Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Ένα παραμύθι από τη Γλαύκη

Υerána sa zagáve dúmana sa ne zabaráve
Bir vakït bir zemán dve mómï i dve méchkï zhïválïsa nókolku faf ennók bayíren.
Enná mechká nashlála nókade ennó míchko déte. I zôla go e sas tîye da sa ne sïkïldísava i da ye ne samá. Hránila go e a tï ye. Iskútila go e kak ta tóyna déte. Agá bayé narástala mómechona zôla da sa séta i da dúmi. Ennók akshéma kogána sa légnalï da spöt reklála e mechkómne:
- Vîye bîyete yétse na grózna.
I metskóine ye yétse dabalnéla. I mechkána ad aynózhek láfa ne mógala da go iskára at sartséna. Godínï sa pomnálï mómechona za málku vréme sétne at kak se ye azhónila mamána mechkóine e reklála ennók déne da íde nah te da e abíde.
I mechkóine pánnaloi ye drágo óti e rúknala da íde da e abíde.
I kogána e mechkána stánala da si varví mamána e reklála da íde pak bir aí sétne. I mechkána i víka:
- Zômi ennó brádva ódrezhi mi rakósa.
Pómlila e zam mechkána. Αlíe dashterôna ne íshkala da i právi parátiko.
- Νi mózha da stórem aisakvós parátiko i ni mózhom zhîen móe kútil kak ta máika. Reklála e momána.
Alíe mechkána ókadar mólila da e ne sétne mamána zôla ennó brádva i sétne da i adréze rakóna.
I vórnala si sóe zam mechkána na baírene.
Agá e paminóla edín mésets atishlála e pak na dashterôna i da e abíde kákna si go sa nagodílï.
- Κak ti stána yeráta na rakóta? pîtala e dashteréna.
I agá e vídela yeróna na rakóna víka mechkána:
-Yerása mi sa bórshku izgoví. Ála za sa yerá na sartséso at zókte láfa mi rétse za ennók akshéma néma mi so izgoví níkogani.
Advórnala e mechkána i atishlála si e.


H πληγή γιατρεύεται η κουβέντα δεν ξεχνιέται
Μια φορά κι έναν καιρό δυο κοπέλες και δυο αρκούδες ζούσαν κάμποσο καιρό σε ένα δάσος. Μία αρκούδα βρήκε κάπου ένα μικρό παιδί. Και το πήρε μαζί της για να μη στεναχωριέται και για να μην είναι μόνο του. Το τάιζε από αυτήν. Το μεγάλωσε σα δικό της παιδί. Aφού μεγάλωσε αρκετά το κορίτσι άρχισε να καταλαβαίνει και να μιλάει. Ένα βράδι όταν ξάπλωσαν να κοιμηθούν είπε στην αρκούδα:
- Εσείς βρωμάτε άσχημα.
Και της αρκούδας πολύ της κακοφάνηκε. Και η αρκούδα αυτή τη κουβέντα δε μπορούσε να τη βγάλει από την καρδιά της. Χρόνια περάσανε, λίγο καιρό αργότερα από τότε που παντρεύτηκε η κοπέλα, είπε στην αρκούδα μια μέρα να πάει σ’ αυτήν να την επισκεφθεί. Και στην αρκούδα της ήρθε χαρά γιατί τη φώναξε να πάει να την επισκεφθεί.
Και όταν η αρκούδα σηκώθηκε για να φύγει η κοπέλα της είπε να ξαναπάει μετά από ένα μήνα. Και η αρκούδα της είπε:
- Πάρε ένα τσεκούρι και κόψε μου το χέρι.
Το θυμότανε η αρκούδα. Αλλά η κόρη της δεν ήθελε να της κάνει κακό.
- Δε μπορώ να κάνω τέτοιο κακό και δε μπορώ σ’ αυτή που με μεγάλωνε σα μάνα, είπε η κοπέλα.
Αλλά η αρκούδα τόσο παρακάλαγε μήπως αργότερα πάρει ένα τσεκούρι και αργότερα της κόψει το χέρι.
Και γύρισε η αρκούδα πίσω στο δάσος. Αφού πέρασε ένας μήνας ξαναπήγε στην κόρη της [την κοπέλα] και την επισκέφθηκε όπως τα κανονίσανε.
- Τι έγινε η πληγή σου στο χέρι; η κόρη ρώτησε.
Kαι όταν είδε την πληγή της στο χέρι είπε η αρκούδα:
- Η πληγή μου γρήγορα πέρασε. Αλλά αυτή η πληγή στην καρδιά από αυτή την κουβέντα που μου είπες για μια βραδιά δε θα μου περάσει ποτέ.
Απάντησε η αρκούδα και έφυγε.