμένοι μείνατε. 
- Σώπα μου, σώπασε πρώτη μου αγάπη 
Θα του βρω άλλη μανούλα, αυτή θα το φασκιώσει 
Θα του βρω άλλη μανούλα, αυτή θα το ταΐσει 
Αυτή θα του κάνει μικρή κούνια κι αυτή θα το κουνήσει 
 Κι αυτό θα πει: «Αυτή είναι η μάνα μου που με κουνάει». 

 Στις πομακικές παραλλαγές από την ελληνική Ροδόπη που έχουμε στη διάθεσή μας οι μαστόροι είναι μόνο τρεις και το κορίτσι ονομάζεται Γιουρκέ (67). Στην παραλλαγή των Σατρών ο άντρας της Γιουρκέ ονομάζεται Μανόλης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το κλείσιμο της παραλλαγής από το Ωραίον (αλλά και των παραλλαγών από το Ούστοβο και το Πέτκοβο), όπου, καθώς ρίχνουν πέτρες και ξύλα για να εντοιχίσουν τη Γιουρκέ στο γεφύρι, της αφήνουν έξω το δεξί χέρι και το αριστερό στήθος για να μπορεί να θηλάζει το μικρό παιδί της. 

Η ευρύτατη διάδοση του τραγουδιού (μεγαλύτερη απ’ ότι στη βουλγαρική Ροδόπη) σε όλα τα Πομακοχώρια της Ξάνθης αλλά και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των παραλλαγών περιοχής Ξάνθης δείχνουν μεγαλύτερη εγγύτητα με την ελληνική παράδοση, όπως έχει επισημάνει και Μητσάκης, ο οποίος μάλιστα εντοπίζει την ύπαρξη αρχαϊκών μοτίβων στις πομακικές παραλλαγές (68). Yπάρχουν, όμως, και άλλες προφορικές παραδόσεις για πέτρινα γεφύρια του Κόσυνθου που μένουν ζωντανές στη μνήμη των Πομάκων. 

Θα αναφέρουμε ενδεικτικά μια παράδοση σχετική με το γεφύρι στο 5ο χλμ Ξάνθης-Εχίνου, το οποίο αποτελούσε βασικό σημείο διέλευσης του Κόσυνθου. Μετά την καταστροφή της πεντάτοξης γέφυρας που βρίσκεται λίγο πιο πάνω (δίπλα στο βενζινάδικο) όλοι χρησιμοποιούσαν τη νέα γέφυρα («navána küprûye») που αναφέρεται ότι κατασκευάστηκε το 1904. Λέγεται, λοιπόν, στην περιοχή της Μύκης πως το σημείο της «Νέας γέφυρας» ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο και γίνονταν συχνά στόχος ληστών. Μια μέρα ένας κάτοικος από το πομακικό χωριό Κότινο (Κοτσίνα), ο οποίος ονομάζονταν Ισά, καθώς ερχόταν από την Ξάνθη συνάντησε μια ουρά ανθρώπων και ζώων πάνω στη γέφυρα. Μόλις τους είδε, κατάλαβε τι συνέβαινε. Αμέσως προχωράει μπροστά, βλέπει δυο άτομα να ελέγχουν τα ψώνια και τους ρωτάει: «Τι κάνετε εσείς εδώ;» και αυτοί του απάντησαν «Μαζεύουμε τα πράγματα». Στη συνέχεια ο Ισά εκνευρισμένος αρπάζει τον έναν και τον πετάει από τη γέφυρα. Ο άλλος το έβαλε αμέσως στα πόδια. Από τότε δεν ξαναεμφανίστηκαν οι ληστές. Μάλιστα άρχισαν να λένε στα γύρω χωριά: «Αν περάσεις από την καινούρια γέφυρα, μη φοβάσαι» (“Agá paminésh nóvono küprûye, na móy da to ye strah”). 

Βλέπουμε πως ένα πιθανότατα πραγματικό γεγονός συνδεόμενο με ένα κομβικό σημείο όπως αυτό της γέφυρας, οδηγεί τους Πομάκους να εισάγουν στη γλώσσα τους μια νέα παροιμιώδη έκφραση. 

  6. Οι μάστορες των γεφυριών 

 Σχετικά με το ποιοι κατασκεύασαν τις γέφυρες των βουνών της Ροδόπης αποτελεί κοινό τόπο η παραπομπή στα συνεργεία των Ηπειρωτών μαστόρων. Η γενίκευση αυτή συνήθως δε βασίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία. Οι ίδιοι οι Πομάκοι έχουν μέχρι σήμερα πολλούς άξιους τεχνίτες της πέτρας και τα πετρόκτιστα σπίτια τους τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι. Όμως, λίγες μαρτυρίες υπάρχουν για Πομάκους κατασκευαστές γεφυριών, εκτός από μακρινές και όχι απόλυτα αξιόπιστες αναφορές ότι το τάδε γεφύρι το είχε φτιάξει ο παππούς κάποιου (π.χ στην περίπτωση γεφυριού ανάμεσα στη Μέδουσα και την Κοτάνη). Από την άλλη πλευρά, φημισμένοι μαστόροι με μετακινούμενα συνεργεία υπήρχαν, πλην της Ηπείρου, και σε άλλα μέρη (69) όπως το Σουφλί, το Ορτάκιοϊ, τη Μάδυτο, την Αδριανούπολη, τη Φιλιππούπολη. Τα διασωθέντα κατάστιχα της συντεχνίας των δουλγέρηδων Φιλιππουπόλεως παρουσιάζουν την οργάνωση της συντεχνίας τους από το 1845-1880. Το εσνάφιον των τεκτόνων της Φιλιππούπολης διευθύνονταν από δωδεκαμελή επιτροπή μαστόρων με πρόεδρο τον πρωτομάϊστορα (ουστάμπαση). Τα μπουλούκια των δουλγέρηδων ξενιτεύονταν για δουλειά τη δεύτερη βδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής και γύριζαν πίσω τα Χριστούγεννα. 

Οι μετακινήσεις τους γίνονταν ομαδικά, για την αποφυγή του κινδύνου των ληστών (70). Πρωτομάστορες συνήθως εκλέγονταν οι πρεσβύτεροι ή πιο πεπειραμένοι μάστορες και συχνά έπαιρναν τον τίτλο «κάλφας»(αρχιτέκτονας). Σ’ αυτούς ανέθεταν την ανέγερση μεγάλων οικιών, γεφυριών, εκκλησιών, τζαμιών, πετρόκτιστων ξενοδοχείων. Ο κάλφας δεν δούλευε αλλά επέβλεπε τις εργασίες κρατώντας στο χέρι του έναν ξύλινο πήχυ ως σύμβολο της ιδιότητάς του. Θεωρούνταν πρόσωπο ιδιαίτερα σεβαστό τόσο από τους εργάτες του όσο και από την κοινωνία (71). Για τη συμμετοχή των ίδιων των κατοίκων της Ροδόπης στην κατασκευή κάποιων γεφυριών υπάρχουν αναφορές στην προφορική παράδοση. Για παράδειγμα υπάρχει μαρτυρία για τη γέφυρα στα Πάτερμα Ν.Ροδόπης ότι την έκτισε μάστορας που ήρθε από το Tokacik, στα βόρεια της Κύμης (72). Σήμερα στα Πομακοχώρια υπάρχουν ακόμα αρκετοί ηλικιωμένοι πετράδες. 

