Η δυστυχία του να
είσαι Έλληνας Πομάκος!
Του συγγραφέα
Κρεσέντσιο
Σαντζίλιο
Δυστυχώς, η δυστυχία του να είσαι
Έλληνας Πομάκος πρέπει να ομολογήσουμε ότι βαρύνει εξ ολοκλήρου όλες τις
ελληνικές κυβερνήσεις, τις κατά τόπους στη Θράκη ελληνικές αρχές που υπάγονται
ή όχι σε αυτές τις κυβερνήσεις (αλήθεια, υπάρχουν ελληνικές αρχές στη Θράκη που
υπερασπίζονται και προωθούν τα ελληνικά συμφέροντα ενάντια στις τούρκικες
προκλήσεις;) και όλα τα ελληνικά κοινοβούλια σε όλες τις κομματικές τους
συνθέσεις.
Είναι μια διαπίστωση αντικειμενικά
αδιαμφισβήτητη, όποιος και να την διατυπώσει.
Δεν είναι άμοιρος ευθυνών επίσης και ο
καθαρά ελληνικός πληθυσμός της Θράκης, ο
οποίος δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται αν οι «άλλοι» Έλληνες, οι Πομάκοι, που
θέλουν κι αυτοί να είναι Έλληνες, απειλούνται να χαθούν μέσα στα δίκτυα των
Τούρκων επειδή η ελληνική «μητέρα πατρίδα» δεν τους υπολογίζει και δεν κάνει
τίποτα για να τους προστατέψει.
Και αυτά τα δίκτυα των Τούρκων ενάντια
των Πομάκων μήπως υπάρχουν και Έλληνες Δήμαρχοι που δέχονται να τα υπηρετήσουν;
Δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε πως από
ανέκαθεν η επίσημη συμπεριφορά των ελληνικών κυβερνήσεων αναφορικά με τους
Πομάκους υπήρξε άκρως αρνητική και με πολλές, οδυνηρές διακρίσεις εις βάρος
τους, χωρίς ποτέ να έχουν εκφραστεί ανοιχτά οι (προσχηματικές) αιτίες που να
δικαιολογούν αυτή τη συμπεριφορά όχι μόνο στις σχέσεις με τους ίδιους τους
Πομάκους, αλλά και στις σχέσεις μεταξύ Πομάκων και τουρκόφωνων Ελλήνων.
Έτσι τα πάντα δείχνουν πως η πλάστιγγα
της εύνοιας των ελληνικών κυβερνήσεων γέρνει, κιόλας από το 1950, και θα λέγαμε
και «παρά φύση» και κόντρα σε κάθε λογική, προς την τουρκική πλευρά, αφήνοντας
την πομάκικη (και όμως μη ξεχνάμε, πάντα ελληνική) μονίμως πολιτικά, πολιτισμικά,
κοινωνικά έκθετη και σχεδόν σε κατάσταση ανυπαρξίας! Πάντως σίγουρα σε
κατάσταση ανυπόφορης ανυποληψίας.
Είναι εμφανής η (αδήλωτη) βούληση όχι μόνο εγκατάλειψης του πομάκικου
λαού, αλλά και όλο και μεγαλύτερης «διευκόλυνσης» της πτώσης του στην πνιγερή,
αφομοιωτική αγκαλιά της Τουρκίας – και όλα αυτά εντός της ίδιας της εθνικής
ελληνικής επικράτειας, όσο απίστευτο και παράφρον θα μπορούσε αυτό να φανεί – η
οποία έτσι εμφανίζεται, τελείως συμφεροντολογικά, να είναι ο «φυσικός
προστάτης» των μουσουλμάνων οπουδήποτε κι αν βρίσκονται και κατά μείζονα λόγο
στην Ελλάδα, έστω και εάν αυτοί δεν είναι καθόλου τουρκόφωνοι, αλλά καθαρά διαφορετικά
εθνικά και γλωσσικά συγκροτήματα.
Εντός αυτής της προοπτικής, ιδιαίτερα
σημαντική για τις συνέπειές της υπήρξε η
απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης κιόλας το 1954 να αλλάξει την ονομασία των
σχολείων από μουσουλμανικά σε τούρκικά(!), με την δικαιολογία,
προδήλως παραλογιστική, πως με αυτόν τον τρόπο γίνεται ρητός διαχωρισμός με τα μουσουλμανικά
σχολεία στη Βουλγαρία!
Και ένα χρόνο αργότερα, το 1955,
αποπερατώνοντας την ελληνική πρόθεση τυποποίησης μια «συνάφειας» (άσχετο κι
αν πλασματικής και παραποιημένης) μεταξύ
του πομάκικου και του τούρκικου αλφαβήτου, δυο γλωσσικές οντότητες διαφορετικές
όπως η μέρα με τη νύχτα, οργανώθηκε από ελληνικής πλευράς ούτε λίγο ούτε πολύ ένα
πρόγραμμα διαλέξεων για Πομάκους δάσκαλους δημοτικού σχολείου με τον σκοπό να
υιοθετήσουν, στον πομάκικο αλφάβητο, τους λατινικούς γραφικούς χαρακτήρες που
χρησιμοποιούνται σήμερα στον τούρκικο αλφάβητο.
Η εκ μέρους του ελληνικού κράτους απόλυτη απαξίωση των Πομάκων και συνάμα η
απόλυτη (με ποια δικαιολογία, παρακαλώ;) ιδανίκευση της Τουρκίας ως παράδειγμα
προς αποδοχή.
Και επειδή τότε (αλλά και τώρα!)
οι Πομάκοι ήταν συνώνυμο των Βουλγάρων και οι Βούλγαροι ήταν κομμουνιστές,
άσπονδοι ιδεολογικοί αντίπαλοι, καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να
ενεργήσει διαφορετικά, έχοντας υπόψη ότι
όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το τέλος του εμφυλίου πολέμου (1949) και μετά
και έως το 1982, υπήρξαν άκρως πιστές οπαδοί της πλέον αυστηρής συντηρητικής
ιδεολογίας της Δεξιάς, ως και δικτατορικής, αγγλοαμερικανικής βεβαίως έμπνευσης
και ώθησης, δογματικά αντίθετες στο σοβιετικό μπλοκ στο οποίο άκριτα
τοποθετούσαν και την εθνότητα των Πομάκων απλώς γιατί η γλώσσα τους είναι
βουλγάρικης καταγωγής!
