Μανόλης Γλέζος για τα μειονοτικά σχολεία:
«Δεν επιτρέπεται η εκπαίδευση Ελλήνων πολιτών να
παραμένει δέσμια του Μορφωτικού Πρωτοκόλλου που υπογράφτηκε το 1968 μεταξύ της
Ελλάδας των συνταγματαρχών και της Τουρκίας, το οποίο αναγνώριζε ως μόνη γλώσσα
της μειονότητας την τουρκική»
Ο Μανόλης
Γλέζος έστειλε το παρακάτω χαιρετισμό ο οποίος διαβάστηκε στο διήμερο συνέδριο
που διεξήχθη στην Κομοτηνή (28-29 Νοεμβρίου 2014) με θέμα «Γλώσσα και Εθνική
Ενότητα»:
«Από την καρδιά
της Ευρωπαϊκής Ένωσης σας γράφω. Από την Έδρα της Δημοκρατίας, όπως
ισχυρίζονται οι Ευρωπαίοι της Εσπερίας, οι οποίοι όμως υπεράνω της πολιτικής
και του πολιτισμού θέτουν το χρήμα, το οποίο έχουν αναγορεύσει σε Θεό.
Το Συνέδριό σας έχει, βέβαια, θέμα του τη
διαχρονικότητα της ελληνικής γλώσσας και σας συγχαίρω γι αυτό. Εδώ όμως που
βρίσκομαι ανακαλύπτω για άλλη μια φορά και πιστοποιώ τη επιρροή, τη διείσδυση
της ελληνικής γλώσσας στις άλλες γλώσσες και την κυριαρχία της στην ορολογία.
Ήδη στην
εισαγωγική παράγραφο του χαιρετισμού μου δείτε πόσες είναι οι λέξεις με ρίζα
ελληνική: Ευρωπαϊκή Ένωση: European Union, Δημοκρατία: Democracy, πολιτική: politics, policy, καθώς και η λέξη Θεός, που με το
πέρασμά της στην Ελλάδα, με το Δία (ονομαστική Ζευς, γεν. Διός), έγινε Deus και Dieu.
(…) Κλείνοντας,
θέλω να σας απευθύνω μια έκκληση. Το ακριτικό Πανεπιστήμιο Θράκης οφείλει να
μεριμνήσει και να πρωτοστατήσει για τη βελτίωση της εκπαίδευσης των
μουσουλμανοπαίδων της περιοχής.
Δεν
επιτρέπεται η εκπαίδευση αυτής της μερίδας
των Ελλήνων πολιτών να παραμένει δέσμια του Μορφωτικού Πρωτοκόλλου που
υπογράφτηκε το 1968 μεταξύ της Ελλάδας των συνταγματαρχών και της Τουρκίας, το
οποίο αναγνώριζε ως μόνη γλώσσα της μειονότητας την τουρκική, ρίχνοντας
συλλήβδην τα παιδιά των Πομάκων, των μουσουλμάνων Ρομά της περιοχής και άλλων
στα λεγόμενα «μειονοτικά σχολεία».
Αδικούμε αυτά
τα παιδιά και τα εμποδίζουμε να αποκτήσουν συνείδηση της ταυτότητάς τους,
στερώντας τους τόσο τις δικές τους γλώσσες, όσο και μια στέρεη και ουσιαστική
γνώση της ελληνικής, εφόδιο πολύτιμο για το μέλλον τους.
Επιτρέψτε μου
στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι ειδικά τους Πομάκους τους έχω γνωρίσει καλά, έχω
επισκεφθεί τα χωριά τους, μου έχουν κάνει γνωστά τα προβλήματά τους αλλά και
την εμμονή τους να υπάρξουν. Εξακολουθούν να μιλούν τη γλώσσα τους, διότι, έστω
κι αν δεν το γνωρίζουν, το νιώθουν και το αισθάνονται ότι ο αφανισμός ενός λαού
ξεκινάει από τον αφανισμό της γλώσσας του. Και οι συγκεντρωμένοι εδώ το
γνωρίζουν πολύ καλά».
Πηγή:
Αντιφωνητής (αρ. φ. 404, 1/12/2014)