Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Παναγιώτης Κριμπάς: "Η ποιητική συνάντηση της Ελληνικής με την Πομακική"


(Το κείμενο εκφωνήθηκε από τον Παναγιώτη Γ. Κριμπά, Αναπληρωτή Καθηγητή στο ΔΠΘ, 
για την παρουσίαση του εν λόγω βιβλίου του Σεμπαϊδήν Καραχότζα 
στη Στοά του Βιβλίου, Αθήνα, 18 Μαΐου 2017)

Η ποιητική συνάντηση της Ελληνικής με την Πομακική: 
Σκέψεις με αφορμή το έργο του Σεμπαϊδήν Καραχότζα με τίτλο 
«Μεταφράσεις ελληνικής και αγγλικής ποίησης στην πομακική γλώσσα» 
(Ξάνθη: Πολιτιστικός Σύλλογος Πομάκων Ν. Ξάνθης, 2017)

  
Καλησπέρα σας και σας ευχαριστούμε που είστε εδώ παρά τις καιρικές και κοινωνικές αντιξοότητες. Η παρουσία σας μας τιμά ιδιαιτέρως.
Με ξεχωριστή χαρά αναφέρομαι στο βιβλίο του Έλληνα Πομάκου και δραστήριου δημοσιογράφου Σεμπαϊδήν Καραχότζα με τίτλο «Μεταφράσεις ελληνικής και αγγλικής ποίησης στην πομακική γλώσσα», το οποίο παρουσιάζουμε σήμερα εδώ. Το ενδιαφέρον αυτό έργο εκδόθηκε φέτος (2017) από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Πομάκων Ν. Ξάνθης και περιέχει μεταφρασμένη ποίηση είκοσι επτά (27) σημαντικών Ελλήνων ποιητών, καθώς και ένα μεταφρασμένο απόσπασμα από το περίφημο θεατρικό έργο «Άμλετ» του W. Shakespeare.
Αρκετοί, όταν τους ενημέρωσα για την αποψινή εκδήλωση, μου έκαναν ερωτήσεις όπως: «Μα υπάρχει πομακική γλώσσα;», «Τι είναι η πομακική γλώσσα;», «Μα οι Πομάκοι δεν μιλάνε Βουλγάρικα;», «Άλλο Πομάκοι κι άλλο Τούρκοι;», «Δηλαδή, για τι πράγμα μιλάει το βιβλίο;» κ.ά. Ενώ, όμως, στην Ελλάδα, ιδίως στο Νότο, επικρατεί ασάφεια ή άγνοια σχετικά με τους Πομάκους, γειτονικές χώρες αρνούνται εντελώς την ύπαρξή τους! Έτσι, οι Βούλγαροι θεωρούν την Πομακική βουλγάρικη διάλεκτο, ενώ οι Τούρκοι φτάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι η Πομακική… «δεν υπάρχει». Αυτή η πρακτική εντάσσεται, κατά τη γνώμη μου, στο πλαίσιο της προσπάθειας περιορισμού του Ελληνισμού από την άσκηση των δικαιωμάτων του, όπως επισημαίνει σε πρόσφατο συλλογικό έργο ο εκλεκτός συνάδελφος Άγγελος Συρίγος (2016: 260), ο οποίος θα σας μιλήσει στη συνέχεια.
Στο πρωτοποριακό του εγχειρίδιο Úchem soPomátsko: Μαθήματα πομακικής γλώσσας, ο Ν. Κόκκας (2004: 6) αναφέρει ότι η Πομακική «έχει ενσωματώσει στοιχεία τόσο από τις σλαβικές γλώσσες όσο και από την τουρκική και την ελληνική […]» (Κόκκας 2004: 6). Αν και πράγματι στην Πομακική συνυπάρχουν αυτά τα τρία συστατικά, ο ποσοτικός και ποιοτικός συσχετισμός τους μπορεί να περιγραφεί ακριβέστερα ως εξής: η Πομακική είναι μια σλαβική γλώσσα που έχει