Αξίζει να δούμε πώς αυτοί περιγράφουν την τεχνική της λάξευσης της πέτρας (73) και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για το χτίσιμο των πέτρινων σπιτιών: «Χρησιμοποιούσαμε το σφυρί (τσουκ) και τα σαβούλια (ζύγια). Μέτρο δεν είχε. Παλιά μετρούσανε με την πιθαμή (καρίς). Όλο με πιθαμές πηγαίνανε. Βάζανε και σπάγκο για το ντουβάρι να μην είναι πολύ στραβό. Ο σπάγκος ήτανε μάλλινος από πρόβατο. Και η κλωστή για το ζύγι ήτανε πάλι μάλλινη. Μερικοί χρησιμοποιούσανε για ζύγι τα μεγάλα καρφιά (πιρόνια), που τα φτιάχνανε οι γύφτοι. Ένας μάστορας είχε κανά-δυο βοηθούς, έναν να του δίνει τη λάσπη κι έναν να κάνει τη λάσπη. Για να φτιαχτεί ένα σπίτι ήθελε περίπου ένα μήνα. Για να ξεκινήσουν να φτιάξουν το σπίτι ξεκινάνε από τα θεμέλια. Σκάβουν σε βάθος περίπου 50-60 πόντους, μέχρι να βρουν στέρεο έδαφος και μετά από κάτω βάζανε δυο μεγάλες πέτρες. Μετά βάζανε κανονικές πέτρες. Το σπίτι δένονταν όλο μαζί, γύρω-γύρω. Κάθε ένα-ενάμισι μέτρο μπαίνουν ξυλοδεσιές (τσεμπέρια), σα σινάζι, για να έχει ελαστικότητα το σπίτι για το σεισμό. Και πάνω από την πόρτα για μπρέκια βάζανε ξύλα. Εκτός από πέτρες στον τοίχο χρησιμοποιούσαν και ουρασάν (ασβέστη με αβγό) και γινότανε πολύ αθάνατο. 

Όταν χτίζανε το ντουβάρι, μόλις βάζανε μια σειρά πέτρα, βάζανε μετά ξηρό ασβέστη και με την πέτρα σώμα έκανε...» «Μία μεγάλη πέτρα για να βγάλει ένα τετραγωνικό πρέπει να τη σπάσω πέντε φορές. Για να την κάνω τετράγωνη ξεκινάω με το μουρτζ. Με το μουρτζ ανοίγω την τρύπα. Μετά βαράω με τα τέσσερα τσοπ για να μεγαλώσω τη γραμμή. Με τα τσόπια ανοίγω μια τρύπα γύρω στους πέντε πόντους. Μετά βάζω τη σφήνα. με το σκαρπέλο κάνω γραμμή, κάνω αραξιά, να πάει ίσια, δρόμο του δίνω. Μετά βάζω τη σφήνα, βαράω με τη βαριά (τοκμάκ) κι ανοίγει η πέτρα. Όταν ανοίξει η πέτρα βγαίνει ίσια. Όταν σπάει με τη σφήνα σα μαχαίρι την κόβει. Όταν κάνω την τρύπα πέντε πόντους πρέπει όταν μπαίνει η σφήνα να μένει ένας πόντος κενό για να έχει αέρα η σφήνα. Όταν βαράς με τη βαριά με τον αέρα σκάει η πέτρα. Άμα ακουμπάει η σφήνα στον πάτο δε σκίζει η πέτρα». 

 Σχετικά με το κουρασάνι υπάρχει μία ενδιαφέρουσα πομάκικη φράση που σχετίζεται με τη χρήση του ασβέστη και ενσωματώνει τη λαϊκή γνώση για τη χρήση του στην κατασκευή του ασβεστοκονιάματος. Στη Μύκη λέγεται η ακόλουθη φράση: «Kiréchenye rekól kámenüne: Dórzhi mu tï móne yedí godínï, ya azám tébe she to dórzhom dáyma» [O ασβέστης είπε στην πέτρα: Κράτα εσύ εμένα επτά χρόνια, εγώ μετά θα σε κρατάω πάντα]. Στο τουρκόφωνο χωριό Ισαία, που κατοικείται από Κονιαλήδες (οι Πομάκοι τους αποκαλούν «Τσιτάκ») καταγράψαμε την ίδια φράση στα τουρκικά: «Kireç taşa demiş:Τut beni yedi sene, ben sonra seni bin sene tutarιm» [Ο ασβέστης λέει στην πέτρα: Κράτα με εσύ επτά χρόνια και εγώ μετά θα σε κρατήσω χίλια χρόνια]. 

  7. Η εξασθένιση της συλλογικής μνήμης 

 Τις πληροφορίες για την ιστορία της γέφυρας του παπά αλλά και τις υπόλοιπες παραδόσεις στα Πομακοχώρια της Ξάνθης μπορούμε να τις αντλήσουμε κυρίως από ηλικιωμένους Πομάκους, πάνω από 60 ετών. Οι σαραντάρηδες γνωρίζουν πολύ λιγότερα και οι εικοσάρηδες σπάνια έχουν να προσφέρουν κάποια χρήσιμη πληροφορία. Αυτή η απώλεια της συλλογικής μνήμης μπορεί να ερμηνευθεί αν λάβει κανείς υπόψη του τα κοινωνικά και πολιτισμικά γνωρίσματα της περιοχής. Διαπιστώνοντας τη σταδιακή μείωση των μαρτυριών για το παρελθόν και την τοπική ιστορία μπορούμε να πούμε πως το σπάσιμο του κρίκου της ιστορικής μνήμης έχει ιστορικές και πολιτιστικές συνιστώσες. Τις τελευταίες δεκαετίες οι Πομάκοι βρίσκονται σε μια συνεχιζόμενη σύγχυση πολιτισμικής και γλωσσικής ταυτότητας. 

Η σύγχυση αυτή επιτείνεται μέσα και από το θεσμό της μειονοτικής εκπαίδευσης που επιβάλλει στα πομακόπαιδα την εκμάθηση της τουρκικής, ενώ τρεις γενιές πρωτύτερα οι Πομάκοι ελάχιστα τουρκικά γνώριζαν. Επιπλέον, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν ασκηθεί έξωθεν πρακτικές γλωσσικού εκτουρκισμού των Πομάκων. Μπορούμε έτσι συχνά να διαπιστώσουμε την τάση αρκετών ντόπιων να αποκρύπτουν πληροφορίες που σχετίζονται με τη χριστιανική κληρονομιά της Ροδόπης. Ως προς τη σημερινή παρουσία της γέφυρας του παπά, βλέπουμε πως αυτή συνεχίζει να λειτουργεί ως τοπόσημο για την ευρύτερη περιοχή. Ο παρακείμενος μύλος είναι ακόμα σε λειτουργία χάρη στις ηρωικές προσπάθειες των ιδιοκτητών του και η γέφυρα αποτελεί τουριστικό αξιοθέατο, στο βαθμό που έχει γίνει γνωστή. 

