Γυναίκες
με παραδοσιακές φορεσιές στη Σμίνθη, στα Πομακοχώρια της Ξάνθης. «Για μένα
μητρική γλώσσα ήταν τα ελληνικά και τα πομακικά», λέει μια γυναίκα που
εντάχθηκε στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα ΚΕΣΠΕΜ. «Οταν πήγα στο μειονοτικό
δημοτικό, άρχισα να διδάσκομαι βασικά μαθήματα στα τουρκικά, που για μένα ήταν
άγνωστη γλώσσα!».
Κατάσταση τράνζιτ εκεί όπου ζουν οι Πομάκοι
ΣΙΣΣΥ ΑΛΩΝΙΣΤΙΩΤΟΥ
Οταν έπεφτε ο ήλιος, έπρεπε να έχουν μπει
στο χωριό. Με τη δύση οι μπάρες έκλειναν, και για να ξαναπάνε στα σπίτια τους
χρειάζονταν εξηγήσεις και αποδείξεις για τους λόγους και τον τόπο διανυκτέρευσης
εκτός.
Για να ανοίξουν οι μπάρες και να βγουν προς
τις πόλεις χρειάζονταν την ειδική ταυτότητα και την άδεια από τις Αρχές.
Εξαίρεση στον κανόνα δεν υπήρχε: Γυναίκες που ήθελαν να γεννήσουν σε
νοσοκομείο, παιδιά που χρειάζονταν ιατρική περίθαλψη, άντρες που πήγαιναν στη
δουλειά τους, άνθρωποι που ήθελαν να πάνε στην αγορά – όλοι έπρεπε να τηρούν
τις προϋποθέσεις εισόδου/εξόδου.
Πομακοχώρια: Μια κατάσταση τράνζιτ και βασανιστικής ανάγκης
αυτοπροσδιορισμού των ανθρώπων που βρέθηκαν στη Δυτική Θράκη, έπειτα από την
υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης. Τρεις εθνοτικές μειονότητες, Πομάκοι,
Τούρκοι και Ρομά, προσδιορίστηκαν ως μία με βάση τη θρησκεία: μουσουλμανική.
Στα μειονοτικά σχολεία τα παιδιά διδάσκονται, μέχρι και σήμερα, στην ελληνική
και στην τουρκική γλώσσα.
Κάτι άλλαξε...
Στις 17 Νοεμβρίου 1995 καταργούνται από τον
τότε υπουργό Εθνικής Αμυνας Γεράσιμο Αρσένη οι «επιτηρούμενες ζώνες» από την
ορεινή Θράκη μέχρι την Ηπειρο, και έτσι οι μπάρες πέφτουν. Το Μάιο του 1997,
μία ομάδα, επιτετραμμένη του Υπουργείου Παιδείας, κάνει το πρώτο διερευνητικό
ταξίδι στη Θράκη, προκειμένου να καταγράψει τις ανάγκες αλλά και τις
δυνατότητες ανάπτυξης ενός εκπαιδευτικού προγράμματος που θα απευθύνεται στα
παιδιά της μουσουλμανικής μειονότητας. Ανάμεσά τους η Αννα Φραγκουδάκη και η
Θάλεια Δραγώνα, που θα είναι στη συνέχεια οι επιστημονικές υπεύθυνοι. Το
πρόγραμμα ξεκινά και η τοπική κοινωνία το ονομάζει ΠΕΜ, από τα αρχικά του
επίσημου τίτλου: Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων. Σήμερα λέγεται από
τους ίδιους ΚΕΣΠΕΜ, από τα αρχικά των κέντρων στήριξης του προγράμματος που
είναι η πιο κοινωνικά διευρυμένη εκδοχή, περιλαμβάνοντας εκπαίδευση και
ελληνομάθεια ενηλίκων, κυρίως γυναικών της μειονότητας.
Μέχρι σήμερα, και στο πλαίσιο του
προγράμματος, διεπιστημονικές ομάδες από σχεδόν όλα τα πανεπιστήμια της χώρας,
αλλά και εκπαιδευτικοί, έχουν συγγράψει σχολικά βιβλία για το δημοτικό και το
γυμνάσιο, στηριγμένα σε σύγχρονες μεθόδους, έχουν οργανώσει πολύμορφη
επιμόρφωση που απευθύνεται σε εκπαιδευτικούς και συνεργάτες του έργου, έχουν
δημιουργήσει δέκα εξωσχολικά κέντρα ελληνομάθειας και κοινωνικής ένταξης, καθώς
και τέσσερις κινητές μονάδες που μεταφέρουν τις παιδαγωγικές καινοτομίες στα
απομονωμένα και δυσπρόσιτα μειονοτικά χωριά, έχουν οργανώσει δημιουργικές, μαθησιακές,
ψυχαγωγικές δράσεις με μεικτές ομάδες παιδιών και νέων από τη μειονότητα και
την πλειονότητα. Συνέδρια, ημερίδες, συναντήσεις με τους φορείς της
εκπαίδευσης, βουλευτές και εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης βοήθησαν,
επίσης, στην εγκατάσταση διαλόγου ανάμεσα στη μειονότητα και στην πλειονότητα.
