«Η θρησκευτική λατρεία
της Μουσουλμανικής Μειονότητας Θράκης.
Συνθήκη Λωζάννης,
Σύνταγμα και ευρωπαϊκό κεκτημένο»
Ομιλητής: Ανδρέας
Κατσίφας
Επίτημος Αρεοπαγίτης
Αξιότιμοι κυρίες και
κύριοι,
Μέσα στα παράδοξα και σαφώς
απαράδεκτα που συμβαίνουν στη σύγχρονη Ελλάδα είναι και αυτό της ύπαρξης και
συντήρησης ενός αναχρονιστικού και πλήρως αντισυνταγματικού θεσμού. Πρόκειται
για την ύπαρξη και λειτουργία ενός δικαιοδοτικού οργάνου (μονομελούς
δικαστηρίου) για ορισμένη κατηγορία Ελλήνων πολιτών, μουσουλμάνων το θρήσκευμα,
και για ορισμένες υποθέσεις ιδιωτικού (αστικού) δικαίου. Είναι οι Μουφτήδες με
τις από το νόμο παρεχόμενες σε αυτούς εξουσίες προς επίλυση διαφορών,
οικογενειακής και κληρονομικής φύσης. Το πρόβλημα είναι άγνωστο στην
πλειονότητα των Ελλήνων.
Με όσο πιο απλό τρόπο γίνεται, για
να γίνει κατανοητό και από μη νομικούς, επιχειρώ να παρουσιάσω το θέμα και να
προτείνω τις, κατά τη γνώμη μου, λύσεις.
Προηγουμένως πρέπει να παρατεθούν
ορισμένα στοιχεία για την πληθυσμιακή σύνθεση της Δυτικής Θράκης, όπου το
πρόβλημα είναι έντονο, και να γίνει μια συνοπτική αναφορά στην προϊστορία του
θεσμού.
Η Δυτική Θράκη και οι
κάτοικοί της – Οι Πομάκοι
Σύμφωνα με την επίσημη απογραφή του
2011 στη Δυτ. Θράκη κατοικούν 335.000 Έλληνες πολίτες. Από αυτούς 241.000 είναι
ελληνορθόδοξοι χριστιανοί και 114.000 μουσουλμάνοι. Τα ποσοστά με την πάροδο
του χρόνου τείνουν να μεταβληθούν σε βάρος της ελληνοχριστιανικής πλειονότητας
με τη μείωση των γεννήσεων, τη μετανάστευση και την ακολουθούμενη πολιτική των
ελληνικών κυβερνήσεων. Από τους μουσουλμάνους οι τουρκόφωνοι ανέρχονται σε
54.000, οι Πομάκοι (που μιλούν βουλγαρικό ιδίωμα) σε 36.000 και οι Ρομά σε
24.000. Αδιευκρίνιστο είναι το ποσοστό των εξισλαμισμένων Ελλήνων (εκουσίως ή
αναγκαστικώς) της περιοχής που στην απογραφή φέρονται ως τουρκόφωνοι. Αν όμως
λάβομε υπόψη το ποσοστό των γνησίων Τούρκων και αυτής της Τουρκίας, που δεν υπερβαίνει
το 20%, σύμφωνα με τις τελευταίες στατιστικές και τις βιομετρικές έρευνες, το
ποσοστό των τούρκικης καταγωγής Ελλήνων πολιτών της Δυτικής Θράκης δεν μπορεί
να είναι μεγαλύτερο από αυτό της Τουρκίας. Το υπόλοιπο τμήμα του πληθυσμού της
Τουρκίας συντίθεται από Κούρδους, Αρμενίους, Έλληνες, Εβραίους, Ασσυρίους
κ.λ.π.
Ιδιαίτερη περίπτωση για το
μουσουλμανικό πληθυσμό της Θράκης αποτελούν οι Πομάκοι. Ο συνολικός αριθμός των
Πομάκων της Ροδόπης ανέρχεται σε 135.000. Από αυτούς το 75% ευρίσκεται στο έδαφος
της Βουλγαρίας και το υπόλοιπο στην Ελληνική Θράκη με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση
στο Νομό Ξάνθης (27.000). Κατά την κρατούσα άποψη αποτελούν απογόνους αρχαίου
αυτόχθονος θρακικού λαού ορεσιβίων αγροτών και κτηνοτρόφων που δεν δέχθηκαν
επιμειξίες και πολιτισμικές επικαλύψεις από την αρχή της ύπαρξής τους. Από τις
πολλές γνώμες που διατυπώθηκαν κατά καιρούς για την καταγωγή τους εγγύτερη προς
τα πράγματα είναι αυτή που τους θεωρεί απογόνους της αρχαίας θρακικής φυλής των
Αγριάνων, που αποτελούσαν και επίλεκτο τμήμα του στρατού του Μεγάλου
Αλεξάνδρου. Οι ίδιο μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα ως εθνόσημό τους
χρησιμοποιούσαν τη λέξη «Αγριάν». Στην παλιά Ξάνθη η συνοικία των Πομάκων
ονομαζόταν «Αγριάν Μαχαλεσί» και στον Έβρο υπάρχει το τοπωνύμιο «Αγριάν Μπουναρί»
(πηγή των Αγριάνων). Ετυμολογικώς το όνομα προέρχεται κατά μια άποψη από την
παραφθορά των λέξεων «ιππομάχος» ή πόμαξ (πότης) ή από άλλες ξενικές όπως του
βουλγαρικού ρήματος pomagam (βοηθώ). Οι Πομάκοι
ήσαν χριστιανοί ορθόδοξοι μέχρι του 14ου αιώνα, οπότε άρχισε ο
σταδιακός εξισλαμισμός τους που ολοκληρώθηκε τον 19ο αιώνα. Παρά
ταύτα οι Πομάκοι δεν απέβαλαν τελείως τις αναμνήσεις του ελληνοχριστιανικού
παρελθόντος τους. Έτσι οι Πομάκοι της Βουλγαρίας, που δεν διακρίνει μεταξύ
Πομάκων και λοιπών τουρκοφώνων, όταν μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου η Ανατολική
Ρωμυλία επιδικάστηκε στη Βουλγαρία, ανακήρυξαν αυτόνομη δημοκρατία σε 21 χωριά
τους, αλλά ο βουλγαρικός στρατός τα προσάρτησε βίαια το 1883. Και μετά τη λήξη
του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Πομάκοι της Βουλγαρίας ζήτησαν την ενσωμάτωσή τους
στην Ελλάδα, που όμως αδιαφόρησε αν και μπορούσε να το επιτύχει λόγω της
φιλοαξωνικής στάσης της Βουλγαρίας. Αν το αίτημα των βουλγαρικής υπηκοότητας
Πομάκων γινόταν δεκτό η Ελλάδα θα αποκόμιζε πολλαπλά οφέλη, τόσο από τον έλεγχο
ολόκληρου του ορεινού όγκου της Ροδόπης, που θα αποτελούσε φυσικό εμπόδιο για
τον από Βορρά κίνδυνο, όσο και από την προφανώς ελληνική συνείδηση των
αιτησάντων, που θα συνέβαλε στην αφύπνιση των αδελφών τους στην Ελληνική
Επικράτεια και την αποφυγή του εναγκαλισμού τους από την τουρκική προπαγάνδα.
Αλλά και από θρησκευτικής απόψεως η πατροπαράδοτη ανεκτικότητα των Ελλήνων στις
ξένες θρησκείες, συνδυαζόμενη με ήπια μεταχείριση του φρονήματος των Πομάκων,
θα είχε ως συνέπεια τη σταδιακή επανένταξή τους στην προηγούμενη πίστη τους.