Η τοποθέτηση πινακίδων από την Περιβαλλοντική Ομάδα του Λυκείου Γλαύκης το 2001 για τη γέφυρα και το μύλο συνέβαλε στο να αναδειχθούν στην τοπική κοινωνία. Από άποψη χρήσης η γέφυρα του παπά χρησιμοποιείται πλέον κυρίως από τους κτηνοτρόφους για το γρήγορο πέρασμα των κατσικιών τους προς τα βοσκοτόπια, αλλά για τους Πομάκους που γνωρίζουν την ύπαρξη και την ιστορία της δεν παύει να είναι σημείο αναφοράς για τη σύνδεση με το πρόσφατο παρελθόν. Η επιβίωση της γέφυρας του παπά στο μέλλον θα εξαρτηθεί από τη συντήρησή της. Ο κίνδυνος καταστροφών από χρυσοθήρες είναι έντονος. Οι ζημιές που έχουν ήδη γίνει είναι στο βορειοδυτικό μέρος της αλλά και στο τόξο πάνω από το σταυρό, όπου οι λαθροερευνητές θεώρησαν το σταυρό ως σημάδι ενός κρυμμένου θησαυρού. Επίσης, από το στηθαίο της ΒΑ και της ΒΔ πλευράς έχουν αποκολληθεί λίθοι ενώ έχει καταστραφεί ελαφρά η θεμελίωση του ΒΑ βάθρου του μεγάλου τόξου. Καθοριστική ήταν η επέμβαση των μυλωνάδων στην αποκατάσταση των καταστροφών. Χάρη σε αυτούς η γέφυρα προστατεύθηκε από την κατάρρευση, έχοντας όμως δεχθεί βάναυσα πλήγματα. Σημειώνουμε πως η γέφυρα του παπά είναι χαρακτηρισμένη από την Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων ως προστατευόμενο μνημείο, χωρίς όμως να έχουν γίνει εργασίες συντήρησης από οποιαδήποτε αρμόδια υπηρεσία. 

 Μπορούμε να πούμε πως ο μύλος και η γέφυρα του παπά σε συνδυασμό με το ρωμαϊκό φρούριο Γκραντίστε αλλά και την παρακείμενη ταβέρνα και το ιχθυοτροφείο πέστροφας αποτελούν μία πολιτιστική αλλά και οικοτουριστική ενότητα, καθώς οι επισκέπτες μπορούν να συνδυάσουν τη γνωριμία με τα Πομακοχώρια Ωραίον – Θεοτόκος - Ρεύμα με μια επαφή με το ρωμαϊκό και βυζαντινό παρελθόν της Θρακικής γης. Τονίζουμε πως η περιοχή είναι ιδιαίτερης οικολογικής σημασίας, βιότοπος της βίδρας, του λύκου, του ζαρκαδιού, του αγριογούρουνου και της αρκούδας, τμήμα της οροσειράς της Ροδόπης με μικρές ανθρώπινες παρεμβάσεις και οχλήσεις για την πανίδα και καλό είναι να παραμείνει έτσι. Η εγχάραξη του σταυρού στο τόξο της γέφυρας, σε συνδυασμό με προφορικές μαρτυρίες και παραδόσεις αλλά και με πολλά τοπωνύμια και ερείπια εκκλησιών στα Πομακοχώρια, αναδεικνύουν την ανεξερεύνητη ιστορική ταυτότητα της ευρύτερης περιοχής. Στους περασμένους αιώνες η γέφυρα του παπά αποτελούσε σημαντικό κόμβο στον ορεινό δρόμο που συνέδεε το Σμόλιαν και το Σμιλιάν με την Ξάνθη και το Πόρτο Λάγος. Σήμερα, πιστεύουμε πως το ίδιο γεφύρι μπορεί να λειτουργήσει σαν αφορμή για βαθύτερη μελέτη και κατανόηση της νεώτερης ιστορίας των Πομάκων της ορεινής Ξάνθης και γενικότερα της οροσειράς της Ροδόπης. Νικόλαος Θ. Κόκκας 

  ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Για τα πέτρινα γεφύρια της Ροδόπης βλ. Ivan Balkanski, Stari mostove v Kirjalniski okrag, 1978, Ε.Λομέφ-Ζαχαροπούλου, Πέτρινα γεφύρια της Θράκης, 1ο Λύκειο Ξάνθης 1996,. Ν.Κόκκας, «Πέτρινα Γεφύρια της Ροδόπης», Kορφές,154, Μάρτιος.-Απρίλιος 2002

 (2) Στα γεφύρια των Σατρών και το γκρεμισμένο του Εχίνου αναφέρεται προφορική μαρτυρία υπεραιωνόβιου που τοποθετεί το κτίσιμό τους στα μέσα του 19ου αιώνα, Σ.Καβασακάλη, «Τα τρία γεφύρια στις Σάτρες» Θρακικά, 19 (1965) 138. 

 (3) Για τις ιστορικές αναφορές στους κεντρικούς δρόμους της Θράκης το 16ο αιώνα βλ. Ι.Vingopoulou-Papazotou, «De Sofja et de Thessaloniki a Constantinople. Routes et logements des voyageurs du XVIe siecle» Relations et Influences reciproques entre Grecs et Bulgares (XVIIIe-XXe siecle) Institute for Balkan Studies 1991, 515-534. Για τη σχέση του οδικού δικτύου με την ανάπτυξη στη Θράκη κατά το 19ο αιώνα βλ. E.P.Dimitriadis, G.P.Tsotsos, “Transport geography and local development in 19th century Thrace” Balkan Studies 40:2 (1999) 281-307. 

 (4) T.Stojanovic, «O κατακτητής ορθόδοξος Βαλκάνιος έμπορος», Η οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας (ιε’-ιθ’ αι.) εκδ. Σ.Ασδραχάς, Μέλισσα 1979, σ. 291-3 – μετάφραση από το “Conquering Balkan Orthodox Merchant”, Journal of Economic History (1960), 234-313.

