Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Οι μητρικές γλώσσες των μουσουλμάνων της Θράκης και η μειονεκτικότητα της μειονοτικής εκπαίδευσης



Οι μητρικές γλώσσες των μουσουλμάνων της Θράκης και η μειονεκτικότητα της μειονοτικής εκπαίδευσης


Νικόλαος Θ. Κόκκας
Εκπαιδευτικός

Στόχος του άρθρου που ακολουθεί είναι να αναλύσει το ρόλο των μητρικών γλωσσών της μειονότητας στη διαμόρφωση της εθνοτικής ταυτότητας των μουσουλμάνων της Θράκης.

    Η πολυγλωσσία στη Θράκη έχει τις ρίζες της στα χρόνια που διαμορφώνονταν τα όρια του σημερινού ελληνικού κράτους και είναι προϊόν της γειτνίασης και των μετακινήσεων διαφόρων εθνοτικών και γλωσσικών ομάδων. Οι υπάρχουσες πληθυσμιακές ομάδες στη Θράκη έχουν διαμορφώσει συγκεκριμένους τρόπους επικοινωνίας μεταξύ τους.  Ανέκαθεν οι ομιλητές της ελληνικής, τουρκικής πομακικής, ρομανέ,  αρμενικής και άλλων γλωσσών είχαν την αίσθηση της κοινότητας. Η συμβίωση  των διαφορετικών ομάδων αντανακλά το πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των γειτόνων, τόσο στο πλαίσιο των καθημερινών συναλλαγών όσο και στις μεγάλες θρησκευτικές εορτές των διαφορετικών κοινοτήτων.

Οι μητρικές γλώσσες της μουσουλμανικής μειονότητας επηρεάζουν καθοριστικά την πολιτιστική ταυτότητα των μουσουλμάνων Ελλήνων, οι οποίοι απολαμβάνουν στην Ελλάδα μία σειρά από προνόμια και θετικές διακρίσεις.  Αυτό που κάποιοι εκπρόσωποι της αναστοχαστικής μετανεωτερικότητας ονόμασαν «ενιαίο τουρκικό  μόρφωμα» όχι μόνο δεν καταπιέζεται, αλλά στηρίζεται με κάθε μέσο: οικονομικό, πολιτικό, πολιτιστικό. Στηρίζεται, όχι μόνο από το τουρκικό Προξενείο της Κομοτηνής και μυστικά κονδύλια της Τουρκίας, αλλά και από την ίδια την ελληνική πολιτεία που έχει θεσμοθετήσει το σύστημα της τουρκόγλωσσης μειονοτικής εκπαίδευσης για όλους ανεξαιρέτως τους μουσουλμάνους, ανεξάρτητα από τη μητρική τους γλώσσα.

    Η σπουδαιότητα της μητρικής γλώσσας
Η συνύπαρξη των γλωσσικών ομάδων της Θράκης αντανακλάται με έντονο τρόπο στο χώρο της εκπαίδευσης.   Και βέβαια ο σεβασμός της μητρικής γλώσσας αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για οποιαδήποτε εκπαιδευτική πολιτική. Μιλάμε για τη μητρική γλώσσα, μέσα από την οποία εκφράζουμε τον ψυχικό μας κόσμο, τη μητρική γλώσσα που σύμφωνα με τον Πλάτωνα ταυτίζεται με τη σκέψη: «διάνοια μὲν καὶ λόγος ταὐτόν· πλὴν ὁ μὲν ἐντὸς τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτὴν διάλογος ἄνευ φωνῆς γιγνόμενος τοῦτ” αὐτὸ ἡμῖν ἐπωνομάσθη, διάνοια»  [σκέψη και λόγος είναι το ίδιο και το αυτό, με την μόνη διαφορά ότι ο εσωτερικός διάλογος που γίνεται με την ψυχή μας, χωρίς φθόγγους, λέγεται, σκέψη]

Σχετικά με τη σπουδαιότητα της μητρικής γλώσσας αξίζει να αναφέρουμε τα λόγια του κορυφαίου Έλληνα καθηγητή Γλωσσολογίας Γεωργίου Μπαμπινιώτη: «Ο αξιακός χαρακτήρας τής γλώσσας καθιστά κάθε γλώσσα ένα ιδιαίτερο πολιτιστικό μέγεθος. Κάθε μητρική γλώσσα, ως διαχρονική έκφραση ενός ολόκληρου λαού, συνιστά αυταξία».