Τούτο γιατί ο εξισλαμισμός τους δεν είναι πολύ απομακρυσμένος, κατάλοιπα δε της
χριστιανικής πίστης τους ευρίσκονται και σήμερα ενεργά, όπως η πίστη τους στον
Άγιο Γεώργιο και άλλους χριστιανούς αγίους, που εκδηλώνεται με τάματα και
εορτασμούς την ημέρα της εορτής τους.
Ειδικότερη περίπτωση αποτελούν οι
Κιζιλμπάσηδες – Μπεκτασήδες, οι οποίοι διατηρούν ακέραια ορισμένα χριστιανικά
έθιμα. Έτσι ιδιαίτερα τιμούν τον Άγιο Γεώργιο και την 15η Ιουνίου
γιορτάζουν τους Σαράντα Μάρτυρες. Στη μεγάλη γιορτή τους (κιρκ κουρμπανί)
γίνονται ζωοθυσίες, λέγεται δε ότι πίνουν και ρακή, σταυρώνουν το ψωμί τους
όταν το κόβουν, κάνουν σταυρούς στις κάλτσες τους, ανάβουν κεριά, τρώνε χοιρινό
και πίνουν οινοπνευματώδη. Όλες οι τελετές τους έχουν μυστηριακό χαρακτήρα,
μακρινή ανάμνηση των Ορφικών μυστηρίων. Το ίδιο συμβαίνει με τους τουρκόφωνους
αθίγγανους, των οποίων το εορτολόγιο συμπίπτει εν πολλοίς με το χριστιανικό.
Σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην
εφημερίδα «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» (7-8-2012) ο πολιτικός επιστήμων Κωνσταντίνος Χολέβας
αναφέρει ότι μέσω του διαδικτύου ακούγονται φωνές από Πομάκους της Θράκης που
βροντοφωνούν ότι είναι Έλληνες και όχι Τούρκοι, ότι επιθυμούν να διδάσκονται τα
παιδιά τους τη μητρική (πομακική) γλώσσα αλλά και την ελληνική, τη γλώσσα της
πατρίδας τους. Οι φωνές αυτές αποτελούν γέννημα του σπόρου που έριξε η ηρωϊκή
δασκάλα κ. Χαρά Νικοπούλου, κόρη του Προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Βασ.
Νικοπούλου, και χρειάζονται ενίσχυση και κυρίως προστασία. Το κράτος πρέπει να
επέμβει με δεδομένο ότι οι τουρκόφωνοι της Δυτικής Θράκης χαρακτηρίζονται με
Συνθήκη ως θρησκευτική και όχι εθνική μειονότητα, εν αντιθέσει με τους Έλληνες
της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Από αυτό προκύπτει ότι και οι ίδιοι οι
Τούρκοι κατά τη συνομολόγηση της σχετικής Σύμβασης δεν πίστευαν ότι οι
τουρκόφωνοι, μη ανταλλάξιμοι, της Δυτικής Θράκης είναι Τούρκοι το γένος.
Πρόσφατα δημοσιεύματα στον ημερήσιο
Τύπο αναφέρουν ότι οι Τούρκοι, αντιλαμβανόμενοι τον κίνδυνο διάσπασης των
τουρκοφώνων, των Πομάκων και των Αθιγγάνων της Θράκης λόγω των διαφορετικών
θρησκευτικών πεποιθήσεών τους, προσπαθούν να ενσωματώσουν όλους, με οικονομικά
ανταλλάγματα, σε ενιαία ισλαμική αίρεση με το όνομα «Σουλεϊμαντζήδες».
Ανθρωπολογικώς, από βιομετρικές
έρευνες, προέκυψε ότι οι Πομάκοι δεν έχουν τα ανατομικά χαρακτηριστικά των
Τούρκων, από προσωπική δε αντίληψη γνωρίζω ότι τα πομακόπουλα από της γεννήσεώς
τους μέχρι του τέλους της παιδικής τους ηλικίας είναι πανέμορφα, συνήθως ξανθά,
και οι στολές τους, όπως και των ενηλίκων ομοιάζουν με αυτές των λοιπών Θρακών,
με εξαίρεση τη μαντίλα των γυναικών που αυτές φέρουν αναγκαστικά. Στο σπίτι
τους και τις μεταξύ τους συζητήσεις ομιλούν το ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμά τους,
αλλά στο σχολείο ομιλούν τούρκικα που αναγκαστικά διδάσκονται.
Το πρόβλημα της ύπαρξης μεγάλου
μουσουλμανικού πληθυσμού στη Δυτική Θράκη προέκυψε μετά την ανταλλαγή πληθυσμών
(1923) μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, κατά την οποία εξαιρέθηκαν οι μουσουλμάνοι
της Δυτικής Θράκης και οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Η εξαίρεση ευνόησε την
Τουρκία που έτσι μπορούσε να ασκήσει επιρροή δια της θρησκευτικής οδού επί
ελληνικού εδάφους σε αντίθεση με την Ελλάδα που δεν μπορούσε να προστατεύσει
την ελληνική μειονότητα με τα γνωστά αποτελέσματα της μείωσης μέχρι σημείου
εξαφάνισής της, κατά παράβαση κάθε νομικής και ηθικής αρχής και δη αυτής της
αμοιβαιότητας, την οποία η Ελλάδα ακολούθησε πιστά, σε αντίθεση με την Τουρκία
που ουδέποτε τη σεβάστηκε.
Οι Διεθνείς και Διμερείς
Συμβάσεις
Μετά τη σταδιακή απελευθέρωση
ελληνικών εδαφών από τον τουρκικό ζυγό και την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική
επικράτεια υπό τη γενική ονομασία «Νέες Χώρες», προέκυψε η ανάγκη της
ομαλοποίησης των σχέσεων των δύο χωρών, Ελλάδας και Τουρκίας, όπως και της
ρύθμισης των κοινωνικών συνθηκών και της προστασίας των διαφόρων μειονοτήτων
που υπήρχαν στις χώρες αυτές, ιδίως μετά την εκούσια ή την αναγκαστική
ανταλλαγή πληθυσμιακών ομάδων, που παλαιότερα επί Σουλτανικής εποχής ανήκαν στα
διάφορα «μιλιέμ» με βάση κυρίως τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των μελών τους,
υπό τις οποίες όμως συνήθως υποκρύπτονταν εθνολογική (φυλετική)
διαφορετικότητα. Έτσι διαδοχικά υπογράφηκαν διάφορες διμερείς ή διεθνείς
Συνθήκες με τη συμμετοχή Ελλάδας και Τουρκίας όπως η από 20-6-1881 (Σύμβαση
Κωνσταντινουπόλεως, κυρωθείσα με το νόμο ΠΛΖ΄/1882), η Συνθήκη του Λονδίνου (Μάιος
1913), η Συνθήκη του Βουκουρεστίου (Ιούλιος-Αύγουστος 1913), η Σύμβαση
Ελλάδος-Τουρκίας «περί Ειρήνης», άλλως Συνθήκη Αθηνών, κυρωθείσα με το νόμο
ΔΣΙΓ/1913, η Σύμβαση Ανταλλαγής Πληθυσμών 123/25-8-1923), η Συνθήκη των Σεβρών
και η Συνθήκη της Λωζάννης που κυρώθηκαν με τα νομοθετικά διατάγματα της
25/25-8-1923 και 29-9-1923. Οι «Νέες Χώρες» περιήλθαν στην Ελλάδα το 1881
(Θεσσαλία, Άρτα), το 1912-1913 (Μακεδονία, Ήπειρος, Κρήτη). Η ενσωμάτωση των
Ιονίων Νήσων έγινε το 1864, της δε Δωδεκανήσου το 1947. Το περιεχόμενο των
ανωτέρω Συνθηκών και Διμερών Συμβάσεων αφορούσε την προστασία των εκατέρωθεν
μειονοτήτων ως προς τη θρησκεία, την εκπαίδευση, τη γλώσσα κ.λ.π. Περισσότερη
ανάλυση δεν είναι αναγκαία, διότι θα ήταν μακρά και θα εξήρχετο από το πλαίσιο
του παρόντος άρθρου. Εκείνο όμως που πρέπει να τονισθεί είναι ότι το όλον
περιεχόμενό τους διαπνεόταν από την αρχή της αμοιβαιότητας, η παραβίαση της
οποίας αποτελούσε και λόγο μονομερούς καταγγελίας, υπαναχώρησης και ακύρωσης
των συμφωνηθέντων. Η αρχή αυτή διήκει σε όλο το δικανικό σύστημα της Ελλάδας
(άρθρ. 28 παρ. Ι Συντ.) και αποτελεί βασικό κανόνα του Διεθνούς Δικαίου.