Αντιθέτως η Τουρκία, σύμμαχος στον
νατοϊκό συνασπισμό, παρουσίαζε τα περισσότερα «ατού» ώστε να αναλάβει την
«διαχείριση» ιδίως των Πομάκων μουσουλμάνων, βαρίδιο για την Ελλάδα μέσα
στην Ελλάδα.
Το 1995, πάλι βάση μια άλλης
ελληνοτουρκικής συμφωνίας και επειδή, παρ’ όλες τις ελληνικές πιέσεις, η
πομάκικη γλώσσα δεν είχε εκλατινιστεί στον επιθυμητό βαθμό, το ελληνικό Υπουργείο
Παιδείας διέταξε να οργανωθούν πάλι κατάλληλες διαλέξεις στην Δυτική Θράκη με
την εντολή, αυτή τη φορά, οι Πομάκοι δάσκαλοι να χρησιμοποιήσουν την
ίδια λατινική γραφή που ακολουθεί η τούρκικη γλώσσα!
Η επίσημη αναβάθμιση της τουρκικής
γλώσσας μέσα στην ίδια την Ελλάδα.
Και ένας άλλος έκδηλος δείκτης της
εύνοιας που οι ανώτατες (αλλά γενικά όλες!) οι παιδαγωγικές, και όχι μόνο,
ελληνικές αρχές συνεχίζουν να επιδεικνύουν προς την τούρκικη γλώσσα στη
λατινική μορφή της όπως είχε θεσπίσει ο Μουσταφά Κεμάλ καταφανώς ζημιώνοντας
την αυτόχθων γλώσσα των Πομάκων, και όχι
μόνο.
Η
σχολική διδασκαλία
Ένας τομέας, στις ελληνο-πομάκικες
σχέσεις, όπου η συμπεριφορά των ελληνικών αρχών – υπουργικών, νομαρχιακών,
δημοτικών και αστυνομικών – φανερώνει, θα λέγαμε, αξεδιάλυτες και απαράδεκτες
προκαταλήψεις απέναντι στους Πομάκους, οι
οποίοι θεωρούνται ακόμη και πάντοτε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο και
παράλογο, ναι μεν Έλληνες πολίτες για την είσπραξη των φόρων, αλλά ξένοι προς
το εθνικό ελληνικό σώμα με βάση αναπόδεικτους (και ουδέποτε τοποθετημένους σε
συζήτηση) πολιτικούς και γλωσσικούς προβληματισμούς και εν μέρει θρησκευτικούς,
είναι το δίχως άλλο και ο τομέας της σχολικής διδασκαλίας, ένα μεγάλο punctum dolens που αφήνει
παντού ουλές.
Προδικαστικά θα πρέπει να τεθούν οι εξής
ερωτήσεις οι οποίες επίμονα έχουν προταθεί και έως τώρα «πολύ» κανονικά
αγνοήθηκαν από όλους τους αρμόδιους φορείς στην Ελλάδα:
1)
έως πότε οι Πομάκοι μαθητές θα αναγκάζονται να πηγαίνουν σε μειονοτικά τουρκόφωνα
δημοτικά και άλλα σχολεία όταν οι ίδιοι δεν έχουν καμία σχέση με την τούρκικη
κουλτούρα;
2) έως πότε το ελληνικό κράτος θα τους
υποχρεώνει να μαθαίνουν, όντας Έλληνες πολίτες, διαφορετική γλώσσα (τούρκικη) από
εκείνη της πατρίδας τους (Ελλάδας) και από εκείνη της μητρικής τους γλώσσας (πομάκικη);
3) έως πότε ο Υπουργός Παιδείας θα συνεχίσει να
αγνοεί τις αιτήσεις των Ελλήνων Πομάκων ώστε να δημιουργηθούν στις πομάκικες
πόλεις δημόσια ελληνικά σχολεία στα οποία να διδάσκονται τα παιδιά των Ελλήνων
Πομάκων και να πάψουν να αναγκάζονται να πηγαίνουν στα τελείως άχρηστα δίγλωσσα
(και τρίγλωσσα και τετράγλωσσα!) μειονοτικά σχολεία και να καταδικάζονται στην
αμάθεια;
Σ’ αυτό το σημείο ενδιαφέροντα και
αποκαλυπτικά είναι όσα είπε ο γνωστός Πομάκος δημοσιογράφος Σεμπαϊδήν Καραχότζα
στη Θεσσαλονίκη στις 21.3.2015 σχετικά με
την παιδεία που προσφέρεται στους Έλληνες μουσουλμάνους της Θράκης.
Εκτός από το ότι τα τέσσερα ελληνόφωνα
Δημοτικά σχολεία σε ισάριθμα πομακοχώρια που ιδρύθηκαν αλλά μέχρι τώρα δεν
λειτούργησαν επειδή «σκόνταψαν πάνω στους τοπικούς φορείς»(αλήθεια: δεν πρέπει
κάποιος να ασχοληθεί επιτέλους με αυτούς τους ύποπτους «φορείς» που παίζουν το
παιχνίδι του σαμποτάζ;!), πολύ σημαντική είναι επίσης και η διαπίστωσή του ότι
«τα τελευταία χρόνια δεκαπλασιάστηκαν οι μουσουλμάνοι που απορρίπτουν τη
μειονοτική εκπαίδευση και επιλέγουν τα ελληνόφωνα σχολεία για τη μόρφωση των
παιδιών τους».
Δεν
υπάρχει αμφιβολία πως η γενική κατάσταση σχετικά με το δημόσιο δημοτικό σχολείο
γεννήθηκε και μάλλον συνεχίζει να υπάρχει σαν συνέπεια του Ψυχρού Πολέμου μετά
το 1950. Μη ξεχνάμε πως εκείνα τα χρόνια που στα Βαλκάνια αγριοκοιταζόντουσαν
οι λαοί μεταξύ τους και ό, τι ήταν σλάβικο
ήταν επίσης tout court
και
κομμουνιστικό, οι Πομάκοι έστω και με
φιλελληνικά αισθήματα αλλά με σλάβικη γλώσσα δεν μπορούσαν βέβαια να εξαιρεθούν
από τον ανυπέρβλητο κανόνα που κυριαρχούσε στη περιοχή.
Η υποχρέωση της «νατοϊκής συνοχής» είχε ακόμη
επιβάλει στην Ελλάδα την υποχρέωση να καλλιεργεί, ως και μονομερώς(!), ένα καλό
κλίμα στις σχέσεις της με την Τουρκία, να μη την ενοχλεί για «μηδαμινές
πομάκικες υποθέσεις», αν και στη πραγματικότητα αυτή η «πολιτική» δεν
δυσαρεστούσε ούτε και την ίδια Ελλάδα για την οποία οι Πομάκοι ήταν παρείσακτοι
Σλάβοι μουσουλμάνοι κομμουνιστές, εν δυνάμει εχθροί και ενδεχόμενη longa manus της Βουλγαρίας,
μια διάλεκτο της οποίας και μιλούσαν.
