Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Τουρκική Γλώσσα και οι γηγενείς Μουσουλμάνοι της Θράκης

Dr. Ιωάννης Αγκόρτζας

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "ΑΓΩΝΑΣ" Ξάνθης 23/2/2012


Με αφορμή τα όσα, κατά καιρούς, γράφονται  στον τοπικό τύπο της Θράκης, σχετικά με την τουρκική γλώσσα, και ιδιαίτερα το πρόσφατο άρθρο, σε τοπική εφημερίδα, του συμπολίτη μας Κου Τελεβάντου, με θέμα "Τουρκικές λέξεις στην καθημερινή χρήση της γλώσσας μας",  θα ήθελα, για την ιστορία και για όσους ενδιαφέρονται για αυτήν, να εκφράσω τις απόψεις μου επί του συγκεκριμένου θέματος.
 Θα στηριχθώ κυρίως, σε όσα διδαχθήκαμε στο Γυμνάσιο της δεκαετίας του 1950 από δασκάλους μας πρόσφυγες της σχολής του Γένους (Χάλκης), όπως οι αείμνηστοι Μ.Σαράφογλου και Γαβρ.Κούρκουλας (διευθυντές Σχολείων Ξάνθης), Xρυσ.Τσίτερ (καθηγητής Γυμνασίου Ξάνθης και μετέπειτα Μητροπολίτης Βιέννης) κ.α., τότε που ήταν πρωτεύοντα μαθήματα τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά και τα νέα-ελληνικά. Τότε που στα σπίτια μας μιλούσαμε όλοι με τους πρόσφυγες παππούδες μας από την Μ. Ασία μόνο Τουρκικά.
 Σήμερα που η Τουρκική γλώσσα γίνεται της "μόδας" (κάτι σαν ….. τα Γαλλικά προπολεμικά), προσπαθούν οι "ιθύνοντες" ντόπιοι και ξένοι να πείσουν, χωρίς καμία αντίσταση, τους γηγενείς μουσουλμάνους της Θράκης, Πομάκους, Τσιτάκια, Κυρτσαλίδες και Ρόμ, ότι η μητρική τους γλώσσα είναι η Τουρκική. Δεδομένου ότι οι Τουρκογενείς έφυγαν όλοι με την ανταλλαγή πληθυσμών, πλην κάποιων μεικτών γάμων, οι Πομάκοι ποτέ δεν μιλούσαν Τουρκικά ούτε και τα Τσιτάκια (όπως αναφέρει τούρκο-ελληνικό λεξικό: Τσιτάκια αποκαλούνται οι γηγενείς κάτοικοι του Αίμου "ως κακώς ομιλούντων την Τουρκική"). Οι Κυρτσαλίδες, κατάγονται από τα ψηλά βουνά του Κύρτσαλη (γηγενείς Θρακιώτες) και οι Ρομ ήρθαν στη Θράκη επί Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, για αυτό και αποκαλούνται Ρομ (εμείς Ρωμιοί και αυτοί Ρομ). Μιλούν μέχρι σήμερα τη δική τους γλώσσα.