Με την εισαγωγή του Ελληνικού
Αστικού Κώδικα (23-2-1946) καταργήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ΕΙΣΝΑΚ, το
ιδιαίτερο νομικό καθεστώς των Ελλήνων Ισραηλιτών. Για τους Έλληνες
Μουσουλμάνους δεν υπήρξε κάποια πρόβλεψη, γεγονός που οδήγησε ορισμένους
Έλληνες νομικούς, όπως τον καθηγητή Γεώργιο Κουμάντο, αλλά και το Νομικό
Συμβούλιο του Κράτος, με γνωμοδότησή των από τους έτους 1953, στην άποψη ότι η
κατάργηση ιδιαίτερων δικαιϊκών καθεστώτων για όλες τις μειονοτικές ομάδες της
Ελλάδας ήταν έστω και σιωπηρά γενική. Την αντίθετη άποψη διατύπωσε η Ολομέλεια
του Αρείου Πάγου με την 322/1960 απόφασή του. Την άποψή αυτή υιοθέτησε και ο Κώδικας
Πολιτικής Δικονομίας με το άρθρο 8 του εισαγωγικού του Νόμου. Όμως και το άρθρο
αυτό καταργήθηκε εμμέσως με το άρθρο μόνο του ν.1920/1991 (άρθρο 9 της
επικυρωθείσης ΠΝΠ).
Ο Ιερός Μουσουλμανικός
Νόμος και η ισχύς του στα σύγχρονα μουσουλμανικά κράτη, στην Ευρώπη και στην
Ελλάδα
Παγίως γίνεται δεκτό ότι ο Νόμος
αυτός (σαρία, εκ του περσικού saria) συντίθεται κατά βάση
από τις στο Κοράνιο, το Ιερό Βιβλίο των Μουσουλμάνων, ρήσεις του Προφήτη
Μωάμεθ, από τις οποίες ερμηνευτικώς συνάγονται διάφοροι νομικοί κανόνες,
ρυθμιστικοί των κοινωνικών σχέσεων των πιστών ιδίως σε θέματα οικογενειακού και
κληρονομικού δικαίου, και, επιβοηθητικώς, από την Ιερή Παράδοση (σουνέτ), τις
συνοδικές αποφάσεις των πρώτων μουσουλμανικών χρόνων και τις γνωμοδοτήσεις
μεγάλων νομοδιδασκάλων του μουσουλμανισμού.
Η αυστηρότητα, η ακαμψία, το
αδιάλλακτο και η αδυναμία προσαρμογής του στις σύγχρονες απαιτήσεις της
κοινωνικής ζωής τον κατέστησαν δίκαιο απαρχαιωμένο, αναχρονιστικό και
απολιθωμένο. Ως δίκαιο της παράδοσης (Χαντίθ) δεν παρίσταται ακέραιο και δεν
έχει ενιαία εφαρμογή σε όλο το μουσουλμανικό κόσμο, λόγω της διαφορετικής
απόκλισης των διαφόρων μουσουλμανικών αιρέσεων (Σουνίτες, Σιίτες, Χαναφίτες,
Σαφηίτες, Μαλακίτες κ.λ.π.). Ακριβώς για τους λόγους αυτούς τα διάφορα μουσουλμανικά
κράτη εγκαίρως αποσύνδεσαν τη θρησκεία από το κράτος και εισήγαγαν σύγχρονους
κανόνες δικαίου για να ρυθμίσουν την κοινωνική ζωή του λαού τους. Έτσι στην
Τουρκία με την εκκοσμίκευση που επιχείρησε και επέτυχε ο Κεμάλ από του έτους
1924 καταργήθηκε η εξουσία των ιεροδικών (κατήδων) να επιλύουν διαφορές μεταξύ
Τούρκων υπηκόων, ανεξαρτήτως φυλής, γλώσσας και θρησκείας, αποτέλεσμα της
καταργήσεως της συγκροτήσεως του τουρκικού κράτους με βάση τα μιλιέτ, από δε
του έτους 1936 εισήχθη, κατά πιστή σχεδόν μετάφραση του Ελβετικού Αστικού
Κώδικα σύγχρονο δικαιϊκό σύστημα για όλους τους πολίτες. Το ίδιο ισχύει και για
τα Βαλκανικά κράτη, όπως η Αλβανία και η πρώην Γιουγκοσλαβία, που είχαν
σοσιαλιστικά (ορθότερα : κομμουνιστικά) καθεστώτα. Γενικότερα από τις βαλκανικές
και τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες μόνον στην Ελλάδα επιζεί και ισχύει η σαρία για
το προσωπικό καθεστώς των Ελλήνων Μουσουλμάνων ως θλιβερό κατάλοιπο της
Τουρκοκρατίας. Με εμφανή καθυστέρηση και μόνον από το έτος 1946 εισήχθη στην
Ελλάδα σύγχρονης αντίληψης Αστικός Κώδικας. Με εξαίρεση ορισμένα
φονταμενταλιστικά κινήματα, όπως των Μουζαχεντίν (Ιράν) και Ταλιμπάν
(Αφγανιστάν) πλείστα μουσουλμανικά κράτη, ακολούθησαν το παράδειγμα της
Τουρκίας, όπως η Ιορδανία (1951), η Συρία (1953), η Τυνησία (1956), το Ιράκ
(1959) και το Μαρόκο (1959).
Το καθεστώς των
Μουφτειών πριν και μετά το Νόμο 1920/1991
Κατά το διάστημα που οι «Νέες Χώρες»
υπήγοντο στην οθωμανική διακυβέρνηση οι Μουφτήδες (εκ του περσικού mufti)
ήταν μουσουλμάνοι θεολόγοι (ουλεμάνες, μουλάδες) και είχαν την ιδιότητα αυτή
για ορισμένη περιφέρεια ύστερα από το διορισμό τους από τον Σεϊχ-ουλ-Ισλάμη,
δηλαδή τον αμέσως μετά τον πρωθυπουργό στην κυβερνητική ιεραρχία υπουργό, που
ήταν ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης της Οθωμανικής Τουρκίας και ταυτόχρονα
υπουργός Θρησκείας, Δικαιοσύνης και Παιδείας. Για το διορισμό του Μουφτή
απαραίτητη ήταν η καλή γνώση του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου, η ευσέβειά των και
η αποφοίτηση από ανώτατη ιερονομική σχολή δωδεκαετούς φοιτήσεως. Τα καθήκοντά
του ήταν καθαρώς θρησκευτικά, γιατί ήταν ανώτερος θρησκευτικός ηγέτης
(καθοδηγητής) των πιστών. Μεταξύ αυτών ήταν και σύνταξη επισήμων γνωμοδοτήσεων
(φετφάδων) επί θρησκευτικών ή νομικών θεμάτων του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου,
οι οποίες όμως δεν ήταν υποχρεωτικές για τον ιερονομικό δικαστή (καδή ή κατή),
που μόνον αυτός είχε το δικαίωμα της απονομής της δικαιοσύνης με βάση τον ίδιο
νόμο.