Έτσι η ίδια η Ελλάδα, θέλοντας να
απομονώσει τους Πομάκους από τους άλλους Έλληνες και να τους κρατάει μακριά,
θεώρησε σωστή λύση την «ανάθεση» του «πομάκικου προβλήματος» στην τούρκικη
δικαιοδοσία, διότι με αυτό τον τρόπο η Τουρκία μπορούσε και μπόρεσε να δράσει,
και ακόμη δρα, ανενόχλητα μέσα στην ίδια της ελληνική χώρα «αποσπώντας» σιγά
σιγά από μια ελληνική επιρροή όλο και
περισσότερο φθίνουσα, όλες τις υπάρχουσες στη περιοχή μουσουλμανικές
μειονότητες, στα «χαρτιά» όμως Έλληνες,
φτάνοντας στο ακραίο σημείο να ταυτίσει προς όφελός της ό, τι είναι μουσουλμανικό με τούρκικο.
Άλλωστε σε ετούτη τη κατεύθυνση κινείται
το 1954 η απίθανη διαταγή του Έλληνα Προθυπουργού, στρατάρχη Παπάγου, να
χρησιμοποιείται σε όλα τα επίπεδα, δημόσια και ιδιωτικά, από τότε και ύστερα
και σε κάθε περίπτωση, ο όρος τούρκος στη θέση του όρου μουσουλμάνος
και (.) να αντικατασταθούν σε όλες τις περιοχές οι διάφορες ονομασίες, όπως Μουσουλμανική Κοινότητα, Μουσουλμανικό Σχολείο, κλπ. με τις
ονομασίες Τούρκικη Κοινότητα, Τούρκικο Σχολείο, κλπ.!
Το άκρον άωτον της ενδοτικότητας!
Στην ουσία, από τότε κιόλας, πριν από 60
χρόνια, η Ελλάδα οικειοθελώς και εγκληματικά, κατά τη γνώμη μας, υπέκυψε στις επιδιώξεις της
Τουρκίας και παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματα κυριαρχίας πάνω στον αλλόθρησκο
πληθυσμό(Πομάκοι, Ρομά) της Δυτικής Θράκης εγκαταλείποντάς τον στην «ευθύνη»
της Τουρκίας.
Βέβαια, ήδη μερικά χρόνια πριν, όμως, στις
20.4.1951, με την Μορφωτική Συμφωνία και μολονότι αυτή δεν προέβλεπε η τούρκικη
γλώσσα να γίνει η επίσημη γλώσσα της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, είχε
δεχθεί την επέκταση της τουρκικής γλώσσας στα μειονοτικά σχολεία, όχι μόνο,
αλλά ακόμη και το σχετικό διδακτικό
πρόγραμμα να προέρχεται από το τούρκικο υπουργείο παιδείας!
Μια περαιτέρω διεύρυνση υπέρ της τούρκικης πλευράς έγινε στη συνέχεια με το
άλλο Μορφωτικό Πρωτόκολλο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στις 21.12.1968 με το
οποίο «επιτεύχθηκε» ο πλήρης εκτουρκισμός της μειονοτικής παιδείας στη Θράκη,
ένας εκτουρκισμός που περιέλαβε ναι μεν το τουρκόφωνο 50% της μειονότητας, αλλά
– όσο παράλογο και άδικο κι αν είναι – και το υπόλοιπο 50% εντελώς ξένο και
αλλοεθνές, όπως είναι το 35% των Πομάκων και το άλλο 15% των Ρομά.
Όλα αυτά χωρίς ποτέ να ζητηθεί από αυτό
το δεύτερο 50% αν επιθυμούσε ή ένιωθε
πως ανήκει στον τούρκικο κόσμο ή όχι.
Έτσι λοιπόν εισήχθηκε η τουρκική γλώσσα υπό
την έννοια της μοναδικής μειονοτικής γλώσσας(!), μολονότι αποτελεί την
μητέρα γλώσσα ΜΟΝΟ του 50% της μειονότητας και ολουσδιόλου παραγνωρίζοντας την
ύπαρξη και τα δικαιώματα των άλλων δυο μειονοτικών γλωσσών, οι οποίες με την
τουρκική δεν έχουν απολύτως καμία σχέση και οι οποίες αυθαίρετα και ολοσχερώς συνθλίβονται
με τον εμφανή σκοπό την εξόντωσή τους χαρίζοντας το «μονοπώλιο» στην τούρκικη
γλωσσική μειονότητα.
Πιστεύω πως στα παγκόσμια χρονικά δεν
υπάρχει καμία χώρα που να έχει απεμπολήσει τόση κυριαρχία σε άλλη χώρα,
επιπλέον εχθρική. Και να συνεχίζει την ίδια καταστροφική «πολιτική» μετά από 60
χρόνια, δίχως να έχει κατανοήσει το θανάσιμο λάθος της και να προσπαθήσει να το
διορθώσει.
Το
μειονοτικό σχολείο
Το μεγάλο μειονέκτημα αυτού του σχολείου
βρίσκεται στο ότι, εκ μέρους προπαντός της Ελλάδας, έχει οριστεί και
εφαρμόζεται, όπως είπαμε παραπάνω, η τούρκικη γλώσσα σαν να είναι για τους πάντες – τουρκόφωνους, Πομάκους, Ρομά
– η μοναδική μειονοτική γλώσσα, η
οποία και διδάσκεται μαζί με μια μπαλωμένη ελληνική γλώσσα. Γι΄αυτό ονομάζεται
και δίγλωσσο (τρομάρα τους!).
Πρόκειται σαφώς για μια διδακτική μέθοδο
και κατεύθυνση τελείως ελλιπής και συν τοις άλλοις επικίνδυνη μιας και
δημιουργεί στους τουρκόφωνους τάσεις περιχαράκωσης μέσα σε μια ακατάληκτη
απαίτηση εθνικιστικής «απελευθέρωσης», ενώ οι Πομάκοι και οι Ρομά παραπαίουν
εντός ανυπέρβλητων δυσκολιών διδακτικού
χαρακτήρα που σε καμία περίπτωση δεν τους επιτρέπουν μια επιτυχή συνέχεια
σπουδών σε ανώτερο και ανώτατο επίπεδο.
