Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

ΟΙ ΔΟΥΛΓΚΕΡΗΔΕΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ


* Εισήγηση στη Γ’ Επιστημονική Συνάντηση του  Κέντρου Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών με θέμα «Μαστόροι και γεφύρια» - 25 Νοεμβρίου 2006. Η εισήγηση δημοσιεύτηκε στον τόμο «Περί Πετρογέφυρων… Μαστόροι και γεφύρια που εκδόθηκε το 2009 από το Κέντρο Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών, σελίδες 55-84.

Οι δουλγκέρηδες της Θράκης.
Σχόλια στα αρχεία της συντεχνίας τους στη Φιλιππούπολη

Νικόλαος Θ. Κόκκας

Στη μνήμη
του Μυρτίλου Αποστολίδη (1)

Στόχος της εργασίας που ακολουθεί είναι να αναδειχθούν οι πολύτιμες πληροφορίες που περιέχονται στα αρχεία της συντεχνίας των δουλγκέρηδων (2) της Φιλιππούπολης σχετικά με τη συντεχνιακή οργάνωση των μαστόρων της Ανατολικής Ρωμυλίας, αλλά και τους φημισμένους κτίστες του ευρύτερου θρακικού χώρου, δίνοντας επιπλέον στοιχεία για τη δράση τους, τις μετακινήσεις και την τεχνική τους.

        Οι δουλγκέρηδες της Φιλιππούπολης, της Αδριανούπολης, της Μαδύτου, του Σουφλίου, του Διδυμοτείχου, της Βιζύης, των Σοφίδων μπορούν επάξια να πάρουν τη θέση τους πλάι στους Ηπειρώτες, Δυτικομακεδόνες, και Πελοποννήσιους μαστόρους. Αν και αποτελεί αναντίρρητο γεγονός πως η μετοικεσία των Ηπειρωτών και Μακεδόνων προς τη Θράκη επηρέασε καθοριστικά και τη θρακική αρχιτεκτονική, πιστεύουμε πως αξίζει να μελετηθούν συστηματικότερα οι τοπικές ιδιαιτερότητες των μαστορικών σχολών, όπως προσαρμόστηκαν ανάλογα με τις απαιτήσεις της εργασίας σε διαφορετικές περιοχές.

   Οι κτιστάδες της Ανατολικής Θράκης και  της Ανατολικής Ρωμυλίας με τα συνεργεία τους έχουν αφήσει στο χρόνο μοναδικά αρχιτεκτονικά δημιουργήματα: αρχοντικά, εκκλησίες, μοναστήρια, πύργους, γέφυρες, βρύσες. Ιδιαίτερα το κτίσιμο ενός γεφυριού θεωρούνταν σημαντική πράξη προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο. Αυτό αντανακλάται και στη θρακική ιδιωματική έκφραση «Μεγάλο γεφύρι έκανε» (3) που χρησιμοποιούνταν για κάποιον που έκανε ένα μεγάλο καλό.

    Η συντεχνιακή οργάνωση των δουλγκέρηδων δεν ήταν παρά τμήμα της κυρίαρχης πρακτικής, εφόσον η Οθωμανική νομοθεσία είχε κατοχυρώσει το θεσμό των συντεχνιών με προστατευτικά διατάγματα, ακολουθώντας τη βυζαντινή νομοθεσία. Οι βιοτεχνικοί συνεταιρισμοί στα χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας  ήταν γνωστοί με την αραβοπερσική λέξη ισνάφ ή εσνάφ και με την αραβική ρουφέτ.  Ήδη από τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης μαρτυρείται η ύπαρξη συντεχνιών σε μεγάλες πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Αδριανούπολη και η Θεσσαλονίκη.

 Εργαλεία μαστόρων στο μουσείο Μομτσίλοφτσι 
(φωτ. Ν.Θ.Κόκκας)

Θρακιώτες μαστόροι

Στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης, δραστηριοποιούνταν πολλοί μαστόροι. Ξακουστοί ήταν οι δουλγκέρηδες που κατάγονταν από τις Σοφίδες της Βιζύης, το Σουφλί, το Ορτάκιοϊ, την Αδριανούπολη, τη Μάδυτο. Στο Διδυμότειχο το 1878 συμμετείχαν στη δημογεροντία εκπρόσωποι από 9 οργανωμένες συντεχνίες, η μία από τις οποίες ήταν η συντεχνία των δουλγκέρηδων, με εκπρόσωπο τον Αντώνιο Ευαγγέλου (Βαφείδης, 1952:301).  Από τους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης  κατάγονταν ο αρχιτέκτονας του σουλτάνου Μουσταφά (1757-1781), Κωνσταντίνος Κάλφας για τον οποίο ο Σκοπελίτης ποιητής Καισάριος Δαπόντες (1714-1784) έγραψε το ακόλουθο ποίημα:

Με τα σεντούκια πλην μικρά, προ δέκα χρόνων τώρα
Εχέρσωσε και Κωνσταντής Κάλφας – καλή του ώρα-
Απ’ τους Πιβάτας το χωριό ήτανε ο καλός μου
Και εις τα έξι Μάρμαρα κάθουνται γνώριμός μου.
Του βασιλέως Μουσταφά του νυν του τελευταίου
Δαπάνη τε και προσταγή…
Από τη Βλάγκα δε έξω απ’ το τειχίον
Εχέρσωσε την θάλασσαν και έκαμε χωρίον,
Θάλασσα εβδομήκοντα και δύο χιλιάδες
Πήχες, καθώς με έλεγε, θαύμα εις τους καλφάδες.
Πλάτους και μάκρους μέτρημα, ως ξεύρουν και μετρούσι
Οι κτίσται τα σπιτότοπα και τα πηχολογούσι.
Του έκτισε δε και τζαμί. Για του τζαμιού την χρείαν
Έκαμε τούτο το χωριό και την ζωοτροφίαν.

Φημισμένοι ήταν οι μαστόροι από τη Μάδυτο, στον Ελλήσποντο της Ανατολικής Θράκης. Οι Μαδυτινοί μαστόροι ήδη από το 17ο αιώνα εργάζονται σε μακρινά μέρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (5).

    Στο Σουφλί η δραστηριότητα των δουλγκέρηδων κατά το 19ο αιώνα μαρτυρείται από την προσφορά εικόνας προς την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στην πόλη του Σουφλίου. Στην εικόνα αυτή,  που βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του τέμπλου, παριστάνονται οι άγιοι Ιακώβ, Δαβίδ και Ιωσήφ, ενώ στην άκρη της είναι ζωγραφισμένα τα εργαλεία του ξυλουργού. Στο κάτω μέρος της εικόνας υπάρχει η αφιέρωση: «Αφιερώθη η παρούσα εικών εξόδων του ευλογημένου Ρουφετίου Τουλκέρηδων έτος 1848» (6).

Το αρχοντικό Αργύρη Κουγιουμτζόγλου στη Φιλιππούπολη(1847. 
Σήμερα εκεί στεγάζεται το Εθνογραφικό Μουσείο Φιλιππούπολης
(φωτ. Ν.Θ.Κόκκας)

       Στη βουλγαρική Ροδόπη τα χωριά Σοκόλοφτσι (Ντόλνο Ντερέκιοη) και Μομτσίλοφτσι (Γκόρνο Ντερέκιοη) (7) ήταν φημισμένα για τους μαστόρους τους.  Ο Αποστολίδης (1935-6:129) σημειώνει για τους κατοίκους της οροσειράς της Ροδόπης κοντά στη μονή Πετριτσονιτίσσης (Μπάτσκοβο) ότι «οι πλείονες των κατοίκων της ησχολούντο περί την τεκτονικήν κατερχόμενοι εις Στενίμαχον και Φιλιππούπολιν». Από τα τέλη του 18ου αιώνα, πλούσιοι γαιοκτήμονες και κτηνοτρόφοι  άρχισαν να φέρνουν στη Ροδόπη αρχιμαστόρους, κυρίως από τη Μακεδονία, για να τους κτίσουν αρχοντικά και πύργους. Αυτοί οι τεχνίτες που ήρθαν από μακριά βοήθησαν στη διάδοση της μαστορικής τέχνης, καθώς πολλοί νέοι μαθήτευσαν κοντά τους και έμαθαν την τέχνη του κτίστη.  Φαίνεται ότι υπήρχαν αρκετοί δουλγκέρηδες στα δύο αυτά χωριά, αλλά η προσφερόμενη δουλειά στην περιοχή ήταν λίγη. Έτσι έφευγαν αναζητώντας εργασία σε άλλες περιοχές όπως το Κίρτζαλη, το Μπουργκάς, η Στάρα Ζαγκόρα και η Φιλιππούπολη αλλά έφταναν και νοτιότερα μέχρι το Αιγαίο Πέλαγος. Η περίοδος της μετοικεσίας ξεκινούσε το Σεπτέμβρη και τελείωνε τον Ιούνιο. Ειδικότερα στο Μομτσίλοφτσι, οι τεχνίτες ήταν όλοι ντόπιοι, με εξαίρεση  τον αρχιμάστορα που έφτιαξε την εκκλησία το 1836. Στο Μομτσίλοφτσι πολλά παλιά σπίτια αναφέρονται ως κτισμένα κατά τον αρβανίτικο τρόπο και οι μαστόροι που τα κατασκεύασαν αναφέρονται ως Αλβανοί («Αρναούτι») (8), ακόμα και αν δεν ήταν Αλβανοί, αλλά Βούλγαροι. Στο Σοκόλοφτσι εκτός από οικοδόμοι υπήρχαν και κεραμοποιοί, που κατασκεύαζαν υψηλής ποιότητας τούβλα και κεραμίδια. Αναφέρεται ότι την κεραμική ξεκίνησαν εδώ οι Ζγκούρα Σαχούνωβ και Νικόλα Τάκωβ (Petkánov, 2000:430-434).

