Ένταξη, ενσωμάτωση ή γκετοποίηση; -
Τα αδιέξοδα της μειονοτικής εκπαίδευσης
ΜΕΡΟΣ 3ο
Νικόλαος Κόκκας
Εκπαιδευτικός
Στα δύο προηγούμενα μέρη της αναφοράς μας στα αδιέξοδα της μειονοτικής εκπαίδευσης αναφερθήκαμε στην ιστορία και τις αντιφάσεις της μειονοτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα και τις μαθησιακές δυσκολίες των Πομάκων και Ρομά μαθητών. Διατυπώσαμε επίσης συγκεκριμένες προτάσεις που μπορούν να είναι οι βάσεις για το ενιαίο, ισότιμο, δημοκρατικό σχολείο , ίδιο για όλους τους Έλληνες πολίτες, χριστιανούς και μουσουλμάνους
Η προστασία των γλωσσικών δικαιωμάτων των μουσουλμάνων Ελλήνων
Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα (16/12/1966, επικυρώθηκε από την Ελλάδα με το ΦΕΚ 45/Α/19.3.85) αναγνωρίζει στο άρθρο 13 το δικαίωμα μόρφωσης κάθε ανθρώπου τονίζοντας ότι «η μόρφωση πρέπει να αποβλέπει στην πλήρη ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας και του αισθήματος της αξιοπρέπειάς της και να ενισχύει τον σεβασμό προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες». Αυτά τα βασικά μορφωτικά δικαιώματα δεν πληρούνται στην περίπτωση των ελλειμματικών μειονοτικών σχολείων. που γκετοποιούν τα παιδιά σε σχέση με τον κοινωνικό τους περίγυρο, που δημιουργούν αισθήματα υποβίβασης της μητρικής γλώσσας για τους Πομάκους και τους Ρομά μαθητές.
Η Σύμβαση κατά των Διακρίσεων στην Εκπαίδευση (UNESCO), που υπογράφηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1960 τονίζει (άρθρο 4) ότι η εκπαιδευτική πρακτική πρέπει να αποσκοπεί στην προαγωγή της ισότητας ευκαιριών και ότι το επίπεδο εκπαίδευσης πρέπει να είναι ισότιμο σε όλα τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα της ίδιας βαθμίδας. Στο άρθρο 5 της ίδιας σύμβασης τονίζεται ότι είναι απαραίτητο να αναγνωρίζεται στα μέλη των μειονοτήτων το δικαίωμα να ασκούν τις δικές τους εκπαιδευτικές δραστηριότητες, να διατηρούν δικά τους σχολεία και, ανάλογα με την εκπαιδευτική πολιτική του κάθε κράτους, να χρησιμοποιούν ή να διδάσκουν τη δική τους γλώσσα εφόσον όμως:
(i) Το δικαίωμα αυτό δεν ασκείται κατά τρόπο που να παραμποδίζει τα μέλη αυτών των μειονοτήτων να κατανοούν την πολιτιστική κληρονομιά και γλώσσα της κοινότητας ως συνόλου και να συμμετέχουν στις δραστηριότητές της ή κατά τρόπο που να θέτει σε κίνδυνο την εθνική κυριαρχία.
(ii) Το επίπεδο της εκπαίδευσης δεν είναι κατώτερο από το γενικό επίπεδο που καθορίζεται ή εγκρίνεται από τις αρμόδιες αρχές και
(iii) Η φοίτηση στα σχολεία αυτά είναι προαιρετική.
Οι παραπάνω προσδιοριστικές αναφορές θα αποτελούσαν χρήσιμους άξονες για την οικοδόμηση μιας ενιαίας εκπαίδευσης που θα σέβεται παράλληλα τη πολιτισμική και γλωσσική διαφορετικότητα. Δυστυχώς, στην περίπτωση της μειονοτικής εκπαίδευσης που ισχύει σήμερα στην Ελλάδα αυτό δεν ισχύει, εφόσον το μειονοτικό σχολείο, κατά κοινή παραδοχή, παρέχει εκπαίδευση διαφορετική και όχι ισότιμη. Επιπλέον είναι ένα σχολείο ρατσιστικό που προκαλεί διακρίσεις τόσο σε θρησκευτικό επίπεδο (μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων μαθητών) όσο και σε επίπεδο πολιτισμικό (μεταξύ Τούρκων, Πομάκων και Ρομά μαθητών). Κι αυτά την ίδια στιγμή που το υφιστάμενο μειονοτικό σχολείο υπηρετεί το φανατισμό και τη μισαλλοδοξία και καταδικάζει τους μαθητές του στην αγραμματοσύνη.
Τα γλωσσικά δικαιώματα των Πομάκων και των Ρομά
Η χρήση της τουρκικής στα μειονοτικά σχολεία με πομακόφωνους και Ρομά μαθητές σε τι αποσκοπεί; Αυτό που σίγουρα συνεπάγεται είναι ο υποβιβασμός της μητρικής γλώσσας των Πομάκων και των Ρομά (σε αντίθεση με τα διεθνώς προβλεπόμενα για την προστασία των μητρικών γλωσσών).
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο σεβασμός απέναντι στις ολιγότερο ομιλούμενες μητρικές γλώσσες αποτελεί θεμελιώδη αρχή. Ο Ευρωπαϊκός Χάρτης για τις Περιφερειακές ή Μειονοτικές Γλώσσες (Στρασβούργο - 1992) δίνει έμφαση στο σεβασμό της γλωσσικής ετερότητας. Τα κράτη-μέλη οφείλουν, σύμφωνα με αυτόν, να λαμβάνουν μέτρα προστασίας των διαφορετικών γλωσσών που χρησιμοποιούνται παραδοσιακά μέσα στην επικράτειά τους. Η αναγνώριση των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών θεωρείται ως "έκφραση πολιτισμικού πλούτου" (άρθρο 7 παρ. 1). Καθορίζοντας δε την πολιτική τους ανάλογα με τις ανάγκες και επιθυμίες των γλωσσικών ομάδων, τα κράτη πρέπει να απαλείψουν τις διακρίσεις-περιορισμούς που υπάρχουν σε βάρος κάποιων ολιγότερο ομιλουμένων γλωσσών και να προωθήσουν την αμοιβαία κατανόηση ανάμεσα στις γλωσσικές ομάδες μιας χώρας (άρθρο 7 παρ. 2-4).