Το ονομαζόμενο πρόγραμμα
«Φραγκουδάκη-Δραγώνα» που παρουσιάστηκε το 1992 αύξησε ακόμη περισσότερο τον
παραλογισμό στη γλωσσική διδακτική ύλη ακολουθώντας μια μεθοδολογία απολύτως
αντι-επιστημονική και ανθελληνική, με την σιωπηρή συναίνεση του ελληνικού
κράτους ώστε ο εκτουρκισμός των «ελληνικών» σχολείων στη Θράκη να είναι
πλέον δεδομένος.
Τέτοιου είδους «προγράμματα» δεν μπορεί
παρά να χρεοκοπήσουν στη πράξη.
Όταν όμως γίνει αυτό, τα συντρίμμια
που αφήνουν είναι οδυνηρά και
μακροχρόνια. Επομένως η πιο συνετή απόφαση εκ μέρους της Ελλάδας πρέπει να
προβλέπει οπωσδήποτε:
1)
την άμεση, επείγουσα ίδρυση σε όλη την περιοχή της πομάκικης παρουσίας δημοσίων
(ελληνικών) δημοτικών σχολείων στα οποία θα φοιτούν οι Πομάκοι που νιώθουν ότι
είναι Έλληνες (και είναι πολλοί!).
2) την οργάνωση, στα πλαίσια αυτών των σχολείων,
της εκμάθησης της μητρικής γλώσσας στους Πομάκους και Ρομά μαθητές.
3) η εκμάθηση της τούρκικης γλώσσας να γίνεται μόνο
στους μουσουλμάνους τουρκόφωνους και
μόνο σαν γλώσσα συμπληρωματική όντας η ελληνική γλώσσα η πρώτη παντού και
για τους πάντες στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων και των τουρκόφωνων
μουσουλμάνων οι οποίοι δεν παύουν να είναι πάντα Έλληνες πολίτες μη ορθόδοξοι.
4) σε κανένα σχολικό επίπεδο δεν πρέπει να
διδάσκεται η τούρκικη γλώσσα στους Έλληνες Πομάκους με μητρική γλώσσα την
πομάκικη που απορρίπτουν την τούρκικη γλώσσα.
5) την ίδρυση και οργάνωση σε όλη την πομάκικη περιοχή μιας προσχολικής
παιδείας στην ελληνική γλώσσα.
6) την άμεση λειτουργία των τεσσάρων δημοσίων
ελληνικών σχολείων που ήδη ιδρύθηκαν το
2007 και ακόμη δεν λειτουργούν.
7) την εξάλειψη της τούρκικης γλώσσας σε επίπεδο
δημοτικού σχολείου για τους Έλληνες Πομάκους μη τουρκόφωνους και την ίδρυση
διδασκαλίας της πομάκικης γλώσσας (βλ. αριθ. 2 και 3).
8) τον σεβασμό και την εφαρμογή των προβλέψεων
της Σύμβασης της Λοζάνης σχετικά με τον μουσουλμανικό χαρακτήρα και ουδόλως
τούρκικο χαρακτήρα της πομάκικης μειονότητας στην Ελλάδα.
9) την διδασκαλία της πομάκικης γλώσσας με βάση
έναν ειδικό ελληνικό αλφάβητο που θα χρησιμοποιηθεί και στις διοικητικές
υπηρεσίες όλης της πομάκικης περιοχής (όπως γίνεται με τα ιταλικά-γαλλικά στην
Κοιλάδα της Αόστα και τα ιταλικά-γερμανικά στον Άνω Αδίγη, στην Ιταλία, αλλά
και με άλλες γλώσσες αλλού στην Ευρώπη).
10) την κατάργηση με νόμο όλων των νόμων και
κανονισμών που εμποδίζουν και υπονομεύουν όλες τις ως άνω προβλέψεις.
Στην ουσία εδώ πρόκειται κατ’ αρχήν για την
εφαρμογή της σύστασης της International Convention on
the Elimination of all Forms
of Racial
Discrimination του ΟΗΕ στις
28.8.2009 σύμφωνα με την οποία «Η Επιτροπή σημειώνει ότι η μουσουλμανική
κοινότητα της Δυτικής Θράκης συμπεριλαμβάνει τις εθνοτικές ομάδες των Τούρκων,
των Πομάκων και των Ρομά και η (ελληνική) κυβέρνηση πρέπει να εξασφαλίσει σε
αυτές το δικαίωμα χρήσης των γλωσσών τους», επιβεβαιώνοντας έτσι το άρθρο 41
της ίδιας της Σύμβασης της Λοζάνης.
Βέβαια, εκεί που λέει «Τούρκους» δεν
μπορεί παρά να εννοεί «τουρκόφωνους», αναλογικά με ό, τι γίνεται στη Τουρκία,
όπου και οι ντόπιοι κάτοικοι ελληνικής καταγωγής (ελληνόφωνοι) είναι
μόνο «Τούρκοι υπήκοοι» και καθόλου Έλληνες.
Επ’ αυτού λοιπόν εάν σχετικά με τους
τουρκόφωνους μουσουλμάνους nulla quaestio, δοθέντος του ότι η τούρκικη γλώσσα διδάσκεται
σίγουρα περισσότερο από όσο θα έπρεπε, το ίδιο δεν συμβαίνει και με τους μουσουλμάνους πομακόφωνους και
ρομά οι γλώσσες των οποίων δεν υπάρχουν σε κανένα σχολείο!
Στην παράγραφο 28, τέλος, της άνω
σύστασης, ζητείται από την ελληνική κυβέρνηση να την εφαρμόσει εντός της 18ης
Ιουλίου 2013.
Απ’ ό, τι ξέρουμε, τίποτα δεν
εφαρμόστηκε. Και οι Έλληνες Πομάκους και Ρομά, χωρίς καμία ελληνική προστασία, αφήνονται έρμαιοι
της τούρκικης δράσης.
Λέει ο διευθυντής της πομάκικης
εφημερίδας «Ζαγάλισα», Ιμάμ Αχμέτ (βλ. άρθρο του Γιώργου Λεκάκη στην εφημερίδα Kontranews): «Ο Πομάκος απ’ το Διάσπαρτο μέχρι την
Ρούσα δεν βρίσκει κανένα που θ’ ακούσει το πρόβλημά του γιατί δεν έχει πού ν’
απευθυνθεί. Και εάν κάποιος αντιδράσει, τότε οι πληρωμένοι πράκτορες τον
κατηγορούν ότι είναι πληρωμένος του
ελληνικού κράτους!»