(5) Οι έμποροι προτιμούσαν τις καμήλες όχι τόσο για την απόδοσή τους (το άλογο τις ξεπερνούσε κατά πολύ) αλλά κυρίως γιατί ήταν λιγότερο απαιτητικές στη συντήρηση- Α.Μehlan, «Oι εμπορικοί δρόμοι στα Βαλκάνια κατά την Τουρκοκρατία», Η οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας (ιε’-ιθ’ αι.) εκδ. Σ.Ασδραχάς, Μέλισσα 1979 σ. 380 [μετάφραση από το “Die Ηandelstrassen des Balkans während der Türkenzeit” Südost-deutsche Forschungen IV/2 (1939), 234 κ.ε.]. Η χρήση της καμήλας αναφέρεται και στα πομάκικα παραμύθια βλ. Ν.Κόκκας, Μαθήματα Πομακικής Γλώσσας τ. Β’ Ανθολόγιο κειμένων (Παραμύθια, τραγούδια,παροιμίες), Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης, Ξάνθη 2004, σ. 19-21. 

 (6) Α.Μehlan, ο.π. σ. 384. 

 (7) Α.Μehlan, ο.π. σ. 385-6. 

 (8) Χ. Δαδήρας, «Η Εγνατία οδός στην περιοχή της Θράκης κατά τη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή εποχή» Περί Θράκης 3 (2003) 115, J.P.Adams, “Communications in southeastern Thrace in the Roman period” Αρχαία Θράκη. Πρακτικά 2ου Διεθνούς Συμποσίου Θρακικών Σπουδών. τομ Ι Κομοτηνή (1997) 135-145. 

 (9) Τοπικές μαρτυρίες τουρκόφωνων μουσουλμάνων της Ξάνθης ονομάζουν το παρακλάδι αυτό Κervan yollu (δρόμος του καραβανιού). Στον παλιό δρόμο Γενισέας-Πεζούλας υπάρχει πέτρινο βαθμιδωτό πηγάδι με την ονομασία Deveci Pιnar (πηγάδι του καμηλιέρη). 

 (10) C.Jireček, Das Furhstendum Bulgarien, Πράγα 1891, σ. 6. 

 (11) Α.Μehlan, ο.π. σ. 375. 

 (12) Α.Μehlan, ο.π. σ. 377. 

 (13) Α.Viquesnel, Voyage dans la Turquie d’ Europe. Description physique et géologique par A.Viquesnel, Paris 1868 σ. 323, παραπομπή από I.Μπόνος, Δρόμοι και γεφύρια στην περιοχή της Ροδόπης κατά την οθωμανική περίοδο, διπλωματική εργασία, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας, Κομοτηνή 1999, σ. 26-28. Έχει ενδιαφέρον η πληροφορία του Α.Viquesnel πως το βάρος που μπορούσε να σηκώσει μια καμήλα με έναν ύβο ήταν 345 kg, το άλογο 230 kg, ένας αχθοφόρος (hamal) από 190 έως 256 kg! 

 (14) Στο Ν. Ροδόπης ο Μπόνος, αξιολογώντας τις θέσεις των πέτρινων γεφυριών και τις χαρτογραφικές πληροφορίες, οδηγείται στον εντοπισμό έξι δευτερευόντων δρόμων που λειτουργούσαν ως κάθετοι άξονες στις κύριες οδούς του κάμπου. Εδώ συμπεριλαμβάνονται τα ορεινά περάσματα από τη Νυμφαία, τα Πάτερμα, τη Σμιγάδα, τον Κέχρο, τη Χλόη. I.Μπόνος, ο.π., σ. 60-61. 

 (15) Πιθανόν πρόκειται για τη σημερινή Κύμη που ονομάζεται Göz Viran και όχι για την Άνω Βυρσίνη που ονομάζεται Haci Viran. Πάντως και τα δύο χωριά αποτελούσαν περάσματα προς την Κομοτηνή. 

 (16) Η αντίληψη του χρόνου και ο υπολογισμός των αποστάσεων διαφέρουν από άτομο σε άτομο, ανάλογα με την ασχολία του, την εμπειρία του και τη μνήμη του. Για παράδειγμα, κάτοικος του χωριού Θεοτόκος μας αφηγήθηκε πως ο πατέρας του πήγαινε σε τρεις ώρες στην Ξάνθη από το μονοπάτι της Ορεστινής-Ισαίας συνεχίζοντας προς το μονοπάτι του Κόσυνθου από το 8ο χλμ μέχρι την Ξάνθη. Πρόκειται μάλλον για πολύ γρήγορη μετακίνηση. Άλλες προφορικές μαρτυρίες λένε πως οι κάτοικοι της περιοχής ξεκινούσαν πέντε το πρωί για την Ξάνθη και επέστρεφαν στο χωριό αργά το βράδυ.

 (17) Επισημαίνεται η μεγάλη εμπορική κίνηση του λιμανιού του Πόρτο Λάγος κατά τη δεκαετία 1850-1860. Κ.Βακαλόπουλου, Ιστορία του Θρακικού Ελληνισμού, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1996, σ. 421-422. 

 (18) Πρόκειται για το χάνι που βρίσκονταν εκεί που σώζονται σήμερα μόνο ερείπια, απέναντι από τη βρύση, στη διασταύρωση προς το χωριό Προσήλιο. Το ρέμα κατεβαίνει από την περιοχή Ισαίας και ονομάζεται Καντούν ντερέ. Στη διαδρομή Πασμακλή-Ξάνθη ο τοπογραφικός χάρτης του 1904 (K.u.k. militär-geographisches Institut - Hptm.A.Vogel) δεν αναφέρει να υπάρχει άλλο χάνι στα ορεινά, ενώ σημειώνει τη θέση πολλών νερόμυλων. Η διέλευση από τα βουνά θα πρέπει να γίνονταν το ταχύτερο δυνατό με τους λιγότερους ενδιάμεσους σταθμούς ανεφοδιασμού, για την προστασία από τους ληστές. Πάντως χάνι πρέπει να υπήρχε στα σημερινά Άσκυρα, εφόσον η πομάκικη ονομασία του χωριού είναι «Χαν μααλέ». Στους κεντρικούς πεδινούς άξονες λειτουργούσαν πολλά χάνια, ιδιαίτερα σε εμπορικές πόλεις όπως η Ξάνθη, που γίνεται έδρα του Τούρκου επάρχου από το 1872, μετά την καταστροφή από πυρκαγιά της Γενισέας. Για την περίοδο 1870-1910 έχουν σημειωθεί στην Ξάνθη οι θέσεις 53 χανιών, που πρόσφεραν σύντομη διαμονή στην αρχή και στο τέλος της μεγάλης διάσχισης των βουνών. Χ.Ζαρκάδα, «Τα χάνια της Ξάνθης» Θρακικά Χρονικά 37 (1982) 189-208, Π.Γεωργαντζής, «Τα χάνια της Ξάνθης και η συμβολή τους στη διαμόρφωση της πόλης» Θρακικά Χρονικά 38 (1983) 133-138, Χ.Ζαρκάδα, «Τα χάνια της Ξάνθης» Αρχαιολογία 13 (1984) 80-86. 

 (19) Το πλάτος του καταστρώματός του είναι 2.60 μ. Το μεγαλύτερο τόξο έχει μήκος 11.5 μ. και ύψος 4.80 μ. 