Η πρώτη μνεία του Μουφτή ως
θρησκευτικού ηγέτη των Ελλήνων Μουσουλμάνων έγινε με τη συνθήκη της
Κωνστανινουπόλεως του 1881, η οποία προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι «τα εγχώρια
θρησκευτικά δικαστήρια θα εξασκώσι και εν τω μέλλοντι την δικαιοδοσίαν αυτών
επί υποθέσεων καθαρώς θρησκευτικών». Σ΄ εκτέλεση της Συμβάσεως αυτής εκδόθηκε ο
νόμος ΑΛΗ΄/1882, ο οποίος προέβλεπε τα της εκλογής των Μουφτήδων και τις
αρμοδιότητές τους. Ο νόμος αυτός αφορούσε τους Μουφτήδες Λάρισας, Φαρσάλων,
Τρικάλων και Βόλου. Ακολούθως με τη Συνθήκη των Αθηνών, συνομολογήθηκε η
ισονομία των Ελλήνων Μουσουλμάνων με τους λοιπούς Έλληνες, ορίσθηκε δε ότι το
όνομα του Σουλτάνου θα εξακολουθήσει να μνημονεύεται στις προσευχές των
Μουσουλμάνων, ότι οι πνευματικοί ηγέτες τους θα τελούν υπό την εξάρτηση του
στην Κωνστανινούπολη Σείχ-ουλ-Ισλαμάτου και ότι μετά την επιλογή του Αρχιμουφτή
από το Βασιλέα των Ελλήνων και την ανακοίνωση της εκλογής στο
Σείχ-ουλ-Ισλαμάτο, τούτο θα αποστέλει στον εκλεγέντα «Μανσούριον» και
«Μουρασελέν» για να μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά του. Ακόμα ορίστηκε ότι οι
Μουφτήδες ασκούν δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων επί γάμων, διαζυγίων,
διατροφών (νεφακά), επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων και ισλαμικών
διαθηκών. Ως προς τις κληρονομίες οι ενδιαφερόμενοι Μουσουλμάνοι μπορούν να
προσφύγουν στο Μουφτή ως διαιτητή.
Ακολούθησε η έκδοση του νόμου
ν.2345/1920 «περί προσωρινού Αρχιμουφτή και Μουφτήδων των εν των κράτει
Μουσουλμάνων και περί διαχειρίσεως των περιουσιών των Μουσουλμανικών
Κοινοτήτων». Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του νόμου αυτού είναι τα εξής : 1)
Όσον αφορά τον Αρχιμουφτή, δεν φαίνεται να υλοποιήθηκε η σχετική διάταξή του,
ούτε αυτή που προέβλεπε την ίδρυση στην Αθήνα Ιερατικής Μουσουλμανικής Σχολής.
Έτσι είχαμε επιλογή Μουφτήδων Ελλήνων Μουσουλμάνων, γηγενών ή εκ
πολιτογραφήσεως, αποφοίτων ξένων ιερατικών σχολών, με όσες συνέπειες επάγεται
τούτο. 2) Ουδεμία αναφορά στις προηγηθείσες Διεθνείς ή Διμερείς Συνθήκες
γίνεται, ρητώς δε καταργήθηκε κάθε άλλη προηγούμενη διάταξη που ρύθμιζε τα
αντικείμενα που ρυθμίζει ο νόμος αυτός. Έτσι και οι εν λόγω Συνθήκες, που
ουδόλως μνημονεύονται στο νόμο ως πηγές των ρυθμίσεών του, στερήθηκαν της
Συνταγματικής κυρώσεώς τους (άρθρ. 28 Συντ.) και έχασαν την αυξημένη ισχύ τους
έναντι των απλών νόμων. 3) Ορίσθηκε ο τρόπος επιλογής των Μουφτήδων με τη
συμμετοχή όλων των Ελλήνων Μουσουλμάνων, που ήσαν εγγεγραμμένοι στους
εκλογικούς καταλόγους της περιφέρειας του υπό εκλογή Μουφτή, κατ΄αντίθεση προς
τα κρατούντα στην επίσημη και κρατούσα θρησκεία των Ελλήνων, το Ιερατείο της
οποίας πάντοτε, από την εποχή του Αποστόλου Παύλου, διοριζόταν χωρίς τη
συμμετοχή των λαϊκών. 4) Με την κατάργηση των προηγούμενων νόμων (και του νόμου
ΑΛΗ΄/1882) απαλείφθηκε η άμεσος εμπλοκή «Μανσουρίων» και «Μουρασελέδων», όπως
και τα της μνημόνευσης του Σουλτάνου στις προσευχές των Ελλήνων Μουσουλμάνων.
5) Ορίστηκε ότι τόσον ο Αρχιμουφτής όσο και οι Μουφτήδες είναι δημόσιοι
υπάλληλοι, αμειβόμενοι από το κράτος. 6) Διατηρήθηκε η δικαιοδοσία του Μουφτή
επί των θεμάτων που προαναφέρθηκαν, με εξαίρεση τα της διαιτησίας του Μουφτή ως
προς τις κληρονομικές υποθέσεις, που υπήχθη αμέσως σ΄αυτόν. 7) Για όλες τις επί
μέρους εξουσίες του Μουφτή προς επίλυση διαφορών μεταξύ Ελλήνων Μουσουλμάνων
ορίσθηκε ότι αυτές πρέπει να διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο και 8)
Ορίστηκε ότι για να είναι εκτελεστές οι σχετικές αποφάσεις του Μουφτή και να
αποτελούν δεδικασμένο πρέπει να κηρυχθούν εκτελεστές από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας του
Μουφτή. Το δε Πρωτοδικείο δεν μπορεί να εξετάσει άλλο παρά μόνον αν η απόφαση
εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας και χωρίς να εξετάζεται το περιεχόμενό
της. Η τελευταία αυτή διάταξη ως προς την ανυπαρξία δυνατότητας έρευνας του
Πρωτοδικείου ως προς το περιεχόμενο προστέθηκε με τον αναγκαστικό νόμο
372/1936.
Σήμερα στην Ελλάδα ισχύει η από
24-12-1990 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) που κυρώθηκε με το νόμο
1920/1991.
Με την ΠΝΠ : 1) Καταργήθηκε ο νόμος
2345/1920 και κάθε άλλη διάταξη που αφορούσε αντικείμενα που ρυθμίζονται με την
ΠΝΠ (άρθρο 9 παρ. 1). 2) Η εκλογή των Μουφτήδων γίνεται πλέον χωρίς τη
συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου, με τη συμβουλευτική και μόνον συμμετοχή στη
διαδικασία της εκλογής δέκα μελών της Ελληνικής Μουσουλμανικής Κοινότητας,
θρησκευτικούς λειτουργούς και εξέχοντες Έλληνες μουσουλμάνους πολίτες, ακόμη
και σε περίπτωση μη συμμετοχής μουσουλμάνων την οικεία επιτροπή υπό τον αρμόδιο
Νομάρχη. 3) Ο Μουφτής που διορίζεται έχει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου,
όπως και υπό το προηγούμενο καθεστώς, δίδει τον όρκο του δημοσίου υπαλλήλου, με
θέση και αποδοχές γενικού διευθυντή και έχει τις κατά το Σύνταγμα και τους
νόμους υποχρεώσεις των δημοσίων υπαλλήλων. 4) Ο Μουφτής ασκεί, όπως και υπό το
προηγούμενο καθεστώς, δικαιοδοσία επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών,
κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου
διαδοχής, εφόσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο.