Και αλλού, πάλι σχετικά με την
εγκατάλειψη των Ελλήνων Πομάκων από την Ελλάδα, συνεχίζει: «Σε αντίθεση με τους
Έλληνες πολιτικούς, δεν υπάρχει υπουργός ή πολιτικός αρχηγός της τούρκικης
κυβέρνησης να μην έχει περάσει απ’ τη Θράκη και τα Πομακοχώρια. Στις γιορτές
των Πομάκων οι Τούρκοι πολιτικοί μετατρέπουν τα χωριά, και ιδίως τον Έχινο, σε μικρή
Άγκυρα».
Εν πάση περιπτώσει είναι ηλίου φαεινότερο
πως στα μειονοτικά σχολεία, έτσι όπως αυτά
είναι δομημένα, «κτίζεται» μια πραγματική τούρκικη ταυτότητα προς όφελος
και για λογαριασμό της κυβέρνησης της Άγκυρας.
Και είναι αλήθεια πως σε αυτά τα σχολεία
διεξάγονται ουκ ολίγες εκδηλώσεις κεμαλικού ύφους, εμπνέοντας στους μουσουλμάνους μαθητές
αισθήματα θρησκευτικού φανατισμού κατά των χριστιανών.
Μολαταύτα συνεχίζει η αντισυνταγματική
λειτουργία των μειονοτικών σχολείων μέσα στα οποία το ίδιο το ελληνο-πομάκικο
στοιχείο εγκλωβίζεται, παραγκωνίζεται ή
εκμηδενίζεται.
Εκτός αυτού, τα μειονοτικά σχολεία είναι
σαφώς και παράνομα διότι, βάσει των διεθνών συμφωνιών και την ιδρυτική τους
νομοθεσία, πρόκειται για σχολεία ιδιωτικού χαρακτήρα η λειτουργία των οποίων θα
πρέπει να βαρύνει οικονομικά εκείνους που στέλνουν εκεί τα παιδιά τους. Στην
πραγματικότητα όμως όλα τα σχολικά έξοδα φαίνεται να πληρώνονται από το
ελληνικό κράτος: επομένως, ενώ χρεώνεται πλήρως ο Έλληνας φορολογούμενος,
αυτό γίνεται εντελώς υπέρ της τούρκικης πολιτικής!
Το
τούρκικο προξενείο στη Κομοτηνή
Πριν τελειώσουμε την παρούσα πανοραμική
παρουσίαση με θέμα που θα μπορούσε να είναι «Οι Πομάκοι σε αναζήτηση μιας
οντότητας και ταυτότητας», δηλαδή μιας νόμιμης αναγνώρισης της ελληνο-πομάκικης
ιδιότητάς τους, δεν είναι άκαιρη μια σύντομη «επισκόπηση» της παρουσίας του
τούρκικου προξενείου στη Κομοτηνή οι «επεμβάσεις» του οποίου συχνά και
ευχαρίστως πηγαίνουν πολύ πέρα των προβλεπόμενων ορίων που ορίζει ο διεθνής
προξενικός κανονισμός(Σύμβαση της Βιέννης για τις προξενικές σχέσεις,
24.4.1963).
Αξίζει λοιπόν τον κόπο να γνωρίσουμε ποια
είναι η κατάσταση στα Πομακοχώρια
ακολουθώντας τους ιδίους τους Πομάκους που έρχονται σε επαφή με μια
πραγματικότητα συχνά πολύ δυσάρεστη.
Πριν από μερικά χρόνια 40 δάσκαλοι
μουσουλμάνοι στη Νομαρχία Ροδόπης παρουσίασαν εμπεριστατωμένη καταγγελία με την
οποία γνωστοποιούσαν σημαντικές λεπτομέρειες των παράνομων ενεργειών του
τούρκικου προξενείου στη Κομοτηνή με την ελπίδα να υπάρξει κάποια «διορθωτική»
αντίδραση εκ μέρους της ελληνική πολιτείας.
Η καταγγελία έμεινε «νεκρό γράμμα».
Το 2007 η ελληνική Βουλή ψήφισε τον νόμο
3536 με τον οποίο το κράτος αναλάμβανε την μισθοδοσία 240 ιμάμηδων που έπρεπε
να διοριστούν στις 3 νόμιμες και επίσημες Μουφτείες στη Θράκη. Η μισθοδοσία
βέβαια προϋπόθετε την πρόσληψη βάσει του ελληνικού νόμου.
Μετά από 9 χρόνια ο νόμος παραμένει
ανενεργός εξ αιτίας πολλών και λυσσωδών τούρκικων αντιδράσεων έτσι ώστε οι
υποψήφιοι Έλληνες μουσουλμάνοι να περιμένουν ακόμη τον διορισμό τους. Και όχι μόνο, διότι πολλοί εξ
αυτών απειλούνται προσωπικά και οικογενειακά από γνωστά στις ελληνικές αρχές(!)
τούρκικα κακοποιά στοιχεία προσκείμενα στο τούρκικο προξενείο.
Η μόνη αντίδραση για την απαξίωση ενός
νόμου του ελληνικού κράτους υπήρξε η απόφαση αριθ. 50/2012 του Εφετείου Θράκης
με την οποία απλώς υποχρεώθηκε το ελληνικό δημόσιο να αποζημιώσει τους
υποψήφιους ιμάμηδες για τον μη διορισμό τους, αντί να υποχρεωθούν όλοι οι
«αρμόδιοι» να εφαρμόσουν τον νόμο!
Έτσι σήμερα στη Θράκη δεν υπηρετεί
κανένας ιμάμης διορισμένος από το ελληνικό υπουργείο, όπως θα έπρεπε. Και το
πιο τρελό; Στην ελληνική Θράκη οι ιμάμηδες «εν υπηρεσία» είναι εκείνοι που
«διόρισε» το τούρκικο προξενείο, δηλαδή το τούρκικο κράτος!
Στην ελληνική επικράτεια αφέντης είναι ο
Τούρκος πρόξενος.
Αυτό βέβαια θα μπορούσε να γίνει μόνο σε
ένα ανύπαρκτο κράτος.
Συνάμα, η δράση των τούρκικων προξενικών
αρχών αναπτύσσεται όχι μόνο με την παραγνώριση διεθνών και ελληνικών νόμων και
με πράξεις προπαγάνδας, αλλά και μέσα από απειλές και προβοκάτσιες ενάντια σε
όσους αντιτάσσονται ή και απλά δεν συντάσσονται με το μέρος των τούρκων.
