Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

ΟΙ ΠΟΜΑΚΟΙ ΧΘΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ΑΥΡΙΟ

Πολλά έχουν γραφτεί κατά καιρούς για τα Πομακοχώρια της Θράκης, μια περιοχή προικισμένη με πάμπολλες φυσικές ομορφιές αλλά και μια πλούσια ιστορία. Στο διάβα των αιώνων οι Πομάκοι συχνά βρέθηκαν ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες, θρησκείες, παραδόσεις, πολιτικές επιλογές. Δέχθηκαν τις επιδράσεις των γειτονικών πολιτισμών, άλλοτε μέσα από μακροχρόνιες διαδικασίες και άλλοτε μέσα από έντονες πιέσεις. Η τύχη τους ήταν πάντοτε συνυφασμένη με τις γενικότερες εξελίξεις στην περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου. Σχετικά με την ετυμολογία του ονόματος "Πομάκος" μία ετυμολογική ερμηνεία είναι ότι σημαίνει "βοηθός" και παράγεται από το ρήμα της Πομακικής και της Βουλγαρικής γλώσσας "πομάγκαμ" (βοηθώ) παραπέμποντας ίσως στην περίοδο του 1876 τότε που οι Πομάκοι βοήθησαν στην καταστολή της Βουλγαρικής επανάστασης στην περιοχή Μπατάκ της Ροδόπης.
Οι Πομάκοι αποτελούν περίπου το 34% του συνόλου της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, ενώ στο Νομό Ξάνθης υπολογίζεται ότι ξεπερνούν το 60 % των μουσουλμάνων. Οι Πομάκοι είναι συγκεντρωμένοι ως επί το πλείστον στο νομό Ξάνθης, όπου αποτελούν την πλειοψηφία του μουσουλμανικού στοιχείου. Τα χωριά τους είναι κυρίως στον ορεινό χώρο της όρους Ροδόπη γύρω από την περιοχή Εχίνου καθώς και στις περιοχές Κέχρου και Οργάνης. Αν και υπάρχουν αρκετές αμφισβητήσεις για την καταγωγή τους, οι Πομάκοι φαίνεται ότι είναι γηγενές φύλο της Θράκης. Εκτός από την Ελλάδα, Πομάκοι υπάρχουν σήμερα και στη Βουλγαρία όπου ο αριθμός τους υπολογίζεται να ξεπερνά τις 270.000 άτομα. Πολλοί Πομάκοι ότι εξακολουθούν και διατηρούν την ξεχωριστή εθνοτική τους ταυτότητα και στην Τουρκία, όπου μετοίκησαν από τη Μακεδονία μετά την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923. Ουσιαστικά οι Πομάκοι κατοικούν σε όλη την περιοχή της Ροδόπης, ελληνική και βουλγαρική. Ασχολούνται κυρίως με την καλλιέργεια καπνών, την κτηνοτροφία και την υλοτομία.