     Ξεκινάμε λοιπόν από αυτή τη βάση: Η μητρική γλώσσα είναι θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Όταν σε κάποιο λαό υποτιμηθεί η μητρική του γλώσσα, υποτιμάται παράλληλα και η ιστορική του ταυτότητα. Όπως έχει επισημάνει ο Ν. Παναγιωτίδης: «Εάν τα μέλη μιας μειονοτικής ομάδας δε διδαχθούν τη μητρική τους γλώσσα, τότε περιορίζεται η διανοητική τους δημιουργικότητα και ναρκοθετείται η γλωσσική τους καλλιέργεια».

Οι μητρικές γλώσσες της μειονότητας στη Θράκη

Ας δούμε, όμως, ποια είναι η σχέση γλώσσας και πολιτιστικής ταυτότητας αναφορικά με τους Έλληνες μουσουλμάνους της Θράκης, οι οποίοι διακρίνονται, ανάλογα με τη μητρική τους γλώσσα σε τρεις ομάδες:
α) στους φυσικούς ομιλητές της ρομανί ή ρομανέ
β) στους φυσικούς ομιλητές της τουρκικής
γ) στους φυσικούς ομιλητές της πομακικής

Ας εξετάσουμε αναλυτικότερα τις ομάδες αυτές.

Οι Ρομά
Οι µουσουλµάνοι Ροµά της Θράκης υπολογίζονται σήμερα ότι είναι 20.000 άτοµα. Η παρουσία των Ρομά στη Θράκη μνημονεύεται από το 1068, πολύ πριν την έλευση των Οθωμανών. Μέχρι πρόσφατα ζούσαν νομαδικά, ενώ τα τελευταία χρόνια οι κατοικίες τους μονιμοποιούνται στις παρυφές των πόλεων. Η τουρκική απογραφή του 1910 προσδιορίζει ότι, στο σύνολο των 4.000 Αθιγγάνων της Θράκης, οι 2.400 από αυτούς ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι και μόνο οι 1.600 ήταν μουσουλμάνοι.

Για τη μητρική γλώσσα των Ρομά ο Αντώνης Λιάπης, συντάκτης του «Γλωσσαρίου της Ρομανί» επισημαίνει: «Τα ροµανέ της Θράκης έχουν τις ρίζες τους στα Χίντι και στις άλλες γλώσσες των βορειοδυτικών Ινδιών. Εντάσσονται στα ευρωπαϊκά ρωµανέ ιδιώµατα. …  Η πλειοψηφία των Ροµά της Θράκης έπαψε να χρησιμοποιεί την τσιγγάνικη γλώσσα είτε στη διάρκεια της Οθωµανικής περιόδου, είτε μετά το 1920.  Σήµερα το 80% µιλά τουρκικά, ενώ ένα ποσοστό συρρικνούµενο σταδιακά διατηρεί ακόµη τη ροµανί, στις διαφορετικές διαλεκτικές της ποικιλίες».


Οι τουρκόφωνοι
       Σημαντικό κομμάτι της Θράκης αποτελούν οι τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι κάτοικοί της, οι οποίοι δεν αποτελούν ενιαίο σύνολο, αλλά διακρίνονται  στους τουρκόφωνους Αθίγγανους, στους απογόνους Γιουρούκων,  των Κονιάρων, των Ταταρομογγόλων που ήλθαν στη Θράκη κατά τα ύστερα βυζαντινά χρόνια και σε άλλους απογόνους Οθωμανών.