  Όπως είναι γνωστό, η πρώτη γραπτή γλώσσα στην Ευρώπη είναι η Ελληνική. Δεύτερη είναι η Λατινική, η οποία είναι εμπλουτισμένη με πάρα πολλές ελληνικές λέξεις. Η γραπτή Σλαβική γλώσσα δημιουργείται αργότερα από τους δύο Θεσσαλονικείς ιεραποστόλους της Ορθοδοξίας, Κύριλλο (827-863) και τον αδερφό του Μεθόδιο, οι οποίοι επινόησαν το Κυριλικό αλφάβητο, εμπλουτισμένο και αυτό με πάρα πολλές Ελληνικές και Λατινικές λέξεις. Έτσι, πράγματι, η Νεοελληνική γλώσσα έχει λέξεις από όλους τους κατά καιρούς κατακτητές που πέρασαν. Είναι όμως, συνήθως, αλλοιωμένες λέξεις, αρχαιοελληνικές ή του ελληνικού μεσαίωνα, τις οποίες δανείστηκαν οι ξένοι από εμάς, όπως θα δούμε παρακάτω, και που επέστρεψαν σαν αντιδάνειο στην καθημερινή μας γλώσσα. Οι σημερινοί Έλληνες για την ίδια έννοια χρησιμοποιούν παράλληλα με την ελληνική, τουλάχιστον τρεις ξένες λέξεις. Π.χ για την καλύπτρα της κεφαλής, χρησιμοποιούνται οι λέξεις: μαντήλα (λατινικά mantile) ή τουρπάνι (αραβό-περσοτουρκική) ή τσεμπέρι1 (σλαβική). Για τον πέλεκη, χρησιμοποιούνται παράλληλα και οι λέξεις: μπαλτάς (τούρκικη) ή τσεκούρι1 (σλάβικη) κ.ο.κ. Αποτέλεσμα, οι λέξεις να γίνονται "η ψυχή του πολιτισμού και της ιστορίας μας".
 Όμως, ποια είναι η σημερινή Τουρκική γλώσσα; Ξεκίνησε από ένα φτωχό, προφορικό, μογγολικό γλωσσικό ιδίωμα, όταν οι Σελτσούκοι Τούρκοι ήρθαν στη Μ. Ασία. Εκεί εμπλουτίστηκε με αρκετές πέρσο-αραβικές λέξεις. Όταν οι Σελτσούκοι έγιναν δύναμη, η ανάγκη του γραπτού λόγου και οι πολλές αραβικές λέξεις, τους ώθησαν να χρησιμοποιήσουν το αραβικό αλφάβητο για την γραφή τους. Όταν, το γλωσσικό αυτό ιδίωμα, εμπλουτίστηκε με πάρα πολλές ελληνικές λέξεις και οι λόγιοι στις αυλές των σουλτάνων (γραμματικοί, μεταφραστές και αναγνώστες), αλλά και των μπέϊδων και πασάδων, ήταν Έλληνες, δημιουργήθηκε η γραπτή νέο-τουρκική γλώσσα (με ελληνικά στοιχεία), για τις ανάγκες των Ελλήνων χριστιανών και της διατήρησης της ελληνικής γλώσσας. Αργότερα, εκδόθηκαν τα πρώτα τούρκο-ελληνικά λεξικά (Καθηγητού Ι. Χλωρού, της Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής, 1876, με συμμετοχή του μητροπολήτου Ξάνθης Ιωαεκείμ) με ελληνική γραφή και προφορά Οθωμανική. Στη συνέχεια, βασιζόμενα στα προηγούμενα, εμφανίστηκαν τα πρώτα τουρκό-ελληνικά λεξικά με λατινική και ελληνική γραφή. Γύρω στο 1930 ο δημιουργός του νεό-τουρκικού κράτους, ο γνωστός Κεμάλ, εγκατέλειψε τη Σουλτανική παλαιοτουρκική (Οθωμανική) αραβική γραφή και καθιέρωσε τη λατινική (1928) για να διαφέρει από την ελληνική και όπως αναφέρει η ιστορικός Αμαλία Βαν Χεντ, να "αποκόψει τη χώρα του από το Οθωμανικό παρελθόν". Το γεγονός ότι το πρώτο διεθνές Νόμπελ λογοτεχνίας, στην Τουρκική γλώσσα, απονεμήθηκε στον γνωστό γηγενή Κωσταντινουπολίτη, Ορχάν Παμούκ, μόλις το 2006, για το έργο του "Istanbul" (δηλ. εις την πόλη),  επιβεβαιώνει ότι η Τουρκική γλώσσα είναι μία νέα γλώσσα. Έτσι, αυτό το τελευταίο "γλωσσικό χαρμάνι" έχει πάρα πολλές αλλοιωμένες αρχαιοελληνικές, κυρίως, λέξεις, καθώς και του ελληνικού μεσαίωνα, όπως τις ακούγαμε από τους τουρκόφωνους παππούδες μας και τις χρησιμοποιούμε μέχρι και σήμερα, ως γλωσσικό αντιδάνειο. Δηλαδή, ελληνική λέξη που εισήχθη σαν δάνειο στην τουρκική γλώσσα και αφού προσαρμόστηκε φωνολογικά και μορφολογικά στο σύστημά της, επέστρεψε αλλοιωμένη στη γλώσσα από την οποία ξεκίνησε.