Το βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί τους Πομάκους από τις δύο άλλες ομάδες της μειονότητας είναι η γλώσσα τους. Πιο συγκεκριμένα μιλούν ένα ιδίωμα νοτιοσλαβικό που έχει αρκετά στοιχεία από τα βουλγαρικά, τα τουρκικά, τα ελληνικά καθώς και τα αραβικά. Η γλώσσα αυτή δεν υπήρχε σε γραπτή μορφή μέχρι το 1995 και εξακολουθεί και σήμερα να μεταδίδεται μόνον προφορικά από τους γονείς στα παιδιά. Το γεγονός ότι τα γλωσσικά ιδιώματα των Πομάκων παρέμεναν μέχρι πρόσφατα άγραφα και μακριά από τις καταγραφές του επιστημονικού λόγου συνέβαλε τόσο στην υποτίμησή τους σε σχέση με άλλους γλωσσικούς κώδικες όσο και στη σταδιακή εγκατάλειψή τους από τους φυσικούς τους ομιλητές. Η Σεβαστή Τρουμπέτα επισημαίνει πως το πέρασμα μιας γλώσσας από την προφορική παράδοση στο γραπτό λόγο σηματοδοτεί την είσοδο του φορέα της στην κοινότητα των «ιστορικών λαών». Είναι αυτό ακριβώς που στερήθηκαν οι Πομάκοι της Θράκης: την ισότιμη παρουσία της γλώσσας τους σε σχέση με άλλες γλώσσες (ελληνική, τουρκική) οι οποίες λειτούργησαν ισοπεδωτικά με στόχο την αντικατάσταση βασικών σημαινομένων της πομακικής από τις γλώσσες αυτές. Είναι γεγονός ότι η γλώσσα είναι ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της εθνοτικής ταυτοποίησης . Στην περίπτωση δίγλωσσων κοινοτήτων υιοθετούμε την άποψη του Cole σύμφωνα με την οποία: «η πλατειά διαδεδομένη διγλωσσία σε πολλά μέρη του κόσμου και η συνέχειά της στο χρόνο επιβάλλει περισσότερη προσοχή στη χρήση της γλώσσας ως εθνοτικού χαρακτηριστικού». Παράλληλα, στις περιπτώσεις όπου η μητρική γλώσσα παύει να λειτουργεί δυναμικά στο επίπεδο της οικογένειας και της κοινότητας αυξάνονται οι πιθανότητες γλωσσικής και εθνοτικής αφομοίωσης.
Οι προσπάθειες εθνοτικής ταυτοποίησης των Πομάκων από διάφορους ερευνητές βασίστηκαν συνήθως στη χρήση κριτηρίων κατάταξης όπως η γλώσσα, η θρησκεία, η καταγωγή, τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, γενικές ιδιότητες φαινομενολογικού χαρακτήρα. Η ιδεατή παράσταση των Πομάκων κατασκευάζεται συχνά – είτε από τους ίδιους είτε από όσους μιλούν γι αυτούς με βάση κυρίως τη σλαβική τους γλώσσα και την ισλαμική τους πίστη.
Οι ορεινές κοινότητες των Πομάκων της Ροδόπης μέχρι και τα μέσα του 20ου αι. ήταν πληθυσμιακά αμιγείς, με χαρακτηριστικά κλειστής ομάδας, χωρίς όμως να στερούνται αλληλεπίδρασης με το ευρύτερο χώρο της Ροδόπης. Ο κατακερματισμός, η ενδογαμία, η εσωστρέφεια και η αυτάρκεια των αγροτικών πομακικών κοινοτήτων δεν τους εμπόδιζε να συμμετέχουν σε ένα δίκτυο εμπορικών αλλά και πολιτιστικών συναλλαγών και να διασχίζουν μεγάλες αποστάσεις ακολουθώντας τις ορεινές διαδρομές της Ροδόπης, όταν αυτό ήταν απαραίτητο.
Ο όρος «Πομάκοι», που καταγράφεται για πρώτη φορά από το γάλλο περιηγητή Boue σε περιοδεία του στα Βαλκάνια το 1839, αρχίζει να χρησιμοποιείται ευρύτερα στις Οθωμανικές πηγές μετά το Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο του 1877-78. Πριν από τον όρο αυτό ευρύτερα διαδεδομένος ήταν ο όρος υποτιμητικός Αχριγιάν αναφορικά με τους εξισλαμισμένους κατοίκους της Ροδόπης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το περιηγητικό κείμενο του Νikolaidy το 1859 που αναφέρεται στους κατοίκους της ορεινής Ροδόπης. Ο Νikolaidy μιλάει για περίπου 20.000 οικογένειες που ζουν αντάρτικα, με δυναμικό τρόπο, ακόμα και ληστεύοντας. Είναι μουσουλμάνοι αιρετικοί, έχουν ιμάμη, είναι κτηνοτρόφοι ή γεωργοί μικρών καλλιεργειών. Αναφέρεται ότι αρκετά χωριά ήταν χριστιανικά πριν μόλις 70 χρόνια [δηλαδή το 1790]. Ζουν μακριά από τις πεδιάδες και τις πόλεις, διατηρούν παγανιστικά έθιμα, η ιατρική είναι στα χέρια του ιμάμη και των μαγισσών. Οι Τούρκοι τους αποκαλούν Akrians.