ενσωματώσει πολυάριθμα λεξικά και ελάχιστα φωνολογικά στοιχεία από την Τουρκική, καθώς και πολυάριθμα λεξικά και δομικά (γραμματική / συντακτικό) στοιχεία από την Ελληνική. Γλωσσογενετικά, η Πομακική ανήκει στην ανατολική ποικιλία της νοτιοσλαβικής ομάδας του σλαβικού υποκλάδου του βαλτοσλαβικού κλάδου των ΙΕ γλωσσών (Κωνσταντινίδης 2007: 33· Θεοχαρίδης 1995: 83 εξ.). Ταυτόχρονα, όπως και οι λοιπές ανατολικές νοτιοσλαβικές γλώσσες (Βουλγαρική, Σλαβομακεδονική), είναι μέλος της Βαλκανικής Ζώνης Γλωσσικής Επαφής (στην οποία ανήκουν και η Αλβανική, η Ρουμανική, η Ελληνική και, εν μέρει, η Σερβική / Κροατική / Μαυροβουνιακή / Βοσνιακή) (Κριμπάς 2007).
Η Πομακική Γλώσσα, επομένως, όχι απλώς υπάρχει, αλλά και χρησιμοποιήθηκε, στο βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα, ως γλώσσα - στόχος για τη μετάφραση ελληνόγλωσσης και αγγλόγλωσσης ποίησης.
Η λογοτεχνική – και ιδίως η ποιητική – μετάφραση αποτελεί κρίσιμο πεδίο για τη θεωρία και τη διδακτική της μετάφρασης,κυρίως διότι: α) υπενθυμίζει πόσο θολά είναι τα όρια μεταξύ τέχνης, τεχνικής και επιστήμης (πβ. Μπατσαλιά και Σελλά-Μάζη 1994: 36)· και β) αντιστέκεται σθεναρά σε κάθε προσπάθεια οικοδόμησης μιας μεταφραστικής θεωρίας με καθολική ισχύ (πβ. de Beaugrande 1978: 135). Ωστόσο, είναι εμφανές από τη σχετική βιβλιογραφία (ενδ. Venuti 2011, Allén 1999, Barnstone 1993, Βαγενάς 1989, Honig 1985) ότι η μετάφραση λογοτεχνικών – τόσο πεζών, όσο και ποιητικών – έργων όχι μόνο είναι εφικτή τις περισσότερες φορές, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε αναλύσεις εξαιρετικά χρήσιμες για την άντληση θεωρητικών και πρακτικών διδαγμάτων, αφού στη λογοτεχνία η γλωσσική ικανότητα και η γλωσσική χρήση βιώνουν ακραίες εμπειρίες (πβ. Venuti 2011: 127-128). Τέτοιες αναλύσεις αποβαίνουν ιδιαιτέρως χρήσιμες και για τη διδακτική της ίδιας της ποίησης, καθότι η συζήτηση επί συγκεκριμένων μεταφραστικών επιλογών και/ή δυνατοτήτων συμβάλλει στο να τεθούν ζητήματα που αφορούν ποικίλα χαρακτηριστικά δεδομένου ποιήματος, ποιητή ή ποιητικής σχολής (πβ. Culler 2010: 92, 97 και ολόκληρο).
Τι θα είχε κανείς να πει, ωστόσο, για τις συγκεκριμένες μεταφράσεις του Σ. Καραχότζα; Θα σας μιλήσω γι’ αυτές μέσα από μια μικρή περιπλάνηση σε θεωρητικές πτυχές της ποιητικής μεταφρασεολογίας.
Από τα πλέον σαφή δυνητικά κριτήρια για την αξιολόγηση μεταφράσεων ποίησης που έχουν παρουσιαστεί μέχρι σήμερα στο χώρο της ελληνόγλωσσης μεταφρασεολογίας είναι εκείνα που έχει προτείνει ο D. Connolly (1997: 44-45). Συγκεκριμένα:

·         Κατά πόσον λειτουργεί η μετάφραση σε όλα τα επίπεδα με τον ίδιο τρόπο όπως και το πρωτότυπο και εάν περιέχει εκείνα τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν ένα συγκεκριμένο ποιητή στη γλώσσα του. Εάν αυτό δεν συμβαίνει, είναι τουλάχιστον η μετάφραση συνεπής με τους διατυπωμένους στόχους του μεταφραστή;
·         Όπου υπάρχει σημαντική σημασιολογική, υφολογική ή πραγματολογική απώλεια στη μετάφραση, είναι αυτή αναπόφευκτη ή οφείλεται στην έλλειψη ικανοτήτων εκ μέρους του μεταφραστή; […].
·         Μπορεί η μετάφραση να ‘σταθεί’ ως ποίημα στη γλώσσα-στόχο ή τουλάχιστον να λειτουργεί σαν ένα δείγμα δημιουργικής γραφής από μόνη της; Αυτό δεν ισοδυναμεί με την απαίτηση να φαίνεται η μετάφραση σαν να είχε γραφτεί εξαρχής στη γλώσσα-στόχο. […]
·         Είναι το ποιητικό ιδίωμα που έχει επιλέξει ο μεταφραστής το κατάλληλο σχήμα για να αποδώσει αυτό το συγκεκριμένο είδος ποίησης στη γλώσσα-στόχο;
·         Άξιζε τον κόπο να μεταφραστεί (άξιον εστί το τίμημα;); Η αξιολόγηση από αυτή την άποψη πρέπει να γίνει αφ’ ενός σε σχέση με την ενδεχόμενη σπουδαιότητα και επιρροή (αν υπάρχει) του έργου στη γλώσσα και τη λογοτεχνία της πολιτιστικής παράδοσης της γλώσσας-στόχου και αφ’ ετέρου σε σχέση με τη σπουδαιότητα του ποιητή, του έργου του και της δικής του πολιτιστικής παράδοσης. […] (Connolly1997: 44-45)

Τα ως άνω κριτήρια συνοψίζουν με ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο τις διαδικασίες που συνεπάγεται η μετάφραση ποίησης, απεικονίζουν δε με γλαφυρό τρόπο τα ποικίλα και ασυμβίβαστα μεταξύ τους προτάγματα στα οποία πρέπει να ανταποκρίνεται σωρευτικά ο μεταφραστής ποίησης, καταλήγοντας αναγκαστικά, τις περισσότερες φορές, στο να υποβαθμίσει ή ακόμα και να αγνοήσει τουλάχιστον ένα από αυτά. Εντέλει, η όλη διαδικασία της μετάφρασης ποίησης φαντάζει συχνά ως μια διαρκής απόπειρα επίτευξης εξισορροπητικής ισοδυναμίας (Κριμπάς 2005: 51-52) μεταξύ κειμένου-πηγής και κειμένου-στόχου.
Ασφαλώς, όταν αξιολογεί κανείς ποιητικά μεταφράσματα, θα πρέπει να έχει υπόψη του, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) ότι η αντιπαραβολή και η ανάλυση κειμένου-πηγής και κειμένου-στόχου εντάσσεται σε μια ακολουθία από ενέργειες, όπου

«Η γνώση της ξένης γλώσσας είναι απαραίτητη σ’ ένα δεύτερο στάδιο, όταν, αφού διαπιστώσουμε πως μια μετάφραση είναι καλή, θέλουμε να δούμε πόσο καλή είναι, να μετρήσουμε δηλαδή το βαθμό της πιστότητάς της» (Βαγενάς 1989: 26).