 (20) Το μικρό γεφυράκι στη θέση Τσομπάν Καϊντί, στο 6ο χλμ από την Ξάνθη, έχει συνολικό ανάπτυγμα 15 μ. και πλάτος καταστρώματος 2.5 μ. Το μοναδικό τόξο έχει ύψος 3.8 μ. από τη βάση του και μήκος 4.40 μ. Για τη γέφυρα καταγράψαμε από τον κάτοικο Ισαίας Μουσταφά Ιντζέ (γεν. 1942) την παράδοση ότι έβαλαν στοίχημα ένας βοσκός και ένας χότζας ποιος από τους δύο μπορεί να πηδήξει απέναντι κρατώντας στην αγκαλιά του δύο αρνάκια. 

 (21) Η γέφυρα του Πιλήματος έχει συνολικό ανάπτυγμα 44 μ. Το κατάστρωμά της έχει μήκος 3 μ. και έχει σήμερα στρωθεί με τσιμέντο για να διευκολύνεται η διέλευση των αυτοκινήτων. Το μεγάλο τόξο της έχει μήκος 12 μ. και ύψος 7 μ. 

 (22) Η μονότοξη γέφυρα του 8ου χλμ είχε μήκος τόξου 9 μ. και ύψος 4 μ. Το πλάτος του καταστρώματος ήταν 2.50 μ. 

 (23) Το μονοπάτι ξεκινούσε από τη μεγάλη πέτρινη γέφυρα του Κομψάτου ανάμεσα στον Πολύανθο και τον Ίασμο, ανέβαινε για λίγο ψηλά στο Σύλλιο, ξανακατέβαινε στο ανατολικό τμήμα του Κομψάτου, του οποίου ακολουθούσε την κοίτη, μέχρι να ανηφορίσει και πάλι δυτικά από το ύψωμα Καλαμπαλούκ προς το πέρασμα Εσκή Μπαλούκ για να συμπέσει με το μονοπάτι που συνέδεε το Γιδότοπο (Τατάρ Μαλεσή) με το Καλότυχο (Ουγκουρλού). Σημειώνουμε ότι εσφαλμένα αναγράφεται στους χάρτες ο Γιδότοπος να βρίσκεται δυτικά του Καλότυχου. Ο Γιδότοπος (Τατάρ μαλεσή) βρίσκεται δύο χλμ. δυτικά της Μελίταινας και πέντε χλμ νότια από το Καλότυχο (σε ευθεία). Το Καλότυχο είχε 577 κατοίκους το 1961 και ο Γιδότοπος 177. Τα χωριά αυτά εγκαταλείφθηκαν σχεδόν τελείως τις επόμενες τρεις δεκαετίες. 

 (24) Η γέφυρα στο Κιοπρουτζίκ Ντερέ, 8 χλμ. από το χωματόδρομο της Σμίνθης, δε σώζεται σήμερα. Ήταν με ένα τόξο μήκους περίπου 5 μ., μετά τις θέσεις Τσιτνάσκα Ντερέσα και Σαρίγια και πριν την πλαγιά Κεραμιντί. Η γέφυρα ήταν σε χρήση το 1960. 

 (25) Α.Ρόγγο, Πομάκικα δημοτικά τραγούδια της Θράκης, Ξάνθη 2002, τραγούδια αρ. 55, 85, 119. 

 (26) Στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου οι Σαρακατσάνοι της ορεινής Ξάνθης κατέβηκαν στον κάμπο. Μετά τον πόλεμο ανέβαιναν ξανά στα ορεινά για λίγα ακόμα χρόνια. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν έγγραφα της παλαιάς κοινότητας Ωραίου που πιστοποιούν τη σημαντική παρουσία Σαρακατσάνων στην περιοχή Ωραίου προπολεμικά. Ενδεικτικά αναφέρουμε έγγραφο σύμφωνα με το οποίο δίνονταν άδειες βοσκής το 1945 στην περιοχή Ιμάμ Αχριάντσικο-Κούλα (Α.Π. 154/5-7-1945). Μισθωτής της εν λόγω έκτασης κατά τη δεκαετία 1930-40 ήταν ο κτηνοτρόφος Χρ.Ντόσης. Για την περιοχή Καρά Αμάτ Ωραίου, που ανήκε στο δημόσιο, ως μισθωτής θερινής βοσκής για το 1940 αναγράφεται ο Κωνστ. Μπάντζος (Οικονομική Εφορία Ξάνθης Α.Π.1365/ 13-6-1945). Ο ίδιος κτηνοτρόφος αναφέρεται ως μισθωτής της θερινής βοσκής στη «Τσέρνα Πουλιάνα» (Οικονομική Εφορία Ξάνθης Α.Π. 1587/22-6-45). Ο σκηνίτης Χρίστος Τότης αναφέρεται ως μισθωτής της βοσκής στη θέση Κούλα από το 1927-1940 (Οικονομική Εφορία Ξάνθης ΑΠ.1592/22-6-1945). Για τους Σαρακατσάνους στη Θράκη βλ. I.Γεωργακά, «Περί των Σαρακατσαναίων της Θράκης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 12 (1945-6) 65-67. 

 (27) βλ.Μητσάκης, Κ., «Ακριτικά τραγούδια της αρπαγής στους Πομάκους», Δ' Συμπόσιο Λαογραφίας Βορειοελλαδικού χώρου, - Πρακτικά, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη (1983) 189-202.

 (28) Α.Ρόγγο, Πομάκικα Δημοτικά τραγούδια της Θράκης, Ξάνθη 2002, σ. 226-7.  

(29) Α.Μehlan, ο.π. σ. 383. 

 (30) Αναφέρεται παράδοση για το μύλο του Κυριάκου: Στο μυλωνά Κυριάκο επιτέθηκαν ληστές μια νύχτα, τον λήστεψαν και τον έσφαξαν. Ο γιος του ανέβηκε στη σκεπή του μύλου και έγινε μάρτυρας της άγριας μεταχείρισης του πατέρα του. βλ. Μ.Γ.Βαρβούνης, Παραδοσιακός πολιτισμός των Πομάκων της Θράκης. Οδυσσέας, 2000 σ. 130. 

 (31) Γέντσοβο (του Γιάννη), Πιτάρατε (του Πέτρου), Τζουτζάρσκο (του έμπορα), Τσούλο, Ιγκούμπτσκα μπαρτσίνα (γύφτικο βουνό), Τουρτσίνοβου (τόπος των Τούρκων), Γκάρμπουβιγετ κάμεν (πέτρα του τσοπάνη), Ιμπράμαγκόβου (του Ιμπράμ αγά), Λουζάνα (αμπελότοπος), Φουρούνατ (φούρνος), Γκρόμπαν (νεκροταφείο), Καράματ (του Καρά Αχμέτ) βλ. Π.Θεοχαρίδης, Πομάκοι, Οι μουσουλμάνοι της Ροδόπης, Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης 1995, σ. 536, Γ.Βαρβούνης, Παραδοσιακός πολιτισμός των Πομάκων της Θράκης. Οδυσσέας, 2000 σ. 108-131. Για τα τοπωνύμια των ορεινών οικισμών βλ. Σ.Χατζηδημητρίου, «Η προέλευση των ονομάτων των οικισμών του νομού Ξάνθης και η πρακτική μετονομασίας τους» Θρακικά Χρονικά 46 (1992) 71-88. 