Η Πομακική γλώσσα είναι ένα παλαιοσλαβικό ιδίωμα με πολλές ομοιότητες με τις νοτιοσλαβικές γλώσσες (βουλγαρική, σερβική κ.λπ.), αλλά και με στοιχεία της τουρκικής και της ελληνικής γλώσσας. Αποτελεί μία από τις πιο ζωντανές ολιγότερο ομιλούμενες γλώσσες της Ευρώπης και δεν μπορεί πλέον να θεωρείται άγραφη γλώσσα, εφόσον έχουν εκδοθεί πολλά εγχειρίδια διδασκαλίας της καθώς και άλλες εκδόσεις κειμένων. Οι σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι της Θράκης αυτοαποκαλούνται Πομάκοι, όρος που εμφανίζεται για πρώτη φορά στα μέσα του 19ου αιώνα.
Ως προς τους «Τούρκους» της Θράκης, από ιστορική άποψη έχει τονιστεί πως δεν αποτελούν ενιαία οντότητα. Ένα μέρος των τουρκόφωνων είναι απόγονοι των τουρκικών φύλων (Γιουρούκων, Τατάρων κ.λπ.) από τη Μικρά Ασία. Ένα τμήμα των τουρκόφωνων του Ν.Ξάνθης αυτοαποκαλούνται «Κονιαλήδες», ενώ οι Πομάκοι τους χαρακτηρίζουν «Τσιτάκ». Ενδιαφέρουσα υποκατηγορία μουσουλμάνων της Ξάνθης είναι οι απόγονοι αφρικανών από την Αίγυπτο και το Σουδάν που μεταφέρθηκαν κατά το 19ο αιώνα ως δουλοπάροικοι και εργάτες γύρω από την περιοχή του μεγάλου παραποτάμιου δάσους του Νέστου (Κοτζά Ορμάν). Στην ορεινή Ροδόπη κάποιοι τουρκόφωνοι μαρτυρούν ότι κατάγονται από το «ιπέκ γιολού» το δρόμο του μεταξιού, δηλαδή οι πρόγονοί τους ήρθαν από τα βάθη της Ασίας και μιλούσαν μία άλλη γλώσσα, όχι τουρκικά. Να πούμε επίσης πως οι Τούρκοι του κάμπου της Θράκης μιλούν ιδιώματα της τουρκικής που διαφέρουν πολύ από τα τουρκικά της Τουρκίας.
Θα πρέπει να δώσουμε και κάποια ιστορικά στοιχεία για τη γλώσσα των Ρομά (τα τσιγγάνικα). Η πρώτη αναφορά για την παρουσία Ρομά στη Θράκη γίνεται το 1068. Η τουρκική απογραφή του 1910, στο σύνολο των 4.000 Αθιγγάνων της Θράκης προσδιορίζει ότι οι 2.400 από αυτούς ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι και μόνο οι 1.600 ήταν μουσουλμάνοι. Οι μεγαλύτεροι οικισμοί Ρομά απαντώνται στην πόλη της Ξάνθης και στο Δροσερό, στην Κομοτηνή, στις συνοικίες Ήφαιστος και ΕΚΤΕΝΕΠΟΛ της Κομοτηνής, στις Σάπες, στον Πολύανθο, στους Αμαξάδες, στα Νεύρα και στον Άρατο, στην Αλεξανδρούπολη και στο Διδυμότειχο. Ο συνολικός τους αριθμός υπολογίζεται σε 20.000 περίπου άτομα που κατοικούν στη Θράκη (10.000 στην Ξάνθη).
Με βάση τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία γίνεται αντιληπτό πως ο όρος «τουρκο-μουσουλμανική» μειονότητα που προσπαθούν κάποιοι να εισάγουν ανεξαιρέτως για όλους τους μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες της Θράκης είναι ρατσιστικός και καταστρατηγεί τα γλωσσικά και μορφωτικά δικαιώματα μεγάλου τμήματος των μουσουλμάνων
Η εκπαίδευση του μουσουλμάνων Ελλήνων στα χέρια του τουρκικού εθνικισμού
Δυστυχώς, τις τελευταίες δεκαετίες η μειονοτική εκπαίδευση στην Ελλάδα έχει καταστεί έρμαιο των σχεδιασμών του τουρκικού εθνικισμού για την άλωση της Θράκης. Αυτό έχει επισημανθεί και από πολλούς σοβαρούς πολιτικούς. Για παράδειγμα, αναφορικά με τη σχέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με την πολιτική της Τουρκίας είναι χαρακτηριστική η επερώτηση (Xanthi News 6/6/2007 σ. 12, Εμπρός 7/6/2007 σ. 11) 33 βουλευτών του ΠΑΣΟΚ στο Ελληνικό Κοινοβούλιο στις 31/5/2007, στην οποία αναφέρονται για την Τουρκία, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
(Η Τουρκία) «Επιδιώκει να παρέμβει στη Θράκη, όχι για να υποστηρίξει την ελληνική πολιτική ισονομίας και ισοπολιτείας, αλλά για να την υπονομεύσει στοχεύοντας στην αύξηση της απομόνωσης της μουσουλμανικής μειονότητας και την περιχαράκωσή της γύρω από το Προξενείο. Τούρκοι αξιωματούχοι επισκέπτονται την περιοχή κηρύσσοντας τον διαχωρισμό και κάνοντας επίδειξη δύναμης. Προωθείται η πολιτιστική γενοκτονία των διαφορετικών εθνοτικών ομάδων της μειονότητας με την έξωθεν επιβολή «γνήσιων» τουρκικών πολιτιστικών προτύπων που καμία σχέση δεν έχουν με τον μουσουλμανικό πολιτισμό της Θράκης. Για πρώτη φορά εκδίδονται νέα διαβατήρια για τους εκ Θράκης καταγόμενους Τούρκους πολίτες και κατοίκους της Τουρκίας, στα οποία οι πόλεις της Θράκης αναφέρονται μόνο με τις Τουρκικές ονομασίες. Ο τουρκόφωνος τύπος συκοφαντεί, απειλεί και δημιουργεί κλίμα μίσους ενάντια στους μη τουρκόφωνους μουσουλμάνους με αφορμή την ίδρυση ενός Πολιτιστικού συλλόγου Πομάκων. Η Τουρκική Αγροτική Τράπεζα επιθυμεί να δημιουργήσει υποκατάστημά της στην Κομοτηνή με προφανή στόχο τον οικονομικό και άρα και τον πολιτικό έλεγχο των μουσουλμάνων αγροτών».