Εξυπακούεται ότι, με τον όρο «πιστότητα», ο Βαγενάς δεν αναφέρεται στην κατά λέξη ή κατά σημασία μετάφραση, αλλά στη συνολική «πιστότητά» της προς το πρωτότυπο (πβ. Mounin 2002[1994]: 63-82), δηλαδή «πιστότητα» στο σημασιολογικό, το υφολογικό και το πραγματολογικό επίπεδο (Connolly1997: 18-24)· β) ότι η μετάφραση αποτελεί «προϋπόθεση διαλόγου με άλλους πολιτισμούς» (Berman 1984: 287), ακόμη και στο πλαίσιο της πολιτισμικής πολυμορφίας ενός και του αυτού έθνους· γ) ότι η ανάλυση μεταφρασμένων ποιημάτων προάγει τη μελέτη της ποίησης (Culler2010: 92, 97 και ολόκληρο).
Αρκεί να εξετάσει κανείς τα μεταφράσματα του Σ. Καραχότζα σε αναφορά με τα ως άνω κριτήρια του D. Connolly, για να καταλάβει ότι ο μεταφραστής ανταποκρίθηκε επάξια στο δύσκολο μεταφραστικό του έργο –και μάλιστα προς μια μειονοτική γλώσσα στόχο η οποία δεν μετρά πολλά χρόνια γραπτής παράδοσης ή μεταφραστικού συγχρωτισμού με άλλες σύγχρονες, τυποποιημένες ευρωπαϊκές γλώσσες, ούτε με τον ευρύτερο πολιτισμό τον οποίο εκφράζουν αυτές. Εκεί οφείλεται και το γεγονός ότι αυτή η πρώτη, ηρωική μεταφραστική προσπάθεια[1] τείνει να ακολουθεί όσο πιο πιστά μπορεί το κείμενο-πηγή ως προς το σημασιολογικό περιεχόμενο και όχι ως προς την ποιητική φόρμα, «θυσιάζοντας» αναγκαστικά, εξ ανωτέρας βίας, κάποια χαρακτηριστικά ύφους και φόρμας των ελληνικών ποιημάτων. Μελλοντικές προσπάθειες μετάφρασης έμμετρων και ομοιοκαταληκτικών ποιημάτων στην Πομακική ίσως κατορθώσουν και το εκ πρώτης όψεως ακατόρθωτο: τη μίμηση της φόρμας ή τη δημιουργία νέας ποιητικής φόρμας.
Μερικά ενδιαφέροντα, από μεταφρασεολογική σκοπιά,αποσπάσματα από τα μεταφρασμένα ποιήματα του βιβλίου είναι τα εξής:

(Από το ποίημα Θούριος, Ρήγας Βελεστινλής)

Κάλλιο ’ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή

Po húbbe adín sahát serbésh zhïvót
Pará kïrk godínï izmetkâre i zagradénï.

Εδώ βλέπουμε το νεοελληνικό σύνδεσμο «παρά» ως άμεσο δάνειο στην Πομακική, γεγονός που συμβάλλει στη διατήρηση μιας ιδιαίτερης υφολογικής σχέσης του κειμένου-πηγής με το κείμενο-στόχο.

(Από το ποίημα Εις Σάμον, Ανδρέας Κάλβος)

Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
νουν αληθείας) επτέρωσε
τον Ίκαρον. και αν έπεσεν
ο πτερωθείς κι επνίγη
θαλασσωμένος.

Serbezlíkon dáde ’Ikaru krilá
(i meselâsa ye mífko i na has stánava).
I akú ye pánnal zhîyen ye krilâl
I akú so ye udávil
Faf denízene

Εδώ ο μεταφραστής αναφέρει ρητά τη λέξη Serbezlíkon (= η ελευθερία), για να αποκαταστήσει την ανακατανομή των ποιητικών εννοιών την οποία επιχειρεί στην προηγούμενη στροφή (βλ. σελ. 10 του βιβλίου). Επίσης, αποδίδει αναλυτικότερα την εντός παρενθέσεως πρόταση του β΄ στίχου της συγκεκριμένης στροφής, περιφράζει δε υποχρεωτικά για να αποδώσει το «θαλασσωμένος», που αποτελεί γλωσσοπλασία του Α. Κάλβου. Η Πομακική δεν έχει «ανοιχτεί» ποιητικά (ακόμη) σε βαθμό που να «τολμά» τέτοιες γλωσσοπλασίες. Η αρχαΐζουσα γλώσσα του κειμένου-στόχου είναι μια υφολογική ποικιλία που απουσιάζει στην Πομακική (όπως και στις περισσότερες γλώσσες), δεδομένου ότι αποτελεί μια ιστορικοκοινωνική ιδιομορφία της Ελληνικής. Συνεπώς, ο μεταφραστής δεν μπορούσε, όσο κι αν το επιθυμούσε, να την αποδώσει.

(Από το ποίημα Ύμνος εις την Ελευθερίαν, Διονύσιος Σολωμός)

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Ad húbavïne kókalï
Yunánkïne iskárana
Kákta naprésh stánata golâma
Drágo mi ye da zhîvom serbésh.