     Σε όλη τη Βαλκανική Γραικοί δουλγκέρηδες έκτιζαν κάθε είδους κτίσματα: εκκλησιές, κωδωνοστάσια, μοναστήρια, τζαμιά, μιναρέδες, γεφύρια, αρχοντικά.  Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος το 1869 αναφέρει (9) πως «Ουδείς των Τούρκων επηγγέλετο τον αρχιτέκτονα. Είς και μόνον ο Σινάν, αφήκεν όνομα ως τοιούτος, όλα δε σχεδόν τα εν Κωνσταντινουπόλει Σουλτανικά τζαμιά αρχιτεκτονήθησαν υπό Γραικών». Γνωρίζουμε ότι ο ρόλος του Τούρκου μεϊμάρμπαση που υπήρχε στις μεγάλες πόλεις περιορίζονταν στο να δίνει άδειες για τις οικοδομές και να εισπράττει φόρους από τον πρωτομάστορα. Παρόλα αυτά, η αναφορά του Σ. Βυζάντιου είναι υπερβολική,  καθώς υπήρχε η μεγάλη παράδοση της Οθωμανικής αρχιτεκτονικής ήδη από το 16ο αιώνα, η οποία βασίστηκε στη Βυζαντινή τέχνη και την τέχνη της Ανατολίας αλλά δέχθηκε επιδράσεις και από Ευρωπαϊκά αρχιτεκτονικά ρεύματα. Τα πιο εντυπωσιακά τεμένη κατασκευάστηκαν από τα μέσα του 15ου έως τα μέσα του 16ου αιώνα. Οι πιο μεγάλοι αρχιτέκτονες ήταν ο  Atik Sinan (ο γηραιότερος), Sinan από το Balıkesir, και ο Mimar Koca Sinan (μεγάλος αρχιτέκτονας Σινάν (10)). Ίσως το πιο δημοφιλές τέμενος της Κωνσταντινούπολης είναι το Γαλάζιο Τέμενος, το τζαμί του σουλτάνου (1603-1617) Αχμέτ Α’, με έξι μιναρέδες αντί για τους συνηθισμένους τέσσερις, κτισμένο από τον αρχιτέκτονα Μεχμέτ Αγά, μαθητή του Σινάν.

Ο ναός στο μοναστήρι του Μπάτσκοβο 
(μονή Πετριτζιονιτίσσης) -φωτ. Ν.Θ. Κόκκας

    Αναφορικά με τις ετήσιες μετακινήσεις των μαστόρων επισημαίνεται ότι η μελέτη των δρομολογίων που ακολουθούσαν τα συνεργεία έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποκαλύπτει την εξάπλωση της ντόπιας τεχνικής αλλά και τις επιρροές που δέχονταν οι μαστόροι από τα ταξίδια τους. Τα ταξίδια αυτά μπορούσαν να τους φέρουν μέχρι τη Ρουμανία, την Αίγυπτο, την Πελοπόννησο, τη Θράκη και τη Μ. Ασία.  Έχει επισημανθεί (Μουτσόπουλος, 1976:358) πως συνήθως οι μαστόροι έχτιζαν σύμφωνα με τις συνήθειες του τόπου που δούλευαν, με τα υλικά που έβρισκαν και πάντοτε σύμφωνα με τις εντολές του νοικοκύρη. Η εργατική μετανάστευση παρουσίαζε ομοιότητες με τη μετανάστευση των κτηνοτρόφων. Οι ομάδες που μετακινούνταν αποτελούνταν από πέντε έως τριάντα εργάτες, υπό την καθοδήγηση του αρχιμάστορα. Ο αρχιμάστορας έβρισκε τις δουλειές, αποφάσιζε για τους εργάτες που χρειάζονταν, έπαιρνε τα χρήματα και πλήρωνε την ομάδα του. Μικρές ομάδες συγκροτούνταν συχνά στη βάση της συγγένειας, ενώ οι μεγαλύτερες ξεπερνούσαν τα όριά της  (11). Η αναχώρηση ενός μπουλουκιού για τη δουλειά γίνονταν συνήθως τη δεύτερη εβδομάδα της μεγάλης Σαρακοστής και η επιστροφή τα Χριστούγεννα (Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, 1979:546). Για το κτίσιμο ενός σπιτιού το συνεργείο μπορεί να εργάζονταν επί 5-6 μήνες. Η αμοιβή των εργατών γίνονταν είτε συνολικά είτε με μεροκάματο. Οι νοικοκύρηδες είχαν συνήθως την ευθύνη για την παροχή της τροφής αλλά συχνά και των εργαλείων: κουφτιριά (αξίνα), σκιουπάρ’ (σκεπάρνι),  σαρανταπόδαρο (πριόνι), σβανά (οδοντωτό μαχαίρι), ροκάν’,  αλφάδ’ κλπ.

 Η Φιλιππούπολη το 1900
(φωτογραφικό αρχείο Δημ. Μαυρίδη)

Η Φιλιππούπολη ως εμπορικό κέντρο

Πριν την αναφορά μας στους δουλγκέρηδες της Φιλιππούπολης είναι σκόπιμο να παρουσιάσουμε ορισμένα βασικά στοιχεία για την πόλη. Χτισμένη γύρω από τρεις λόφους, στις όχθες του Άνω Έβρου, η Φιλιππούπολη έχει σημαδευτεί στη μακραίωνη ιστορία της από την έντονη παρουσία του ελληνικού στοιχείου. Η Φιλιππούπολη οφείλει το όνομά της στο βασιλιά Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας, ο οποίος την κατέλαβε το 341 π.Χ., μετά από νίκη του έναντι των Οδρυσσών.  Το αρχαιότερο όνομά της ήταν Κενδρισός, τον 6ο αιώνα π.Χ. ονομάστηκε Ευμολπιάς (12) και αργότερα Πονηρόπολις. Οι Ρωμαίοι την ονόμασαν Τριμόντσιουμ και οι Οθωμανοί, από το 1363 και μετά, Φιλίμπε και την αποίκισαν με μουσουλμάνους που έφεραν από τη Μικρά Ασία.  Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης άρχισαν να συρρέουν στην πόλη Έλληνες από την Ήπειρο, τα Άγραφα, την Πόλη και αλλού. Ως ιδρυτής και πρόεδρος της πρώτης ελληνικής κοινότητος Φιλιππουπόλεως αναφέρεται ο μητροπολίτης (1455-1466) Διονύσιος Α’. Κατά το 18ο αιώνα η Φιλιππούπολη  ήταν κορυφαίο κέντρο του Ελληνισμού και ένα από τα σπουδαιότερα εμπορικά κέντρα της Οθωμανικής Θράκης, καθώς βρίσκονταν πάνω στον οδικό άξονα Κωνσταντινούπολης-Αδριανούπολης-Σόφιας-Βελιγραδίου-Βιέννης). Το 1818, όταν μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως ήταν ο Παΐσιος Α’ (1800-1822), στη διοίκηση της ελληνικής κοινότητας αρχίζουν να συμμετέχουν επτά εκλεγμένα μέλη αντιπροσώπων των συντεχνιών, σε μια προσπάθεια να συμφιλιωθούν οι πρόκριτοι με τους πρωτομάστορες των συντεχνιών (Γκλαβίνας, 2001:114).

Η Φιλιππούπολη το 1901
(φωτογραφικό αρχείο Δημ. Μαυρίδη)

   Στα τέλη του 19ου αιώνα, η θρησκευτική και εθνοτική συνύπαρξη ήταν από τα κύρια γνωρίσματα της πόλης, καθώς εδώ συγκατοικούσαν οκτώ διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες: μουσουλμάνοι (Τούρκοι, Πομάκοι, Αθίγγανοι), ορθόδοξοι εξαρχικοί Βούλγαροι, ορθόδοξοι πατριαρχικοί Έλληνες, Γρηγοριανοί Αρμένιοι, Εβραίοι, Βουλγαροκαθολικοί, προτεστάντες και Ουνίτες.  Η ελληνική γλώσσα ήταν κυρίαρχη ανάμεσα στους ορθοδόξους  της πόλης μέχρι και τη δεκαετία του 1860, ακόμα και μεταξύ επιφανών βουλγαρικών οικογενειών (Πλουμίδης, 2006:49). Κατά το 19ο αιώνα οι Έλληνες Φιλιππουπολίτες ιδρύουν λέσχες και συλλόγους και κυκλοφορούν σημαντικές ελληνικές εφημερίδες (14). Χάρη στην οικονομική ενίσχυση πλουσίων Ελλήνων της περιοχής παρατηρείται οικοδομικός οργασμός με ανέγερση εκκλησιών όπως ο Άγιος Δημήτριος, ο Άγιος Κωνσταντίνος, η Αγία Κυριακή, η Αγία Μαρίνα, η Αγία Παρασκευή κ.α. Πριν τον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-6) στην επαρχία Φιλιππουπόλεως λειτουργούσαν 110 βουλγαρικά σχολεία, τα οποία διπλασιάστηκαν μέσα σε 8 χρόνια (15).  Το 1876 οι Έλληνες της Φιλιππούπολης ήταν διπλάσιοι από τους υπόλοιπους κατοίκους της (Τούρκους, Βούλγαρους και Αρμένιους). Η Φιλιππούπολη είχε 7 μεγάλες ελληνικές συνοικίες με μια καλά οργανωμένη ελληνική κοινότητα και ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ελληνική εκπαίδευση (16).

 Η Φιλιππούπολη το 1904
(φωτογραφικό αρχείο Δημ. Μαυρίδη)

Οι συντεχνίες της Φιλιππούπολης


Ως μεγάλο εμπορικό κέντρο η Φιλιππούπολη ήταν ιδιαίτερα γνωστή για το εμπόριο των αμπάδων (μάλλινων υφασμάτων που χρησιμοποιούνταν για ένδυση) (17).  Εκτός από τους αμπατζήδες, που αναπτύσσουν πολυάριθμη συντεχνία, κατά το 19ο αιώνα ακμάζουν στη Φιλιππούπολη τα εσνάφια που σχηματίζονται από τους δουλγκέρηδες, τους καφταντζήδες (υφασματέμπορους), τους γουναράδες, τους μπακάληδες, τους κουϊμτζήδες (χρυσοχόους), τους καλαντζήδες (χαλκουργούς), τους ραπτάδες, τους ασταρτζήδες (υφαντές), τους ψωμάδες (αρτοποιούς), τους καζάζηδες (μεταξουργούς), τους παπουτσήδες, τους μουμτσήδες (κηροποιούς), τους μπαχτσεβάνηδες (κηπουρούς), τους ταχτατζήδες (ξυλέμπορους), τους μπογιατζήδες, τους τιουφετζήδες (οπλοποιούς), τους ακτάρηδες (πωλητές αποικιακών), τους μηχαντζήδες (ποτοπώλες), τους σαχατζήδες (ωρολογοποιούς), τους τουτουντζήδες (καπνοπώλες), τους αραμπατζήδες (αμαξοποιούς), τους ουντζήδες (αλευροπώλες), τους τσοχατζήδες και τους φεστζήδες (φεσοπώλες).