Και 5) Διατηρείται η ανάγκη της κηρύξεως ως εκτελεστής (κατ΄ ακριβολογία της
επικυρώσεως) των αποφάσεων από το Μονομελές Πρωτοδικείο, που ερευνά μόνον αν η
απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του Μουφτή και αν οι διατάξεις
που εφαρμόστηκαν αντίκεινται στο Σύνταγμα. Κατά της αποφάσεως του Μονομελούς
Πρωτοδικείου χωρεί προσφυγή ενώπιον του οικείου Πολυμελούς Πρωτοδικείου, κατά
της αποφάσεως του οποίου δεν χωρεί ένδικο μέσο τακτικό ή έκτακτο. Η ΠΝΠ με το
περιεχόμενο που αναφέρθηκε αποτελεί κάποια πρόοδο σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς,
δεν επιλύει όμως τα προκύπτοντα προβλήματα, όπως κατωτέρω εκθέτω.
Τα προβλήματα αυτά είναι τα εξής :
Ως προς την ιδιότητα του Μουφτή ως δικαστή
Σύμφωνα με τα άρθρα 87 και επ. του
Συντάγματος, αλλά και των προϊσχυσάντων, η δικαιοσύνη (στην Ελλάδα) απονέμεται
από τακτικούς δικαστές, που έχουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, και
πρέπει να τηρούν το Σύνταγμα και τους νόμους και να μη συμμορφώνονται με
αντισυνταγματικές διατάξεις. Έτσι έχουν ισοβιότητα, που εξικνείται μέχρις ενός
ορίου ηλικίας (65 ετών μέχρι τον βαθμό του Εφέτη και 67 για τους ανωτέρους
βαθμούς) και έχουν ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση. Παρατηρείται, συνεπώς,
μια κραυγαλέα αντίθεση μεταξύ της ως άνω ρυθμίσεως του ν. 1920/1991 και αυτής
του Συντάγματος, αφού ένας, διοικητικός υπάλληλος, για τον οποίο δεν ορίζεται
όριο ηλικίας, ασκεί δικαιοδοσία επί Ελλήνων πολιτών, που ανεξαρτήτως
θρησκεύματος έχουν την προσήκουσα προστασία από το Σύνταγμα και τους νόμους που
υλοποιούν τη συνταγματική επιταγή. Πέραν όμως αυτών η με απλό νόμο ονομασία του
Μουφτή ως δικαστή προσκρούει και σε άλλες διατάξεις του Συντάγματος, όπως αυτές
του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 που ορίζουν ότι οι Έλληνες και Ελληνίδες είναι ίσοι
ενώπιον του νόμου και έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ερμηνευτικώς έχει
γίνει δεκτό ότι απόκλιση από την αρχή της ισότητας είναι επιτρεπτή από λόγους
γενικού (δημοσίου ή κοινωνικού) συμφέροντος που στην προκείμενη περίπτωση δεν
υπάρχουν. Επίσης παραβίαση του Συντάγματος (άρθρ. 5 παρ. 2) που θεσπίζει την
απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας των Ελλήνων πολιτών,
χωρίς διάκριση φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών πεποιθήσεων, με εξαιρέσεις όταν
προβλέπεται από διεθνές δίκαιο. Και με τη διάταξη τονίζεται η ως άνω αυτονομία.
Με όλο αυτό γίνεται φανερό ότι υπάρχει μια διακριτή μεταχείριση των Ελλήνων
Μουσουλμάνων, που μπορούν να δικάζονται από ομοθρήσκους τους δικαστές
(Μουφτήδες), έναντι των λοιπών Ελλήνων, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, που
υποχρεωτικά δικάζονται από τακτικούς δικαστές που μπορεί να είναι ή μην είναι
ομόθρησκοί τους. Την αντισυνταγματικότητα της αναθέσεως δικαστικών καθηκόντων
από Μουφτή επισημαίνει και το Συμβούλιο της Επικρατείας με την 1033/2001
απόφασή του βάσει όλων των Συνταγμάτων από του έτους 1844 μέχρι σήμερα.
Ως προς το εφαρμοζόμενο
ή εφαρμοστέο από το Μουφτή δίκαιο
Με την υιοθέτηση του Ιερού
Μουσουλμανικού Νόμου από τον Έλληνα νομοθέτη ο Νόμος αυτός αποτελεί εσωτερικό
(εθνικό) δίκαιο και ο Έλληνας τακτικός δικαστής που καλείται να κηρύξει
εκτελεστή την απόφαση του Μουφτή (άρθ. 5 παρ. 3 ν. 1920/1991) πρέπει να τον
γνωρίζει κατά τον ισχύοντα κανόνα του ρωμαϊκού δικαίου juranovitcuria. Όμως δεν υπάρχει
κωδικοποίηση του εφαρμοστέου μουσουλμανικού δικαίου, αλλά και αν υπάρξει θα
πρέπει να περιλάβει όλες τις αποκλίσεις του πράγμα σχεδόν αδύνατο. Ενδεικτικό
της αδυναμίας αυτής αποτελεί η σύσταση, σε εκτέλεση σχετικού όρου της Συνθήκης
της Λωζάννης (1923), μικτής επιτροπής για την καταγραφή των εθίμων της
μουσουλμανικής μειονότητας που απορρέουν από συγκεκριμένες θρησκευτικές
πρακτικές, που όμως ουδέποτε συνήλθε. Το έθιμο αποτελεί πηγή του δικαίου και
στο δικαιϊκό σύστημα της Ελλάδας (άρθ. 1 ΑΚ). Οι διατάξεις του ν. 1920/1991
είναι καθαρώς δικονομικές, δηλαδή καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο ο δικαστής
(εν προκειμένω ο Μουφτής) θα λύσει τη διαφορά. Η λύση όμως προϋποθέτει την
ύπαρξη διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και αυτή θα πρέπει να
αναζητηθεί στη σαρία, που κατά περιεχόμενο χαρακτηρίζεται απροσδιόριστη (Αθηνά
Κοτζαμπάση, καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ). Πέραν αυτών ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος ως
ειδικό δίκαιο είναι στενώς εφαρμοστέος και ανεπίδεκτος διασταλτικής ερμηνείας ή
ανάλογης εφαρμογής. Η αδυναμία αυτή ισχύει και σε άλλα πεδία του μουσουλμανικού
δικονομικού δικαίου που εφαρμόζει ο Μουφτής, όπως π.χ. το βάρος κάθε
αποδεικτικού μέσου, που στον Ιερό Νόμο (όπως αυτός ίσχυε στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία) δίδεται περισσότερη βαρύτητα στη μαρτυρία του άνδρα έναντι της
γυναίκας, το απαράδεκτο της έγγραφης απόδειξης όταν δεν συνδυάζεται με
μαρτυρική κατάθεση κ.λ.π.
Ως προς τα υποκείμενα
στη δικαιοδοσία του Μουφτή πρόσωπα – Διεθνείς προεκτάσεις
Στο ν. 1920/1991, όπως και στους
προϊσχύσαντες, ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία του Μουφτή ανήκουν οι Έλληνες
μουσουλμάνοι της περιφέρειάς του. Δημιουργείται όμως ένα κενό για το τι ισχύει
για τους Έλληνες μουσουλμάνους των λοιπών περιοχών της Ελλάδας, όπου δεν
υπάρχουν Μουφτείες, όπως και για τους άλλων εθνικοτήτων μουσουλμάνους
(Αιγυπτίους, Τυνησίους, Τούρκους, Πακιστανούς, Παλαιστίνιους κ.λ.π.) κατοίκων
της Ελλάδας. Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο από την ύπαρξη Ελλήνων μουσουλμάνων
εργαζομένων σε ευρωπαϊκή χώρα, το οποίο εντόπισε στη Γερμανία ο καθηγητής του
Πανεπιστημίου RegensburgPeterGottwald) και με γνωμοδότησή του επισημαίνει την
ανισότητα της μεταχειρίσεως των γυναικών στο μουσουλμανικό γάμο και τη χαρακτηρίζει
αναχρονιστική, δεχόμενος εμμέσως ότι ο μουσουλμανικός νόμος δεν μπορεί να
ισχύσει στη Γερμανία, ούτε σε Έλληνες μουσουλμάνους που κατοικούν σ΄αυτή.