  Παραδείγματα τέτοιων λέξεων, του αρθογράφου:
 -καλέμι (γραφίδα): τουρκική λέξη που προέρχεται από την ελληνική λέξη  κάλαμος.
 -Μαράζι (φθίση): αντιδάνειο από το ελληνικό ρήμα μαραζώνω, φθείρω.
 -Τζ(σ)ο(μ)πάνης (ποιμένας, βοσκός): προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις ζώο (τα ζώα, τα αιγοπρόβατα) και παν (ο προστάτης θεός των ποιμένων).
  Το ίδιο παρατηρείται και με τη Βουλγαρική γλώσσα, η οποία όμως διαφέρει από τις άλλες Σλαβικές και θεωρείται από πολλούς ως ένα Σλάβο-Θράκο-Μακεδονικό γλωσσικό ιδίωμα. Όπως είναι γνωστό, πολλές Βουλγαρικές λέξεις, έχουν κορμό αρχαιοελληνικό (Θρακικό-Μακεδονικό) και κατάληξη Σλαβική. Π.χ. η λέξη ΠOMAΓΑM (βοηθώ, συμπαραστέκομαι, αλλά και ποιμένω), η οποία προκύπτει από την εξής συνένωση: Πόμα (συνδέεται ετυμολογικά με τη λέξη: Ποιμήν, βλέπε λεξικό Μπαμπινιώτη), Αγω (οδηγώ) και Αμ (σλαβική κατάληξη). Η λέξη αυτή απέχει ετυμολογικά και ιστορικά από τη λέξη πομαγκάτς= βοηθός. Από αυτή, υποστηρίζεται, τόσο από τους Βούλγαρους όσο και από τους Τούρκους, ότι προήλθε η λέξη Πομάκος, παραβλέποντας την Ελληνική της ρίζα. Σημειωτέο είναι επίσης, ότι και η Βουλγάρικη λέξη, nomeiiiynk, που αποδίδει την έννοια του τσιφλικά (γαιοκτήμονα, τσέλιγκα ή κεχαγιά), έχει ως ρίζα το Πομ.
 Η λέξη πομάγκαμ αφορά τη βοήθεια με την στοργική της έννοια, δηλαδή, την παροχή στήριξης (βοήθειας, προστασίας ή συνεργασίας) προς παιδιά, ζώα και αδύναμους. Όχι, όπως αποδίδεται από Βούλγαρους και Οθωμανούς, δηλαδή με την έννοια του υποτελή, του βοηθού και του ατόμου που εξαναγκάζεται να τελέσει εντολές Οθωμανών τιτλούχων και αξιωματικών (π.χ διάφορα πολεμικά γεγονότα, 1880-1890, στα οποία θεωρήθηκε ότι πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν οι Πομάκοι). Οι Πομάκοι ποτέ δεν ήταν βοηθοί των Οθωμανών μπέϊδων στα τσιφλίκια τους, σε αντίθεση με τα Τσιτάκια (στον κάμπο). Γνωστή η ρύση των μπέϊδων προς τα Τσιτάκια: "Ισλέ Γιουβάν Τσιφλίκ Σενίν…", που θα πει "δούλευε Γιάννη, δικό σου είναι το τσιφλίκι…". Οι Πομάκοι ήταν πάντα ελεύθεροι και ανεξάρτητοι πράγμα που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι Οθωμανοί τους αποκαλούσαν "Αχ(γ)ριάνες". Η λέξη αυτή χρησιμοποιήθηκε, επίσης, στο πρώτο Τούρκο-Ελληνικό λεξικό, για να αποδώσει την έννοια του ανεξάρτητου και φιλελεύθερου (φράση από το λεξικό: ahrar, ahrane= φιλελεύθερος, ανεξάρτητος).