   Οι συντεχνίες αυτές είχαν ως στόχο να προάγουν τη συμπαράσταση μεταξύ των μελών τους και να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους.  Οι συντεχνίες συνέβαλαν έτσι στην επίτευξη μεγαλύτερων κερδών, στην τελειοποίηση της τεχνικής, στη ρύθμιση της εργασίας αλλά και στην τιμωρία (18) των παραβάσεων. Η αλληλεγγύη μεταξύ των μελών των συντεχνιών εκδηλωνόταν ιδιαίτερα σε περιπτώσεις μεγάλων δυσκολιών όπως κατά την καταστροφή από πυρκαγιά 3.000 εργαστηρίων της Φιλιππούπολης το 1788, οπότε και δόθηκε οικονομική ενίσχυση στους πληγέντες. Εκτός από την οικονομική τους δραστηριότητα οι συντεχνίες της Φιλιππούπολης είχαν και πολύπλευρο θρησκευτικό και φιλανθρωπικό έργο: φρόντιζαν για τη συντήρηση των αγιασμάτων, έστελναν συνδρομές σε μοναστήρια, συντηρούσαν σχολεία, κατέβαλαν λύτρα για την απελευθέρωση αιχμαλώτων, βοηθούσαν φτωχούς και αρρώστους.

      Στο Καταστατικό (1805) (19) της συντεχνίας των αμπατζήδων της Φιλιππούπολης προσδιορίζονται ως βασικοί λόγοι της σύστασης της συντεχνίας η διασφάλιση της συνεργασίας, της ομόνοιας και της ευημερίας των μελών της, με σεβασμό στους μεγαλύτερους και αποφυγή του αθέμιτου οικονομικού ανταγωνισμού («ο ένας μαΐστωρ να μη χαλή ποτέ το παζάρι του άλλου»). Η κυριαρχία της ελληνικής διοίκησης  της συντεχνίας διαφυλάσσεται με το τρίτο άρθρο που ορίζει: «Ετερογενής δε ήτοι από άλλην φυλήν μαΐστωρ να μη γίνεται ποτέ». Είναι χαρακτηριστική η επίκληση της βοήθειας του Θεού ως επικυρωτή των όρων του Καταστατικού, η αναφορά στον προστάτη άγιο, αλλά και οι κατάρες προς όσους επιβουλεύονται την ευημερία της συντεχνίας:

«(οι) κακοβληταί του ισναφίου μας να έχουν την κατάραν του Θεού και του τιμίου Προδρόμου των τε αγίων τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων πατέρων και πάντων των αγίων, ομού δε και την κατάραν του πανιερωτάτου ημών Δεσπότου αγίου Φιλιππουπόλεως κυρίου Κυρίλλου, έτι δε και όλων των μαΐστόρων  του ισναφίου μας των τε παλαιών και των τωρινών και των μεταγενεστέρων και προκοπήν και χαήρι να μην ιδούν οι τέτοιοι ποτέ τους, εφ’ οις εργάζονται».

Τα μέλη των συντεχνιών συνεννοούνταν συχνά χρησιμοποιώντας συνθηματικές (20) λέξεις που προέρχονταν είτε από την ελληνική είτε από άλλες γλώσσες (βουλγάρικα, τούρκικα, αρβανίτικα, τσιγγάνικα, ισπανοεβραϊκά, βλάχικα, ιταλικά). Πολλές συνθηματικές λέξεις ήταν κοινές ανάμεσα στις συνθηματικές γλώσσες διαφορετικών συντεχνιών. Για παράδειγμα ο καφές αναφέρονταν ως «μαυροζούμι» τόσο στα δουλγκέρικα της Θράκης (21) όσο και στα σοφιδιώτικα, στα αμπατζίδικα και στα καλαϊτζίδικα. Παρόμοια το κρασί λέγονταν «σόρο» στα «αινίτικα», στη γλώσσα των αρτοποιών της Ηπείρου» και στα δουλγκέρικα. Παραθέτουμε ενδεικτικά μερικές ακόμα λέξεις που ήταν κοινές τόσο στα δουλγκέρικα της Θράκης όσο και σε άλλες ιδιωματικές συντεχνιακές γλώσσες: κούδας (τεχνίτης), μουχός (ιδιοκτήτης), λαγός (παραγιός), αγκίθα (κόρη), ζερβιός (Τούρκος), δεξιός (χριστιανός), πραχαλίζω (εργάζομαι), γκαμηλίζου (βλέπω), ξεφυλιάζου (λέω), μανεύου (τρώω), σουφρώνου (κλέβω).

      Στις ελληνικές συντεχνίες της Φιλιππούπολης αρχικά συμμετείχαν και τεχνίτες άλλων εθνικοτήτων που συνέρεαν όλο και περισσότερο στην πόλη. Όπως αναφέρει ο Παπαχριστοδούλου (1951:58):

 «μαθητευόμενοι Βούργαροι κοντά στους Έλληνες εργοστασιάρχες, τρώγοντας και μένοντας στα σπίτια τους, αποκτούσαν τα ελληνικά ήθη και έθιμα και συγγένεια (με γάμους με ελληνίδες), μάθαιναν την ελληνική γλώσσα, γίνονταν από χωριάτες αστοί, φιλοτιμούνταν να λέγονται Έλληνες και τέτοιοι να λογαριάζονται από τους άλλους».

Μετά την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας (22) (1870) παρατηρείται η τάση οι συντεχνίες της Φιλιππούπολης να είναι εθνικά αμιγείς και να διακρίνονται οι ελληνικές από τις βουλγαρικές. Το εσνάφι των αμπατζήδων είχε διχοτομηθεί ανάμεσα σε Έλληνες και Βούλγαρους ήδη από το 1857. Στις αρχές του 20ου αιώνα κατέρρευσε οριστικά ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας των συντεχνιών της Φιλιππούπολης, με καταλυτικής ορόσημο τον ανθελληνικό διωγμό του 1906 (Πλουμίδης, 1906:189).

 Η "γέφυρα του διαβόλου" (ντιαμπόλσκιατ μοστ) κοντά στο Άρντινο
(φωτ. Ν.Θ.Κόκκας)


Η συντεχνία των δουλγέρηδων της Φιλιππούπολης

Η συντεχνία των δουλγκέρηδων της Φιλιππούπολης συστήθηκε το 18ο αιώνα, μετά την έκδοση του φιρμανίου (23) το 1773 από το σουλτάνο Μουσταφά Γ’ που καθιστούσε υποχρεωτική τη συντεχνιακή οργάνωση στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Λειτούργησε μόνο για ένα αιώνα και μετά το 1880 δεν υπάρχει πλέον. Η συντεχνία δεν είχε γραπτό κανονισμό, καθώς τα περισσότερα μέλη της ήταν αγράμματα. Παρόλα αυτά, υπήρχε ένα σύνολο άγραφων κανόνων που ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ των δουλγκέρηδων.  Η σφραγίδα της συντεχνίας, που υπάρχει σε έγγραφα της μητρόπολης Φιλιππουπόλεως, χρονολογείται από το 1851 και είχε την επιγραφή: «ΡΟΥΦΕΤ ΔΟΥΛΓΡ. 1851».

   Η συντεχνία των δουλγκέρηδων διοικούνταν από 12 άτομα (τη δωδεκάρα), τους γεροντότερους μάστορες. Η δωδεκάρα εξέλεγε τον πιο έγκριτο πρωτομάστορα, ο οποίος έπαιρνε τον τίτλο του αρχιτέκτονα (ουστάμπαση ή κάλφα). Ευθύνη του πρωτομάστορα ήταν να συντονίζει τις παραγγελίες και να μοιράζει σωστά τις δουλειές στα μέλη της συντεχνίας. Σε περίπτωση που προέκυπταν προβλήματα στη συντεχνία, ο πρωτομαΐστωρ συγκαλούσε  τη διοικητική επιτροπή σε συνεδρίαση (λόντζια) για να πάρουν αποφάσεις. Η διοίκηση της συντεχνίας βασίζονταν ουσιαστικά σε άγραφο κώδικα, ο οποίος όμως ήταν σεβαστός από όλους. Στον πρωτομάστορα ανέθεταν  την ανέγερση μεγάλων κτηρίων, γεφυριών, πετρόκτιστων ξενοδοχείων, εκκλησιών, τζαμιών, πρατηρίων κλπ (Αποστολίδης, 1934-5:104).

      Οι πρωτομάστορες της συντεχνίας από το 1845-1880, όπως αναγράφονται στα αρχεία, φαίνονται (με κάποια κενά) στον παρακάτω πίνακα:

Έτη
Πρωτομάστορας
1845-1846
Θεοχάρης
1846-1848
Χατζή Νεδέλτσος
1848
Χρήστος Χρήστου (Χρηστάκις)
1849
Χατζή Διαμαντής
1850
Χατζή Δήμος
1851
Χρήστος Χρήστου
1852
Κωνσταντίνος
1853-1859
Δεν αναγράφεται
1859-1860
Χρήστος Θωμά
1861-1862
Δεν αναγράφεται
1863
Προδρόμου
1864-1866
Δεν αναγράφεται
1867-1870
Τρόιτσος
1870
Χατζή Διαμαντής
1871-1872
Γιάγκος Μποριμέτσκας,
Γιάγκος Βουκοβάλας
1873-1875
Νιώτης
1876-1878
Αργύρης
1879-1880
Δεν αναγράφεται

Κατάλογος πρωτομαστόρων συντεχνίας δουλγκέρηδων (1845-1880)

Σε κάποιες από τις καταχωρήσεις δίνεται ο πλήρης κατάλογος των μελών της δωδεκάρας των μαστόρων που διοικούν το εσνάφι. Έτσι για το 1849 γνωρίζουμε πως η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου (καταχώρηση 6 Ιουνίου 1849) είναι η ακόλουθη (διατηρείται η ορθογραφία όπως είναι στο πρωτότυπο κείμενο):

Πρωτομάστορης Χατζή-Διαμάντις,
Νιώτης κάλφας,
Βασίλεις Καρατζάς,
Φιδάνης Μαρασλής,
Αργύρις Γιαπρακάς,
Κωνσταντής Μπουζατζής
Γιάγκους Μπουριμέτζικα,
Χατζή Δήμους,
Μήτης Μαρασλής,
Χρήστους Καρσιακαλής,
Γληγόρις,
Γιάγκος Τολοσκόκης,
Γεώργιος Νικολάου γραφεύς

Όπως σημειώνει ο Μ. Αποστολίδης (1935-6:117), τα ονόματα Φιδάνης, Μπουριμέτζικα, Μήτης, Γολοσκόκης, Στουγιάν, Βούλκος είναι βουλγαρικά. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι τα μισά μέλη της δωδεκάρας το 1849 έχουν βουλγαρικά ονόματα.  Εικοσι-επτά χρόνια αργότερα, το 1876, τα αρχεία μας δίνουν πάλι την πλήρη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου του εσναφίου, ως εξής:

1876 Σεπτεμβρίου 12. Βάζομεν τον μάστορ-Αργύρι πρωτομάστουρη μέσα στου εσνάφι. Με ώρα καλή του.
Μάστορ-Βασίλεις Καρατζιάς Ματρόνης,
μάστουρ-Γιάγκους Μποριμέτζικας,
μάστουρ Μήτσιου,
μάστουρ Χρήστους Καρσιακαλής,
μάστουρ Κωσταντής Μποζατζής,
μάστουρ Ιωακείμης,
μάστουρ Θανάσις Γιαμαλής,
μάστουρ Ναούμης Γκιουλπαχτελής,
μάστωρ Παρασκευάς,
μάστωρ Θανάσις Ταρατίλης,
μάστουρ Γιάγκους Τζιαούσση,
μάστωρ Παναγιώτης.-
Σημειώνομεν εμείς οι δώδεκα ότι, αν δεν έλθη, όταν φωναχθή στη λόντζα για εσναφιού την υπόθεσιν είτι δι’ άλλο τίποτε του εσναφίου, να είναι παιδεμένος μισή οκά αγιοκέρι».

