Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Ένα πομάκικο παραμύθι από το Δημάριο: "Το κορίτσι που το πέταξαν στο δάσος"



ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
ΣΤΗΝ ΠΟΜΑΚΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

"Mómecheno déno go safarníli faf bayíren"

Bïl ye edín bubáyko sas ennó mómeche. Zhanána mu ye umrâla i to se ozhénil pak sas drúga. Enáy mómecheno imélo ye eysá ennó pomáitsenitsa. Tya go ye ne ishtéla mómechena i víka na chilâkan hi:
- Da idesh da farnísh déteso.
Bubáyko mu otkáral go ye na bayíren i ostávil go ye sas edín torkolák i to ye zaspálo. Agá ye stánalo to tarkále torkolákan na barchínana i mómechena slédi od adzát. Torkolákan ye sprel pri enná kolíba. Mómecheno chúknalo ye vratána. Izléla ye ennó bába sas ennó míchko mómeche i víka hi:
- Kakná íshtesh eysuzí sahát ti eytúva?
- Ostávi me bubáyko eytám ot góre i ya turkuláh turkulákas i dokára me eytúva.
- Yéla na vître.
Zéla ye déteno na vître, hránila go ye, premeníla go ye sas nóvi drípi i víka mu:
- Eysá sabáhlayn she da nábiem ráno od eytús i ti she da glédash dâteso : she go hránish (ne parlívo), she go chésish, alá néma da go opínash, za da ne pláche. Ímam i enná kráva, she da glédash i néya. She da ye doyísh, ála néma da ye opínash, za da ye ne balí.
   Agá se ye vîrnala akshámlayn bábana ye papítala míchkono mómeche:
- Kak ti se zglâva? Hráni li te húbave? Dáva li ti húbavo yáto? Chése li te? Kakná právi na krávana ? Opína ye yátse ? Baléva ye agá ye doyí? 
-  Ne, ot téba po húbave me gléda. I krávana i ména.
Sedélo ye kólkono ye sedélo dâteno i íshkalo ye da nabíye. Víka mu bábana :
- Sédi !
- Ne, íshtam da nábiem, da vídem bubáyka mi.
I bábana hi víka:
- Agá stánish sabáhlayn.
Iméla ye dve trendráfele odvîn na gradínana hi. Edínen ye bil bäl i drúgen chervén. Sétne víka na mómechéna:
- Ya she da nábiem ráno sabáhlayn. Ti she davórsish rábatine, she da zémish edín kopách i she da ídesh da kópnish pot chervénan trendráfel. Kakná to ti izléze tvóyo ye.
Izlél hi ye edín kon déno ye bil továren sas dva sandîk. Edínen sandîk imél drípi i altîneno i drúgono ye bílo pólno liri.  I mómecheno ye yáhnal kónen. Kákna ye varvélo nadénala ye papútsene déno sa bíli altîneni. Kákno ye minóvala enná râka páda hi edínen papúts.   Agá ye atishól králtskono kópel da napoyí kónen to ye ne ishtél da píye. Pochúdil se ye:
- Óti ne píyesh od rékasa? Fse si pil, aysé ne ráchi da píyesh?
Agá ye nablizhíl vídel ye i to papúchen i iskáral ye ilyán :
- Chi ye to ye esuzí papúts da dóyde da si go zéme.
Po ennó vréme doshlólo ye mómechena i víka:
- Móyo ye papúches.
Níkotri ye ne izvéraval óti ye farníl bubáyko hi i ne iméla níkakna. Víkot hi:
- Da iskárash i drúgoto, da vídime akú právi i zam she te izvéravame.
Mómecheno iskárava i drúgen papúts i vídeli sa vritsína óti hi ye právil. I sétne králtskono kópele  ye zíma za zhaná i zhïvéli sa tíye húbave i níye po húbave.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

"Το κορίτσι που το πέταξαν στο δάσος"

