Ένα
πομάκικο παραμύθι
από τη Μύκη Ξάνθης
«Kak ye adín tsankách stánal béy»
(Masal ot Mustáfchova)
Iméla ennó fukaró stánalo akshúzin umrâl si ye bubáyko mu. Akshúzin ye bul imâl ye adín sástsik yálnïs fukarána. Agî vídeva af sóne. Yéta katró mu bée mu mamána mu ye kïsmét. I tóy víka máychi mu da íde da mο ye paíshte.
- A, na móy bu budalá. Na móy go
lafavá, máyko mu víka.
- Ya itám na hódem. Itám za na mi li e da íshtom?
Móchel ye móchel máyko mu, narátsi da íde. I
tóy zíma tsáskane itám nagóre annók
akcháma atishól ye támazi na kapîyene. Béen ye pak imél
skopózina na kapîyene. Le pa akchám i víka skopózinune da li néma kadé da
prélezi bu akchám. I skopózinon zöl da so kára
nókana nókakvo i been ye chül. Zarúkal ye skopózinune:
-Kaná as katróga dúmish?
-Néma níkana. Dashól ye itúy nókakva fukará íshte da
prelezí náyde.
Pak tíye so pak béyeno inók
véchere imâli parúlie, zbírot so af néi vécheri na muhabéte. Afnók véchero sha
af tóga da so zbírot. I tóy mu víka béen:
- Ah che da, tóza i télkus agî ye uzóreno
fukaráta i túka íma perílnitso hadaítsko. Ótvari mu, víka, itám da vléze da
prelezî.
Alá béen
go ye glôdal agáana da vlíza nósi
tsáska. Tóy sána go ye arlestísal da lezî. I béyeno so zafátili muhabéte
kunustísavat so dashló mi ye óreksi muhabéten mi so ye udísal.
- Che da, víka. Nîye imâhme i
ashíka. To she bu da go zômeme da
patsónka.
- Che da, víka, to ye tva
rábata, agî si imél, víka, ashíka, dokaráy go, kak ne?
I tíye go parûkovat vótre.
Hódi itámazi za tsónkava, tsónka, tsónka
agá vídel sáana da mi ye dashló húbavo havána.
Kakná mi tsónka udríva na sázane:
- Móne míye, víka, yétka trómo bée mamána
kïsmét.
I tíye zôli da so zglâvot. I
padrétnavot sä inók bée. Chûdet so kaná
da kázot. Ι nazi béy víka mi:
- Réchite mu da ye zaftóri
inóy maníe.
I tiye mu víkot. I tóy ye
zaftáre:
- Ye ta katró mu bée mamána míye kïsmet.
Agî ye zaftáre che mi víka tagáne:
- Pópïtayte go pazná li ye sha da ye vídi.
I tíye mu víkot:
- She da ye paznésh li da
ye vídish?
I tóy víka:
- Sha ye póznom.
I tíye mu víkot:
- Sha de izléze sabáhlay na
hóro. Οn – on besh taaná sha de igrót. She da paznéli katrá ye.
I tóy víka:
- Tamám sha ye póznom.
Alá to ye Alláh tarafundán, kïsmét vrit fíri.
Iskáravat gi na hóro da igrót.
Tóy she mi tsónka i tya sha mo pak advráshta.
Alá náy sétna móye tya advórnala. Ta gi trish práy teklít preméne gi, apína gi
mómine da gi preméne az drúgï rúbï ta igrót pak da vídi sha ye pazné li. I tóy
pak mi tsónka, tsónka mi agî náy sétna i tya tagîne shte Alláh tarafundán advórnala móye:
-Ah gidí, víka, kotzám násil Alláh sanná baná günderdík?
I béen
gi ye tagîne apônal, ta go ye klal na tógovo mâsto, at tóga go ye stóril po
bée.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
«Πώς ένας οργανοπαίκτης έγινε μπέης»
Ήταν ένας
φτωχός που είχε μείνει ορφανός από πατέρα. Ορφανός ήταν και είχε μόνο ένα σάζι
ο κακόμοιρος. Μέχρι που είδε ένα όνειρο. Του τάδε μπέη η κόρη ήταν η μοίρα του.
Κι αυτός είπε στη μάνα του να πάει να του τη ζητήσει.
-Αχ μην
είσαι τρελός. Μην το συζητάς καθόλου, λέει η μάνα του.