 Εξάλλου, η με αρχαιοελληνική ρίζα, Βουλγαρική λέξη ΠΟΜΑΓΑΜ, χρησιμοποιείται τόσο σε Λατινόφωνες (Ιταλία) όσο και σε Σλαβόφωνες (Πολωνία) χώρες. Δεν αποδίδει την "άψυχη" έννοια του "βοηθώ κάποιον στη δουλεία του", σαν εργάτης ή δουλοπάροικος κ.α., αλλά την "τρυφερή" έννοια του Ποιμένω. Δηλαδή, προσδιορίζει τη βοήθεια προς μικρά παιδία, αιγοπρόβατα-ζώα και τα αδύναμα εν γένει όντα. Έτσι, καταλήγουμε στον ίδιο παρονομαστή, ότι δηλαδή,  Πομάκος είναι "ο καλός Ποιμένας του Θεού". Γεγονός που οδηγεί στη γνωστή ρύση ποιητή, ότι "η αλήθεια για ακόμη μια φορά, Ελληνίζει".
 Συνοψίζοντας, η 'μαγική' λέξη, 'ορόσημο' για την Ελλάδα, τζ(σ)ο(μ)πάνης, χρησιμοποιήθηκε κατά τον ελληνικό μεσαίωνα, κυρίως, από τους Ηπειρώτες, ορεινούς κτηνοτρόφους αιγοπροβάτων. Η λέξη Ζουπάνος (δηλ. Τζ(σ)ο(μ)πάνος) μας παραπέμπει στη λέξη Ποιμνάς (αντίστοιχα στα πεδινά: Καπνάς), στη συνώνυμη δηλαδή λέξη του Τσέλιγκα (του Κεχαγιά). Αναφέρεται  σε εκείνους που είχαν πολλά αιγοπρόβατα, μεγάλη οικονομική, λαϊκή και ηγετική δύναμη μεταξύ των συμπατριωτών τους και είναι παραεφθαρμένη λέξη του ζωπάνος2 ή ζουπάνος (zupan:σλαβικά) σε τζομπάνος ή τζομπάνης ή τσο(μ)πάνης. Παρεμφερή επώνυμα σε χωριά στην Ήπειρο: Ζάπας, Ζαμπάρας, Ζάρρας, Ζούμπουρας, Ζουπάνος, Ζαπάρτας κ.λ.π. Επίσης, πολλά χωρία της ορεινής Βορείου Ελλάδας, έφεραν και φέρουν παρόμοια τοπωνύμια. Από τους γνωστούς ποιμένες της Δωδώνης, τους αποκαλούμενους Σελλούς ή Χελλούς, λέγεται ότι πήραν το όνομα τους οι πρώτοι Έλληνες. Σήμερα ακόμη οι Κινέζοι μας αποκαλούν Σελλούς και την Ελλάδα Σελλάς.
 Όλοι όσοι είχαν επιρροή στο λαό, ως αρχηγοί, λέγονταν και λέγονται ακόμη και σήμερα, στα Βαλκάνια, Ζουπάνοι (δηλ. Τζ(σ)ο(μ)πάνοι). Ευλογημένο το επάγγελμα του Τζοπάνου από τα χρόνια του Ομήρου, ο οποίος εξυμνεί στα έπη του τα γαλακτοκομικά προϊόντα των Ροδοπαίων ποιμένων, "…..Γάλα γλυκό και άφθονο, πυκνό και νόστιμο…". Ο Ρωμαίος Τίτων, αποκαλούσε τιμητικά τον Αβδηρίτη Δημόκριτο, για την υπερβολική του σοφία, ως "Ποιμένα των μύθων"3. Τσομπάνκιοϊ (δηλ. ποιμενοχώρια)4 αποκαλούσαν οι Οθωμανοί τα τελευταία χρόνια της Οθωμανοκρατίας (στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα) τα σημερινά πομακοχώρια, στα οποία κατοικούσαν οι Ποιμνάκοι-Πομάκοι.