 (32) Π.Α.Πάντου, «Ιστορική τοπογραφία του νομού Ξάνθης», Θρακικά Χρονικά 32 (1975-76) 20. 

 (33) Α. Χατζηγρηγορίου, «Τα γεφύρια της ορεινής Ξάνθης», εφ. Εμπρός, 20 Ιουνίου 1998. 

 (34) Π.Ι.Καμηλάκης, «Οι χορηγοί κατασκευής των πέτρινων γεφυριών στη μεταβυζαντινή και νεοελληνική περίοδο» Περί Πετρογέφυρων. Α’ Επιστημονική Συνάντηση Κέντρου Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών, 23 Νοεμβρίου 2003 σ. 49.

 (35) Π.Καμηλάκης, ο.π. σ. 59-61. 

 (36) Α.Ζωγραφάκη, Α.Τσιρπινάκη, Οι νερόμυλοι της ορεινής περιοχής(σε χρήση και μη) και ειδικά η λειτουργία του μύλου στο Ωραίο (αδημοσίευτο), Ξάνθη 1996-1997 σ. 37. 

 (37) Α.Ζωγραφάκη, Α.Τσιρπινάκη, ο.π. σ. 53. 

 (38) Ο παλιός χωματόδρομος Σμίνθης-Ωραίου κατασκευάστηκε το 1912. Από εδώ περνούσε και το λεωφορείο του ΚΤΕΛ για το χωριό. Σε δύσκολα σημεία του ήταν στρωμένος με καλντερίμι. Το 1971 κατασκευάστηκε νεώτερος δρόμος για το Ωραίο μέσω Κύκνου. Σε απόσταση δύο περίπου χλμ από τη Σμίνθη ο παλιός χωματόδρομος διέρχεται τη τσιμεντένια γέφυρα στη θέση Σεϊτάν Κιοπρού. 

 (39) Το χωριό Ορεστινή (Κιόρεστεν) αναφέρεται στο χάρτη του K.u.k. militär-geographisches Institut (Hptm.A.Vogel) του 1904 ως Kurstu και σε παρένθεση υπάρχει η δεύτερη ονομασία Krstopole, πιθανόν παραφθορά του «Χριστόπολις». 

 (40) Στα ελληνικά ο οικισμός Σταμάτη-μος ονομάζεται Βασιλοχώρι. Στις απογραφές του 1971-1991 το Βασιλοχώρι καταγράφεται με αριθμό κατοίκων μηδενικό. Οι κάτοικοι του Σταμάτη-μος έχουν εγκαταλείψει το χωριό. Εδώ έχουν κτήματα και ζώα κάτοικοι της Σμίνθης και του Ωραίου. Παλαιότερα λειτουργούσε και ιχθυοτροφείο. 

 (41) Το διθέσιο Μειονοτικό Σχολείο του Σταματίου έκλεισε το σχολικό έτος 1966-67. βλ. Ν. Κόκκας, Παραδοσιακοί οικισμοί της ορεινής Ξάνθης. Νομαρχία Ξάνθης 1999. σ. 53. 

 (42) Γ. Ταουκτσόγλου, Λαογραφικά στοιχεία των Πομάκων εκ της περιοχής Ωραίου Ξάνθης, 1961, Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας αρ. 2412, παραπομπή στο Μ.Γ.Βαρβούνης, Λαογραφικά των Πομάκων της Θράκης. Πορεία 1996, σ. 147. 

 (43) Η γέφυρα αυτή βρίσκεται σε υψ. 366 μ. (γεωγραφικό στίγμα Ν 41.13.994, Ε 024.45.235), έχει ύψος τόξου 2.10, μήκος 4.40 μ. και πλάτος καταστρώματος 2.50 μ. 

 (44) Π.Παπαδημητρίου, Οι Πομάκοι της Ροδόπης. Από τις εθνοτικές σχέσεις στους Βαλκανικούς εθνικισμούς (1870-1990). εκδ. Κυριακίδη 2003, σ. 67. 

 (45) Π.Γεωργαντζής, «Η σημασία των ονομασιών: Αχριάνες και Πομάκοι», Α’ Παγκόσμιο Συνέδριο Αποδήμων Θρακών, Ξάνθη (1993) 285-297. 

 (46) Ι.Βιγγοπούλου, «Περιηγητικά κείμενα – Πηγές της ιστορίας της Θράκης», Θράκη, Ιστορικές και γεωγραφικές προσεγγίσεις, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών 2000 σ. 161, παραπομπή στο B.Nikolaidy, Les Turcs et la Turquie Contémporaine, itinéraire et compte – rendu de voyages dans les provinces ottomanes avec cartes détailles, 1859. 

 (47) « La Turquie. Son passe, son présent et son avenir» La revue scientifique de la France et de l’ étranger 49 (8 Juin 1879). 

 (48) Κ.Βακαλόπουλος, Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού. Θράκη. Δ’ έκδοση εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1996 (49) Ε.Μπαλτά, «Η Θράκη στις οθωμανικές καταστιχώσεις (15ος-16ος αιώνας)» Θράκη. Ιστορικές και γεωγραφικές προσεγγίσεις, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (2000) 110-111. 

 (50) Τ.Μ.Gökbilgin, XV-XVI Asirlarda, Edirne ve pasa Livasi, Vakiflar Mükler-Mukataalar, Istanbul 1952, σ. 374-375, Π.Γεωργαντζής, o.π. 120-121. 

 (51) Ph.P.Kotzageorgis, ο.π. 296, Φ.Κοτζαγεώργης, «Ο καζάς Γενισέας μέσα από Οθωμανικές πηγές του 15ου-16ου αιώνα», Περί Θράκης 1 (2001) 75, Γ.Βογιατζής, Η πρώιμη Οθωμανοκρατία στη Θράκη, Ηρόδοτος 1998, σ.379. 

 (52) Το 14ο αιώνα ο Καντακουζηνός (II, 402, 9 κ.ε. αναφέρει πως βορείως της Ξάνθης υπήρχαν δύο φρούρια. Το ένα ονομάζονταν Αγία Ειρήνη και το άλλο Ποβισδός. βλ. Π. Πάντος, ο.π. 6. Για την ταύτιση του φρουρίου Γκραντίστε του Ωραίου με την Αγία Ειρήνη του Καντακουζηνού δεν έχει διατυπωθεί μέχρι στιγμής καμία σχετική υπόθεση. Πάντως, βορείως της Ξάνθης υπάρχουν εκτός από το Γκραντίστε και άλλα δύο μεγάλα φρούρια, των Κιμμερίων και της Γλαύκης. 