       Μεγάλο μέρος των τουρκόφωνων μουσουλμάνων μετακινήθηκε εδώ από τα βάθη της Ανατολής (Κιργιζία, Περσία, Μογγολία κλπ). Ενδεικτικά αναφέρουμε πως οι Κιρκάσιοι (Τσερκέζοι) είναι λαός που προέρχεται από την περιοχή του Καυκάσου. Εξισλαμίστηκαν μεταξύ του 16ου και 18ου αιώνα από τους Οθωμανούς και συμμετείχαν σε ιερό πόλεμο εναντίον των Ρώσων το 1834-1859. Μετά την ήττα τους μετανάστευσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Περισσότεροι από 2000 Κιρκάσιοι βρίσκονται στη Θράκη το 1922, κυρίως στο Ν. Ροδόπης.

    Ένα μέρος των τουρκόφωνων της Θράκης αυτοαποκαλούνται «Κονιαλήδες» ενώ οι Πομάκοι τους χαρακτηρίζουν «Τσιτάκ».  Ενδιαφέρουσα υποκατηγορία μουσουλμάνων της Ξάνθης είναι οι απόγονοι Αφρικανών από την Αίγυπτο και το Σουδάν που μεταφέρθηκαν κατά το 19ο αιώνα ως δουλοπάροικοι για να καλλιεργούν τις αγροτικές εκτάσεις και να βόσκουν τα ζώα των αγάδων κυρίως γύρω από την περιοχή του μεγάλου παραποτάμιου δάσους του Νέστου (Κοτζά Ορμάν).

Οι Πομάκοι
Το τρίτο μεγάλο τμήμα της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη είναι οι Πομάκοι. Ο όρος «Πομάκοι», που καταγράφεται για πρώτη φορά από το Γάλλο περιηγητή Boué  σε περιοδεία του στα Βαλκάνια το 1839, αρχίζει να χρησιμοποιείται ευρύτερα στις Οθωμανικές πηγές μετά το Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο του 1877-78. Πιο πριν, ευρύτερα διαδεδομένος ήταν ο όρος υποτιμητικός Αχριγιάν αναφορικά με τους εξισλαμισμένους κατοίκους της Ροδόπης. 

Για να κατανοήσουμε την ιστορία των Πομάκων της οροσειράς της Ροδόπης πρέπει να επισημάνουμε δύο βασικά σημεία:
1. τον εξισλαμισμό των κατοίκων της Ροδόπης,
2. την ιδιαιτερότητα της γλώσσας των Πομάκων.

Σχετικά με τον εξισλαμισμό των Πομάκων ιδιαίτερα σημαντική είναι η μαρτυρία του Ζακύνθιου μοναχού του δέκατου έκτου αιώνα Παχώμιου Ρουσάνου. Σε μια από τις ομιλίες του ο διακεκριμένος αυτός θεολόγος και λόγιος επισημαίνει πως πολλοί χριστιανοί από χωριά της ορεινής Ξάνθης έγιναν μουσουλμάνοι «διά τα τέλη» [«αυτόμολοι διά τα τέλη προσήλθον τη αθέω θρησκεία»], δηλαδή για να ξεφύγουν από τη δυσβάστακτη φορολογία που επέβαλαν οι Οθωμανικές αρχές στο χριστιανικό πληθυσμό.

     Οι Πομάκοι δέχτηκαν τη μωαμεθανική θρησκεία γύρω στα τέλη του 17ου αιώνα, στα χρόνια του σουλτάνου Μεχμέτ IV και του μεγάλου βεζίρη  Μεχμέτ Κιοπρουλού. Την περίοδο αυτή κατεδαφίστηκαν στην περιοχή 218 εκκλησίες και 336 παρεκκλήσια. 

       Σχετικά με τη γλώσσα των Πομάκων πρέπει να επισημάνουμε ότι οι Πομάκοι μιλούν ένα παλαιοσλαβονικό ιδίωμα που έχει αρκετές ομοιότητες με τις άλλες νοτιοσλαβικές γλώσσες. Η γλώσσα αυτή δεν υπήρχε σε γραπτή μορφή μέχρι το 1995 και εξακολουθεί και σήμερα να μεταδίδεται κυρίως προφορικά.  Στις πρόσφατες εκδόσεις που αφορούν την πομακική γλώσσα γίνεται συνήθως χρήση είτε του ελληνικού είτε του λατινικού αλφαβήτου, με την πρόσθεση ορισμένων συμβόλων για την ορθότερη απόδοση ορισμένων φθόγγων.