Εδώ βλέπουμε το νεοελληνικό ουσιαστικό «κόκ[κ]αλα» ως άμεσο δάνειο στην Πομακική, γεγονός που συμβάλλει στη διατήρηση μιας ιδιαίτερης υφολογικής σχέσης του κειμένου-πηγής με το κείμενο-στόχο. Επίσης, βλέπουμε τη διείσδυση του μουσουλμανικού πολιτισμού στη γλώσσα, αφού και το εθνωνύμιο «Έλληνες» αποδίδεται ως Yunánkïne (= των Ελλήνων). Αξίζει, πάντως, να επιχειρηθεί και μια έμμετρη και ομοιοκαταληκτική απόδοση του Εθνικού μας Ύμνου στην Πομακική –νομίζω ότι ο Σ. Καραχότζα έχει τη δυνατότητα να το πράξει στο μέλλον.

(Από το ποίημα Λήθη, Λορέντζος Μαβίλης)

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
Στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση.
Μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει
Α στάξει γι' αυτές όθε αγαπάνε.

Faf isók saháte dushîne zagáret i hódet
Na studénïne vríse da zabarávet
’Ala ye matná vadána she pacherné
Akú kápne za täh at kadé nagálet.

Και σε αυτή την περίπτωση βλέπουμε το νεοελληνικό ουσιαστικό «βρύση» ως άμεσο δάνειο στην Πομακική, γεγονός που συμβάλλει στη διατήρηση μιας ιδιαίτερης υφολογικής σχέσης του κειμένου-πηγής με το κείμενο-στόχο. Ενδιαφέρον έχει και το ότι ο νεοελληνικός σύνδεσμος «μα» (< ιταλ. ma) αποδίδεται με τον νεοελληνικής προέλευσης σύνδεσμο ’Ala (<αλλά). Στο κείμενο-πηγή έχουμε μια καθαρή δημώδη νεοελληνική ποικιλία (επτανησιακή), η οποία προσφέρεται θαυμάσια για μετάφραση σε δημώδεις γλώσσες όπως η Πομακική.

(Από το ποίημα Συμβουλή προς νέαν κόρην, Γεώργιος Βιζυηνός)

Βαθιά, βαθιά είναι φοβερή,
Είναι σκοτεινή, είναι κρύα!
Παίζει μ’ ανθρώπων σκελετά,
Κι έχ’ ένα καρχαρία
Σε κάθε μια σπηλιά της.

Glibók, glibók ye, straslíf
Mráchen ye, studén ye!
Igró sas insántskï kókalye
I íma annók karharía
Faf sâkva péshtura.

Σε αυτή την περίπτωση βλέπουμε το νεοελληνικό ουσιαστικό «σκελετά» να αποδίδεται στην Πομακική με ένα άλλο άμεσο νεοελληνικό δάνειο (kókalye), γεγονός που συμβάλλει στη διατήρηση μιας ιδιαίτερης υφολογικής σχέσης του κειμένου-πηγής με το κείμενο-στόχο. Δεδομένου, επίσης, ότι στις περιοχές των Πομάκων είναι άγνωστοι οι καρχαρίες, το ουσιαστικό «καρχαρίας» δεν μεταφράστηκε, αλλά υιοθετήθηκε αυτούσιο ως άμεσο δάνειο – όπως η Ελληνική έχει υιοθετήσει αυτούσια π.χ. τη λέξη πιράνχας (αν και με εσφαλμένη προφορά) για να δηλώσει ένα ψάρι άγνωστο στον ελληνικό κόσμο. Ο άμεσος δανεισμός (Κακριδή - Φερράρι 2001: 203) δεν υποδηλώνει «φτώχεια» μιας γλώσσας, όπως τονίσαμε ανωτέρω, αλλά απλώς μη εξοικείωση των ομιλητών της με δεδομένη έννοια για ιστορικούς, γεωγραφικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς, κοινωνικούς κ.λ.π. λόγους.

(Από το ποίημα Ιθάκη, Κωνσταντίνος Καβάφης)

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
Να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος,
Γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Agîna tórnesh da varvísh na Itháki
Da so mólish da ye dlög póten
Pólan fasaríe, pólan uchénye

Κι εδώ έχουμε περίπτωση άμεσου δανεισμού από τη Νεοελληνική, καθώς το τοπωνύμιο «Ιθάκη» υιοθετείται αυτούσιο (Itháki). αφού η Πομακική, κυρίως λόγω του Ισλάμ, δεν είναι εξοικειωμένη με τον ελληνορωμαϊκό και τον αναγεννησιακό πολιτισμό, ώστε να δανειζόταν αρχαιοελληνικό ή λατινικό τύπο (π.χ. Ithaka, Itakaκ. τ. ό.). Βλέπουμε επίσης τη λέξη «περιπέτειες» να αποδίδεται με μια άλλη γνώριμη νεοελληνική λέξη (fasaríe, πληθ. του fasaría< νεοελλ. φασαρία <βενετ. fasaria), γεγονός που υπογραμμίζει την υπαγωγή του πομακικού πολιτισμού στον ευρύτερο νεοελληνικό πολιτισμό.