Ενδεικτικά των γενικότερων πολιτικών στοχεύσεων είναι και τα παγκόσμια συνέδρια που διοργανώνουν τα τελευταία χρόνια οι δυτικοθρακιώτες μουσουλμάνοι. Σε αυτά παρουσιάζονται συχνά ακραίες εθνικιστικές διεκδικήσεις. Το «5ο Παγκόσμιο Συνέδριο Τούρκων Δυτικής Θράκης» έγινε στην Κωνσταντινούπολη στις 15-17/9/2006. Στις αποφάσεις των επιτροπών του συνεδρίου προτείνονται μεταξύ άλλων «να ιδρυθεί στη δυτική Θράκη ξεχωριστό πρωτάθλημα της τουρκικής κοινωνίας», να ιδρυθούν κέντρα τουρκικού πολιτισμού σε Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, να διαμορφωθεί ξανά η δομή του μειονοτικού κόμματος «Φιλία-Ισότητα-Ειρήνη», να γίνεται εντοπισμός από εξειδικευμένα στελέχη των έξυπνων παιδιών ανάμεσα στη μειονότητα, να αυξηθεί η ποσόστωση των μαθητών των αποφοίτων των μειονοτικών σχολείων της δυτικής Θράκης για την εισαγωγή τους σε τουρκικά πανεπιστήμια, να αυξηθούν οι δραστηριότητες λόμπι, να δημιουργηθεί πρακτορείο ειδήσεων και να εκδίδεται ημερήσια τουρκόφωνη εφημερίδα στη δυτική Θράκη, να κλείσει η Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, να ιδρυθεί κέντρο οικονομικών ερευνών στην Κομοτηνή, να ιδρυθεί φορέας χρηματοδότησης για τους δυτικοθρακιώτες Τούρκους και πολλά άλλα στους τομείς της οικονομίας, της νομοθεσίας, της παιδείας, του πολιτισμού και της αυτοδιοίκησης.
Στα πλαίσια της πολιτικής χρήσης της ισλαμικής θρησκείας εντάσσεται και η προσπάθεια για το κτίσιμο στη Θράκη και ιδιαίτερα στα Πομακοχώρια νέων, μεγάλου μεγέθους τζαμιών, που οριοθετούν συμβολικά το χώρο και λειτουργούν ως τοπόσημα. Η ανέγερση πολλών τζαμιών τα τελευταία χρόνια, με χρηματοδότηση άγνωστη ή και προερχόμενη από ξένες χώρες, αποτελεί συχνό φαινόμενο σε πολλές βαλκανικές χώρες.
Στο επίπεδο της ηλεκτρονικής προπαγάνδας έχει επισημανθεί πως τα τελευταία χρόνια όλο και συχνότερα δημιουργούνται στο διαδίκτυο μειονοτικές ιστοσελίδες που προωθούν την κεμαλική ιδεολογία στη Θράκη. Ανάλογης βαρύτητας είναι οι δημόσιες δηλώσεις πολιτικών της μειονότητας συνοδεύονται από αντίστοιχες εμπρηστικές δηλώσεις Τούρκων πολιτικών που περιοδεύουν τακτικά στη Θράκη. Η προσπάθεια αξιοποίησης της ισλαμικής πίστης προς όφελος της φιλο-κεμαλικής ιδεολογίας γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στους χώρους λατρείας κατά τις ισλαμικές γιορτές. Η αναζωογόνηση των πανηγυριών αποκτά πολιτική διάσταση, παράλληλα με την προσπάθεια τόνωσης του θρησκευτικού συναισθήματος των μουσουλμάνων της Θράκης, από κύκλους που ταυτίζουν το Ισλάμ με την τουρκική γλώσσα, η οποία είναι και η γλώσσα του κηρύγματος μέσα στα τεμένη της Θράκης. Στο πλαίσιο αυτό, τα τελευταία χρόνια συνηθίζεται η επίσκεψη στα πανηγύρια εκπροσώπων του τουρκικού προξενείου Κομοτηνής και άλλων μουσουλμάνων, που μιλούν τουρκικά και αυτοπαρουσιάζονται ως «επίσημοι». Η πολιτική χρήση της θρησκείας γίνεται ιδιαίτερα αισθητή κατά τις περιόδους των εκλογών. Η εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων στη Θράκη τα τελευταία χρόνια έχει περάσει από πολλές φάσεις φτάνοντας -επιτυχώς- τα τελευταία χρόνια στην προσπάθεια να κατευθυνθεί μονοσήμαντα η μειονοτική ψήφος.
Γίνεται κατανοητό πως στο πλαίσιο τέτοιας συστηματικής προπαγάνδας από την πλευρά της Τουρκίας και του αγώνα του τουρκικού κράτους να εκτουρκίσει τους μουσουλμάνους Έλληνες της Θράκης, τα παιδιά συχνά πέφτουν θύματα σφετερισμού της πολιτισμικής και γλωσσικής τους ταυτότητας.
Συμπεράσματα
Η ειδική γραμματέας διαπολιτισμικής εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας κα Θάλεια Δραγώνα σε συνέντευξή της παραδέχτηκε ότι «το μειονοτικό σχολείο δεν είναι καλό σχολείο», προσθέτοντας: «Είναι ένα σχολείο μ’ ένα μεγάλο τείχος ανάμεσα στα δύο μέρη του προγράμματός του που δεν επικοινωνεί. Είναι ένα σχολείο χωρίς συνοχή (Παρατηρητής 1/4/2010). Αυτές οι επισημάνσεις έχουν γίνει κατανοητές και από τους μουσουλμάνους Έλληνες γονείς, οι οποίοι σταδιακά στρέφουν τα παιδιά τους προς το δημόσιο σχολείο, όπου μπορούν να μάθουν σωστά ελληνικά αλλά και να προσεγγίσουν τη γνώση ισότιμα με όλα τα άλλα παιδιά της Ελλάδας. Έτσι το μειονοτικό σχολείο σιγά –σιγά συρρικνώνεται και αυτό ως φυσική εξέλιξη της βελτίωσης του εκπαιδευτικού επιπέδου των μουσουλμάνων Ελλήνων. Βέβαια, εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι προτάσεις των αυτοαποκαλουμένων ταγών μειονοτικών οργανώσεων οι οποίοι θεωρούν πως το πρόβλημα της εκπαίδευσης των μουσουλμανοπαίδων είναι η βελτίωση της τουρκογλωσσίας στη Θράκη και η διεύρυνση του δίγλωσσου προγράμματος προς τα κάτω, προς το δημόσιο νηπιαγωγείο. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι τελικά θα επικρατήσει η κοινή λογική αλλά και η μέριμνα, όχι για μικροπολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες, αλλά για την ίδια την πρόοδο των παιδιών των μουσουλμάνων Ελλήνων, πρόοδος που είναι συνυφασμένη με την ειρηνική συμβίωση στη Θράκη.