"…Είχαν γεμίσει τα βουνά φουστανελάδες…", γράφει για εκείνη τη χρονική περίοδο, ιστορικός από τη Σταυρούπολη (Ξάνθης), ποιμνάδες και ποιμνάκους (ποιμνάκος5= ο έφηβος, παραδοσιακός, ορεινός, ποιμένας αιγοπροβάτων που προμηθεύονταν κάθε άνοιξη τα τσελιγγάτα). Από εδώ προκύπτει και η λέξη "Πομάκος". Η μεσαιωνική λέξη Ποιμενάκος, μετατράπηκε στην ορεινή διάλεκτο σε Ποιμνάκος και κατέληξε με το πέρασμα των χρόνων στη λέξη Πομάκος. Συνεπώς, οι Πομάκοι είναι μία σύνθεση λαών και χρόνων (Κ. Παλαμάς). Δηλαδή, ορεσίβιες φυλές ποιμένων αιγοπροβάτων, κυρίως από Ήπειρο, Μακεδονία και Θράκη, μεταναστών (φυγάδων6 και άλλων), οι οποίες μέσα στο πέρασμα των χρόνων κατέληξαν στα βουνά της Ροδόπης και αναμίχθηκαν με τις ντόπιες φυλές (Αγριάνες, Οδρύσες κ.α.), σε μια δυνατή 'Όσμωση'7. Αξιοσημείωτο είναι, το γεγονός ότι, τα επώνυμα των περισσότερων Πομάκων8, δεν άλλαξαν με το πέρασμα των διαφόρων κατακτητών. Διατηρούν, ετυμολογικά, την ίδια ρίζα με πολλά των Ηπειρωτών. Το ίδιο παρατηρείται και με αρκετά τοπωνύμια9, καθώς τα ορεινά χωριά της Ροδόπης, φέρουν ονόματα, παρόμοια με αυτά χωριών της Ηπείρου. Το προφορικό, γλωσσικό τους ιδίωμα, είναι αντίστοιχα, ένα κράμα Σλαβο-φανές, αλλά όχι Σλαβό-φωνο.

Καταλήγοντας, αξίζει να σημειωθεί ότι το γλωσσικό αυτό χαρμάνι, είναι απόρροια και της πολύ-φυλετικής πληθυσμιακής σύνθεσης της σημερινής Τουρκίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πρόσφατη δημόσια ομιλία του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος δήλωσε ότι αναγνωρίζει όλες τις εθνότητες που κατοικούν στη σημερινή Τουρκία (Τούρκοι, Κούρδοι, Λαζοί, Κιρκάσιοι, Πομάκοι, Γεωργιανοί κ.α.). Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Αμερικάνου  ανθρωπολόγου Σπένσερ Γουέλς, "Τα γονίδια των Σελτζούκων κατακτητών της Βυζαντινής Μ. Ασίας, τους οποίους οι σημερινοί Τούρκοι θεωρούν προγόνους τους, συναντώνται σχετικά σπάνια στη σημερινή Τουρκία, και πως ο τουρκικός πληθυσμός έχει διατηρήσει τα γονίδια των προγενεστέρων Βυζαντινών λαών".
 Δρ. Ιωάννης Αγκόρτζας
Ξάνθη, 03 Φεβρουαρίου 2012 

1.Βλέπε ελληνικό ορθογραφικό λεξικό του Γ. Ζυκίδη (1898). Υπάρχουν μόνο τρεις λέξεις που αρχίζουν με 'τσ-' και αυτές από παραεφθορά αρχαιοελληνικών λέξεων. Αυτές είναι τσάκωνια: τζάκωνια, τσήπουρον: σήπουρον και τσηρώτο: κηρώτον.