(Από το θεατρικό έργο Άμλετ, William Shakespeare)

Hyperion to a satyr, so loving to my mother
That he might not beteem the winds of heaven
Visit her face too roughly – heaven and earth,
Must I remember?

Inélkus húbof vasilyás, at presh tóga be slóntseno
Káta kozá. Inélkus mlógo dregóvasho móno máyko
Ta na astávesho vetráne da yiudríye óbrazane.
Nebá i zemé! Trébava li da pómnem?

Τέλος, στην περίπτωση του αποσπάσματος του W. Shakespeare, οι προκλήσεις ήταν μεγάλες κυρίως λόγω της προαναφερθείσας έλλειψης εξοικείωσης της Πομακικής με τον ελληνορωμαϊκό και τον αναγεννησιακό πολιτισμό. Έτσι ο Υπερίων (Hyperion) αναφέρεται απλώς ως «όμορφος βασιλιάς (húbof vasilyás)» με ενίσχυση από το επίθετο slóntseno (= ο σχετικός με τον ήλιο, ηλιακός, ηλιόλουστος), το δε vasilyás είναι νεοελληνικό δάνειο, το οποίο «διασώζει», υπό μία έννοια, τις ελληνικές συνδηλώσεις του κειμένου-πηγής. Ομοίως ο σάτυρος (satyr) αναφέρεται, συνεκδοχικά, ως «κατσίκα (kozá)». Οι συντακτικές αποκλίσεις από το αγγλικό κείμενο - πηγή είναι μεγαλύτερες σε σχέση με εκείνες από το εκάστοτε ελληνικό κείμενο-πηγή, δεδομένου ότι, μορφολογικά και – ιδίως – συντακτικά, η Πομακική είναι πολύ πιο κοντά στη Νεοελληνική παρά στην Αγγλική.
Εντέλει ο Σ. Καραχότζα, επιλέγοντας να μεταφράσει από την Ελληνική και την Αγγλική προς την Πομακική, η οποία έμεινε σχετικά αποκομμένη από πολιτισμικές επαφές με τις σύγχρονες, τυποποιημένες ευρωπαϊκές γλώσσες για πολλές δεκαετίες, συνεισέφερε σε αυτό που αποτελεί το βασικότερο ρόλο της μετάφρασης: τη γεφύρωση μεταξύ ανθρώπινων κοινοτήτων. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να παραθέσουμε τα λόγια του N. Sakai (2009: 83):

[…], η ιδιότητα του ξένου (“foreign”) πρέπει να είναι πάντοτε ασαφής (“ambiguous”) στη μετάφραση. Είναι αλλότριο (“alien”), αλλά βρίσκεται ήδη σε μετάβαση (“in transition”) προς κάτι οικείο (“familiar”).