Αντίπαλοι σε όλη αυτήν την προσπάθεια
υπήρξαν, φυσικά, οι κοινωνικές ανισότητες που καθορίζουν το επίπεδο της
μόρφωσης, οι ανισότητες που οφείλονται στις διαφορετικές ταυτότητες των μαθητών
με άλλη θρησκεία, κουλτούρα και μητρική γλώσσα, η πολιτική διγλωσσία, οι
προκαταλήψεις και τα στερεότυπα.
Μία από τις πιο σημαντικές καινοτομίες του
προγράμματος είναι η έμφαση που δόθηκε στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και η
άμεση εμπλοκή τους στις αλλαγές που εισηγούνταν και εφάρμοζαν. Για να
συγγραφούν τα πολλά σχολικά βιβλία και εκπαιδευτικά υλικά, εφαρμόστηκαν
πειραματικά στις τάξεις από εθελοντές εκπαιδευτικούς, όπου κρίνονταν και
διορθώνονταν. Οπως τονίζει η Θάλεια Δραγώνα, «οι εκπαιδευτικοί, συνεργάτες του
προγράμματος, που δίδαξαν τα μαθήματα σε χιλιάδες παιδιά της μειονότητας, από
το νηπιαγωγείο έως το λύκειο, αλλά και ελληνικά σε ενήλικα μέλη της μειονότητας
–κυρίως μητέρες μαθητών–, έκαναν αυτό το έργο να πετύχει».
Αυτόπτης
μάρτυς
Αν όλα τα παραπάνω φαίνονται κάπως
θεωρητικά, μακρινά και... ξύλινα, η συζήτηση που είχαμε με την Εσρά Μολλά και
τη Σεριφέ Σιράκ δίνει ανάγλυφα το ζωντανό, απτό αποτέλεσμα του προγράμματος.
Πομακικής καταγωγής, γεννημένες το 1989 και το 1992, αντιστοίχως, σε
Πομακοχώρια της Ξάνθης, ήταν μικρά κοριτσάκια όταν ξεκίνησε το πρόγραμμα.
Συνέχισαν μέχρι τέλους, περνώντας από τη θέση του εκπαιδευόμενου στη θέση του
εκπαιδευτή. Σήμερα ζουν και οι δύο στην Αθήνα. Η Εσρά είναι δασκάλα, κάτοχος
μεταπτυχιακού τίτλου, και η Σεριφέ νηπιαγωγός που κάνει τώρα το μεταπτυχιακό
της.
–
Τελικά τι γίνεται εκεί πάνω;
– Πάντως όχι ό,τι λέει ο Σφακιανάκης, ότι
χρειάζεσαι διαβατήριο για να περάσεις την Καβάλα, απαντάει με χιούμορ η Εσρά.
Περιγράφουν και οι δύο περίπου τις ίδιες
εμπειρίες που, ουσιαστικά, συνοψίζονται στις δυσκολίες κοινωνικής ένταξης «μέσα
στην ίδια σου τη χώρα, αφού δεν μαθαίνεις καλά καμία γλώσσα! Πήγαμε και οι δύο
σε μειονοτικό δημοτικό και μετά στο δημόσιο ελληνικό γυμνάσιο. Η ένταξη στο
γυμνάσιο σήμαινε άλματα εκ μέρους μας. Υπήρχαν παιδιά που δεν μιλούσαν ούτε
λέξη ελληνικά ή ελάχιστα και ήταν αδύνατον να εκφραστούν».
Υπήρχε όμως και το αντίστροφο πρόβλημα που
βιωνόταν στο δημοτικό, όπως συνέβη με τη Σεριφέ: «Για μένα μητρική γλώσσα ήταν
τα ελληνικά και τα πομακικά. Οταν πήγα στο μειονοτικό δημοτικό, άρχισα να
διδάσκομαι βασικά μαθήματα στα τουρκικά, που για μένα ήταν άγνωστη γλώσσα!».
Μαθήματα ενηλίκων... λόγω γυναικών
Τα μαθήματα ενηλίκων δημιουργήθηκαν ύστερα
από αίτημα των γονέων –κυρίως γυναικών–, οι οποίοι συνόδευαν τα παιδιά τους στα
μαθήματα. Δόθηκε έμφαση στις ανάγκες της καθημερινότητας αυτών των γυναικών που
χρειάζονταν ένα καθημερινό ελληνικό λεξιλόγιο για να επισκεφθούν τον γιατρό, να
κάνουν ψώνια, να μιλήσουν με τους ανθρώπους της πόλης όταν έβγαιναν από το
χωριό. Ως αποτέλεσμα, όμως, είχαν επιπλέον την ενδυνάμωση της αυτοπεποίθησης
και τη διεκδίκηση της θέσης τους μέσα στην οικογένεια και στον δημόσιο χώρο. Η
Νουρτέν αποκτά αμέσως δίπλωμα αυτοκινήτου και δηλώνει ότι «δεν ντρέπεται πια να
βγει στην αγορά». Η Σεβάλ αναφέρεται στην επαφή με το νοσοκομείο, τους γιατρούς
αλλά και τις τράπεζες, στον συχνά αγενή τρόπο αντιμετώπισής της, λόγω της
μαντίλας που φοράει, επισημαίνοντας παράλληλα πώς αλλάζει αυτή η συμπεριφορά
όταν απαντά σε σωστά ελληνικά.