 2.Βλέπε βιβλίο 'Συμβολαι εις την Ιστοριαν της Μοσχοπόλεως' του Μητροπολίτη Ξάνθης Ιωακείμ Μαρτινιανού.
 Βλέπε όμιλο αγροτικών τζιπ-μηχανημάτων 'ΑGRI-PAN', 'HYDRO-PAN' κ.α.
 3."Δημόκριτον τέ περίφρονα ποιμένα μύθων"
 4.Ποίμνη, Μάνδρα, Προβατοχώρι (Κουγιουνκιοϊ), Κατσικοχώρι (Κέτσελι), Κατσικόρεμα (Κετσίκ-Ντερέ) κ.α.
 5.Ο αρχι-ποιμένας έλεγε στον τσέλιγκα-κεχαγιά, όταν πήγαιναν στα παζάρια την άνοιξη για μίσθωση νέων-εφήβων ποιμένων, τη γνωστή ρύση: "…..φέρμι καλά ποιμνάκια(πομάκια), μη μ' φέρεις γυφτάκια και ψουφήσουν τα λάγια πρόβαταμ". Λάγια ήταν τα πολύτιμα, μαύρα πρόβατα, που όταν έβλεπαν γύφτο, τσομπάνο, 'ψοφούσαν'.
 6.Γνωστή μέχρι σήμερα, σε όλα τα πομακοχώρια (με μικρές παραλλαγές από χωριό σε χωριό), η ρύση για τους φυγάδες: 'Μπέγκαλο Μάϊκα νε πλάκαλα' (δηλ. του φυγά η μάνα δεν κλαίει). Η ρύση αυτή, είναι γνωστή και στα ορεινά χωριά της Ηπείρου, της Μακεδονίας αλλά και της Δράμας (π.χ. στο χωρίο Βόλακας, οι κάτοικοι του οποίου θεωρούνται Χριστιανοί-Πομάκοι, αφού έχουν τον ίδιο τρόπο ζωής, τα ίδια ήθη-έθιμα και μιλούν την ίδια γλώσσα).
 7."… και ήταν πέρα κάπου σε μια γη, σε πηγή λαών και χρόνων, και ήτανε στη Θράκη…. κι ηύρα στα Θρακιώτικα βουνά, κι ηύρα στις κορυφές της Ηπείρου, κι έθρεψα την πείνα μου τη λάμια, κι ηύρα σαν πρωτάτη ένα λαό…". (Απόσπασμα από το Δωδεκάλογο του γύφτου, Κ. Παλαμά)
 8.Παραδείγματα επωνύμων:
 Μπαϊρακτάρ-Μπαϊρακτάρης, Μπουραζάν-Μπουραζάνης, Παληκάρ-Παληκάρης, Μπατζάκ-Μπάτζιος, Τσιλιγγήρ-Τσιλιγγίρης, Τσαρικτσής-Τσαρούχας, Καλπάκ-Καλπάκη(α)ς, Καρατζά- Καρατζάς, Κοπέλ- Κοπέλης Καλεντζή-Καλεντζής, Σουλ-Σουλιώτης, Σούλκος-Σουλάκος, Γκενς-Γκένος, Χατζηγκενέ-Χατζηγκένος, Τσ(ζ)ουκάλ-Τσ(ζ)ουκαλά(η)ς κ.α.
 Σε ορεινά χωριά της Ηπείρου, της Μακεδονίας αλλά και της Θράκης, πολλά επώνυμα έχουν ως ρίζα τη λέξη Πομάκ. Π.χ. Πομάκης-Πομακίδης-Πομάκογλου κ.α. (βλέπε τηλεφωνικούς καταλόγους)
 9.Παραδείγματα τοπωνυμίων:
 Σιρόκο-Συρράκο, Κοτύλη, Φίλια-Φιλιατά, Εχίνος-Εχίνιοι τόποι, Ωραίον (Γεσόρεν)- Εις Όρεν, Δημάριο-Δημαριό, Μελίβοια, Γιαννοχώρι, Ποταμοχώρι κ.α.