Εύχομαι και ελπίζω ότι η εξαιρετική αυτή μεταφραστική προσπάθεια του Σ. Καραχότζα θα γίνει αφετηρία για πολλές άλλες τέτοιες προσπάθειες στο συγκεκριμένο γλωσσικό ζεύγος, είτε με γλώσσα-στόχο είτε με γλώσσα-πηγή την Πομακική. Πιστεύω ότι, μέσα από τέτοιες μεταφραστικές προσπάθειες, μπορούν να προκύψουν πληροφορίες και ιδέες χρήσιμες για τη μεταφρασεολογία, για τη διδακτική της μετάφρασης, για τη βαλκανική γλωσσολογία, αλλά – κυρίως – για την ίδια την πομακική γλώσσα, η οποία πρέπει να καλλιεργηθεί και να μην αφεθεί άλλο πια «στην τύχη της» από την Ελληνική Πολιτεία.
Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτουν άμεσα ή έμμεσα, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) ότι, παρά τη μακροχρόνια αποξένωση των δύο λαών κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα λόγω γεωπολιτικών συνθηκών, η Πομακική μπορεί άνετα να εκφράσει ποιητικά νοήματα που έχουν εκφραστεί στη Ελληνική· αξίζει επίσης να επιχειρηθούν ευρύτερες συγκριτικές μελέτες σχετικά με τη δημοτική ποίηση των δύο αυτών ελληνικών κοινοτήτων· β) ότι οι λεξιλογικοί νεοελληνισμοί της Πομακικής, ως κοινό γλωσσικό υλικό,μπορούν να αξιοποιηθούν για συνδηλωτικούς, μετρικούς ή άλλους υφολογικούς σκοπούς· γ) ότι η αποκοπή των Πομάκων από την κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά λόγω, κυρίως, της ισλαμικής θρησκείας δεν ευνοεί την απόδοση αρχαιοελληνικών πραγματολογικών στοιχείων (Υπερίων, Ιθάκη κ.ά.), οδηγώντας είτε σε περιφράσεις, είτε σε απευθείας δανεισμό από τη Νεοελληνική. Αυτό, ωστόσο, δεν υποκρύπτει «φτώχεια» της Πομακικής, αλλά συνιστά απλώς ένα χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης ιστορικής διαδρομής της. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό μεταξύ των γλωσσολόγων, δεν υπάρχουν πλούσιες και φτωχές γλώσσες, αφού κάθε γλώσσα έχει το δυναμικό να προσαρμόζεται, μέσω των ιδιαίτερων μηχανισμών της, στα διανοήματα του εκάστοτε ομιλητή της.
Εκφράζω την ελπίδα ότι παρόμοιες μεταφράσεις μπορούν να προαγάγουν την ίδια τη σχέση μεταξύ Ελλήνων και Πομάκων, ώστε να (ξανα-)γίνει ταυτότητα αυτό που σήμερα φαντάζει ως ετερότητα. Διότι οι Πομάκοι είναι Έλληνες, και μάλιστα όχι απλώς με την έννοια κάποιου που απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Πομάκοι, όπως ακριβώς και οι υπόλοιποι Έλληνες,διαφέρουν γενετικά από τους σημερινούς κατοίκους της Εγγύς και Μέσης Ανατολής (Τούρκους, Αρμενίους, Λαζούς, Σύρους, Ιρανούς κ.λπ.) και συγγενεύουν άμεσα με τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από γενετικές έρευνες (Τριανταφυλλίδης 2013/2014: 115–116·Τριανταφυλλίδης 2016: 95, 112–113).
Με άλλα λόγια, οι Πομάκοι είναι Έλληνες, και φαίνονται! Και αυτό δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες (των Πομάκων συμπεριλαμβανομένων) ανήκουν όλοι σε έναν απαράλλακτο γενετικό και «φυλετικό» τύπο, αλλά ότι όλοι οι τύποι στους οποίους ανήκουν είναι αυτόχθονες ευρωπαϊκοί και ότι ανευρίσκονται, σε διάφορες ποσοστώσεις, σε όλα τα ευρωπαϊκά έθνη, από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Κλείνω, συμβολικά, με μια στροφή από το ποίημα Στον πατέρα μου της καταγόμενης από την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη Ελληνίδας Ποιήτριας Χαρούλας Καλιαμπέτσου-Ευτυχίδου, φυσικά σε μετάφραση Σ. Καραχότζα:

Πατέρα, πώς εγέρασες … Πού ’ν’ τα ξανθά μαλλιά σου;
Τα μάτια σου τα γαλανά πόσο θολά είναι τώρα…
Πώς σε θυμάμαι άλλοτε, στητό σαν κυπαρίσσι,
που ολόρθο πάντα υψώνονταν στη λάβρα και στη μπόρα.

Bubáyka, kak astarâ… Kadé ti zaltáta kosá?
Sínete óchi kak so mótnï isâ…
Kákto pómnem na drúyish, práva káta selvíye
Zóno dáyma sedésho právo faf pekáne i faf dazdáne.