Με την τελευταία αναφορά γίνεται προσπάθεια να διασφαλιστεί η παρουσία των μελών στις συνεδριάσεις της δωδεκάδας.

     Οι καλφάδες συνήθιζαν να κρατούν στο ένα τους χέρι ένα ξύλινο πήχυ σα σύμβολο της ιδιότητάς τους και ήταν πρόσωπα που σέβονταν ιδιαίτερα τόσο οι τεχνίτες που εργάζονταν μαζί τους όσο και η υπόλοιπη κοινωνία (Παπαχριστοδούλου 1947-48:271). Ο κάθε μάστορας έφερε πίσω του πάνω στη ζώνη ένα σκεπάρνι ως σύμβολο της ιδιότητάς του. Οι μάστορες που συμμετείχαν στις συντεχνίες είχαν ο καθένας τα δικά του μπουλούκια (bölük) που αποτελούνταν από ειδικευμένους εργάτες: σοβατζήδες, μαδεμτζήδες, μαραγκούς, πελεκάνους, ζωγράφους, ξυλογλύπτες κλπ. Η φάση της μαθητείας ήταν απαραίτητη για να προχωρήσει ένας νέος επαγγελματικά σε κάποια εξειδίκευση. Τα τσιράκια εργάζονταν για δύο χρόνια αμισθί και κατόπιν έναντι χαμηλού μισθού (ρόγα) για πολλά χρόνια. Από την υπακοή και το ζήλο που θα επεδείκνυαν εξαρτιόνταν η άνοδός τους στη βαθμίδα του βοηθού (κάλφα). Ο μεγαλύτερος βοηθός ονομάζονταν πρωτοβοηθός ή πρωτόκαλφας.  Αφού συγκέντρωνε το απαραίτητο χρηματικό ποσό, ένας βοηθός μπορούσε να ζητήσει από τη γενική συνέλευση της συντεχνίας να προβιβαστεί, έτσι ώστε να μπορέσει να κάνει δικές του δουλειές. Αν η συνέλευση συμφωνούσε, αναγορεύονταν σε μάστορα. Μετά την αναγόρευση των νέων μαστόρων ακολουθούσε γλέντι και δείπνο. Για το σκοπό αυτό στα γραφεία της συντεχνίας υπήρχαν αγγεία για μαγείρεμα και τραπέζια (Παπαχριστοδούλου 1951:59-60).

Πέτρινη γέφυρα στο Τρίγκραντ
(φωτ. Ν.Θ. Κόκκας)

     Τα μέλη της συντεχνίας φαίνεται ότι συγκεντρώνονταν σε ιδιόκτητο χώρο (το εργαστήρι), το οποίο και ενοικίαζαν σε κάποια οικογένεια (24) .  Η συνδρομή που έπρεπε να καταβάλλουν τα μέλη με την είσοδό τους στη συντεχνία δεν ήταν κατώτερη από τα δύο γρόσια. Από το 1859 και μετά ορίσθηκε στα 15 γρόσια. Η ετήσια συνδρομή των μελών  δίνονταν εφ’ άπαξ ή κατά δόσεις. Ο συνολικός αριθμός των μελών της συντεχνίας των δουλγκέρηδων κυμαίνονταν από 76 έως 150 άτομα. Πολλά από τα μέλη δεν ήταν μόνιμοι κάτοικοι της Φιλιππούπολης αλλά προέρχονταν είτε από τα χωριά της Ροδόπης είτε από πόλεις της Μακεδονίας (Αποστολίδης, 1934-5:103).  Για το 1851, ο Αποστολίδης (1935-6:119) σημειώνει πως ο αριθμός των μαστόρων είχε ανέλθει σε 130, από τους οποίους οι 11 ήταν Καρσιακαλήδες, Βούλγαροι από το προάστιο Καρσί ακά πέραν του Έβρου, ενώ τα περισσότερα μέλη ήταν Βούλγαροι εξελληνισμένοι. Για το 1858 μαθαίνουμε από τον Αποστολίδη (1935-6:121) ότι τα μέλη, επί πρωτομάστορα Χρήστου, ανέρχονταν σε 151, τα περισσότερα βουλγαρώνυμα. Το 1859, με πρωτομάστορα το Χρήστο Θωμά, τα μέλη του σωματείου έφτασαν τα 169 άτομα για να μειωθούν το 1860 σε 72 μόνο μέλη, μετά την απόσχιση των Βουλγάρων από την ελληνική κοινότητα και τη συνακόλουθη αποχώρηση των Βουλγάρων μαστόρων από το εσνάφι των δουλγκέρηδων (Αποστολίδης, 1935-6:123).

   Οι δουλγκέρηδες της Φιλιππούπολης ανέπτυξαν με τον καιρό  ιδιότυπη τεχνοτροπία, ιδιαίτερα ως προς την αρχιτεκτονική των κατοικιών. Κατά το 19ο αιώνα ο κυρίαρχος τύπος αρχοντικής κατοικίας στη Θράκη ήταν τριώροφος. Ειδικότερα στη Φιλιππούπολη, μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1846, που αποτέφρωσε το ένα τρίτο της πόλης, ο τύπος των νέων κατοικιών που κτίζονταν δανείστηκε πολλά χαρακτηριστικά από κατοικίες άλλων περιοχών.   Ο πρώτος όροφος κτίζονταν από πέτρα, με το μισό μέσα στη γη. Πάνω του κατασκευάζονταν ο σκελετός του σπιτιού είτε με ξύλα είτε με τούβλα. Ο δεύτερος και ο τρίτος όροφος ήταν παρόμοιοι και είχαν μια μεγάλη κεντρική αίθουσα και τέσσερα ή έξι δωμάτια από τις δύο πλευρές. Η όψη της αρχοντικής κατοικίας ήταν στραμμένη προς την πλακόστρωτη αυλή, που ήταν περιτειχισμένη, με κτιστή στέρνα στη μέση. Πέτρινη σκάλα οδηγούσε στο δεύτερο όροφο και ξύλινη σκάλα στον τρίτο. Οι πλευρές της κατοικίας είχαν στεγασμένους εξώστες, ενώ στο εσωτερικό υπήρχε ξυλόγλυπτη διακόσμηση των οροφών, ερμάρια και μουσάντρες (Anguelova, 1993:140, Αποστολίδης, 1934-5:105-6).

 Το αρχοντικό "Γιαγκούσεβι Κονάτσι"στη Μογκίλιτσα-κοντά στο Μομτσίλοφτσι
(φωτ. Ν.Θ.Κόκκας)

Τα αρχεία της συντεχνίας των δουλγκέρηδων

   Τα αρχεία της συντεχνίας των δουλγκέρηδων της Φιλιππούπολης, όπως τα κατέγραψε ο Μυρτίλος Αποστολίδης, καλύπτουν τη χρονική περίοδο 1845-1880.  Διακρίνονται σε τρία κατάστιχα. Το πρώτο κατάστιχο έχει εγγραφές  από το Δεκέμβριο του 1845 έως το 1848 και κατάλογο μελών για τα έτη 1858-1859. Οι διαστάσεις του είναι 10 X 38 εκ. και διακρίνονται σε αυτό έξι διαφορετικοί γραφικοί χαρακτήρες.  Το δεύτερο βιβλίο τιτλοφορείται «1849 τη 5η Ιουνίου Κώνδικας των δουλγέρηδων εσναφικός», έχει διαστάσεις 18 X 44 εκ. και έχει 8 γραμμένες σελίδες, με τρεις διαφορετικούς γραφικούς χαρακτήρες. Το τρίτο κατάστιχο έχει την επιγραφή «1849 τη 5η Ιουνίου κατάστιχον πρόστυχον εσναφικόν των δουλγέρηδων» και διαστάσεις 15 X 35 εκ. Οι εγγραφές του φτάνουν μέχρι το 1880, αλλά οι περισσότερες σελίδες είναι άγραφες, με περισσότερους από δεκαπέντε διαφορετικούς γραφικούς χαρακτήρες.

   Η γλώσσα των αρχείων είναι ελληνική και αναπαριστά το γλωσσικό ιδίωμα της Φιλιππούπολης. Οι ανορθογραφίες και ασυνταξίες που παρατηρούνται δικαιολογούνται με βάση την ελλιπή παιδεία των δουλγκέρηδων και το γεγονός ότι αγνοούσαν την καθαρεύουσα της εποχής. Για το λόγο αυτό, τα τρία κατάστιχα της συντεχνίας μας δίνουν ιδιαίτερα ενδιαφέροντες γλωσσικούς τύπους του τοπικού ιδιώματος της καθομιλούμενης ελληνικής (25).

        Από άποψη θεματική, τα τρία βιβλία του εσναφίου των δουλγκέρηδων είναι γεμάτα από σκόρπιες πληροφορίες σχετικά με τα μέλη, την εκλογή των πρωτομαστόρων, τα έσοδα και τα έξοδα. Στα έξοδα συμπεριλαμβάνονταν ο μισθός κλητήρα (τσαούση), βοηθήματα προς φτωχούς και ορφανά, απελευθέρωση χριστιανών, συνδρομές προς εκκλησίες, μνημόσυνα της συντεχνίας, φόροι προς το κράτος και φιλοδωρήματα προς διοικητικούς υπαλλήλους.