Το πρόβλημα της μειονοτικής εκπαίδευσης δεν είναι η ενίσχυση της τουρκογλωσσίας των μαθητών και των δασκάλων, όπως εσφαλμένα έχει διατυπωθεί από κάποιους μειονοτικούς συλλόγους, οι οποίοι αλλότριους στόχους εξυπηρετούν. Εάν πραγματικά πονάμε για την ένταξη των παιδιών και την καλλιέργεια της ειρήνης και του αλληλοσεβασμού, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από το σεβασμό στις μητρικές γλώσσες ανεξαιρέτως (πομακική, τουρκική, ρομανί), στοχεύοντας στη σωστή εκμάθηση της ελληνικής. Βασική αρχή είναι ότι κάθε εκπαιδευτικός και γλωσσικός σχεδιασμός θα πρέπει να γίνεται με τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες των γλωσσικών ομάδων, με παράλληλο σεβασμό της πολιτισμικής τους διαφορετικότητας.
Το πρόγραμμα Εκπαίδευσης μουσουλμανοπαίδων θα πρέπει να αλλάξει προσανατολισμό. Να πάψει ο φιλοτουρκικός προσανατολισμός και να δώσει έμφαση στη στήριξη των παιδιών στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Τα Φροντιστήρια Ενισχυτικής Διδασκαλίας του ΕΙΝ και του Ταμιείου Θράκης ήδη πριν το 1996 ήταν πρωτοπόρα στην κατεύθυνση αυτή. Επίσης το πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων από το 1998 για τη σχολική και κοινωνική ένταξη των Τσιγγανοπαίδων (με επιστημονικό υπεύθυνο τον Αθανάσιο Γκότοβο), σεβάστηκε τις ιδιαιτερότητες των Ρομά και υλοποίησε μια σειρά από μέτρα βελτίωσης της σχολικής τους ένταξης και επίδοσης.
Κάποιοι κοινωνιολογούντες διεθνολόγοι στο όνομα της προοδευτικότητας ή της νεωτερικότητας απορρίπτουν μετά βδελυγμίας τις έννοιες του έθνους και του εθνικισμού, ενώ στην πράξη υπηρετούν οι ίδιοι τον εθνικισμό, αλλά σε κάποια συγκεκριμένη εκδοχή του, τον κεμαλικό εθνικισμό και μόνον αυτόν. Γι αυτούς το πρόβλημα είναι ο ελληνικός εθνικισμός, ενώ ο τουρκικός εθνικισμός του σφαγέα Κεμάλ είναι καλός. Εμείς λέμε: Κάθε εθνικισμός είναι επιζήμιος. Όμως το να σεβόμαστε την πατρίδα μας, τον τόπο που γεννηθήκαμε, είναι χρέος για κάθε πολίτη αυτής της χώρας, ανεξάρτητα από το θρήσκευμά του, τη γλώσσα του ή τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Όμως τελικά αυτοί που παρουσιάζονται ως απάτριδες και επιχειρούν την αποδόμηση των εννοιών της πατρίδας και του έθνους, σε τελευταία ανάλυση εξυπηρετούν τις χειρότερες μορφές σωβινισμού και φανατισμού.
Προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι κάθε γλωσσικός σχεδιασμός θα πρέπει να γίνεται με τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες των γλωσσικών ομάδων, με παράλληλο σεβασμό της πολιτισμικής τους διαφορετικότητας. Στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης είναι σημαντικό τα εκπαιδευτικά ζητήματα των μουσουλμάνων μαθητών να αποσυνδεθούν από ξεπερασμένους από το διεθνές δίκαιο όρους αμοιβαιότητας. Είναι, επίσης, σημαντική η ενίσχυση της προσχολικής αγωγής, η ενισχυτική διδασκαλία και η γενίκευση του ολοήμερου σχολείου, η γνώση του γλωσσικού ιδιώματος των μαθητών από τους εκπαιδευτικούς, η αναπροσαρμογή του σχολικού προγράμματος, η ίδρυση βιβλιοθηκών, η αύξηση των επισκέψεων και των εξωδιδακτικών δραστηριοτήτων αγωγής υγείας και περιβαλλοντικής αγωγής. Επίσης, οι δάσκαλοι θα πρέπει να δίνουν στους μαθητές την ευκαιρία να επικοινωνήσουν στη μητρική τους γλώσσα και να τους ενθαρρύνουν να εκφράζουν τα βιώματα που έχουν από το δικό τους πολιτισμικό υπόβαθρο.
Μια τελευταία παρατήρηση: Ο όρος «μειονότητα» είναι πολιτικά φορτισμένος. Θα ήταν ορθότερο να χρησιμοποιούνται οι όροι: «εθνοτικές ομάδες», «πολιτισμικές ομάδες», γλωσσικές ομάδες».
Κλείνοντας θα τονίσουμε για μια ακόμα φορά ότι πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελεί η ΕΝΙΑΙΑ δημόσια εκπαίδευση , κοινή και ισότιμη για όλους τους πολίτες αυτής της χώρας. Μόνο έτσι μπορεί να υλοποιηθεί πραγματικά ο σεβασμός της γλωσσικής και πολιτισμικής ταυτότητας της μουσουλμανικής μειονότητας. Να πάψει το μειονοτικό εκπαιδευτικό σύστημα να δηλητηριάζει τις παιδικές ψυχές των Ελλήνων μουσουλμανοπαίδων, αλλοιώνοντας την αγάπη τους προς τον τόπο που γεννήθηκαν και κατασκευάζοντας μία τουρκική εθνική ταυτότητα μέσα από την θεσμοθετημένη επιβολή της τουρκογλωσσίας για τους Πομάκους και Ρομά μαθητές.