Λέει πάλι σχετικά ο Σεμπαϊδήν Καραχότζα:
«Το τουρκικό προξενείο προσπαθεί με κάθε τρόπο και μέσο να εμφανίσει όλους τους
μουσουλμάνους της Θράκης ως Τούρκους. Έχει ανθρώπους σε κάθε μέρος…η δουλειά
των οποίων είναι να κάνουν πλύση εγκεφάλου. Μέσα στα τζαμιά…στα κηρύγματα
γίνεται πολλές φορές αναφορά σε Τούρκους μουσουλμάνους στη Θράκη».
Στην πραγματικότητα γίνεται ένας
καθεαυτού προσηλυτισμός, κάτι που υπερβαίνει κατά πολύ τις προξενικές
δικαιοδοσίες χωρίς καμία αντίδραση από ελληνικής πλευράς.
Και πιο κάτω συνεχίζει: «Υπάρχουν
εκατοντάδες περιπτώσεις Πομάκων οι οποίοι, ενώ αισθάνονται Έλληνες Πομάκοι,
ποτέ δεν τόλμησαν να το πουν ανοιχτά για να μην έρθουν αντιμέτωποι με το
τουρκικό προξενείο και τις πρακτικές του(απειλές, φραστικές και σωματικές
επιθέσεις)».
Βέβαια, μετά απ’ αυτά η ερώτηση είναι
αυθόρμητη: οι ελληνικές αρχές πού είναι για να σταματήσουν τις τελείως
ανεπίτρεπτες συμπεριφορές τουρκικής προέλευσης;
Στην ουσία, το τούρκικο προξενείο στη
Κομοτηνή – κράτος εν κράτει! – ασκεί μια παράλληλη και παράνομη εξουσία πλάι
στη νόμιμη αλλά φαντοματική εξουσία του ελληνικού κράτους, την οποία υπερβαίνει
και αντικαθιστά.
Με αυτόν τον τρόπο η Τουρκία διπλά
αναβαθμίζεται: από τη μια, η πομάκικη μειονότητα θεωρείται και ανεμπόδιστα μεταχειρίζεται
σαν εθνικά τούρκικη, ενώ απ’ την άλλη τα παιδιά της ίδιας μειονότητας όχι μόνο
δεν μαθαίνουν κανονικά την ελληνική γλώσσα, αλλά αποκλείονται και από τη δική
τους μητρική γλώσσα και επιπλέον υποχρεώνονται να ακολουθούν την έντονα
καταλυτική τούρκικη διδασκαλία.
Ναι, διότι η δράση του τούρκικου
προξενείου έφτασε στο σημείο να οργανώσει ένα δικό του δίκτυο μόρφωσης με τη
σύσταση προ και νηπιακών σταθμών δίγλωσσων κατά παράβαση της ελληνικής
νομοθεσίας!
Είναι αυτονόητο ότι η ελευθερία δράσης
του τούρκικου προξενείου δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί και να εδραιωθεί χωρίς
την αυθόρμητη και/ή εκβιαστική συνενοχή των ελληνικών πολιτικο-διοικητικών
εξουσιών που ανήκουν στα κόμματα κυβέρνησης από το 1950 έως σήμερα, 2016 – μια
ελληνο-τούρκικη συνενοχή την οποία πληρώνουν οι Πομάκοι και η οποία, με την
συνεχή ανοχή από ελληνικής πλευράς, δίνει στη τούρκικη πλευρά το δικαίωμα και,
υλικά, τη δυνατότητα να φέρεται σαν να είναι η μόνη εξουσία στη περιοχή που
μπορεί να επιβάλει τη θέλησή της στην «πομάκικη διαχείριση» εις βάρος της
νόμιμης ελληνικής νομικής και νομοθετικής αρμοδιότητας.
Διάφορα «προγράμματα» οικονομικής
βοήθειας προερχόμενα από ιδιωτικές πηγές (πάμπλουτοι Τούρκοι) ή και «άγνωστες»
πηγές, μάλλον όμως κεκαλυμμένες δημόσιες τούρκικες, τίθενται σε εφαρμογή στη
Θράκη, ερήμην της Ελλάδας.
Έτσι, προσφέρονται 500 ευρώ για τη
διδασκαλία σε κορανική σχολή σε κάθε παιδί Πομάκου που θα εγκαταλείψει την
ελληνική μόρφωση. Προσφέρονται 1.000 ευρώ το χρόνο («ανεπίσημα» από το τούρκικο
προξενείο) για κάθε κορίτσι ανήλικο που θα φορέσει την μουσουλμανική μαντίλα.
Προσφέρονται παραβολικές κεραίες για τα προγράμματα της τούρκικης τηλεόρασης. Και
για περισσότερη σιγουριά τούρκικης επιρροής, απ’ την Τουρκία μεταδίδονται
προγράμματα για τους μουσουλμάνους, όπως το Ρούμελη
TV, με τα οποία προβάλλεται αφειδώς ο «τούρκικος
πολιτισμός».
Στο κέντρο της Κομοτηνής λειτουργεί η Ζιραάτ
Μπανκ η οποία δανείζει μόνο σε κατοίκους Θράκης με επιτόκιο 3% όταν το επιτόκιο
των ελληνικών τραπεζών είναι πάνω από 14%.
Ιδιαίτερη μνεία και προσοχή λοιπόν
επιβάλλεται για την Ziraat Bank, ένας πραγματικός οικονομικός Δούρειος Ίππος με
καίριες εθνικιστικές και πολιτικές προεκτάσεις. Η υπόνοια ότι το τούρκικο
υπουργείο εξωτερικών κινεί τα νήματά της είναι έντονη, όπως και η παρουσία, από
μακριά ή κοντά, της μυστικής υπηρεσίας, ΜΙΤ.
Εκτός από τη Θράκη, και – «για τα μάτια»
- την Αθήνα, η Ziraat Bank «εργάζεται» και
στη Ρόδο, μια άλλη ακόμη «γκρίζα» περιοχή όπου η Άγκυρα θεωρεί πως υπάρχει
«τούρκικη» μειονότητα που επομένως διαμορφώνει δικαιώματα «ιδιοκτησίας» για την
Τουρκία.
Είναι πάντως φανερό πως η Ζιραάτ Μπανκ,
η οποία μόνο με εγγραφή υποθηκών «προσφέρει» χαμηλότοκα δάνεια σε Έλληνες χριστιανούς,
σκοπό έχει να «κατακτήσει» όλο και περισσότερες ελληνικές ιδιοκτησίες εάν
αληθεύει ότι στα υποθηκοφυλακεία Ξάνθης
και Κομοτηνής εκκρεμούν δεκάδες αιτήσεις κατασχέσεων περιουσιακών στοιχείων
(οικοδομές αλλά προπάντων αγροί) Ελλήνων χριστιανών που αδυνατούν να
αποπληρώσουν δάνεια που έλαβαν και η Ζιραάτ Μπανκ δεν προβαίνει δε καμία διευκόλυνση
αποπληρωμής.