Παραδοσιακή κατοικία στην παλιά πόλη της Φιλιππούπολης
(φωτ. Ν.Θ.Κόκκας)

    Οι πρώτες καταχωρήσεις στα κατάστιχα των αρχείων είναι οι ακόλουθες:
     Παρεδόθη εις τους μαστόρους 1845 μηνός Σεπτεμβρίου 16. Ουστά μπασής έγινε ο μάστουρ-Θεοχάρης.
     1845, Σεπτεμβρίου 16. Επήρι ουστά-πασής Θεοχάρις γρόσια απού τζιαούση [κλητήρα] του κινούργιουν απού κουραμάδις [συνδρομές] απού 16:-55, από Γιάγκου Τοπρελή -50, από Μανόλκογλου τζιράκι -2, από Πίλιτζαν Ενζερτζή – 10 = 117.

Σε κάθε χρόνο υπάρχουν πολλών ειδών καταχωρήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες αναφέρονται στις δοσοληψίες του ρουφετίου. Η παρακάτω καταχώρηση του μάστορα Θεοχάρη, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1845, είναι ενδεικτική για τα έξοδα της συντεχνίας. Τα παραθέτουμε υπό μορφή καταλόγου, για διευκόλυνση της ανάγνωσης:

   1845, Δεκεμβρίου 18. Κάρβουνα -5. τα πάγισι τσαούσης στη λόντζα [αίθουσα συνεδριάσης].
Χριστούγεννα, ελεγημοσύνη Περίντσχαμπαρλή Γιουβάν γρ. 5.20,
τον Νικολή Μαράς-5,
του Τροκάν την γυναίκα-3,
Χαμαμτζή Μήτου την γυναίκα-3,
του Στέφου την γυναίκα-3,=19.20,
την Τρένου-3,
του μπάγιου [μπάρμπα] τον Αργύρ-3,
του Θανάς Δούκογλου-0.20, διά Κωστή σιγμενικά [φόρος αμοιβής υπηρεσίας]-2=28,
διά Σερπέζ σιγμενικά-2,
του Μίκακα-3,
του Χατζή-Νεδέλτζου-8=41,
Γεώργις τσαούσης Κασίδας-10,
Βούλκος Αργύρις-3,
την αποκριά διά συχώριου κρασί-1,
τουν σιγμένου έδουσα-3,
Μαρτίου 3 έδουσα τουν σιγμένου-5,
Μαρτίου 10 έδουσα τουν σιγμένου-5,
του καλόγηρου διά ληγμοσύνη έδουσα 20=94,
εδούσαμι διά τουν άγιον Θωμά του Στεφάνου τουν κουϊμτζή [χρυσοχόο]-210,
τουν Αναστάσι τουν κάπηλα έδουσα 100=404,
έδουσα του Κιουλάφη του Σταύρη δάνεια-36,
έδουσα τουν Κουτουτζή, διά γιμηνία [διμηνία-διμηνιαίος μισθός κλητήρα]-10,
Μαρτίου 17 του σιγμένου έδουσα-4,
Μαρτίου 22 έδουσα του Κιουλάφη του Σταύρη διά του Χατζή-Νιδέλτζου την γυναίκα άλλα 50,
του σιγμένου έδουσα Μαΐου 12 άλλα-5,
του Αναστάσ’ τουν κάπηλα έδουσα γρ.-30,
τουν Πιλάτου έδουσα-5,
τουν Πιλάτου ρεσίμ αγιάκτερι [φόρος για αμοιβή υπηρεσίας]-10,
διά του λείψανου από του Ζαγαρά, όπου ήρθι κι’ απόθανι-12,
τουν Τάτσου υιός εις την κρίσι Μουραφά, οπού την καμν’ [συνδρομή για το γιο του Τάτσου που έφερε σε δίκη το Μουραφά]-1.20,
διά του Λάμπρη, όπου μι σίκουσι [κάποιος Λάμπρος βοήθησε τον πρωτομάστορα σε ατύχημα που είχε πέφτοντας]-1.=575.20,
Μουλδάβα (26) διά τις λαλητάδις [οργανοπαίκτες].

Ακολουθεί άλλη μία καταχώρηση που μας περιγράφει αναλυτικά τα έσοδα της συντεχνίας κατά το έτος 1870:
1870 έτει Μαρτίου πρώτη εβγήκε Χατζή Γιαμαντής πρωτομάστορης ς του εσνάφι, δίνει κουραμά γρ. 3.
 (7 μαστόροι) 21,
 από κέφι [διοργάνωση διασκέδασης] έλαβα γρ. 27.20,
 από λείψανου γρ. 5,
 (11 μαστόροι) γρ. 39=99.20,
διά κιρά [ενοίκιο] έλαβα γρ. 27.20,
από λείψανου γρ. 5,
 (11 μαστόροι) γρ. 39=95.20,
 διά κιρά έλαβα γρ. 104,
από μετόχι κιρά γρ. 50,
από Γληγόρη κουραμά 3,
 όπισθεν σούμμα 277.10
 από κουραμάδις γρ. 30=307.10. –
Στα 1870 Απριλίου 30 εμάσαμι από ονόματα [μέλη] γρ. 304.20.
Στα 1870 Οκτουβρίου 6 του άγιον Θωμά εμάσαμι γρ. 131.20,
από κιρά το μετόχι έλαβα γρ. 50=793.10,
 έλαβα από Κούρτολου διά το μετόχι τα κεραμίδια γρ. 40=833.10.

Μία αντιπροσωπευτική καταχώρηση των εξόδων είναι αυτή που ακολουθεί, επί πρωτομάστορα Νιώτη:

1873 Ιανουαρίου 28, βάζομεν τον μάστορ-Νιώτη αρχιτέκτον πρωτομάστορη.
Έξοδα: διά αγιοκέρια έδωσα γρ. 7,
διά τον άγιον Χαράλαμπον-6,
διά την αποκρειάν 16, διά τα Χριστούγεννα ελεημοσύνη 56=85,
διά ελεημοσύνην γρ. 2.20,
διά του τζιάουση τον υιόν ελεημοσύνη-10,
διά φυλακή έδωσα ελεημοσύνη 10,
διά τον γραμματικόν 81.20,
διά ελεημοσύνη το Πάσχα 78,
από το σιτούκι [ταμείο] τον τζαούση-20,
τον τζιαούση Γεώργι δάνεια 25,
από σιδούκι τον άγιον Θωμά 172,
 τον άγιον Θωμά έξοδα 404.25= 849.25,
 εδούσαμι διά το μοναστήρι-10=859.25,
ελεγμοσύνη 10=950.25 την αποκριά 71,
ελεημοσύνη το Πάσχα 56,
τον άγιον Θωμά έξοδα 359.20,
 τον τζιαούση 13,
 τον άγιο Χαράλαμπο 45,
του Γιάγκου έξοδα 20,
τζιαούση Γιάγκου διά γιμηνία 40,
διά λεμοσύνην 5=1560.5,
 από Δημήτρι 5,
διά λείψανο το Γιουβάντζιου 20,
έξοδα μαζωμένα γρ. 520.20,
του Γιαπρακά Αργύρι έξοδο 91.20,
τον άγιον Θωμά έξοδα 300=932.
 όπισθε σούμμα 1565.5=2497.5,
τον καλόγερον 10.

Σχετικά με το Νιώτη, πρωτομάστορα κατά τα έτη 1873-1875, ο Μ. Αποστολίδης παραθέτει κάποιες ιδιαίτερα ενδιαφέροντα βιογραφικά στοιχεία σε υποσημείωση (1934-5:126-7), με αναφορές στη δράση του ως αρχιτέκτονα και το τραγικό περιστατικό που σημάδεψε το τέλος της ζωής του το 1880:

«Ο μάστωρ-Νιώτης ήτο γνήσιος Έλλην Φιλιππουπολίτης, ου οι πρόγονοι προήρχοντο εξ Ηπείρου. Εμαθήτευσε πολύν χρόνον εν Κωνσταντινουπόλει πλησίον ανεγνωρισμένων καλφάδων. Επανελθών εις την γενέτειραν πρώτος αυτός εισήγαγε την λέξιν αρχιτέκτων αντί της τουρκικής κάλφας. Απήλαυε πολλής φήμης και έκτισε πολλά κτίρια. Δυστυχώς το τέλος του ήτο οικτρόν. Τω 1880 έκτισεν εν τη κεντρική αγορά λιθόκτιστον μαγαζείον των μεγαλεμπόρων Παυλικιανών (27) αδελφών Κοβάτσογλου, ο θόλος ήτο μέγας ένεκα ευρύτητος του κτιρίου αλλά ο αρχιτέκτων είχε πεποίθησιν εις την αντοχήν αυτού ένεκα του πάχους και της στερεότητος των τοίχων του κτιρίου. Βραδυνούσης της παραδόσεως του κτιρίου οι ιδιοκτήται επέμεινον, όπως αφαιρεθώσι τα υποβαστάζοντα τον θόλον ικριώματα και άρξηται η εσωτερική διακόσμησις του κτιρίου. Ο αρχιτέκτων δεν ενέδιδε και δικαίως ως του θόλου υγρού ακόμη όντος και απειλούντος πτώσιν. Ημέραν τινά ασθενούντος του Νιώτη και μη προσελθόντος εις το κτίριον οι ιδιοκτήται διέταξαν άρσιν των ικριωμάτων. Το αποτέλεσμα ήτο η μετ’ ολίγων πτώσις του όλου και ο θάνατος των εν τω κτιρίω εργαζομένων πέντε ελλήνων μαϊστόρων. Ο Νιώτης εγκαθείρχθη, αλλ’ αποδειχθείσης  της μη ενοχής του κατά την δίκην ηθωώθη των ιδιοκτητών αποζημιωσάντων τας οικογενείας των θυμάτων. Μη δυνάμενος όμως να καθησυχάση την συνείδησίν του, διότι εθεώρει  εαυτόν ένοχον διά τον θάνατον των εργατών, καθ’ όσον αν παρίστατο, θα εκώλυε την άρσιν των ικριωμάτων, έπεσεν εις βαρείαν μελαγχολίαν και απέθανεν εκ μαρασμού».

Λιθόστρωτο στην παλιά πόλη της Φιλιππούπολης
(φωτ. Ν.Θ.Κόκκας)

   Εκτός από τα οικονομικά στοιχεία των δοσοληψιών της συντεχνίας, ένα είδος καταχώρησης στα αρχεία είναι η καταγραφή των νέων μαστόρων (28). Ενδεικτικά αναφέρουμε το ακόλουθο απόσπασμα:

1852 τη Ιουλίου 13 βγαίνει μάστουρης του θεοχάρη Νακατζή κάλφας Γιάγκους του Παπασίτα διά γρ. 80,
 Ιουλίου 21 βγαίνει μάστουρης Γιουβάντζους Σαμοκοβλούς διά γρ. 70.-
 βεγαίνει του Χατζή Δήμου μαθητής Γιάννης διά γρ. 70
Ιουλίου βγαίνει μάστουρης Μανιστιρλής [καταγόμενος από το Μοναστήρι της Μακεδονίας] Κώστας του Δημήτρι αδερφός διά γρ. 70.