               Τα πρώτα βήματα  της καταγραφής της πομακικής έγιναν πριν από πενήντα χρόνια. Ήταν τότε που ο Πέτρος Θεοχαρίδης, δάσκαλος τότε στον Εχίνο, άρχισε να καταγράφει συστηματικά τον παραδοσιακό πολιτισμό των κατοίκων της οροσειράς της Ροδόπης. Το βιβλίο του «Πομάκοι, οι Μουσουλμάνοι της Ροδόπης» εκδόθηκε το 1995. Σχεδόν παράλληλα  κυκλοφόρησαν το Πομακο-Ελληνικό Λεξικό και λίγο μετά η Γραμματική και το Συντακτικό της πομακικής. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Αναπτυξιακού Κέντρου Θράκης (ΠΑΚΕΘΡΑ) να προχωρήσει το 2003 στη διοργάνωση μαθημάτων πομακικής γλώσσας και στην έκδοση σχετικών εγχειριδίων. Ακολούθησαν σημαντικές εκδόσεις παραδοσιακών πομάκικων τραγουδιών με τραγουδιστές όπως ο Αλή Ρόγγο (Γλαύκη), ο Μουσταφά Αχμετσίκ (Σμίνθη), ο Φεράτ Αλή Εφέντη (Άσκυρα), η Εμινέ Μπουρουτζή (Δημάριο) καθώς και η καταγραφή της γλώσσας και των παροιμιών των Πομάκων από το δημοσιογράφο Σεμπαϊδήν Καραχότζα. Έγιναν επίσης νεότερες εκδόσεις λαογραφικού και ιστορικού υλικού από τις εκδόσεις Σπανίδη, το Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης, τον Πολιτιστικό Σύλλογο Πομάκων Ξάνθης και τον Πανελλήνιο Σύλλογο Πομάκων, που εκδίδει και την πομακική εφημερίδα «Ζαγάλισα» στην Κομοτηνή.


Εκπαίδευση μειονοτική ή μειονεκτική;
Σήμερα στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης υπάρχει θεσμοθετημένη διδασκαλία και προώθηση μόνο της τουρκικής γλώσσας. Τα σχολεία αυτά λειτουργούν ρατσιστικά σε βάρος των μουσουλμάνων Ελλήνων μαθητών, εφόσον δεν παρέχεται προς αυτούς η ίδια εκπαίδευση που προσφέρεται προς τους υπόλοιπους πολίτες αυτής της χώρας.
Αποδεικνύονται στην πράξη ότι είναι σχολεία μειονεκτικά, σχολεία ημιμάθειας. Μέσα από τη μειονοτική εκπαίδευση, οι μουσουλμάνοι Έλληνες μαθητές γκετοποιούνται σε σχέση με την ευρύτερη κοινωνία. Επιπλέον, η δίγλωσση εκπαίδευση που παρέχεται στα πρωτοβάθμια μειονοτικά σχολεία δυσχεραίνει την απόδοση των μαθητών στη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Οι εκπρόσωποι του Προγράμματος Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων στις εκπαιδευτικές παρεμβάσεις τους στο χώρο της μειονεκτικής εκπαίδευσης  έδειξαν σεβασμό μόνο απέναντι στην τουρκική ταυτότητα, επιδεικνύοντας παράλληλα παγερή αδιαφορία απέναντι στη γλωσσική και πολιτιστική κληρονομιά των Ρομά και των Πομάκων. Διαχειρίστηκαν περίπου 27 εκατομμύρια ευρώ από το 1997 μέχρι σήμερα για να παράξουν ένα μέτριο έργο. Με τα ίδια χρήματα θα μπορούσε να είχε ενισχυθεί η ισότιμη συμμετοχή των μουσουλμάνων Ελλήνων της Θράκης στο δημόσιο σχολείο, σε ένα ενιαίο σχολείο εμπλουτισμένο με τις ιδιαιτερότητες των γλωσσικών και πολιτισμικών ομάδων. Αντίθετα ενίσχυσαν οικονομικά και πολιτικά τη θέση ενός παρηκμασμένου σκοταδιστικού θεσμού, του θεσμού της μειονεκτικής εκπαίδευσης.

Παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει στο χώρο της διαπολιτισμικής αγωγής τα τελευταία χρόνια, σημαντικά προβλήματα όπως η σχολική διαρροή και οι μαθησιακές δυσκολίες των μουσουλμάνων μαθητών της Θράκης παραμένουν έντονα.  Οι μαθησιακές δυσκολίες συχνά οφείλονται στη μη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας ή στο ελλειματικό  περιεχόμενο της μειονοτικής εκπαίδευσης τόσο στο επίπεδο της γλωσσικής επικοινωνίας (ελλιπής χρήση της ελληνικής)  όσο και  στο επίπεδο των μαθημάτων που έχουν διδαχθεί στην τουρκική στα μειονοτικά πρωτοβάθμια σχολεία.


Σχολεία δημόσια ή ιδιωτικά;
Το καθεστώς λειτουργίας των μειονοτικών σχολείων της Θράκης παραμένει σε πολλά σημεία ασαφές. Είναι ουσιαστικά κρατικοδίαιτα ενώ το νομοθετικό τους πλαίσιο προβλέπει καταβολή διδάκτρων από τους γονείς.

Θα αναφερθούμε ενδεικτικά στο Μειονοτικό Γυμνάσιο-Λύκειο Ξάνθης «Μουζαφέρ Σαλίχογλου», το οποίο λειτουργεί από το 1965 με καθεστώς ιδιωτικού σχολείου,  αλλά χρηματοδοτείται από το ελληνικό κράτος. Βάσει της νομοθεσίας, οι γονείς που εγγράφουν τα παιδιά τους σε αυτό πληρώνουν δίδακτρα και λογικό θα ήταν η μεταφορά των μαθητών να καλύπτεται από τους γονείς. Όμως οι Έλληνες φορολογούμενοι πληρώνουν το αστρονομικό ποσό των 400.000 ευρώ το χρόνο για να μεταφέρονται μειονοτικοί μαθητές από τα πομακοχώρια στην Ξάνθη, προκειμένου να μάθουν καλύτερα τουρκικά. Και αυτό γίνεται ενώ τα παιδιά θα μπορούσαν να παρακολουθούν τα δημόσια γυμνάσια της Γλαύκης, της Σμίνθης και του Εχίνου.

Πρόκειται για μια κραυγαλέα διασπατάληση δημοσίου χρήματος σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας.  Εάν είναι δικαιολογημένη αυτή η διασπατάληση, θα έπρεπε το Υπουργείο Παιδείας να χρηματοδοτεί όλα τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Σχετικές καταγγελίες έχουν γίνει δημόσια στη Βουλή των Ελλήνων, αλλά δεν έχουν δοθεί ακόμα απαντήσεις.

Διγλωσσία-Τριγλωσσία και μαθησιακές δυσκολίες
Οι μαθητές που έχουν επάρκεια στη χρήση της μητρικής τους γλώσσας μπορούν να μεταφέρουν αυτή την επάρκεια στην εκμάθηση και μιας δεύτερης γλώσσας. Η διγλωσσία από μόνη της δεν θα αποτελούσε πρόβλημα, εάν εφαρμόζονταν προγράμματα διπλής κατεύθυνσης, τα οποία αναπτύσσουν εξίσου επαρκώς την ικανότητα στο γραπτό λόγο σε δύο γλώσσες.