Τα αδιέξοδα της μειονοτικής εκπαίδευσης
ΜΕΡΟΣ 3ο
Νικόλαος Κόκκας
Εκπαιδευτικός
Στα δύο προηγούμενα μέρη της αναφοράς μας στα αδιέξοδα της μειονοτικής εκπαίδευσης αναφερθήκαμε στην ιστορία και τις αντιφάσεις της μειονοτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα και τις μαθησιακές δυσκολίες των Πομάκων και Ρομά μαθητών. Διατυπώσαμε επίσης συγκεκριμένες προτάσεις που μπορούν να είναι οι βάσεις για το ενιαίο, ισότιμο, δημοκρατικό σχολείο , ίδιο για όλους τους Έλληνες πολίτες, χριστιανούς και μουσουλμάνους
Η προστασία των γλωσσικών δικαιωμάτων των μουσουλμάνων Ελλήνων
Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα (16/12/1966, επικυρώθηκε από την Ελλάδα με το ΦΕΚ 45/Α/19.3.85) αναγνωρίζει στο άρθρο 13 το δικαίωμα μόρφωσης κάθε ανθρώπου τονίζοντας ότι «η μόρφωση πρέπει να αποβλέπει στην πλήρη ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας και του αισθήματος της αξιοπρέπειάς της και να ενισχύει τον σεβασμό προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες». Αυτά τα βασικά μορφωτικά δικαιώματα δεν πληρούνται στην περίπτωση των ελλειμματικών μειονοτικών σχολείων. που γκετοποιούν τα παιδιά σε σχέση με τον κοινωνικό τους περίγυρο, που δημιουργούν αισθήματα υποβίβασης της μητρικής γλώσσας για τους Πομάκους και τους Ρομά μαθητές.
Η Σύμβαση κατά των Διακρίσεων στην Εκπαίδευση (UNESCO), που υπογράφηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1960 τονίζει (άρθρο 4) ότι η εκπαιδευτική πρακτική πρέπει να αποσκοπεί στην προαγωγή της ισότητας ευκαιριών και ότι το επίπεδο εκπαίδευσης πρέπει να είναι ισότιμο σε όλα τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα της ίδιας βαθμίδας. Στο άρθρο 5 της ίδιας σύμβασης τονίζεται ότι είναι απαραίτητο να αναγνωρίζεται στα μέλη των μειονοτήτων το δικαίωμα να ασκούν τις δικές τους εκπαιδευτικές δραστηριότητες, να διατηρούν δικά τους σχολεία και, ανάλογα με την εκπαιδευτική πολιτική του κάθε κράτους, να χρησιμοποιούν ή να διδάσκουν τη δική τους γλώσσα εφόσον όμως:
(i) Το δικαίωμα αυτό δεν ασκείται κατά τρόπο που να παραμποδίζει τα μέλη αυτών των μειονοτήτων να κατανοούν την πολιτιστική κληρονομιά και γλώσσα της κοινότητας ως συνόλου και να συμμετέχουν στις δραστηριότητές της ή κατά τρόπο που να θέτει σε κίνδυνο την εθνική κυριαρχία.
(ii) Το επίπεδο της εκπαίδευσης δεν είναι κατώτερο από το γενικό επίπεδο που καθορίζεται ή εγκρίνεται από τις αρμόδιες αρχές και
(iii) Η φοίτηση στα σχολεία αυτά είναι προαιρετική.
Οι παραπάνω προσδιοριστικές αναφορές θα αποτελούσαν χρήσιμους άξονες για την οικοδόμηση μιας ενιαίας εκπαίδευσης που θα σέβεται παράλληλα τη πολιτισμική και γλωσσική διαφορετικότητα. Δυστυχώς, στην περίπτωση της μειονοτικής εκπαίδευσης που ισχύει σήμερα στην Ελλάδα αυτό δεν ισχύει, εφόσον το μειονοτικό σχολείο, κατά κοινή παραδοχή, παρέχει εκπαίδευση διαφορετική και όχι ισότιμη. Επιπλέον είναι ένα σχολείο ρατσιστικό που προκαλεί διακρίσεις τόσο σε θρησκευτικό επίπεδο (μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων μαθητών) όσο και σε επίπεδο πολιτισμικό (μεταξύ Τούρκων, Πομάκων και Ρομά μαθητών). Κι αυτά την ίδια στιγμή που το υφιστάμενο μειονοτικό σχολείο υπηρετεί το φανατισμό και τη μισαλλοδοξία και καταδικάζει τους μαθητές του στην αγραμματοσύνη.
Τα γλωσσικά δικαιώματα των Πομάκων και των Ρομά
Η χρήση της τουρκικής στα μειονοτικά σχολεία με πομακόφωνους και Ρομά μαθητές σε τι αποσκοπεί; Αυτό που σίγουρα συνεπάγεται είναι ο υποβιβασμός της μητρικής γλώσσας των Πομάκων και των Ρομά (σε αντίθεση με τα διεθνώς προβλεπόμενα για την προστασία των μητρικών γλωσσών).
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο σεβασμός απέναντι στις ολιγότερο ομιλούμενες μητρικές γλώσσες αποτελεί θεμελιώδη αρχή. Ο Ευρωπαϊκός Χάρτης για τις Περιφερειακές ή Μειονοτικές Γλώσσες (Στρασβούργο - 1992) δίνει έμφαση στο σεβασμό της γλωσσικής ετερότητας. Τα κράτη-μέλη οφείλουν, σύμφωνα με αυτόν, να λαμβάνουν μέτρα προστασίας των διαφορετικών γλωσσών που χρησιμοποιούνται παραδοσιακά μέσα στην επικράτειά τους. Η αναγνώριση των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών θεωρείται ως "έκφραση πολιτισμικού πλούτου" (άρθρο 7 παρ. 1). Καθορίζοντας δε την πολιτική τους ανάλογα με τις ανάγκες και επιθυμίες των γλωσσικών ομάδων, τα κράτη πρέπει να απαλείψουν τις διακρίσεις-περιορισμούς που υπάρχουν σε βάρος κάποιων ολιγότερο ομιλουμένων γλωσσών και να προωθήσουν την αμοιβαία κατανόηση ανάμεσα στις γλωσσικές ομάδες μιας χώρας (άρθρο 7 παρ. 2-4).