Ως προς την τοπική
αρμοδιότητα του Μουφτή να λύσει ως δικαστής διαφορά αστικής φύσεως
Είναι φανερό ότι οι προαναφερθείσες
Διεθνείς και Διμερείς Συμβάσεις αφορούσαν τις εδαφικές περιοχές του Ελλαδικού
χώρου που απελευθερώθηκαν από τους Τούρκους (τις «Νέες Χώρες») και δεν είχαν
σχέση με άλλες περιοχές, όπως τα Ιόνια Νησιά, η Δωδεκάνησος και η Κρήτη, οι οποίες
δεν περιήλθαν στην Ελλάδα από την Τουρκία, αλλά από άλλα καθεστώτα και συνεπώς
από άλλα δικαιϊκά συστήματα στα οποία δεν είχε εφαρμογή ο Ιερός Μουσουλμανικός
Νόμος, ούτε υπήρχε κάποια σχετική πρόβλεψη στις Συνθήκες Παραχώρησης. Παρά
ταύτα υπήρξαν και μερικές εσφαλμένες αποφάσεις Ελληνικών δικαστηρίων που
δέχθηκαν το αντίθετο. Το μεγαλύτερο όμως σφάλμα ανήκει στον Έλληνα νομοθέτη του
νόμου 1920/1991 που επικύρωσε το άρθρο 5 της ΠΝΠ, με το οποίο δεν γίνεται η
σχετική διάκριση. Ανοίγεται έτσι η Κερκόπορτα για την ίδρυση και άλλων
Μουφτειών, πέραν αυτών που υπάρχουν, κατ΄ απαίτηση των στην Ελλάδα μουσουλμάνων
οικονομικών προσφύγων, εν πολλοίς παρανόμων, με την επίκληση της αρχής της ίσης
μεταχείρισης υπό το βλέμμα και την πίεση ισχυρών μουσουλμανικών κρατών, όπως η
Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος, το Μαρόκο, η Λιβύη και κυρίως η Τουρκία που θα
σπεύσει να εκμεταλλευθεί το γεγονός, υπό την προσχηματική επίκληση θρησκευτικού
ενδιαφέροντος, ουσιαστικώς όμως για τη δημιουργία στην Ελλάδα εστιών εθνικών
κινδύνων.
Ως προς τις εκδιδόμενες
από το Μουφτή αποφάσεις
Σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 3 του
Συντάγματος κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα
αιτιολογημένη. Παγίως γίνεται δεκτό ότι η δικαστική απόφαση αποτελείται από το
ιστορικό, το αιτιολογικό και το διατακτικό της. Το αιτιολογικό συνίσταται στην
(ορθή) υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα το
δικαστήριο στον κανόνα ουσιαστικού δικαίου που έκρινε ότι έχει εφαρμογή στη
συγκεκριμένη περίπτωση. Έτσι και στην απόφαση του Μουφτή πρέπει να αναφέρεται
και ο κανόνας αυτός. Αλλά αν ο κανόνας αυτός δεν είναι ορισμένος και μάλιστα
αποδεκτός από όλες τις μουσουλμανικές αιρέσεις, τότε δεν υπάρχει αιτιολογία και
η απόφαση είναι ανύπαρκτη, ως προσκρούουσα στην ως άνω συνταγματική επιταγή.
Πέρα όμως από αυτό η εκδίκαση μιας υπόθεσης σοβαρού αντικειμένου, όπως η λύση
του γάμου με αντιδικία των συζύγων, από μονομελές δικαστήριο (από μόνο το
Μουφτή), κατ΄ αντίθεση προς τα ισχύοντα στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο, που
επιβάλλει την εκδίκαση από πολυμελές δικαστήριο, όπου με την ανταλλαγή τυχόν
διαφορετικών απόψεων των μελών του, τόσο κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού
υλικού όσο και για την ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου,
εξασφαλίζεται η ορθότερη κατά το δυνατό κρίση, συνεπάγεται τον κίνδυνο εκδόσεως
μη ορθής απόφασης. Ο κίνδυνος αυτός μεγιστοποιείται εκ του ότι οι αποφάσεις του
Μουφτή όταν κηρυχθούν εκτελεστές δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα (έφεση,
αναίρεση) σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 1920/1991, απαγόρευση που δεν
ισχύει κατά κανόνα για τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων. Δημιουργείται
έτσι και μια άλλη περαιτέρω διάκριση μεταξύ Ελλήνων Μουσουλμάνων και των άλλων
Ελλήνων. Αλλά και η εκδίκαση υποθέσεων αστικού χαρακτήρα από πρόσωπο που
στερείται των προσόντων δικαστού, όπως αυτά διαγράφονται από τις εθνικές
νομοθεσίες, προσκρούει αμέσως και ευθέως στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης
της Ρώμης για τα ανθρώπινα δικαιώματα που ισχύει από του έτους 1953. Στο άρθρο
αυτό γίνεται λόγος για το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικαστεί η υπόθεσή του
δίκαια, δημόσια και μέσα σε εύλογη προθεσμία από ανεξάρτητο και από αμερόληπτο
δικαστήριο. Σχετικό και το άρθρο 5 της Σύμβασης, με το οποίο αναγνωρίζεται
μεταξύ των συζύγων ισότητα δικαιωμάτων και καθηκόντων αστικού χαρακτήρα, όσο
και στις σχέσεις με τα παιδιά τους, ως προς το γάμο κατά τη διάρκειά του και τη
λύση του. Πέραν της διατάξεως αυτής η εν λόγω ισότητα διασφαλίζεται και με το
άρθρο 21 του Συντάγματος.
Ως προς την κήρυξη
εκτελεστής της απόφασης του Μουφτή
Από τη διάταξη του άρθρου 5 της
ΠΝΠ./1990 προκύπτει ότι το μονομελές πρωτοδικείο, προκειμένου να κηρύξει
εκτελεστή την απόφαση του Μουφτή, οφείλει να ερευνήσει, εκτός του αν η απόφαση
εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του, όπως ίσχυε προηγουμένως, αλλά και αν
τηρήθηκαν οι συνταγματικές επιταγές ως προς τις εφαρμοσθείσες διατάξεις. Από
αυτό προκύπτει το μεν ότι οι διατάξεις αυτές πρέπει να μνημονεύονται στην
απόφαση, με τις δυσχέρειες που ήδη επισημάνθηκαν, το δε να μην αντίκεινται στο
Σύνταγμα. Εκ του ότι υπόκειται στον έλεγχο του Μονομελούς Πρωτοδικείου η
συνταγματικότητα του ουσιαστικού νόμου που εφάρμοσε ο Μουφτής, προκύπτει
περαιτέρω ότι ο Μουφτής πρέπει να γνωρίζει, όχι μόνο το μουσουλμανικό δίκαιο,
αλλά και αυτό του Συντάγματος και των εκτελεστικών αυτού νόμων. Όμως τέτοια
προϋπόθεση δεν περιλαμβάνεται στα προσόντα διορισμού του. Εν όψει μάλιστα του
ότι οι αποφάσεις του Μουφτή δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα (τακτικά ή έκτακτα)
θα πρέπει το Μονομελές Πρωτοδικείο να αρνηθεί την κήρυξη της απόφασης του Μουφτή
ως εκτελεστής, αν από το περιεχόμενό της προκύπτει φανερή δυσαρμονία προς το
κοινό περί δικαίου αίσθημα. Τούτο προκύπτει εκ του ότι στο νεότερο αυτό νόμο
(ΠΝΠ) δεν επαναλήφθηκε η προηγούμενη δέσμευση του Μονομελούς Πρωτοδικείου να
μην ερευνά το περιεχόμενο της απόφασης του Μουφτή. Συμπερασματικά η ως άνω
διάταξη της ΠΝΠ ενέχει και το σπέρμα της αυτοαναιρέσεως, αφού, όπως και πιο
κάτω εκθέτω, όλες οι δικαιοδοτικές εξουσίες του Μουφτή αντίκεινται στο
Σύνταγμα.