Τελικά, θα πρέπει να ερευνηθεί αρμοδίως
κατά πόσο η υποθήκευση ελληνικών περιουσιών σε παραμεθόρια ελληνική περιοχή από
μη κοινοτική Τράπεζα συνάδει με την ελληνική νομοθεσία που απαγορεύει αυτού του
είδους δεσμέυσεις.
Να μη ξεχνάμε όμως και την Dogus, τούρκικη επιχείρηση η οποία αγοράζει στην Ελλάδα μαρίνες:
ήδη αγόρασε εκείνη του Φλοίσβου και, μαζί με άλλες εταιρείες, εκείνη του Αστέρα Βουλιαγμένης – και έπεται
συνέχεια στην «κατάκτηση» ελληνικών ακτών.
Και σαν να μην αρκούσαν όλες αυτές οι
«επεμβάσεις»(και άλλες ακόμα) των Τούρκων που μόνο «ανώδυνες» δεν μπορούν να
χαρακτηριστούν, έρχονται και οι ίδιοι οι Έλληνες με άλλες «επεμβάσεις» που κι’
αυτές μόνο «ανώδυνες» δεν είναι.
Επιστρέφοντας στο αρχικό θέμα, καμιά
δυνατότητα δεν έχει ένας Πομάκος να σπουδάσει στη μητρική του γλώσσα, όπως είδαμε
παραπάνω: κιόλας απ’ τη πρώτη δημοτικού ο μικρός Πομάκος μαθαίνει ελληνικά
(στραβά) και τούρκικα (καλά) στα μειονοτικά σχολεία.
Και εάν τα ελληνικά θα μπορούσαν ενδεχομένως
και με όλη τη καλή θέληση να του είναι κάπως χρήσιμα στη συνέχεια στην Ελλάδα,
τα τούρκικα πού θα μπορούσε να τα
χρησιμοποιήσει στην Ελλάδα;! Πουθενά! Μόνο στη Τουρκία. Και εκεί πάνω βεβαίως
βασίζονται οι Τούρκοι με την επίμονη διδασκαλία της γλώσσας τους στα ελληνικά
σχολεία!
Δεν το λέμε απλώς για να κάνουμε κριτική,
αλλά όλοι θα θέλαμε να ξέρουμε πώς «βλέπει» αυτή την «ιστορία αγρίων» το
ελληνικό κράτος, όταν τα διδακτικά προγράμματα τα οποία υλοποιούνται στα
μειονοτικά σχολεία δεν σκοπεύουν οπωσδήποτε να μορφώσουν Έλληνες Πομάκους
μαθητές, αλλά καθαρά Τούρκους μαθητές!
Κατά τα άλλα και η πρόσφατη δημοτικο-διοικητική μεταρρύθμιση βοήθησε τα μέγιστα στην
εγκατάσταση στη Θράκη φανατικών πυρήνων τουρκο-μουσουλμάνων εθνικιστών. Το
αποτέλεσμα: η μη λογική «λειτουργική
αναδιοργάνωση» στους Δήμους είχε σαν αποτέλεσμα την ύπαρξη τεσσάρων δήμων στην
επαρχία Κομοτηνής εκ των οποίων οι δυο διοικούνται από τούρκους δημάρχους στην υπηρεσία
του τούρκικου προξενείου.
Αλλά και τα ίδια εγχώρια κόμματα (ΠΑΣΟΚ,
ΝΔ, Σύριζα) δεν δίστασαν και δεν
διστάζουν καθόλου να τοποθετήσουν επικεφαλής των εκλογικών καταλόγων τους
τουρκόφωνους υποψήφιους που έχουν την υποστήριξη ή έχουν προταθεί από το
τούρκικο προξενείο Κομοτηνής.
Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ούτε τις
δηλώσεις, στο πρόσφατο παρελθόν. δυο «προξενικών» βουλευτών της ελληνικής
Βουλής μετά την εκλογή τους. Ο Τσετίν Μάντατζη (ΠΑΣΟΚ) δεν είχε καμία δυσκολία
να πει: «η τούρκικη κοινότητα της Δυτικής Θράκης αποτελεί μέρος του μεγάλου
τούρκικου έθνους», ενώ ο Ορχάν Χατζηιμπραήμ (ΝΔ) δεν υπήρξε υποδεέστερος
δηλώνοντας πως η είσοδος στην (ελληνική) Βουλή θα είναι για την υπεράσπιση των
δικαιωμάτων των «τούρκων της μειονότητας»!
Κατά τα άλλα, στον Νομό Ροδόπης δεν
εκλέχθηκε ούτε Χριστιανός βουλευτής!
Και βέβαια γι’ αυτούς τους τούρκους
βουλευτές της ελληνικής Βουλής η «τούρκικη κοινότητα» στην οποία αναφέρθηκαν
δεν απαρτίζεται μόνο από τους 60-70.000 τουρκόφωνους μουσουλμάνους που με
διαφόρους τρόπους τους έμαθαν να ονομάζονται «τούρκοι», αλλά ΚΑΙ από τους
άλλους 45-50.000 μουσουλμάνους Πομάκους και 15-18.000 Ρομά μουσουλμάνους, όλοι
τους «στα χαρτιά» Έλληνες πολίτες!
Εξάλλου πρόσφατα ο Σύριζα δεν αναγνώρισε
την ύπαρξη τούρκικης μειονότητας στη Θράκη; Ή μήπως δεν είναι ακριβώς
έτσι;
Και γιατί όχι λοιπόν το κόμμα Ειρήνης
και Φιλίας (DEB)
να μη προπαγανδίζει και εκπέμπει σε όλους την ύπαρξη όχι μόνο μουσουλμανικής
μειονότητας, αλλά τουρκικής;
Τώρα, αν αυτή η δράση του κόμματος
βρίσκεται σε αρμονία με την ελληνική νομοθεσία, είναι κάτι που επαφίεται στην
ελληνική δικαιοσύνη, που θα ‘πρεπε να το εξακριβώσει και να αποφανθεί.