Η Πομακική γλώσσα είναι ένα παλαιοσλαβικό ιδίωμα με πολλές ομοιότητες με τις νοτιοσλαβικές γλώσσες (βουλγαρική, σερβική κ.λπ.), αλλά και με στοιχεία της τουρκικής και της ελληνικής γλώσσας. Αποτελεί μία από τις πιο ζωντανές ολιγότερο ομιλούμενες γλώσσες της Ευρώπης και δεν μπορεί πλέον να θεωρείται άγραφη γλώσσα, εφόσον έχουν εκδοθεί πολλά εγχειρίδια διδασκαλίας της καθώς και άλλες εκδόσεις κειμένων. Οι σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι της Θράκης αυτοαποκαλούνται Πομάκοι, όρος που εμφανίζεται για πρώτη φορά στα μέσα του 19ου αιώνα.
Ως προς τους «Τούρκους» της Θράκης, από ιστορική άποψη έχει τονιστεί πως δεν αποτελούν ενιαία οντότητα. Ένα μέρος των τουρκόφωνων είναι απόγονοι των τουρκικών φύλων (Γιουρούκων, Τατάρων κ.λπ.) από τη Μικρά Ασία. Ένα τμήμα των τουρκόφωνων του Ν.Ξάνθης αυτοαποκαλούνται «Κονιαλήδες», ενώ οι Πομάκοι τους χαρακτηρίζουν «Τσιτάκ». Ενδιαφέρουσα υποκατηγορία μουσουλμάνων της Ξάνθης είναι οι απόγονοι αφρικανών από την Αίγυπτο και το Σουδάν που μεταφέρθηκαν κατά το 19ο αιώνα ως δουλοπάροικοι και εργάτες γύρω από την περιοχή του μεγάλου παραποτάμιου δάσους του Νέστου (Κοτζά Ορμάν). Στην ορεινή Ροδόπη κάποιοι τουρκόφωνοι μαρτυρούν ότι κατάγονται από το «ιπέκ γιολού» το δρόμο του μεταξιού, δηλαδή οι πρόγονοί τους ήρθαν από τα βάθη της Ασίας και μιλούσαν μία άλλη γλώσσα, όχι τουρκικά. Να πούμε επίσης πως οι Τούρκοι του κάμπου της Θράκης μιλούν ιδιώματα της τουρκικής που διαφέρουν πολύ από τα τουρκικά της Τουρκίας.
Θα πρέπει να δώσουμε και κάποια ιστορικά στοιχεία για τη γλώσσα των Ρομά (τα τσιγγάνικα). Η πρώτη αναφορά για την παρουσία Ρομά στη Θράκη γίνεται το 1068. Η τουρκική απογραφή του 1910, στο σύνολο των 4.000 Αθιγγάνων της Θράκης προσδιορίζει ότι οι 2.400 από αυτούς ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι και μόνο οι 1.600 ήταν μουσουλμάνοι. Οι μεγαλύτεροι οικισμοί Ρομά απαντώνται στην πόλη της Ξάνθης και στο Δροσερό, στην Κομοτηνή, στις συνοικίες Ήφαιστος και ΕΚΤΕΝΕΠΟΛ της Κομοτηνής, στις Σάπες, στον Πολύανθο, στους Αμαξάδες, στα Νεύρα και στον Άρατο, στην Αλεξανδρούπολη και στο Διδυμότειχο. Ο συνολικός τους αριθμός υπολογίζεται σε 20.000 περίπου άτομα που κατοικούν στη Θράκη (10.000 στην Ξάνθη).
Με βάση τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία γίνεται αντιληπτό πως ο όρος «τουρκο-μουσουλμανική» μειονότητα που προσπαθούν κάποιοι να εισάγουν ανεξαιρέτως για όλους τους μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες της Θράκης είναι ρατσιστικός και καταστρατηγεί τα γλωσσικά και μορφωτικά δικαιώματα μεγάλου τμήματος των μουσουλμάνων
Η εκπαίδευση του μουσουλμάνων Ελλήνων στα χέρια του τουρκικού εθνικισμού
Δυστυχώς, τις τελευταίες δεκαετίες η μειονοτική εκπαίδευση στην Ελλάδα έχει καταστεί έρμαιο των σχεδιασμών του τουρκικού εθνικισμού για την άλωση της Θράκης. Αυτό έχει επισημανθεί και από πολλούς σοβαρούς πολιτικούς. Για παράδειγμα, αναφορικά με τη σχέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με την πολιτική της Τουρκίας είναι χαρακτηριστική η επερώτηση (Xanthi News 6/6/2007 σ. 12, Εμπρός 7/6/2007 σ. 11) 33 βουλευτών του ΠΑΣΟΚ στο Ελληνικό Κοινοβούλιο στις 31/5/2007, στην οποία αναφέρονται για την Τουρκία, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
(Η Τουρκία) «Επιδιώκει να παρέμβει στη Θράκη, όχι για να υποστηρίξει την ελληνική πολιτική ισονομίας και ισοπολιτείας, αλλά για να την υπονομεύσει στοχεύοντας στην αύξηση της απομόνωσης της μουσουλμανικής μειονότητας και την περιχαράκωσή της γύρω από το Προξενείο. Τούρκοι αξιωματούχοι επισκέπτονται την περιοχή κηρύσσοντας τον διαχωρισμό και κάνοντας επίδειξη δύναμης. Προωθείται η πολιτιστική γενοκτονία των διαφορετικών εθνοτικών ομάδων της μειονότητας με την έξωθεν επιβολή «γνήσιων» τουρκικών πολιτιστικών προτύπων που καμία σχέση δεν έχουν με τον μουσουλμανικό πολιτισμό της Θράκης. Για πρώτη φορά εκδίδονται νέα διαβατήρια για τους εκ Θράκης καταγόμενους Τούρκους πολίτες και κατοίκους της Τουρκίας, στα οποία οι πόλεις της Θράκης αναφέρονται μόνο με τις Τουρκικές ονομασίες. Ο τουρκόφωνος τύπος συκοφαντεί, απειλεί και δημιουργεί κλίμα μίσους ενάντια στους μη τουρκόφωνους μουσουλμάνους με αφορμή την ίδρυση ενός Πολιτιστικού συλλόγου Πομάκων. Η Τουρκική Αγροτική Τράπεζα επιθυμεί να δημιουργήσει υποκατάστημά της στην Κομοτηνή με προφανή στόχο τον οικονομικό και άρα και τον πολιτικό έλεγχο των μουσουλμάνων αγροτών».