Οι επί μέρους
δικαιοδοτικές εξουσίες του Μουφτή
1. Γάμος μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων,
εφόσον διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο
Σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει δεκτά,
κατά το μουσουλμανικό δίκαιο ο γάμος αποτελεί σύμβαση ιδιωτικού δικαίου και
συνάπτεται ύστερα από πρόταση του ενός συμβαλλομένου προς τον έτερο και αποδοχή
της πρότασης από τον άλλο στο όνομα του Αλλάχ, παρουσία δύο μαρτύρων και με
καθορισμό ενός χρηματικού ποσού, δίκην προικός, που ο σύζυγος υποχρεούται να
δώσει στη γυναίκα σε περίπτωση λύσης του γάμου λόγω διαζυγίου ή θανάτου (νικιάχ).
Μέχρις αυτού του σημείου δεν υπάρχει πρόβλημα αντισυνταγματικότητας ή
αντιθέσεως στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη. Τα προβλήματα προκύπτουν εκ του
ότι δεν είναι απαραίτητη κατά τη σύναψη του γάμου η αυτοπρόσωπη παρουσία της
γυναίκας, έστω και ενήλικης, αλλά μπορεί να εκπροσωπείται από στενό άρρενα
συγγενή της. Έτσι όμως προκύπτει το ενδεχόμενο της συνάψεως γάμου από μόνη τη
συμφωνία γαμπρού και συγγενούς της νύφης, που υπό τις συνθήκες της διαβιώσεώς
της δεν μπορεί να αντιδράσει. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα προκύπτει από το
γεγονός ότι κατά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο επιτρέπεται η πολυγαμία και
μάλιστα μόνον από την πλευρά του άντρα, που μπορεί να τελέσει γάμο και να έχει
συγχρόνως μέχρι τέσσερις συζύγους. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει άμεση και βάναυση
προσβολή των χρηστών ηθών και της δημοσίας τάξεως, αφού η διγαμία όχι μόνον
αποτελεί κώλυμα συνάψεως γάμου, όχι μόνο λόγο διαζυγίου αλλά και ποινικό
αδίκημα, σύμφωνα με το άρθρο 356 του ΠΚ και ισχύει για όλους τους Έλληνες
ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Συνεπώς ο Μουφτής επικυρώνοντας ή χορηγώντας άδεια
τελέσεως και νέου γάμου σε ήδη έγγαμο άνδρα διαπράττει το ως άνω έγκλημα ως
άμεσος συνεργός του δράστη της διγαμίας. Από τα παραπάνω προκύπτει και
ανισότητα της μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε βάρος των γυναικών μη ανεκτή
στη σύγχρονη κοινωνική ζωή και ευθεία παραβίαση της οικείας συνταγματικής
διάταξης.
2. Διαζύγια
Προβλέπονται δύο τρόποι λύσεως του
γάμου με διαζύγιο. Η συναινετική λύση και η αποπομπή. Η συναίνεση (hul)
δεν παρουσιάζει προβλήματα και συνήθως προέρχεται από επιθυμία της γυναίκας που
όμως υποχρεώνεται να καταβάλει στον άνδρα ένα είδος αποζημίωσης. Αποτελεί
περίπτωση δικαιώματος «αυτοεξαγοράς» Η αποπομπή (talag) γίνεται από τον άνδρα
με δήλωσή του προς τη γυναίκα επί τρεις διαδοχικές φορές, σε περιόδους
«καθαρότητας» της γυναίκας και στο διάστημα αυτό να μην έχει κοιμηθεί μαζί της.
Ο θεσμός αυτός, ασφαλώς υποτιμητικός της προσωπικότητας της γυναίκας είναι
ασφαλώς αντισυνταγματικός (άρθρο. 21 Συνταγμ.) αλλά και αντίθετος στα χρηστά
ήθη. Στην ουσία το διαζύγιο μεταξύ μουσουλμάνων συζύγων απόκειται στη θέληση
του άνδρα, που, αν δεν συναινεί στο διαζύγιο, η γυναίκα δεν μπορεί να απαλλαγεί
από δυσβάστακτο γάμο, αφού το δικαίωμα αποπομπής ανήκει μόνο στον άνδρα, ενίοτε
εμμένοντα σ΄αυτόν για λόγους εκδίκησης. Κατά τα κρατούντα στη γερμανική
νομολογία, το κατά το μουσουλμανικό δίκαιο είτε με αποπομπή είτε με συναίνεση
διαζύγιο αντίκειται στην εσωτερική (γερμανική) δημόσια τάξη, αφού το διαζύγιο,
όπως και στην Ελλάδα, απαγγέλεται μόνο από τα πολιτικά δικαστήρια.
3. Διατροφές
Σε περίπτωση διαζυγίου κατά τη σαρία
ο σύζυγος υποχρεούται να καταβάλλει διατροφή (νεφακά) στη σύζυγο επί τρίμηνο
από της λύσεως του γάμου. Πρόκειται περί προσωρινής διατροφής γιατί θεωρείται
ότι μετά την παρέλευση του τριμήνου, η γυναίκα μπορεί και οφείλει να ανεύρει
νέο σύζυγο. Ουδεμία όμως πρόνοια υπάρχει για τον άπορο σύζυγο, που κατά τον ΑΚ
δικαιούται διατροφής για αόριστο χρονικό διάστημα από την εύπορη σύζυγό του,
όπως επίσης και για τη σύζυγο για τον πέραν του τριμήνου χρόνο. Κατ΄αυτόν τον
τρόπο υφίσταται μια δυσμενής μεταχείριση της γυναίκας κυρίως, που στο σύνολό
της σχεδόν διαπνέει τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. Συνεπώς υπάρχει ανισότητα των
Ελλήνων, ανεξαρτήτως φύλου και θρησκεύματος ευθέως προσκρούουσα στο Σύνταγμα.
4. Σχέσεις γονέων και
τέκνων
Η ισονομία των συζύγων, όσον αφορά
τις σχέσεις τους με τα τέκνα, που έχει ορισθεί με τις τροποποιήσεις του ν.
1329/1983, δεν ισχύει στο μουσουλμανικό δίκαιο. Τούτο γιατί, σε περίπτωση
διαζυγίου η επιμέλεια του αγοριού ανήκει στη μητέρα μόνο μέχρι την ηλικία των
επτά ετών και του κοριτσιού μέχρι τα εννιά, ενώ στη συνέχεια περιέρχεται στον
πατέρα μέχρι την ενηλικίωσή τους.
5. Ισλαμικές διαθήκες
Η εξουσία του Μουφτή έγκειται στη
σύνταξη, δημοσίευση και ερμηνεία της διαθήκης που ενώπιόν του δηλώνει ο
διαθέτης τη θέλησή του να διαθέσει την περιουσία του σε όποιον αυτός επιθυμεί.
Μοιάζει με τη δημόσια διαθήκη που ορίζεται στον ΑΚ με τη διαφορά ότι η διαθήκη
των λοιπών πολιτών συντάσσεται ενώπιον συμβολαιογράφου που έχει την ιδιότητα του
άμισθου δημόσιου λειτουργού και νομικού ικανής πανεπιστημιακής κατάρτισης
ελεγχομένου από τον οικείο εισαγγελέα, ενώ η ισλαμική ενώπιον διοικητικού
υπαλλήλου χωρίς οποιονδήποτε έλεγχο και χωρίς τα εχέγγυα νομικών γνώσεων ιδία
όσον αφορά το τυπικό μέρος των συμβολαίων. Αν και δεν υπάρχει ορισμός για το
περιεχόμενο της ισλαμικής διαθήκης γίνεται δεκτό (Δημητριάδης) ότι η εξουσία
διάθεσης περιουσίας μουσουλμάνου για τον μετά το θάνατό του χρόνο είναι
περιορισμένη, γιατί, κατά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, προηγείται η εξ
αδιαθέτου διαδοχή και μέρος μόνον της περιουσίας του μπορεί να διαθέσει ο
μουσουλμάνος και αυτό μόνον για αγαθοεργό σκοπό.