Ήταν ένας πατέρας με ένα κοριτσάκι. Η γυναίκα του είχε πεθάνει και αυτός ξαναπαντρεύτηκε με άλλη. Έτσι το κορίτσι είχε τώρα μια μητριά. Αυτή δεν το ήθελε το κορίτσι και λέει στον άντρα της:
- Να πας το παιδί να το πετάξεις.
   Ο πατέρας του πήγε και το άφησε στο δάσος με ένα κουλουράκι κι αυτό κοιμήθηκε. Μόλις ξύπνησε, κύλισε το κουλουράκι στο βουνό και το κορίτσι ακολουθούσε από πίσω. Το κουλουράκι σταμάτησε σε μια καλύβα. Το κορίτσι χτύπησε την πόρτα. Βγήκε μια γριά με ένα μικρό κοριτσάκι και της λέει:
- Τι θέλεις τέτοια ώρα εσύ εδώ;
- Με άφησε ο πατέρας μου εκεί επάνω κι εγώ κύλισα το κουλουράκι και με έφερε εδώ.
- Έλα μέσα, λέει η γριά.
Πήρε μέσα το παιδί, το τάϊζε, του έβαλε καινούρια ρούχα και του είπε:
- Τώρα το πρωί εγώ θα φύγω νωρίς από εδώ κι εσύ θα κοιτάς το παιδί: θα το ταΐζεις (όχι ζεστό), θα το χτενίζεις, αλλά δε θα το τραβάς, για να μην κλαίει. Έχω και μια αγελάδα, θα την κοιτάς κι αυτήν: θα την αρμέγεις, αλλά δε θα την τραβάς, για να μην  πονάει.
   Όταν έφτασε το βράδι, η γριά ρώτησε το μικρό κοριτσάκι:
- Πώς σου φαίνεται; Σε ταΐζει καλά; Σου δίνει φαγητό καλό; Σε χτενίζει; Τι κάνει στην αγελάδα; Την τραβάει πολύ; Την πονάει όταν την αρμέγει;
- Όχι, από σένα πιο καλά με φροντίζει. Και την αγελάδα κι εμένα.
Κάθισε όσο κάθισε το παιδί και ήθελε να φύγει. Του λέει η γριά:
- Κάτσε!
- Όχι, θέλω να φύγω, να δω τον πατέρα μου.
Κι η γριά τής είπε:
- Μόλις σηκωθείς το πρωί.
Είχε δύο τριανταφυλλιές έξω στον κήπο της. Η μία ήταν άσπρη και η άλλη ήτανε κόκκινη. Μετά λέει στο κορίτσι:
- Εγώ θα φύγω το πρωί νωρίς. Εσύ θα τελειώσεις τις δουλειές, θα πάρεις μια τσάπα και θα πας να τσαπίσεις κάτω από την κόκκινη τριανταφυλλιά. Ό,τι σου βγει είναι δικό σου.
   Της βγήκε ένα άλογο που ήτανε φορτωμένο με δυο σεντούκια. Το ένα σεντούκι είχε ρούχα και χρυσαφικά και το άλλο ήτανε γεμάτο λίρες.  Και το κορίτσι ανέβηκε στο άλογο. Kαθώς πήγαινε φόρεσε τα παπούτσια της που ήτανε χρυσαφένια. Καθώς διέσχιζε ένα ποτάμι της έπεσε το ένα παπούτσι.   Όταν πήγε ένας πρίγκηπας να ποτίσει το άλογό του στο ποτάμι αυτό δεν ήθελε να πιει. Αναρωτήθηκε:
- Γιατί δεν πίνει από το ποτάμι; Έπινες πάντα και τώρα δε θέλεις να πιεις;
   Μόλις πλησίασε είδε κι αυτός το παπούτσι και έβγαλε ανακοίνωση:
- Σε όποιον ανήκει αυτό το παπούτσι νάρθει να το πάρει.
Κάποια στιγμή ήρθε το κορίτσι και είπε:
- Δικό μου είναι το παπούτσι.
Κανένας δεν την πίστεψε επειδή την είχε πετάξει ο πατέρας της και δεν είχε τίποτα.Της είπαν:
- Να βγάλεις και το άλλο, να δούμε αν κάνει και μετά θα σε πιστέψουμε.
Το κορίτσι έβγαλε και το άλλο παπούτσι και είδαν όλοι ότι της έκανε. Μετά ο πρίγκηπας την πήρε για γυναίκα του και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


* Από το βιβλίο του Νικολάου Θ. Κόκκα «Uchem so Pomátsko – Μαθήματα Πομακικής Γλώσσας»  τεύχος  Β’, Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης 2004.