- Εγώ εκεί
δεν πάω. Ταιριάζει σε μας εκεί να πάω να
ζητήσω;
Προσπάθησε
να πείσει τη μάνα του να πάει, αυτή δεν ήθελε. Κι αυτός ένα βράδυ πήρε το σάζι
του και τράβηξε για εκεί πάνω κι έφτασε μπροστά στην πόρτα. Ο μπέης όμως, είχε
σκοπό στην πόρτα. Και μόλις βράδιασε ρώτησε το σκοπό αν υπάρχει κάπου να
διανυχτερεύσει. Και ο σκοπός άρχισε να του φωνάζει και ο μπέης άκουσε τη
φασαρία. Φώναξε στο σκοπό:
- Τι και με
ποιον συζητάς;
- Δεν τρέχει τίποτα. Ήρθε εδώ κάποιος
φουκαράς και θέλει να διανυχτερεύσει
κάπου.
Αλλά εκείνη
τη βραδιά οι μπέηδες είχανε συγκέντρωση, συγκεντρώνονταν για να κουβεντιάσουν. Τη συγκεκριμένη βραδιά
ήταν σειρά του μπέη για να συγκεντρωθούν σ’ αυτόν. Και του λέει ο μπέης:
- Αχ
εντάξει, αφού τόσο πολύ είναι ζορισμένος ο φουκαράς, έχει εκεί το πλυσταριό,
ένα μικρό δωμάτιο. Άνοιξέ του, είπε, εκεί να μπει και να διανυχτερεύσει.
Αλλά ο μπέης τον είδε όταν έμπαινε ότι
κουβαλούσε ένα σάζι. Αυτός (ο σκοπός) τον ταχτοποίησε για να κοιμηθεί. Οι
μπέηδες τότε άρχισαν να διαπραγματεύονται μεταξύ τους και καθώς είχαν
συμφωνήσει, τους άνοιξε η όρεξη.
- Mα ναι, λέει (ο μπέης). Εμείς φιλοξενούμε και έναν
οργανοπαίκτη. Θα μπορούσαμε να τον καλέσουμε να παίξει.
- Και
βέβαια, του απαντάνε, αυτό είναι δική σου δουλειά, αφού φιλοξενείς
οργανοπαίχτη, φέρτον, γιατί όχι;
Και αυτοί
τον φώναξαν μέσα. Πηγαίνει εκεί και αρχίζει να παίζει, παίζει, παίζει, όταν
είδε πλέον ότι τους άρεσε η ατμόσφαιρα.
Καθώς τους έπαιζε χτυπάει στο σάζι μια πενιά και λέει:
- Εμένα του
τάδε μπέη η κόρη είναι η μοίρα μου.
Κι αυτοί
άρχισαν να κοιτιούνται. Και λοξοκοιτάνε τον οικοδεσπότη μπέη. Σκέφτονται τι να
πούνε. Και ο οικοδεσπότης μπέης τους λέει:
- Πείτε του
να επαναλάβει εκείνο το υπονοούμενο.
Κι αυτοί του
το λένε. Κι αυτός επαναλαμβάνει:
- Εμένα του
τάδε μπέη η κόρη είναι η μοίρα μου.
Αφού το
επανέλαβε, τότε τους λέει:
- Ρωτήστε
τον αν θα την αναγνωρίσει όταν τη δει.
Κι αυτοί του
λένε:
- Θα την
αναγνωρίσεις αν τη δεις;
Κι αυτός
λέει:
- Θα τη
γνωρίσω.
Και αυτοί
του λένε:
- Θα βγει το
πρωί στο χορό. 10-15 κοπέλες θα χορεύουν. Θα αναγνωρίσεις ποια είναι.
Κι αυτός
λέει:
- Εντάξει,
θα την αναγνωρίσω.
Αλλά έτσι
είναι το θέλημα του θεού, η μοίρα πάντα να κυνηγάει. Τις βγάζουν στο χορό (τις
κοπέλες) για να χορέψουν. Αυτός θα τους παίζει σάζι κι αυτή πάλι θα του
απαντάει. Aλλά στο
τέλος αυτή του απάντησε. Και ο μπέης τρεις φορές έβαζε τις κοπέλες να αλλάζουν
ρούχα και να ξαναχορεύουν για να δει αν θα την αναγνωρίσει. Κι αυτός πάλι
συνέχιζε να παίζει το σάζι, έπαιζε και προς το τέλος, με εντολή του Θεού τού
απάντησε:
-Αχ καημένε,
λέει, πώς ο Θεός εσένα κι εμένα μας έφερε μαζί;
Και ο μπέης τότε τους πήρε και τον έβαλε στη δική του θέση κι απ’ αυτόν τον έκανε πιο ανώτερο μπέη.
* Από το βιβλίο του Νικολάου Θ. Κόκκα «Uchem so Pomátsko – Μαθήματα
Πομακικής Γλώσσας» τεύχος Β’, Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης
2004.