Aν και η μελέτη των οθωμανικών αρχείων έχει αναδείξει τις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις του εξισλαμισμού, οι λεπτομέρειες μέσα από τις οποίες έγινε ο εξισλαμισμός δεν είναι πάντοτε γνωστές. Θεωρείται βέβαιο πως το φαινόμενο εξελίχτηκε διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή και μέσα από πολλές διαδοχικές φάσεις. Σαν βασικοί λόγοι που οδήγησαν χριστιανικούς πληθυσμούς στη μεταστροφή τους προς το Ισλάμ έχουν προταθεί: α) παράγοντες κοινωνικο-οικονομικοί (απαλλαγή από φορολογίες, κοινωνική άνοδος, ενσωμάτωση στο αστικό σύνολο, στρατιωτική οργάνωση κλπ) β) παράγοντες θρησκευτικοί (μείωση των κληρικών, αντιπαλότητες ανάμεσα στις υπάρχουσες εκκλησίες, θρησκευτικά κίνητρα κλπ) γ) παράγοντες πολιτικοί (καθοριστικός έλεγχος από τη μεριά της οθωμανικής εξουσίας, οι συνέπειες από αποτυχημένες εξεγέρσεις κλπ) δ) άλλοι παράγοντες (συναισθηματικοί, λόγω γάμου κλπ). Γενικότερα για την περιοχή της Ροδόπης συχνά αναπαράγεται η άποψη ότι οι Πομάκοι δέχτηκαν τη Μωαμεθανική θρησκεία γύρω στα τέλη του 17ου αιώνα, στα χρόνια του σουλτάνου Μεχμέτ IV και του μεγάλου βεζίρη Μεχμέτ Κιοπρουλού (1656-1661). Ειδικότερα, Πομάκοι πρόκριτοι γνωστοποιούν στο μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως Γαβριήλ (1636-1672) την απόφασή τους να προσχωρήσουν στο Ισλάμ. Οι προσπάθειες του Γαβριήλ να τους μεταπείσει δεν έχουν αποτέλεσμα. Την περίοδο αυτή αναφέρεται ότι κατεδαφίστηκαν στην περιοχή της Ροδόπης 218 εκκλησίες και 336 παρεκκλήσια. Νεώτερες μελέτες αναδεικνύουν σαν βασική αιτία του εξισλαμισμού την απαλλαγή από τη δυσβάσταχτη φορολογία ενώ παράλληλα τονίζουν πως ο εξισλαμισμός ήταν σταδιακός, είχε ήδη ξεκινήσει από το πρώτο ήμισυ του 16ου αιώνα και συνεχίστηκε μέχρι το 18ο αιώνα και αργότερα. Σημειώνεται πως κατά την επίσκεψη του μοναχού Παχώμιου Ρουσάνου (1508-1553) στην Ξάνθη γύρω στο 1550 έξι έως εννέα χωριά της ορεινής Ξάνθης είχαν ήδη στραφεί προς το Ισλάμ.Ο διακεκριμένος αυτός θεολόγος και λόγιος Παχώμιος Ρουσάνος σε μια από τις ομιλίες του επισημαίνει πως πολλοί χριστιανοί από χωριά της ορεινής Ξάνθης έγιναν μουσουλμάνοι «διά τα τέλη», δηλαδή για να ξεφύγουν από τη δυσβάστακτη φορολογία που επέβαλαν οι Οθωμανικές αρχές στο χριστιανικό πληθυσμό. Μας πληροφορεί επίσης ότι οι εξισλαμισμένοι κάτοικοι της ορεινής Ξάνθης το 16ο αιώνα ασχολούνταν με την καλλιέργεια δημητριακών, την κτηνοτροφία και το εμπόριο ξυλείας και κατέβαιναν από τα χωριά τους στην πόλη της Ξάνθης για να πουλήσουν ξύλα και δαμάσκηνα.