6. Εξ αδιαθέτου διαδοχή
Ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος, ορίζει
δυσμενή μεταχείριση της μουσουλμάνας γυναίκας για την χωρίς διαθήκη διαδοχή της
στην κληρονομία του θανόντος συζύγου της, προβλέποντας ευνοϊκότερη μεταχείριση
(προτίμηση) υπέρ των εξ αρρενογονίας συγγενών πέραν και του τετάρτου βαθμού. Το
πολύπλοκο σύστημα της περιέλευσης των υπαρχόντων του θανόντος μουσουλμάνου, που
είναι αποδεκτό από όλα τα μουσουλμανικά δόγματα ως περιεχόμενο κατευθείαν από
τον Προφήτη, αναπτύσσεται στο σύγγραμμα του Δ.Ν. Δημητριάδη (Δημητόγλου)
ΙΕΡΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΩΝ ΜΩΑΜΕΘΑΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΝ – ΦΕΡΑΪΖ, σχεδόν ακατανόητο από
τον Έλληνα δικαστή που καλείται να επικυρώσει την απόφαση του Μουφτή. Το πράγμα
περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από την οθωμανική διάκριση των ακινήτων σε
καθαράς ιδιοκτησίας (μουλκ) και δημόσιας γης, εκ των οποίων μόνον τα πρώτα
υπόκεινται σε κληρονομική διαδοχή. Το κατά τον Δημητριάδη (Δημητόγλου) αποδεκτό
από όλα τα μουσουλμανικά δόγματα του συστήματος της εξ αδιαθέτου διαδοχής
ευλόγως αμφισβητεί ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Ευστ. Τσουκαλάς, αλλά και ο ίδιος στο
βιβλίο του αναφέρει αποκλίσεις διαφόρων μουσουλμάνων νομικών.
Οι αναμενόμενες
αντιδράσεις της Τουρκίας
Η Τουρκία, εφόσον η Ελλάδα
καταργήσει το ν.1920/1991, ως προς τις περί δικαιοδοσίας του Μουφτή διατάξεις
του ή αν τα ελληνικά δικαστήρια δεχθούν την αντισυνταγματικότητα των διατάξεων
αυτών, όπως προτείνω, αναμένεται ν’ αντιδράσει, αφού θα χάσει ένα μέρος της
επιρροής της επί ελληνικού εδάφους, κατάλοιπο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την
ανασύσταση της οποίας ονειρεύεται. Η αντίδρασή της όμως θα είναι άσφαιρη αφού
και η ίδια προ πολλού έχει αποβάλει το ισλαμικό καθεστώς της και έχει σύγχρονη
νομοθεσία κοσμικού κράτους. Άλλωστε η θεσπισθείσα δικαιοδοσία του Μουφτή για
τους Έλληνες Μουσουλμάνους είχε ως αιτιολογία την ομοιόμορφη μεταχείριση των
Ελλήνων Μουσουλμάνων και αυτών της Τουρκίας, η οποία όμως προ πολλού αυτοβούλως
έχει καταργηθεί στην Τουρκία και η αρχή της αμοιβαιότητας πρέπει να εφαρμοσθεί.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
1.
Ο Μουφτής δεν είναι δικαστής και συνεπώς δεν μπορεί να εκδίδει δικαστικές
αποφάσεις.
2.
Ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος τον οποίον εφαρμόζει, πέραν του ότι είναι
αναχρονιστικός και ασύμφωνος με τη σύγχρονη κοινωνική ζωή, δεν έχει το σαφές
και ορισμένο που απαιτείται για την εφαρμογή του.
3.
Όλες οι δικαιοδοτικές εξουσίες του που ορίζονται στο νόμο προσκρούουν σε
συνταγματικές διατάξεις.
ΠΡΟΤΑΣΗ
Επιβάλλεται η άμεση ανάκληση της ΝΠΔ
και του κυρωτικού νόμου της κατά το μέρος που αφορά τις δικαιοδοσίες του
Μουφτή. Άλλως ο Έλληνας δικαστής που καλείται να κηρύξει εκτελεστή την απόφαση
του Μουφτή πρέπει να αρνηθεί τούτο με οποιαδήποτε αιτιολογία από αυτές που
προανέφερα.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
κ. Ανδρέα Κατσίφα
Επίτιμου Αρεοπαγίτου
Ο Ανδρέας Κατσίφας γεννήθηκε και
μεγάλωσε έως τις εγκύκλιες σπουδές του στον Προφήτη Ηλία Λειβαδιάς Βοιωτίας.
Μετά την αποφοίτησή του από το
οκτατάξιο Γυμνάσιο, εισήλθε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την
οποία αποφοίτησε με «Άριστα».
Κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων
εισήλθε στο Δικαστικό Σώμα, το οποίο υπηρέτησε εύορκα, επί 40 συναπτά έτη.
Υπηρέτησε ως Πρωτοδίκης 4 χρόνια στην Ξάνθη και στη συνέχεια άλλα 4 χρόνια στη
Θεσσαλονίκη.
Έκανε αισθητή την παρουσία του σε
μεγάλες δίκες, όπως π.χ. στη δίκη περί του ονόματος της «Μακεδονίας», όπου είχε
υποβληθεί αίτηση αναγνώρισης από Σωματείο φιλοσκοπιανών. Ως Πρόεδρος Εφετών Θεσσαλονίκης εξέδωσε
απόφαση, με την οποία απέρριψε με δικανικά επιχειρήματα απόπειρα σφετερισμού
του ονόματος της Μακεδονίας, (υπάρχει σχετικό άρθρο στο υπ’ αριθμ. 60 τεύχος
του περιοδικού του ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ. «Προβληματισμοί»,
του Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου 2010).
Ο κ. Κατσίφας ανήλθε στην ιεραρχία
του Δικαστικού Σώματος προαγόμενος πάντοτε κατ’απόλυτον εκλογήν και
συνταξιοδοτήθηκε με τον καταληκτικό βαθμό του Αρεοπαγίτου, όπου του απενεμήθη ο
τίτλος του Επιτίμου. Διετέλεσε, μεταξύ άλλων, νομικός σύμβουλος πρωθυπουργού,
δήμαρχος, μέλος της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, Πρόεδρος του
Ανακριτικού Συμβουλίου Αεροπορικών Ατυχημάτων, Πρόεδρος της Επιτροπής Κρατικών
Προμηθειών και Προϊστάμενος του Πρωτοδικείου και του Ειρηνοδικείου Αθηνών.
Είναι συγγραφέας του ξεχωριστού
πονήματος «Η Κοιλάδα του Φωκο-Βοιωτικού
Κηφισού». Διακρίθηκε επίσης ως συγγραφέας άρθρων, κειμένων, και μελετών και
απεδείχθη πολυγραφότατος. Τα άρθρα του άπτονται της ιστορικής και εθνικής ζωής
του τόπου μας, θίγοντας πάντα τα κακώς κείμενα.
Μετά την συνταξιοδότησή του έγινε
μέλος του ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ. και συνεχίζει να αρθρογραφεί και να καταθέτει τους
προβληματισμούς του για τα εθνικά μας θέματα.
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΙΔΑΣ
«ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ»
ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ:
ΓΡΑΦΕΙΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΜΥΝΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ
& ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ)
30 ΜΑΪΟΥ 2014
ΠΗΓΗ: ΕΛΙΣΜΕ