Ενδεικτικά των γενικότερων πολιτικών στοχεύσεων είναι και τα παγκόσμια συνέδρια που διοργανώνουν τα τελευταία χρόνια οι δυτικοθρακιώτες μουσουλμάνοι. Σε αυτά παρουσιάζονται συχνά ακραίες εθνικιστικές διεκδικήσεις. Το «5ο Παγκόσμιο Συνέδριο Τούρκων Δυτικής Θράκης» έγινε στην Κωνσταντινούπολη στις 15-17/9/2006. Στις αποφάσεις των επιτροπών του συνεδρίου προτείνονται μεταξύ άλλων «να ιδρυθεί στη δυτική Θράκη ξεχωριστό πρωτάθλημα της τουρκικής κοινωνίας», να ιδρυθούν κέντρα τουρκικού πολιτισμού σε Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, να διαμορφωθεί ξανά η δομή του μειονοτικού κόμματος «Φιλία-Ισότητα-Ειρήνη», να γίνεται εντοπισμός από εξειδικευμένα στελέχη των έξυπνων παιδιών ανάμεσα στη μειονότητα, να αυξηθεί η ποσόστωση των μαθητών των αποφοίτων των μειονοτικών σχολείων της δυτικής Θράκης για την εισαγωγή τους σε τουρκικά πανεπιστήμια, να αυξηθούν οι δραστηριότητες λόμπι, να δημιουργηθεί πρακτορείο ειδήσεων και να εκδίδεται ημερήσια τουρκόφωνη εφημερίδα στη δυτική Θράκη, να κλείσει η Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, να ιδρυθεί κέντρο οικονομικών ερευνών στην Κομοτηνή, να ιδρυθεί φορέας χρηματοδότησης για τους δυτικοθρακιώτες Τούρκους και πολλά άλλα στους τομείς της οικονομίας, της νομοθεσίας, της παιδείας, του πολιτισμού και της αυτοδιοίκησης.
Στα πλαίσια της πολιτικής χρήσης της ισλαμικής θρησκείας εντάσσεται και η προσπάθεια για το κτίσιμο στη Θράκη και ιδιαίτερα στα Πομακοχώρια νέων, μεγάλου μεγέθους τζαμιών, που οριοθετούν συμβολικά το χώρο και λειτουργούν ως τοπόσημα. Η ανέγερση πολλών τζαμιών τα τελευταία χρόνια, με χρηματοδότηση άγνωστη ή και προερχόμενη από ξένες χώρες, αποτελεί συχνό φαινόμενο σε πολλές βαλκανικές χώρες.
Στο επίπεδο της ηλεκτρονικής προπαγάνδας έχει επισημανθεί πως τα τελευταία χρόνια όλο και συχνότερα δημιουργούνται στο διαδίκτυο μειονοτικές ιστοσελίδες που προωθούν την κεμαλική ιδεολογία στη Θράκη. Ανάλογης βαρύτητας είναι οι δημόσιες δηλώσεις πολιτικών της μειονότητας συνοδεύονται από αντίστοιχες εμπρηστικές δηλώσεις Τούρκων πολιτικών που περιοδεύουν τακτικά στη Θράκη. Η προσπάθεια αξιοποίησης της ισλαμικής πίστης προς όφελος της φιλο-κεμαλικής ιδεολογίας γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στους χώρους λατρείας κατά τις ισλαμικές γιορτές. Η αναζωογόνηση των πανηγυριών αποκτά πολιτική διάσταση, παράλληλα με την προσπάθεια τόνωσης του θρησκευτικού συναισθήματος των μουσουλμάνων της Θράκης, από κύκλους που ταυτίζουν το Ισλάμ με την τουρκική γλώσσα, η οποία είναι και η γλώσσα του κηρύγματος μέσα στα τεμένη της Θράκης. Στο πλαίσιο αυτό, τα τελευταία χρόνια συνηθίζεται η επίσκεψη στα πανηγύρια εκπροσώπων του τουρκικού προξενείου Κομοτηνής και άλλων μουσουλμάνων, που μιλούν τουρκικά και αυτοπαρουσιάζονται ως «επίσημοι». Η πολιτική χρήση της θρησκείας γίνεται ιδιαίτερα αισθητή κατά τις περιόδους των εκλογών. Η εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων στη Θράκη τα τελευταία χρόνια έχει περάσει από πολλές φάσεις φτάνοντας -επιτυχώς- τα τελευταία χρόνια στην προσπάθεια να κατευθυνθεί μονοσήμαντα η μειονοτική ψήφος.
Γίνεται κατανοητό πως στο πλαίσιο τέτοιας συστηματικής προπαγάνδας από την πλευρά της Τουρκίας και του αγώνα του τουρκικού κράτους να εκτουρκίσει τους μουσουλμάνους Έλληνες της Θράκης, τα παιδιά συχνά πέφτουν θύματα σφετερισμού της πολιτισμικής και γλωσσικής τους ταυτότητας.
Συμπεράσματα
Η ειδική γραμματέας διαπολιτισμικής εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας κα Θάλεια Δραγώνα σε συνέντευξή της παραδέχτηκε ότι «το μειονοτικό σχολείο δεν είναι καλό σχολείο», προσθέτοντας: «Είναι ένα σχολείο μ’ ένα μεγάλο τείχος ανάμεσα στα δύο μέρη του προγράμματός του που δεν επικοινωνεί. Είναι ένα σχολείο χωρίς συνοχή (Παρατηρητής 1/4/2010). Αυτές οι επισημάνσεις έχουν γίνει κατανοητές και από τους μουσουλμάνους Έλληνες γονείς, οι οποίοι σταδιακά στρέφουν τα παιδιά τους προς το δημόσιο σχολείο, όπου μπορούν να μάθουν σωστά ελληνικά αλλά και να προσεγγίσουν τη γνώση ισότιμα με όλα τα άλλα παιδιά της Ελλάδας. Έτσι το μειονοτικό σχολείο σιγά –σιγά συρρικνώνεται και αυτό ως φυσική εξέλιξη της βελτίωσης του εκπαιδευτικού επιπέδου των μουσουλμάνων Ελλήνων. Βέβαια, εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι προτάσεις των αυτοαποκαλουμένων ταγών μειονοτικών οργανώσεων οι οποίοι θεωρούν πως το πρόβλημα της εκπαίδευσης των μουσουλμανοπαίδων είναι η βελτίωση της τουρκογλωσσίας στη Θράκη και η διεύρυνση του δίγλωσσου προγράμματος προς τα κάτω, προς το δημόσιο νηπιαγωγείο. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι τελικά θα επικρατήσει η κοινή λογική αλλά και η μέριμνα, όχι για μικροπολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες, αλλά για την ίδια την πρόοδο των παιδιών των μουσουλμάνων Ελλήνων, πρόοδος που είναι συνυφασμένη με την ειρηνική συμβίωση στη Θράκη.