«Εν τοις αυτοίς ορίοις πλησίον ορειναί τινές κώμαι βουλγαρικαί ποτέ μετά του αυτών ιερέως αυτόμολοι διά τα τέλη προσήλθον τη αθέω θρησκεία, και έστι τούτους ιδείν εν κώμει Ξανθεία περιπατούντας και επιφερομένους εν πήραις δαδία και ορόμηλα και ταυτ’ ανταλλάττοντας κρόκης και ετέρων χρειών».

Η προφορική λαϊκή παράδοση των Πομάκων της Θράκη παραμένει σε μεγάλο βαθμό ακόμα ανεξερεύνητη και ακατάγραφη. Αν και δεν είναι λίγοι οι ερευνητές που τα τελευταία χρόνια εκπόνησαν εργασίες και διατριβές για τους μουσουλμάνους της οροσειράς της Ροδόπης, που βρίσκονται τόσο σε Ελληνικό όσο και σε Βουλγαρικό έδαφος, ο μεγαλύτερος όγκος των προφορικών παραδόσεων και τραγουδιών τους δίνει σιγά-σιγά τη θέση του σε πιο «σύγχρονες» μορφές έκφρασης και επικοινωνίας. Ήδη πολλά παλιά τραγούδια και παραμύθια έχουν ξεχαστεί και τα θυμούνται μόνο οι γεροντότεροι. Βέβαια, αυτό είναι ένα γενικότερο φαινόμενο που παρατηρείται σε όλο τον κόσμο.
Όμως, στην περίπτωση των Πομάκων της Θράκης αξίζει να τονίσουμε ότι τα στοιχεία του παραδοσιακού τους πολιτισμού έχουν επιζήσει πολύ περισσότερο από αλλού. Ίσως εν μέρει λόγω του δύσβατου ορεινού χώρου, λόγω των κλειστών κοινωνικών δομών και των πολιτικών που έχουν ασκηθεί από διάφορες πλευρές απέναντι σε αυτούς ανθρώπους, ίσως πάλι λόγω της διαφοροποίησης από τις γειτονικές πολιτιστικές ομάδες μέσα από γλωσσικά και πολιτισμικά στοιχεία, ο λαϊκός λόγος μένει ακόμα ζωντανός στα Πομακοχώρια της Θράκης και συχνά μεταδίδεται ατόφιος και προς τους νεώτερους Πομακόφωνους κατοίκους της Θράκης.
Κλείνοντας, πρέπει να επισημάνουμε πως, μαζί και με άλλες μορφές προφορικής έκφρασης, το παραμύθι συνέβαλε στη συγκρότηση της κοινής συνείδησης των Πομάκων ως εθνοτικής ομάδας, με κοινή καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία και κοινό πολιτιστικό υπόβαθρο. Σήμερα, παρά το ότι οι κοινότητες των Πομάκων βρίσκονται σε μια διαδικασία μετάβασης, με συνιστώσες τόσο οικονομικές όσο και κοινωνικές, για τους Πομάκους της Θράκης τα λαϊκά παραμύθια δεν αποτελούν παρελθόν. Οι μνήμες μένουν ακόμα ζωντανές – περισσότερο ίσως απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη γωνιά της Ελλάδας – και συνδέουν την καθημερινή ζωή αυτών των ανθρώπων με τη γλώσσα και τις παραδόσεις των προγόνων τους. Επιπλέον, η ζωντανή συλλογική μνήμη αναδεικνύει το σεβασμό που τρέφει η νέα γενιά των Πομάκων της Ελλάδας στην πλούσια προφορική παράδοση που έχει κληρονομήσει.