Προστάτης άγιος της συντεχνίας ήταν ο απόστολος Θωμάς. Την Κυριακή του Θωμά η συντεχνία πρόσφερε το αλεύρι για την κατασκευή των πέντε άρτων του ναού. Μετά την αρχιερατική λειτουργία στο μητροπολιτικό ναό της αγίας Μαρίνας ψάλλονταν νεκρώσιμη ακολουθία ως μνημόσυνο για τα αποθανόντα μέλη του ρουφετίου. Ακολουθούσε συμπόσιο στο σπίτι του πρωτομάστορα με έξοδα της συντεχνίας (Αποστολίδης 1934-5:110). Είναι χαρακτηριστική η σχετική καταχώρηση στα κατάστιχα της 5ης Απριλίου 1846 που αναφέρει την προσφορά προς τις ελληνικές εκκλησίες της Φιλιππούπολης από τη συντεχνία των δουλγκέρηδων:

«Διά τον άγιον Θουμά λειτουργία… Διά τουν άγιον Θωμά έξουδου, όπου εκάναμι του εσναφίου έδουσα διά τις παπάδις της αγίας Μαρίνης άλλα 30, έδουσα διά τις παπάδις της αγίας Κυριακής άλλα 5, έδουσα της αγίας Παρασκευής τις παπάδις άλλα 5, του κράχτη της αγίας Μαρίνης έδουσα άλλα 3, του κράχτη της αγίας Κυριακής έδουσα 1, του κράχτη του αγίου Κωνσταντίνου έδουσα 1, της αγίας Παρασκευής του κράχτη έδουσα 1…»

Παραδοσιακές κατοικίες στην παλιά πόλη της Φιλιππούπολης
(φωτ. Ν.Θ.Κόκκας)

Το τέλος της συντεχνίας

Η ίδρυση, η λειτουργία και το τέλος της συντεχνίας των δουλγκέρηδων είναι αναπόφευκτα συνυφασμένα με την ιστορία της Ανατολικής Ρωμυλίας.  Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, η εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων εμπεριέχει την εναντίωση στην ελληνική πνευματική και οικονομική κυριαρχία. Καθώς η ανερχόμενη βουλγαρική αστική τάξη συγκρούεται με τους Έλληνες, ιδιαίτερα στο ζήτημα της Εξαρχίας,  η εμπορική και πνευματική ανάπτυξη του ελληνικού στοιχείου στη Φιλιππούπολη αρχίζει να κλονίζεται.  Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος  του 1877 ήταν καθοριστικός και για το τέλος της συντεχνίας των δουλγκέρηδων. Η οικοδομική δραστηριότητα στη Φιλιππούπολη διακόπτεται, οι μάστορες αδυνατούν να καταβάλλουν το πλήρες ποσό για την αναγόρευσή τους (100-150 γρόσια) και δίνουν κάποια προκαταβολή 10-25 γρόσια (Αποστολίδης 1935-6:129).  Το 1878 τα 40 μέλη που έχουν απομείνει στη συντεχνία μοιράζονται τα χρήματα του ταμείου (2860 γρόσια).  

    Με το τέλος του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-8) και την υπογραφή της Συνθήκης του Βερολίνου, η Φιλιππούπολη γίνεται πρωτεύουσα της αυτόνομης επαρχίας της Ανατολικής Ρωμυλίας, υπό Οθωμανικό έλεγχο. Η αυτονομία διαρκεί μόνο επτά χρόνια, μέχρι το 1885, οπότε και η Ανατολική Ρωμυλία ενσωματώνεται στη Βουλγαρική Ηγεμονία με την ονομασία Πλόβντιβ.  Με την ανακήρυξη της Φιλιππούπολης σε πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμυλίας αρχίζει πάλι έντονη οικοδομική δραστηριότητα, αλλά το εσνάφι των δουλγκέρηδων έχει πλέον παρακμάσει. Στην πόλη συγκεντρώνονται Βούλγαροι αρχιτέκτονες και οι Έλληνες παραγκωνίζονται. Παρόλα αυτά αναφέρονται και μετά το 1870 σημαντικοί Έλληνες καλφάδες (Αποστολίδης 1935-6:129-130): ο Γαϊτανίδης από την Κωνσταντινούπολη, ο Ιωακείμ από τη Μάδυτο, ο Ιωακείμ Μουρκίδης και οι απόφοιτοι του Αθηναϊκού Μετσόβειου Πολυτεχνείου Φιλιππουπολίτες Στογιαννόπουλος και Δημ. Ανδρόνικος. Έργο του Ανδρόνικου ήταν η ανέγερση της σχολής Μαρασλή στη Φιλιππούπολη.

     Όμως, το οριστικό τέλος δεν αργεί να έρθει. Το 1906 οι Βούλγαροι καταργούν την ελληνική κοινότητα, εφαρμόζοντας διώξεις, κατασχέσεις και βανδαλισμούς που οδηγούν μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αποχώρηση από την Ανατολική Ρωμυλία.

Μαζί με τον ελληνισμό της περιοχής σβήνουν και όσες μνήμες υπήρχαν από τους Έλληνες δουλγκέρηδες της Φιλιππούπολης, που με τη δραστηριότητά τους σφράγισαν την ιστορία της Ανατολικής Ρωμυλίας κατά το 19ο αιώνα, αφήνοντας πίσω τους μοναδικά αρχιτεκτονικά μνημεία της μαστοριάς τους.


 Η πόλη Στενήμαχος (σημερινό Ασένοβγκραντ) το 1917
(φωτογραφικό αρχείο Δημ. Μαυρίδη)


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1)  H εργασία που ακολουθεί οφείλει πολλά στην έρευνα του  Μυρτίλου Αποστολίδη  (1934-5). Ο Μυρτίλος Αποστολίδης (Φιλιππούπολη 1870 - Αθήνα 1942) δίδαξε επί μία τριετία (1887-9) ως δάσκαλος στην Ελληνική Κεντρική Σχολή Φιλιππουπόλεως.  Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1891-6), όπου και αναγορεύθηκε διδάκτορας. Διετέλεσε διευθυντής του Ζαρίφειου Οικοτροφείου επί εξαετία (1898-1903). Μετεκπαιδεύθηκε στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1903-5). Την τετραετία 1905-9 διηύθυνε εκπαιδευτήρια της ελληνικής κοινότητας στην Αίγυπτο ενώ κατά την εξαετία 1909-1915 δίδαξε ως καθηγητής στο Αβερώφειο Γυμνάσιο. Προβλήματα ακοής τον ανάγκασαν να αποχωρήσει από το καθηγητικό επάγγελμα και να αφιερωθεί στη συγγραφική δράση.  Ανάμεσα στα έργα του είναι: «Η διά των αιώνων εθνική φυσιογνωμία της Θράκης» Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 1941-2, 8:83-122, Η της Φιλιππουπόλεως ιστορία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Αθήναι 1959, Ο Στενήμαχος. Αθήναι 1962. Αφιέρωμα στο Μ.Αποστολίδη βλ. Π. Παπαχριστοδούλου (1947-8) «Μυρτίλος Αποστολίδης (Ο Θραξ ιστορικός)» Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 14:9-31.

(2) Η λέξη ντουλγκέρης προέρχεται από την τουρκική dülger (κτίστης, μαραγκός) και χρησιμοποιούνταν στη Θράκη ως αντίστοιχη των λέξεων μάστορας, κούδας, κάλφας.

(3) Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, 1979:559

(4) Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, 1985:86-87.

(5) Ανάμεσα στους ξακουστούς Μαδυτινούς μαστόρους αναφέρονται ο Πέτρος Αρχιγένης (γεννημένος γύρω στο 1720, αυτοκρατορικός αρχιτέκτονας επί σουλτάνου Μαχμούντ Α’), ο αυτοκρατορικός κάλφας Χατζή-Ανδρέας, ο Κωνσταντίνος Κάλφας, ο Χατζή Στεφανής Γαϊτανάκης (γεν. 1821), ο Χατζή Δημήτρης Γαϊτανάκης, ο Χατζή Σάββας Γαϊτανάκης κ.α. (Πετρονώτης, 2005).

(6) Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, 1985:102.

(7) Σημειώνεται πως το Σοκόλοφτσι και το Μομτσίλοφτσι είναι από τα χωριά της Ροδόπης που δεν εξισλαμίστηκαν, αντίθετα με πολλά γειτονικά τους χωριά που κατοικούνται από εξισλαμισμένους σλαβόφωνους μουσουλμάνους (Πομάκους).

(8) Στα Πομακοχώρια της ορεινής Ξάνθης υπάρχει πομάκικος οικισμός με την ονομασία Αρναούτ δίπλα στο χωριό Ζουμπούλι του Δήμου Μύκης, ενώ το όνομα Αρναούτ συναντάμε ως επίθετο πολλών Πομάκων της Ξάνθης.

(9) Σκαρλάτος Βυζάντιος (1851)  Κωνσταντινούπολις ή Περιγραφή τοπογραφική, αρχαιολογική και ιστορική, Γ’ σ. 416, παραπομπή από το Οικονομίδης, 1998:128.

(10) Ο Σινάν ο μέγας (1491-1588) είναι φημισμένος για το Σελιμιέ τζαμί της Αδριανούπολης, που έκτισε την περίοδο 1567-74 προς τιμήν του  Σελίμ Β’ (1524-1574), και για το τζαμί του Σουλεϊμάν Α’ (1550-1557) στην Κωνσταντινούπολη, εμπνευσμένο από την Αγία Σοφία. Λίγο πριν πεθάνει ο Σινάν δήλωσε: «Σε νίκησα Ιουστινιανέ».

(11) Βλ. U. Brunnbauer (2000) «Κοινωνική προσαρμογή σ’ ένα ορεινό περιβάλλον: Πομάκοι και Βούλγαροι στην Κεντρική Ροδόπη, 1830-1930»  στο Β.Νιτσιάκος & Χ.Κασίμης (επιμ.) Ο ορεινός όγκος της Βαλκανικής. Συγκρότηση και μετασχηματισμοί. Πλέθρον-Δήμος Κόνιτσας, σ. 66.

(12) Από το μυθικό βασιλιά των Θρακών Εύμολπο, γιο του Αίμου και της Ροδόπης.