Το πρόβλημα της μειονοτικής εκπαίδευσης δεν είναι η ενίσχυση της τουρκογλωσσίας των μαθητών και των δασκάλων, όπως εσφαλμένα έχει διατυπωθεί από κάποιους μειονοτικούς συλλόγους, οι οποίοι αλλότριους στόχους εξυπηρετούν. Εάν πραγματικά πονάμε για την ένταξη των παιδιών και την καλλιέργεια της ειρήνης και του αλληλοσεβασμού, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από το σεβασμό στις μητρικές γλώσσες ανεξαιρέτως (πομακική, τουρκική, ρομανί), στοχεύοντας στη σωστή εκμάθηση της ελληνικής. Βασική αρχή είναι ότι κάθε εκπαιδευτικός και γλωσσικός σχεδιασμός θα πρέπει να γίνεται με τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες των γλωσσικών ομάδων, με παράλληλο σεβασμό της πολιτισμικής τους διαφορετικότητας.
Το πρόγραμμα Εκπαίδευσης μουσουλμανοπαίδων θα πρέπει να αλλάξει προσανατολισμό. Να πάψει ο φιλοτουρκικός προσανατολισμός και να δώσει έμφαση στη στήριξη των παιδιών στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Τα Φροντιστήρια Ενισχυτικής Διδασκαλίας του ΕΙΝ και του Ταμιείου Θράκης ήδη πριν το 1996 ήταν πρωτοπόρα στην κατεύθυνση αυτή. Επίσης το πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων από το 1998 για τη σχολική και κοινωνική ένταξη των Τσιγγανοπαίδων (με επιστημονικό υπεύθυνο τον Αθανάσιο Γκότοβο), σεβάστηκε τις ιδιαιτερότητες των Ρομά και υλοποίησε μια σειρά από μέτρα βελτίωσης της σχολικής τους ένταξης και επίδοσης.
Κάποιοι κοινωνιολογούντες διεθνολόγοι στο όνομα της προοδευτικότητας ή της νεωτερικότητας απορρίπτουν μετά βδελυγμίας τις έννοιες του έθνους και του εθνικισμού, ενώ στην πράξη υπηρετούν οι ίδιοι τον εθνικισμό, αλλά σε κάποια συγκεκριμένη εκδοχή του, τον κεμαλικό εθνικισμό και μόνον αυτόν. Γι αυτούς το πρόβλημα είναι ο ελληνικός εθνικισμός, ενώ ο τουρκικός εθνικισμός του σφαγέα Κεμάλ είναι καλός. Εμείς λέμε: Κάθε εθνικισμός είναι επιζήμιος. Όμως το να σεβόμαστε την πατρίδα μας, τον τόπο που γεννηθήκαμε, είναι χρέος για κάθε πολίτη αυτής της χώρας, ανεξάρτητα από το θρήσκευμά του, τη γλώσσα του ή τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Όμως τελικά αυτοί που παρουσιάζονται ως απάτριδες και επιχειρούν την αποδόμηση των εννοιών της πατρίδας και του έθνους, σε τελευταία ανάλυση εξυπηρετούν τις χειρότερες μορφές σωβινισμού και φανατισμού.
Προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι κάθε γλωσσικός σχεδιασμός θα πρέπει να γίνεται με τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες των γλωσσικών ομάδων, με παράλληλο σεβασμό της πολιτισμικής τους διαφορετικότητας. Στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης είναι σημαντικό τα εκπαιδευτικά ζητήματα των μουσουλμάνων μαθητών να αποσυνδεθούν από ξεπερασμένους από το διεθνές δίκαιο όρους αμοιβαιότητας. Είναι, επίσης, σημαντική η ενίσχυση της προσχολικής αγωγής, η ενισχυτική διδασκαλία και η γενίκευση του ολοήμερου σχολείου, η γνώση του γλωσσικού ιδιώματος των μαθητών από τους εκπαιδευτικούς, η αναπροσαρμογή του σχολικού προγράμματος, η ίδρυση βιβλιοθηκών, η αύξηση των επισκέψεων και των εξωδιδακτικών δραστηριοτήτων αγωγής υγείας και περιβαλλοντικής αγωγής. Επίσης, οι δάσκαλοι θα πρέπει να δίνουν στους μαθητές την ευκαιρία να επικοινωνήσουν στη μητρική τους γλώσσα και να τους ενθαρρύνουν να εκφράζουν τα βιώματα που έχουν από το δικό τους πολιτισμικό υπόβαθρο.
Μια τελευταία παρατήρηση: Ο όρος «μειονότητα» είναι πολιτικά φορτισμένος. Θα ήταν ορθότερο να χρησιμοποιούνται οι όροι: «εθνοτικές ομάδες», «πολιτισμικές ομάδες», γλωσσικές ομάδες».
Κλείνοντας θα τονίσουμε για μια ακόμα φορά ότι πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελεί η ΕΝΙΑΙΑ δημόσια εκπαίδευση , κοινή και ισότιμη για όλους τους πολίτες αυτής της χώρας. Μόνο έτσι μπορεί να υλοποιηθεί πραγματικά ο σεβασμός της γλωσσικής και πολιτισμικής ταυτότητας της μουσουλμανικής μειονότητας. Να πάψει το μειονοτικό εκπαιδευτικό σύστημα να δηλητηριάζει τις παιδικές ψυχές των Ελλήνων μουσουλμανοπαίδων, αλλοιώνοντας την αγάπη τους προς τον τόπο που γεννήθηκαν και κατασκευάζοντας μία τουρκική εθνική ταυτότητα μέσα από την θεσμοθετημένη επιβολή της τουρκογλωσσίας για τους Πομάκους και Ρομά μαθητές.