 (53) Σ.Σολταρίδη, Η ιστορία των μουφτειών της Δυτικής Θράκης, Νέα Σύνορα-Α.Α.Λιβάνη, 1997, σ. 267-270. Σημειώνουμε πως στην απογραφή του 1920 το Ωραίον είχε 1588 κατοίκους ενώ έφτασε τους 1720 το 1940. 

 (54) Αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένες τέτοιες θέσεις εκκλησιών στο Ν.Ξάνθης: δύο εκκλησίες στην Ισαία (η μία αναφέρεται σαν του Αγ.Νικολάου), μεγάλη εκκλησία ανατολικά του Κουτσομύτη, μικρή εκκλησία στη θέση Τσόρκβα ανατολικά του Κουτσομύτη, βυζαντινά νεκροταφεία στη θέση Βρανιά ανατολικά της Γοργόνας, ερείπια εκκλησίας στο Στήριγμα, βυζαντινό νεκροταφείο στην Κοτάνη, θέση εκκλησίας μέσα στη Γλαύκη, ίχνη ναού στη θέση Κύροβο (δυτικά της Μύκης), ερείπια εκκλησίας βορειοανατολικά του Δημαρίου, εκκλησία στο δρόμο από Αιμόνιο προς Πάχνη, ερείπια εκκλησίας βορειοανατολικά του Εχίνου στη θέση Κιουλσέ Τσούκα, εκκλησία στην κορυφή Οστρόφ Κάμεν πάνω από το χωριό Κορυφή Μύκης (Κατσούλκοβο), εκκλησία Αγίας Μαρίνας πριν το Λιβάδι Κιμμερίων, μοναστήρι στη θέση Όζιβα, πάνω από το Λιβάδι Κιμμερίων, θέσεις Τσόρκα και Αρχάγκελ (μεταξύ Σούλας και Χρυσού). 

 (55) Κοντά στη Γλαύκη υπάρχει ένας απότομος γκρεμός που οι κάτοικοι της Γλαύκης ονομάζουν Γκουλέμ Κάμεν (μεγάλος βράχος) ή Μόμτσκι Κάμεν (βράχος του κοριτσιού). Σύμφωνα με την παράδοση από αυτό το βράχο αυτοκτόνησαν κορίτσια του χωριού έχοντας δεθεί η μία από τα μαλλιά της άλλης. Βράχο με την ονομασία Μόμτσκι Κάμεν συναντάμε επίσης στα βόρεια της Κοτάνης κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα καθώς επίσης και δίπλα σε κορυφή ύψους 1100 μέτρων σε απόσταση μιας περίπου ώρας βορειοανατολικά της Πάχνης. Ίδια παράδοση αυτοκτονίας των Πομακισσών για να ξεφύγουν τη σύλληψη των Τούρκων αναφέρεται και στο χωριό Αιώρα στην τοποθεσία "Μαρίνα". Στη Μάνταινα πάλι, η ονομασία που δίνεται στον αντίστοιχο βράχο είναι "Τσερβέν Κάμεν" (κόκκινη πέτρα). Σε πολλές περιπτώσεις αναφέρεται ότι βρέθηκαν κατά το παρελθόν διάφορα αντικείμενα (όπως π.χ. δαχτυλίδια) στη βάση του γκρεμού. Αντίστοιχες παραδόσεις θυσίας κοριτσιών για να αποφύγουν τη σύλληψη από Τούρκους συναντάμε και στα Πομακοχώρια της Βουλγαρίας. Τέτοιες τοποθεσίες υπάρχουν στο Σμόλιαν (βράχος Νεβιάστα), στη Σιρόκα Λάκα και κοντά στο Ζλάτογκραντ (Μόμιν Κάμεν). βλ. Ν.Κόκκας, Ν.Κωνσταντινίδης, Ρ.Μεχμεταλή, Τα Πομακοχώρια της Θράκης. Οδυσσέας 2003 σ. 130. 

 (56) Alexandre Popovic, «L’ Islamisation dans les Balkans, mythes et réalités», MESOGEIOS 2 (1998) 7-15. (57) Π.Παπαχριστοδούλου, «Οι Πομάκοι», Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 23 (1958) 14-15, Γ. Μαγκριώτης, Πομάκοι ή Ροδοπαίοι, Οι Έλληνες Μουσουλμάνοι. Πελασγός 1994 σ. 55-62, Π.Χιδίρογλου, Οι Έλληνες Πομάκοι και η σχέση τους με την Τουρκία, Ηρόδοτος 1989 σ. 58-59, Π.Θεοχαρίδης, Πομάκοι, Οι Μουσουλμάνοι της Ροδόπης, Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης 1995, σ. 53. Ο Τσέχος γλωσσολόγος Leopold Geitler αναφέρει πως «το 1657 οι Πομάκοι εξεγέρθηκαν (κατά των Τούρκων) και για να αποφύγουν την τιμωρία ασπάσθηκαν το Μωαμεθανισμό, επιδιώκοντας έτσι και ορισμένα προνόμια και πολιτικές ελευθερίες» Poetické tradice Thráku i Bulharu, Praze 1878, σ. 34. 

 (58) Ph.P.Kotzageorgis, «Α Greek source regarding the islamization of the population of the mountainous region of Xanthi (mid 16th c.)» Περί Θράκης 2 (2002) 293-297 – βλ. επίσης Σ.Λάμπρος «Εκ των ομιλιών του Παχωμίου Ρουσάνου» Νέος Ελληνομνήμων 13 (1916) 56-67. βλ. επίσης Α.Zeljazkova «The problem of the authenticity of some domestic sources on the islamization of the Rhodopes, deeply rooted in Bulgarian Historiography», Etudes Balkaniques 30:4 (1990) 109, Π.Γεωργαντζής, Συμβολή εις την ιστορίαν της Ξάνθης. Ξάνθη 1976, 122-123. 

 (59) Ε. Σαραντή-Σταμούλη, «Προλήψεις της Θράκης», Λαογραφία 14(1951) 196. 

 (60) ΑaTh 947A, Ν.Κόκκας Μαθήματα πομακικής γλώσσας, ΠΑΚΕΘΡΑ, 2004 σ. 18. πβ. R.Dawkins, Modern Greek folktales. Oxford 1953, αρ. 79Α. 

 (61) Δ.Κατάκη,Ρ.Καραχότζα Ο παππούς και η γιαγιά είπαν – Ντάντο ι μπάμπο κάζαχο... 21 Παραμύθια από τη Ροδόπη, Γυμνάσιο Σμίνθης, 1997 σ. 44-46. 