Η γλώσσα, το
«διαβατήριο» και οι επιλογές για μόρφωση
–
Γιατί όμως οι γονείς παιδιών όπως η Σεριφέ επιλέγουν τα μειονοτικά δημοτικά;
– Για να μην αλλοιωθεί το θρήσκευμα είναι
ένας λόγος. Ενας άλλος λόγος είναι ότι η Τουρκία βοηθούσε πολύ στη συνέχιση των
σπουδών στα δικά της πανεπιστήμια με υποτροφίες προς τα παιδιά της μειονότητας.
Οπότε το να μαθαίνεις τουρκικά ήταν ένα είδος διαβατηρίου για μεγαλύτερη
μόρφωση για όσους, τουλάχιστον, είχαν τη δυνατότητα, την επιθυμία να
σπουδάσουν. Ενας... τρίτος λόγος είναι ότι σε πολλά χωριά δεν υπήρχαν παρά μόνο
μειονοτικά δημοτικά, άρα δεν υπήρχε επιλογή.
–
Πώς νιώθετε ύστερα από όλη αυτήν τη διαδρομή;
– Κουρασμένες! Μια υπερπροσπάθεια για να
κάνεις τα αυτονόητα: Να μιλάς καλά τη γλώσσα της πατρίδας σου, να μη νιώθεις
διαφορετικός ανάμεσα στους συμφοιτητές σου που όταν ακούν το όνομά σου σε
ρωτούν πώς και δεν φοράς μαντίλα. Εχουμε φίλους που αλλάζουν το όνομά τους μόνο
και μόνο για να μην τους ρωτάνε από πού είναι για να μη νιώθουν «μειονοτικοί».
Μιλάμε για πολύ κλάμα και ξενύχτι. Και μετά, όταν έρθει η ώρα να διδάξεις,
έχεις την αγωνία των γονέων των μαθητών. Πώς θα με αντιμετωπίσουν ως
μουσουλμάνα; Τι θα πουν στα παιδιά τους; Πώς πρέπει να αντιμετωπίσω την τάξη;
Σε όλα αυτά το πρόγραμμα ήταν καθοριστικής βοήθειας.
Η Εσρά, που διδάσκει σε δημοτικό σχολείο στη
Νέα Φιλαδέλφεια, μας λέει ότι τις μεθόδους του προγράμματος ακολουθεί πολλές
φορές και στις τάξεις της, με εξαιρετικά αποτελέσματα ως προς το ενδιαφέρον των
μαθητών. Εάν επιστρέψει στη Θράκη, θα το κάνει μόνο για να πάρει μέρος στο
Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων και Ενηλίκων.
Η αυλαία στην τέταρτη και μεγαλύτερη δράση
του προγράμματος έπεσε τον περασμένο Μάιο. Ας ελπίσουμε ότι θα συνεχιστεί με
την ίδια δυναμικότητα.
Οι
Πομάκοι από το 1923
Με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923)
εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας οι
χριστιανικές μειονότητες της Κωνσταντινούπολης, Ιμβρου και Τενέδου και η
μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Μέχρι το 1954 η Ελλάδα αναγνώριζε τη
μειονότητα ως μουσουλμανική, ενώ από το 1936 είχαν εγκατασταθεί οι μπάρες που
ξεχώριζαν τα χωριά ως επιτηρούμενες περιοχές. Την άνοιξη του 1954 αναγνώρισε τα
σχολεία της μειονότητας ως τουρκικά, στο πλαίσιο πολιτικής εναντίον της
κομμουνιστικής Βουλγαρίας και του Ψυχρού Πολέμου ευρύτερα. Οι Πομάκοι, επειδή
μιλούσαν μια γλώσσα σλαβική, συγγενή με τα βουλγαρικά, θεωρούνταν απειλή ως
πιθανοί συνεργάτες της Σόφιας και των Σοβιετικών. Οι ελληνικές κυβερνήσεις,
λοιπόν, θεώρησαν ή ακολούθησαν συμμαχικές εντολές που προέκριναν μια πολιτική
τουρκοποίησης των Πομάκων, υποχρεώνοντάς τους ουσιαστικά και μέσω των
μειονοτικών σχολείων να ομιλούν την τουρκική γλώσσα. Μόνο μετά την εισβολή στην
Κύπρο το 1974, η Ελλάδα αρχίζει να διαχωρίζει τους Πομάκους από την υπόλοιπη
μειονότητα, χωρίς ωστόσο να σημαίνει αυτό κάτι πρακτικά για τα μειονοτικά
σχολεία.