Βιβλιογραφία
Allén, S. (επιμ.) (1999) Translation of Poetry and Poetic Prose (London: World Scientific).
Βαγενάς, Ν. (1989) Ποίηση και μετάφραση (Αθήνα: Στιγμή).
Barnstone, W. (1993) The Poetics of Translation (London: Yale University Press).
Beaugrande, R. de (1978) Factors in a Theory of Poetic Translation (Assen: Van Gorcum).
Berman, A. (1984) L’épreuve de l’étranger: Culture et traduction dans l’Allemagne romantique (Paris: Gallimard).
Cluysenaar, D. (1976) Introduction to Literary Stylistics (London: B.T. Batsford).
Connolly, D. (1997) Μετα-ποίηση: 6 (+1) μελέτες για τη μετάφραση της ποίησης (Αθήνα: Ύψιλον).
Culler, J. (2010) Teaching Baudelaire, Teaching Translation, Profession 2010 (The Modern Language Association of America): 91-98.
Honig, E. (1985) The Poet's Other Voice: Conversationson Literary Translation (Amherst: University of Massachusetts Press).
Κακριδή-Φερράρι, Μ. (2001) Μετάφραση ξένων όρων. Στο Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα (Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας), 203-205.
Κόκκας, Ν.Θ. (2004) Úchem so Pomátsko: Μαθήματα πομακικής γλώσσας: τεύχος Α΄: 25 μαθήματα (Ξάνθη: Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης).
Κόκκας, Ν.Θ. (2004) Úchem so Pomátsko: Μαθήματα πομακικής γλώσσας: τεύχος Β΄: Ανθολόγιο Κειμένων: Παραμύθια - Τραγούδια - Παροιμίες (Ξάνθη: Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης).
Κριμπάς, Π.Γ. (2007) Επιδράσεις της νεότερης Ελληνικής στις βαλκανικές γλώσσες (Αθήνα: Γρηγόρης).
Κριμπάς, Π.Γ. (2005) Συμβολή στη μεταφρασεολογία (Αθήνα: Γρηγόρης).
Mounin, G. (2002) Οι ωραίες άπιστες (Αθήνα: Μεταίχμιο) [μετάφραση: Διαπανεπιστημιακό Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών «Μετάφραση–Μεταφρασεολογία». Τίτλος πρωτοτύπου: G. Mounin (1994) Les Belles infidèles (Lille: Presses Universitaires de Lille)].
Μπατσαλιά, Φ. & Ε. Σελλά-Μάζη (1994) Γλωσσολογική προσέγγιση στη θεωρία και τη διδακτική της μετάφρασης (Κέρκυρα: Ιόνιο Πανεπιστήμιο).
Sakai, N. (2009) How do we count a language? Translation and discontinuity, Translation Studies 2 (1): 71-88.
Συρίγος, Ά.Μ. (2016) Ελλάδα και περιφερειακές εξελίξεις. Στο Π. Καζάκος, Μ. Κούμας, Χ. Παπασωτηρίου, Ά.Μ. Συρίγος& Ε. Χατζηβασιλείου, Η Ελλάδα στον κόσμο της: Μεταξύ ρεαλισμού και ανεδαφικότητας στο διεθνές σύστημα (Αθήνα: Πατάκης), 251-286.
Τριανταφυλλίδης, Κ. (2016) Η γενετική καταγωγή των Ελλήνων (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης).
Τριανταφυλλίδης, Κ. (2013/2014) Η γενετική ιστορία της Ελλάδας: το DNA των Ελλήνων (β΄ έκδοση) (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης).
Venuti, L. (2011) ‘Introduction: Poetry and translation’ Translation Studies 4 (2): 127-132.

Σημείωση: Ο Π. Κριμπάς είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο γνωστικό αντικείμενο «Ορολογία, Μετάφραση και Νομικά Κείμενα» στο Τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών. Μπορείτε να διαβάσετε το βιογραφικό του Π. Κριμπά πατώντας ΕΔΩ.




[1]Αξίζει να σημειωθεί ότι πομακικά δημοτικά τραγούδια είχαν ήδη μεταφραστεί από την Πομακική στην Ελληνική από τον Ριντβάν Καραχότζα, αδελφό του παρουσιαζομένου, τα οποία περιέχονται στο τεύχος Β΄ (Ανθολόγιο Κειμένων: Παραμύθια - Τραγούδια - Παροιμίες) του εγχειριδίου Úchem so Pomátsko: Μαθήματα πομακικής γλώσσας του Ν. Κόκκα (2004: 77-110).