 (62) βλ. τα παραμύθι «Οι δυο στοιχειωμένοι μύλοι» από τη Γλαύκη (Ν.Κόκκας, ο.π. σ. 30-31), «Η κακιά μητριά και ο δράκος» από το Δημάριο (Ν.Κόκκας ο.π. σ. 9-10), «Η Αϊσέ στο μύλο» (Δ.Κατάκη,Ρ.Καραχότζα, ο.π. σ. 75-76), «Ο στοιχειωμένος μύλος» από τη Γλαύκη (Ν.Κόκκας, Α.Ρόγγο, Παραμύθια και Παροιμίες από τη Γλαύκη του Ν.Ξάνθης, εκδ. Σταμούλη 2004 αρ. 23) «H μάγισσα που έστειλε τα κορίτσια στο μύλο» από τη Γλαύκη (Α.Ρόγγο, Παραμύθια και τραγούδια των Πομάκων της Ορεινής Θράκης, εκδ. Οδυσσέας 2004 αρ. 5). 

 (63) AaTh. 545B παραλλαγή του παραμυθιού από τη Σμίνθη βλ. Α.Ζωγραφάκη, Α.Τσιρπινάκη, ο.π. σ. 86-88. Παραλλαγή από τα Άσκυρα βλ. Θ.Αγγέλης, Λαογραφικόν υλικόν εκ του πομακικού χωρίου Άσκυρα Ξάνθης, Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών [2404], 1961 και Μ.Γ.Βαρβούνης, Λαογραφικά των Πομάκων της Θράκης, Πορεία, Αθήνα 1996 σ. 87-88. 

 (64) Κ.Μητσάκης, «Πομακικές διασκευές του τραγουδιού για το “Γεφύρι της Άρτας”», Γ’ Συμπόσιο Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου, Πρακτικά. ΙΜΧΑ, (1979) 466-471. Η καταγραφή των παραλλαγών Μύκης και Σατρών είχε γίνει από τον Π.Θεοχαρίδη (κατά τη δεκαετία του 1960), ο οποίος, όμως, τις δημοσίευσε αργότερα, αναφέροντας πως ο Μητσάκης χρησιμοποίησε το υλικό του χωρίς να αναφέρει το όνομά του – βλ. Π.Θεοχαρίδη, Πομάκοι. Οι Μουσουλμάνοι της Ροδόπης. Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης, Ξάνθη 1995 σ.12 & σ. 379-380. Σημειώνουμε πως ο Θεοχαρίδης διατηρεί και το αρχείο των ηχογραφήσεων των τραγουδιών αυτών μαζί με πολλά άλλα τραγούδια της Ροδόπης που είχε καταγράψει. 

 (65) Α.Ρόγγο, Πομάκικα Δημοτικά Τραγούδια της Θράκης, Ταμιείον Θράκης, Ξάνθη 2002, σ. 197-198. 

 (66) Ν.Θ.Κόκκας, ο.π. σ. 100-101. 

 (67) Στη βουλγαρική παραλλαγή από το χωριό Πέτκοβο το όνομα της μικρής γυναίκας είναι Νέντκα (Ν.Κaufman, T.Todorob, Narodni Pesni ot Rodopski Krai, Sofia 1970 σ. 16-17. Στην παραλλαγή από την περιοχή Ζλάτογκραντ το κορίτσι ονομάζεται Στρούνα (S.Kafetziev, Avtentitsni Pesni ot Zlatogradskia Krai. σ. 11) Ομοιότητα των πομακικών παραλλαγών με σερβική παραλλαγή του τραγουδιού (Κ.Ρωμαίος, «Δημοτικά τραγούδια Σέρβων και Βουλγάρων δανεισμένα από Ελληνικά πρότυπα» Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 17(1952) 307-365) επισημαίνεται από τον Π.Θεοχαρίδη. 

 (68) Κ.Μητσάκης, «Πομακικές διασκευές του τραγουδιού για το “Γεφύρι της Άρτας”», Γ’ Συμπόσιο Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου, Πρακτικά. ΙΜΧΑ (1979) 474. 

 (69) Κ.Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Συντεχνίες και Επαγγέλματα στη Θράκη 1685-1920, Αθήνα 1985, σ. 86. 

 (70) Παπαχριστοδούλου Π., «Τα εσνάφια και η οικονομική και πνευματική άνθηση του Ελληνισμού επί Τουρκοκρατίας», Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 16 (1951), Κ.Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, «Η συντεχνία των δουλγέρηδων φορέας παραδοσιακής τέχνης και φυτώριο συνδικαλισμού» Γ’ Συμπόσιο Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου ΙΜΧΑ (1979) 539-566. 

 (71) Αποστολίδου Μ., «Τα αρχεία του εν Φιλιππουπόλει εσναφίου των τεκτόνων», Αρχείον Θρακικού Γλωσσικού και Λαογραφικού Θησαυρού, 1 (1934-35) 104

(72) I.Μπόνος, ο.π. σ. 41. Η δίτοξη γέφυρα στα Πάτερμα έχει μήκος καταστρώματος 25 μ. Το στηθαίο έχει πλάτος 40 εκ. και ύψος 70 εκ. Μαζί με το στηθαίο το πλάτος του καταστρώματος είναι 3 μ.Το άνοιγμα του μεγάλου τόξου είναι 8 μ. και το ύψος της καμάρας είναι 3.90 από τη βάση της και 6.90 μ. από την επιφάνεια του νερού. Το στηθαίο έχει πλάτος 40 εκ. και ύψος 70 εκ. 

 (73) Συνέντευξη με τον Πομάκο μάστορα πέτρας Χασάν Πασιά, (γεν. 1940 στο χωριό Πόρτα) στις 17-5-2004. 

 (74) Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση ΔΙΛΑΠ/Γ/2120/42297/4-8-95 που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 799/τβ/14-9-95, χαρακτηρίστηκαν ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία δώδεκα λιθόκτιστα γεφύρια στην ορεινή περιοχή του νομού Ξάνθης. Τα γεφύρια αυτά προσδιορίζονται ως εξής: 1) στο 4ο χλμ από την Ξάνθη στον άξονα προς Σταυρούπολη-Εχίνου, 2) στο 5ο χλμ από Ξάνθη προς τον άξονα Σταυρούπολης-Εχίνου, 3) προς το Πίλημα, 4) στο 8ο χλμ από την Ξάνθη προς τον άξονα Σταυρούπολης, 5) γέφυρα του παπά στην Κοινότητα Ωραίου, 6) γέφυρα του Ρέματος, 7) γέφυρα στο Κάτω Καρυόφυτο, 8) Τρεις γέφυρες στην κοινότητα Σατρών (α. στην είσοδο προς το χωριό Σάτρες, β. στον επάνω μαχαλά, γ. στην έξοδο του χωριού Σάτρες), 9) στην κοινότητα Μέδουσας. 


  * Η εισήγηση συμπεριλαμβάνεται στον τόμο: «Περί Πετρογέφυρων». Β’ επιστημονική συνάντηση Κέντρου Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών. Αθήνα 2005 σελ 317-359.