(13) Ανάμεσα στους συλλόγους που ιδρύονται είναι το  «Σωματείο των Καλών Έργων» (1867), ο φιλεκπαιδευτικός σύλλογος των Φιλομούσων (1869), ο φιλολογικός σύλλογος «Εστία» (1880), ο φιλανθρωπικός και φιλολογικός σύλλογος «Ισχύς» (1881), ο μουσικός και φιλανθρωπικός σύλλογος «Ορφεύς» (1894), ο φιλολογικός σύλλογος «Αναγέννησις» (1900), η «Αλληλοβοήθεια» (1902), η «Ομόνοια» (1895) και ο φιλόπτωχος σύλλογος κυριών «Ευρυδίκη» (1880).

(14) Στα τέλη του 19ου αιώνα κυκλοφόρησαν στη Φιλιππούπολη οι ελληνόγλωσσες εφημερίδες Φιλιππούπολις του Δ. Κουμαριανού (1879-1906), Μηνύτωρ του Αίμου του Γ.Μουσαίου (1894-1896) και Ειδήσεις του Αίμου του Σ. Κωνσταντινίδη (1896-1906).

(15) Κατά το 1864-5 λειτουργούσαν 229 βουλγαρικά εκπαιδευτικά ιδρύματα με 250 δασκάλους και 13.370 μαθητές. Ι.Μ.Μπακιρτζής (2000) Σελίδες από την ιστορία της Θράκης και της Ξάνθης – 19ος αιώνας. Ξάνθη:Σύλλογος Ποντίων Ν.Ξάνθης, σ. 8.

(16) Το τέλος του 19ου αιώνα βρίσκει τη Φιλιππούπολη με ένα 5/τάξιο Γυμνάσιο της Κεντρικής Ελληνικής Σχολής (με 5 δασκάλους και 95 μαθητές) και το 7/τάξιο Κεντρικό Παρθεναγωγείο (με 3 δασκάλους και 240 μαθητές). Υπήρχαν ακόμα 3 αλληλοδιδακτικά σχολεία, παρθεναγωγείο για τα κορίτσια των απόρων οικογενειών, το σχολείο του Μαρασιού, το σχολείο του Ροδοκήπου, καθώς και τα 3/τάξια Ζαρίφεια διδασκαλεία, ένα αρρένων και ένα θηλέων.

(17) Οι οικογένειες Γκιουμουσγκερδάνη, Κουγιουμτζόγλου, Αργυριάδη, Γεωργιάδη, Παπάζογλου, Χατζηαργύρογλου, Κατσίγρα, Νέμτσογλου και Σταντσίδου συγκαταλέγονταν στα μεγάλα ονόματα ελληνικών οίκων αμπάδων. Το πρώτο εσνάφι αμπατζήδων της Φιλιππούπολης σχηματίστηκε το 1685. βλ  Μηνούδη 2003:44.

(18) Στην καταχώρηση της 19ης Ιουλίου 1859 του εσναφίου των δουλγέρηδων της Φιλιππούπολης μαθαίνουμε πως «Του Μανάκογλου ο κάλφας παιδεύεται [τιμωρείται] με μίαν οκάν αγιοκέρ». Παρόμοια η τιμωρία του Γκάνου Παυλικιάνου στις 9 Αυγούστου 1859. Βέβαια, οι τιμωρίες θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερες, σε περίπτωση σημαντικών παραπτωμάτων. βλ και υποσημείωση αρ. 23.

(19) Το πρωτότυπο του Καταστατικού  της συντεχνίας των αμπατζήδων βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Φιλιππούπολης με αριθμό 104. βλ. Κ.Μ.Αποστολίδης (1929) «Δύο έγγραφα εκ Φιλιππουπόλεως του 19ου αι.» Θρακικά 2:329. Και στο Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, 1985:67-69.

(20) Για τη συνθηματική γλώσσα των Κουδαραίων βλ. επίσης Ν.Μουτσόπουλος (1976) Κουδαραίοι Μακεδόνες και Ηπειρώτες μαΐστορες, Σ.Μ.Γκατζοπούλος (1978) «Τα κουδαρίτικα» Ηπειρωτική Εστία 27:832-842, Α.Α.Γούναρης (1971) «Μία συντεχνιακή συνθηματική γλώσσα της Θεσσαλίας: τα κουδαρίτικα της Δρακότρυπας» Θεσσαλικά Χρονικά 10:211-246, Π. Γράβας (1938-1948) «Τα κουδαρίτικα της Σιάτιστας» Λαογραφία 12:429-447, Β. Οικονομίδης (1960) «Τα κουδαρίτικα του Πετροβουνίου» Αθηνά 64:169-180. βλ. επίσης Μ.Τριανταφυλλίδης (1953) Ελληνικές συνθηματικές γλώσσες, «Προσφορά εις Στ. Κυριακίδην» Θεσσαλονίκη.

(21) Ορισμένες λέξεις και φράσεις που συναντάμε ιδιαίτερα στους δουλγκέρηδες της Αδριανούπολης (Ροδόοινος, 1933:297) είναι: ακράνα (η ελληνική γλώσσα), ανθίζου (καταλαβαίνω), βαμμένου (το κρασί), γούδι (το σπίτι), ζαμακώνου (κτυπώ), ελέησον (η εκκλησία), Τ’ανθίζ’ τ’ ακράνα (τα καταλαβαίνει τα ελληνικά). Παρόμοια, στα σοφιδιώτικα ντουλγκέρικα της περιοχής Βιζύης (Παπαχριστοδούλου, 1932:333) το σπίτι ονομάζεται κούφιο, ο μυλωνάς λέγεται λογυριστής, το ψωμί λέγεται μάνο, η νοικοκυρά, μουχούσα, το τζαμί, ξυντό, και το ποσοστό του αρχικτίστη, κολορέντζο. Μερικές συνθηματικές λέξεις από τα  ντουλγέρικα του Σαμμόκοβου (Βουτσόπουλος,  1954: 22) Ανατολικής Θράκης είναι οι ακόλουθες: τσατσάβια (χρήματα), ζαρνί (γαϊδούρι), διαλυστήρι (παραθύρι), καλόγερος (ήλιος), καλογέρεψε (βράδιασε).

(22) Το όνομα Εξαρχία δόθηκε στη διοικητική αρχή της Βουλγαρικής Εκκλησίας που συστήθηκε με σουλτανικό φιρμάνι στις 27 Φεβρουαρίου 1870, παρά το ότι η Βουλγαρία ανήκε στην εκκλησιαστική διοίκηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο καταδίκασε με σύνοδό του το 1872 την Εξαρχία ως αντικανονική και σχισματική.

(23) Το σουλτανικό φιρμάνι του 1773 έδινε ιδιαίτερες εξουσίες στο διοικητικό συμβούλιο των συντεχνιών και προσδιόριζε συγκεκριμένες ποινές σε όσους δεν συμμορφώνονταν με τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό: «Μόνο το διοικητικό του εσναφίου συμβούλιο δικαιούται να κρίνει και να αποφασίζει για υποθέσεις που αφορούν στα συμφέροντα του εσναφίου, τιμωρώντας τον φταίχτη με δημόσια επίπληξη, εκδίωξή του από το εσνάφι, με απαγόρευση της εξάσκησης του επαγγέλματός του, με σωματική ποινή και με πρόσκαιρη φυλάκιση». βλ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, 1979:541, Αποστολίδης, 1934-5:102. Σχετικά με τις ποινές της συντεχνίας βλ. επίσης υποσημείωση αρ. 18.

(24) Βλ. την καταχώρηση της 12ης Σεπτεμβρίου 1876 στα αρχεία του εσναφίου.

(25) Αξίζει να παραθέσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα από τη γλώσσα των αρχείων. Ουσιαστικά: μακαργιά (<μακαρία μνήμη), ληγμοσύνη (ελεημοσύνη), λαλητάδις (οργανοπαίκτες), χιούσιμο λαμπάδος (χύσιμο, λιώσιμο λαμπάδας), αργαστήρι (εργαστήρι), λειανώματα (μικρότερα έξοδα), λείψανον (νεκρός), γεγγουνός (εγγονός). Ρηματικοί τύποι: τα πάγισι (τα πηγαίνει), έμασιν (έμασε, συγκέντρωσε), ξοδιάζου (ξοδεύω), στοιχούνι (συμφωνούν, κανονίζουν), παιδεύεται (τιμωρείται). Πολλές από τις λέξεις των αρχείων προέρχονται από την τουρκική: ιμλιάκι (έγγειος φόρος), αρζοχάλι (αναφορά), κιράς (ενοίκιο), κουραμάς (συνδρομή), τζιράκι (μαθητευόμενος), τεσκερές (γραπτή άδεια), αγιάκτιρι σιγμένου (φόρος για αμοιβή υπηρεσίας), μαστράφι (διασκέδαση), γιαζατζής (γραφέας), τεφτέρι (κατάστιχο), τεσλίμ (μετρήθηκαν, παραδόθηκαν), οστά (μάστορας).

(26) Όπως σημειώνει ο Μ.Αποστολίδης (1934-5:112), η μνημονευόμενη Μολδάβα είναι η μονή της Αγίας Παρασκευής, 4-5 χιλιόμετρα ανατολικά του Στενίμαχου (σημερινού Ασένοβγκραντ).  Πρόκειται για αμοιβή των οργανοπαικτών σε γλέντι που έγινε κατά τη διάρκεια επίσκεψηςμελών της συντεχνίας στο μοναστήρι αυτό της Ροδόπης.