Εκτός όμως από ό, τι συμβαίνει σε
κρατικό και βουλευτικό επίπεδο, ΚΑΙ η συμπεριφορά των υποψηφίων δημάρχων και
περιφερειαρχών και περιφερειακών και δημοτικών συμβούλων ελέγχεται, υπό
την έννοια ότι θα πρέπει να ελέγχονται οι σχέσεις αυτών των υποψηφίων με το
τούρκικο προξενείο.
Σε συνέντευξη στις 4.5.2014 ο Σεμπαϊδήν
Καραχότζα, σίγουρα τέλειος γνώστης του θέματος, λέει ότι οι περισσότεροι απ’
αυτούς δεν θέλουν να «δυσαρεστήσουν» το τούρκικο προξενείο και προσπαθούν «να
τα έχουν καλά» μαζί του. Αυτό σημαίνει πως το προξενείο όχι μόνο ελέγχει και
«καθοδηγεί» αυτούς τους υποψήφιους, αλλά μέσω αυτών και τους ψηφοφόρους τους.
Μέσα σε αυτόν τον έλεγχο εγγράφονται
και οι επισκέψεις «αρκετών υποψηφίων συμβούλων διαφόρων συνδυασμών» στα γραφεία
του κόμματος DEB
και του ψευτομουφτή προς αναζήτηση στήριξης, όπως τονίζει ο κ. Καραχότζα.
Η πλειονότητα της πομάκικης κοινότητας
πάντα θέλησε και ζήτησε να θεωρείται ελληνική μουσουλμανική στο θρήσκευμα,
πιστή στους ελληνικούς νόμους και στη πληρωμή της ελληνικής φορολογίας – και
σαν ελληνική να της συμπεριφέρονται. Ζήτησε τα παιδιά της να πηγαίνουν σε αληθινά
ελληνικά σχολεία, και όχι στα λεγόμενα μειονοτικά, αναμεμιγμένα με τους
τουρκόφωνους Έλληνες αλλά συνειδησιακά πεπεισμένους Τούρκους με τους οποίους
δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να μοιραστεί.
Και δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις
Πομάκων με πλαστές δηλώσεις διαμονής στις διδακτικές περιφέρειες Ξάνθης και
Κομοτηνής μόνο και μόνο για να μπορέσουν τα παιδιά τους να φοιτήσουν στα
ελληνικά σχολεία.
Έχοντας υπόψη αυτή τη σύνθετη και απαράδεκτη κατάσταση και
μολονότι βρίσκεται ακόμη σε ισχύ η σύσταση της Διεθνούς Επιτροπής του ΟΗΕ που
διαβάσαμε παραπάνω, καμία ελληνική κυβέρνηση δεν δέχθηκε ποτέ – απ’ ό, τι είναι
γνωστό – τα αιτήματα των Πομάκων,
συνεχίζοντας σε μια υποβάθμιση αυτών όχι μόνο ακατανόητη, αλλά και πολιτικά
λανθασμένη και επικίνδυνη και κοινωνικά άδικη και αναχρονιστική.
Ειλικρινά, μια συμπεριφορά τελείως αχαρακτήριστη και
αδικαιολόγητη, ενώ φαίνεται πως είναι πια καιρός να πάψουν οι ελληνικές υποχωρήσεις
δήθεν για χάρη μιας «ελληνοτούρκικης φιλίας» όταν είναι πλέον
υπερ-αποδεδειγμένη η έλλειψη οιασδήποτε θέλησης ή τάσης φιλίας της Τουρκίας
προς την Ελλάδα και η έκδηλη πρόθεση της πρώτης να «φάει» την δεύτερη σε όλες
τις εκφάνσεις των διμερών, αλλά και πολυμερών σχέσεων.
Όλα αυτά πρέπει να ειπωθούν ευθαρσώς για
πολλούς και βασικούς λόγους, ένας εκ των οποίων – και απ’ τον οποίο μύρια κακά
εκπορεύονται - είναι η προδοτική εκχώρηση
εξουσίας και κυριαρχίας στη δράση του τούρκικου προξενείου στη Κομοτηνή με
όλες τις συμπληρωματικές «παρενέργειες» της τόσο στο Νομό Ξάνθης όσο, πολύ
περισσότερο και πιο βαριά, στο Νομό Ροδόπης.
Και επίσης η εξίσου προδοτική και
διαστρεβλωτική αλληλουχία των λεγόμενων «πολιτισμικών συμφωνιών και
πρωτόκολλων» της Ελλάδας με την Τουρκία οι οποίες βάναυσα και απροκάλυπτα
παραβιάζουν, εις βάρος των Πομάκων και άλλων μικρότερων μειονοτήτων, το γράμμα
και το πνεύμα της Σύμβασης της Λοζάνης, δωρίζοντας στην Τουρκία, ανεπίτρεπτα
για μια κυρίαρχη χώρα όπως πρέπει να είναι η Ελλάδα, πλεονεκτήματα, υπεροχές,
προβαδίσματα και παράνομα οφέλη παντός είδους!
Βέβαια, είναι πολύ ωραίο να καταγγέλλει
ο υπουργός εξωτερικών Κοτζιάς: «Η
Τουρκία θέλει να καταστήσει την
μειονότητα Θράκης σε εργαλείο εξωτερικής πολιτικής». Είναι όμως παντελώς
ανεπαρκές εφόσον δεν συμπληρώνει: «μουσουλμανική μειονότητα», ώστε να μη νομίζουν κάποιοι ότι μιλάμε για
«τούρκικη μειονότητα».
Πάντως και αυτό πάλι δεν είναι αρκετό διότι ο κ. Κοτζιάς
θα πρέπει όχι μόνο να μιλάει, αλλά και να «πράττει», και οι πράξεις δεν μπορεί παρά
να είναι εκείνες, νομοθετικές, διοικητικές και κανονιστικές, που θα καταργήσουν
επιτέλους τα ως τώρα κακώς πεπραγμένα τόσων ετών υπέρ της Τουρκίας
αποκαθιστώντας στην πληρότητά της την
ελληνική κυριαρχία σε όλη τη Δυτική Θράκη, την Ελληνική Θράκη, όπως
ακούστηκε πολύ σωστά να λέγεται!
Κρεσέντσιο Σαντζίλιο
*
Αναγκαστικά πολλαπλές υπήρξαν εδώ οι αναφορές στο προσδιοριστικό «ελληνικό» ή
«ελληνική», διότι αναγκαστικά σε όλη την θεματολογία περί Πομάκων ο ελληνικός
παράγων είναι (και δεν μπορεί να μην είναι) πανταχού παρών, και για τους πιο
ευνόητους λόγους.
Πρώτη δημοσίευση: mignatiou.com