Έχει τονιστεί πως εάν μία μειονοτική γλώσσα και κουλτούρα αποκλειστεί από τη μαθησιακή διαδικασία θα περιοριστούν και οι ακαδημαϊκές ικανότητες των χρηστών τους.  Είναι αυτό ακριβώς που συμβαίνει στην περίπτωση των Ρομά και των Πομάκων της Θράκης. Αντίθετα, όταν το σχολείο ενσωματώνει, ενθαρρύνει και δίνει αξία στη μητρική γλώσσα, αυξάνονται οι πιθανότητες οι μαθητές να έχουν περισσότερα κίνητρα για προσέγγιση τόσο της πλειονοτικής γλώσσας όσο και των υπόλοιπων σχολικών δεξιοτήτων.

Ένα δίγλωσσο παιδί μπορεί να παρουσιάσει προβλήματα εκμάθησης όταν χαρακτηρίζεται από ημιγλωσσία, δηλαδή όταν καμία από τις γλώσσες που διδάσκεται δεν έχουν κατακτηθεί σωστά με την είσοδο του παιδιού στο σχολείο. Ως ημίγλωσσοι ή διπλά ημίγλωσσοι θεωρούνται οι μαθητές που παρουσιάζουν ποσοτικές και ποιοτικές ελλείψεις και στις δύο γλώσσες.

Όμως στην περίπτωση των τρίγλωσσων μουσουλμάνων μαθητών (Πομάκων, Ρομά) οι εκπαιδευτικές και ψυχολογικές συνέπειες από τον αποκλεισμό των μητρικών γλωσσών από τη διδασκαλία δημιουργούν ένα αίσθημα κατωτερότητας όπου «η αποποίηση της μητρικής γλώσσας ενισχύει την υποτίμηση της πολιτιστικής ταυτότητας και τανάπαλιν η υποτίμηση της πολιτιστικής ταυτότητας ενισχύει και προσαυξάνει την επιθυμία για αποποίηση της γλώσσας" (Ν.Παναγιωτίδης). 

Σε πολλές χώρες υπάρχουν δίγλωσσα σχολεία, στα οποία διδάσκονται η μητρική γλώσσα των παιδιών και η επίσημη γλώσσα της χώρας. Όμως στην περίπτωση των Πομάκων και των Ρομά της ελληνικής Θράκης έχουμε τη μοναδική περίπτωση στη διεθνή βιβλιογραφία πληθυσμών που λαμβάνουν εκπαίδευση σε δύο γλώσσες από τις οποίες καμία δεν είναι η μητρική τους. Πρόκειται για τον απόλυτο παραλογισμό. Ο παραλογισμός αυτός μεγαλώνει ακόμα περισσότερο όταν οι πληθυσμοί αυτοί εξαναγκάζονται, μέσα από διαδικασίες χειραγώγησης, εκφοβισμού αλλά και χρηματισμού, να στρέφονται ενάντια στη μητρική τους γλώσσα. Θα ήμασταν βέβαια άδικοι αν γενικεύαμε, διότι υπάρχουν πολλοί Πομάκοι και Ρομά, οι οποίοι ούτε χρηματίζονται, ούτε εκφοβίζονται, ούτε χειραγωγούνται, αλλά διεκδικούν καθημερινά το δικαίωμα στο αυτονόητο: το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα.

Η κληρονομιά της μητρικής γλώσσας
Η μητρική γλώσσα του κάθε ανθρώπου αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής του κληρονομιάς. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για την ελληνική γλώσσα.  

Είναι βαριά κληρονομιά, ευθύνη και τιμή να είσαι Έλληνας και να κουβαλάς στους  ώμους σου τη γλώσσα, την ιστορία και τον πολιτισμό του ελληνικού έθνους. Και είναι μέγιστη τιμή, κληρονομιά, ευθύνη και πρόκληση για όλους τους Έλληνες της Θράκης, χριστιανούς και μουσουλμάνους, να καλούμαστε να συνεχίσουμε  αυτή την ιστορία και να φανούμε αντάξιοι των προγόνων μας.

Ν. Θ. Κόκκας


* Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αγώνας» στις 5/12/2014