(27) Για τους Παυλικιανούς της Φιλιππούπολης ο Γ.Τσουκαλάς (1851:43) γράφει: «Παυλικιάνοι λέγονται οι πάλαι ποτέ Μανιχαίοι, υπό Παύλου και Ιωάννου των υιών Καλλινίκης ορμώμενοι. Τούτους ο αυτοκράτωρ Ιωάννης ο Τσιμισκής περί τα 970 μ.Χ. μετεκόμισεν εξ Ασίας εις την επαρχίαν Φιλιππουπόλεως κατά τους συγγραφείς της Βυζαντίδος διά παρακλήσεως του τότε πατριάρχου Αντιοχείας Θεοδώρου. Διότι με την μισαράν αυτών αίρεσιν κατετάραττον εκείνα τα μέρη της Αντιοχείας. Ο δε βασιλεύς Αλέξιος Α’ ο Κομνηνός μετά της γυναικός αυτού και βασιλίσσης, και της θυγατρός αυτού Άννης, της εν παιδεία και αρετή διαπρεψάσης, ήλθεν εν έτη 1084 περί τας αρχάς της ανοίξεως μετά πολλής θεραπείας εις Φιλιππούπολιν, όπου στήσας τας βασιλικάς αυτού σκηνάς εις τους πρόποδας της Ροδόπης, επί τόπου ευκράτου και ευφροσύνου εις την Αγαθονίκειαν, ήτις ήτον επισκοπή της Φιλιππουπόλεως,  τανύν δε Πελάστιτζαν, απέχουσαν περίπου μίαν ώραν της Μητροπόλεως Φιλίππου, και διατρίψας εκεί χάριν υγείας κατά την Βυζαντίδα έως εις τα μέσα του φθινοπώρου, ότε ως θέλομεν ίδει εκτίζετο η μονή της Παναγίας της Πετριτσονιτίσσης τανύν δε του Βατσκόβου, συνδιελέγετο συχνάκις μετά των ειρημένων Μανιχαίων, ζητών και επιθυμών, όπως γυρίση αυτούς εκ της πλάνης των. Πολλούς ουν τούτων επιστρέψας εις την ορθοδοξίαν, τούτους μεν εξαπέστειλεν  εις τα ίδια, τους δε μείναντας εις την πλάνην των αφήκεν εις Φιλιππούπολιν. Εκ δε της επαρχίας ταύτης διεσκορπίσθησαν και εις άλλα μέρη της Θράκης…  ούτοι πρότινων ετών εδέχθησαν το παπικόν δόγμα, και εισίν καθ’ όλα Παπίσται».  Αναφορά στους Παυλικιανούς της Φιλιππούπολης βλ. επίσης στο Κωνσταντίνος, Ιερεύς Φιλλιππουπολίτης (1819:27-8).

(28) Στα αρχεία της συντεχνίας διαβάζουμε για περιπτώσεις που ο πρωτομάστορας δεν επικύρωνε το να ονομαστούν κάποιοι μάστορες, όταν θεωρούσε ανεπαρκή την τεχνική τους κατάρτιση ή εάν δεν είχαν καταβάλει τη συνδρομή τους.





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αμπατζόγλου Α. (1932). «Ντουλγέρικα, Σοφιδιώτικα, Αινίτικα» Θρακικά 3:333-334.

Ανδρούδης Π. (2004). «Μαρτυρίες για το Kursum ή Kursunlu Hani  της Φιλιππούπολης» Περί Θράκης 4:119-142.

Anguelova R. (1993). «Βουλγαρία» στο Βαλκανική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική. Αθήνα:Μέλισσα,  σ. 85-148.

Αποστολίδης Μ. (1934-5). «Τα αρχεία του εν Φιλιππουπόλει εσναφίου των τεκτόνων (δουλγέρηδων)» Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 1:103-130.

Βακαλόπουλος, Κ. (1996). Ιστορία του Βορείου Ελληνισμού - Θράκη, Δ' έκδοση. Θεσσαλονίκη:Κυριακίδης

Βαφείδης Ν. (1952). «Εσνάφια ή συντεχνίαι εν Διδυμοτείχω» Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 17:300-302.

Βουραζέλη-Μαρινάκου Ε. (1950). Αι εν Θράκη συντεχνίαι των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατίαν. Θεσσαλονίκη:Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.

Βουτσόπουλος Κ. (1954). «Τεκτονική γλώσσα (ντουλγκέρικα)» Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 19:22.

Γεωργαντζής Π. (1998). Προξενικά αρχεία Θράκης τ. Α. Ξάνθη.

Γεωργαντζής Π. (1999). Προξενικά αρχεία Θράκης τ. Β. Ξάνθη.

Γιαννακάκης Γ. (1965). «Τι εγίνετο οσάκις εκτίζετο νέο σπίτι» Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 31:59-61.

Γιαννοπούλου-Ρουκούνη, Μ. (1982). «Πομακοχώρια, διαμόρφωση ενός  προτύπου κατοικίας» Θρακικά Χρονικά, 37.

Γιαννοπούλου-Ρουκούνη, Μ. (1983). «Πομακοχώρια- Κατασκευή, υλικά και  τεχνολογία σαν τροποποιητικοί παράγοντες της μορφής της  κατοικίας»    Θρακικά Χρονικά, 38.

Γιαννοπούλου, Μ. & Π. Λουκάκης (1984). «Αγροτικοί Οικισμοί Νομών Ξάνθης και Ροδόπης» Η’ Πανελλήνιο Αρχιτεκτονικό Συνέδριο: Το πρόβλημα Κατοικία. Αθήνα, 1984, Γενάρης σ. 72-97.

Γκλαβίνας Α.Α. (2001). «Ο μητροπολίτης της Φιλιππούπολης Παΐσιος» Περί Θράκης 1: 113-133.

Δαλκαβούκης Β. (1999). Μετοικεσίες Ζαγορισίων (1750-1922). Θεσσαλονίκη:Ριζάρειος Σχολή.

Εξάρχου Θ. (2002). Οι Ηπειρώτες στην Ξάνθη. Ξάνθη:Αδελφότητα Ηπειρωτών Νομού Ξάνθης.

Κίζης Γ. (1990). Θράκη. Αθήνα:Μέλισσα.

Κωνσταντινόπουλος Χ. (1987). Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου. Αθήνα:Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας.

Κωνσταντίνος, Ιερεύς Φιλλιππουπολίτης (1819) Εγχειρίδιον περί της επαρχίας Φιλιππουπόλεως ή περιγραφή αυτής. Βιέννη.

Λυριτζής Γ.Θ. (1981). «Οι βουλγαρικές τρομοκρατικές εκδηλώσεις κατά των Ελλήνων της Φιλιππουπόλεως τον Απρίλιο του 1885 και η Ελληνίδα ηρωίδα Μαρία Ζωσιάδου» Χρονικά της Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος 3:92-103.

Μαυρίδης Δ. (2005). Μαστοριά και Μεράκι στην Παλιά Ξάνθη. Ξάνθη:ΠΑΚΕΘΡΑ.

Μαυρίδης Δ. (2006). Από την ιστορία της Θράκης 1875-1925. Ξάνθη:Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου.

Μέγας Γ. (1949). Η Ελληνική οικία. Αθήνα.

Μηνούδη Θ.Σ. (2003). Θράκη. Αντίλαλοι της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης.

Μηνούδη Θ.Σ. (2006). «Ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας (Βόρειας Θράκης). Ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία". Ανατολική Ρωμυλία 3:12-14.

Μουσόπουλος Θ. (1998). Θρακών οικήσεις και κτίσματα, λαμπρών καιρών μάρτυρες. 15ος-19ος αι. Ξάνθη.

Μουτσόπουλος Ν. (1976).  «Κουδαραίοι Μακεδόνες και Ηπειρώτες Μαΐστορες». Ανάτυπον του Λευκώματος του Τ.Ε.Ε. Οι πρώτοι Έλληνες Τεχνικοί Επιστήμονες Περιόδου Απελευθερώσεως. Αθήνα.

Μουσόπουλος Θ. (2003). «Οι Ελληνικές κοινότητες κατά την Τουρκοκρατία» Προσέγγιση 108:104-109.

Οικονομίδης Δ. (1998) «Αι συντεχνίαι κατά την Τουρκοκρατίαν» στο Εθνολογικά-Λαογραφικά τομ. 2:118-134.

Παπαθανάση-Μουσιοπούλου Κ. (1974). Οικονομική και κοινωνική ζωή του ελληνισμού της Θράκης κατά την Τουρκοκρατίαν. Αθήνα.

Παπαθανάση-Μουσιοπούλου Κ. (1976). Ελληνικά προξενεία στη Θράκη. Αθήνα.

Παπαθανάση-Μουσιοπούλου Κ. (1979). «Η συντεχνία των δουλγέρηδων φορέας παραδοσιακής τέχνης και φυτώριο συνδικαλισμού», Γ’ Συμπόσιο Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού χώρου- Πρακτικά, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου- 186 Θεσσαλονίκη, σ. 539-566.

Παπαθανάση-Μουσιοπούλου Κ. (1980). Λαογραφικά Θράκης. Αθήνα.

Παπαθανάση-Μουσιοπούλου Κ. (1985). Συντεχνίες και επαγγέλματα στη Θράκη 1985-1920. Αθήνα:Πιτσιλός.

Παπαθανασίου Ε. (2005). Ήδε κόνις. Νεώτερες Θρακώες ελληνικές επιγραφές. Συμβολή Ι. Θεσσαλονίκη.

Παπαχριστοδούλου Π. (1947-1948). «Η θρακική αρχιτεκτονική κατά το ΙΘ’ αιώνα» Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 14:271-272.

Παπαχριστοδούλου Π.(1951). «Τα εσνάφια και η οικονομική και πνευματική άνθιση του Ελληνισμού επί Τουρκοκρατίας» Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 16:54-75.
Petkánov G. (2000). Pogled v minaloto na selo Sokolovtsi. Smolian.

Πετρονώτης Α. (2005). «Μαδυτινοί μαστόροι» στο Μεταβυζαντινή Θράκη (ΙΕ’-ΙΘ’ αι.) Πρακτικά, 3ο Διεθνές συμπόσιο Θρακικών Σπουδών (Κομοτηνή 25-30 Μαΐου 1998), Κομοτηνή:Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης.

Πλουμίδης Σ.Γ. (2006). Εθνοτική συμβίωση στα Βαλκάνια. Έλληνες και Βούλγαροι στη Φιλιππούπολη, 1878-1914. Αθήνα:Πατάκης.

Ροδοοίνου Ν. (1933). «Κουλπανάδικα, ήτοι Συνθηματικόν γλωσσικόν ιδίωμα Ορτάκιοϊ Αδριανουπόλεως» Θρακικά  4:295-299.

Σκορδέλης Β.Γ. (1860). Περί του τρόπου και των μέσων δι’ ων πρόκειται να μεταβληθή η Φιλιππούπολις εις Πλόβδιφ. Αθήνα.

Σκορδέλης Β. (1865). Περί Θράκης. Κωνσταντινούπολις:Ανατολικός Αστήρ.

Στεφανίδης Μ. (2002). Τα τεμένη της Θράκης.Εισαγωγή στην αισθητική του Ισλάμ. Αθήνα:Μίλητος.

Τεντοκάλη, Β. (1989). Η Οργάνωση του χώρου της Κατοικίας ως έκφραση της δομής της Οικογένειας-Η Περίπτωση της Οργάνης, Θεσσαλονίκη:University Studio Press.

Τσουκαλάς Γ. (1851). Ιστοριογεωγραφική περιγραφή της επαρχίας Φιλιππουπόλεως. Βιέννη.