Ιστορίες του Νασραντίν Χότζα
από τα Πομακοχώρια της Θράκης
Νικόλαος Θ. Κόκκας
Ο Νασραντίν Χότζας είναι μία δημοφιλής λαϊκή φιγούρα που
πρωταγωνιστεί στις ευτράπελες διηγήσεις πολλών λαών. Στο χώρο των Βαλκανίων η
μορφή του απαντάται τόσο σε αστικό περιβάλλον όσο και στο χώρο των παραδοσιακών
ορεινών κοινοτήτων. Ιδιαίτερα στα πομακοχώρια της Θράκης οι αστείες ιστορίες του ανεκδιήγητου χότζα
αποτελούν μία από τις δημοφιλέστερες αφηγηματικές κατηγορίες.
Οι περισσότερες ιστορίες του Νασραντίν
Χότζα μοιάζουν μερικές φορές απλοϊκές και λέγονται με εύθυμη διάθεση ως
ανέκδοτα. Άλλοτε πάλι είναι περισσότερο πολύπλοκες και έχουν πιο σύνθετη πλοκή.
Επαναλαμβάνονται συνεχώς μέχρι σήμερα σε τεϊοποτεία, καφενεία, χάνια και
ξενοδοχεία σε όλη την Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ευρώπη. Η
παγκοσμιότητα της ευτράπελης φιγούρας του Χότζα αναγνωρίστηκε από την UNESCO,
που ανακήρυξε το 1996-1997 ως Διεθνές Έτος Νασρεντίν Χότζα.
Για να κατανοήσουμε και να
ερμηνεύσουμε σωστά τα ανέκδοτα του Νασραντίν Χότζα θα πρέπει να τα μελετήσουμε
στο πλαίσιο της παγκόσμιας ευτράπελης αφηγηματολογίας. Στη διεθνή κατάταξη των
παραμυθιών (Αarne & Thompson), σε σύνολο 2340 καταχωρήσεων, οι
800 ανήκουν σε ευτράπελες διηγήσεις (αρ. 1200-1999). Από αυτές, 150 (αρ. 1200-1349)
είναι αφιερωμένες στην ανθρώπινη κουταμάρα,
οι αριθμοί 1350-1437 είναι ιστορίες για παντρεμένα ζευγάρια, οι
1440-1516 ιστορίες για κάποιο κορίτσι, οι 1525-1639 ιστορίες για κάποιο άνδρα ή
αγόρι, οι 1640-1674 τυχερά ατυχήματα, οι 1675-1720 αναφέρονται σε ανόητους ανθρώπους, οι
1725-1849 ιστορίες για θρησκευτικούς εκπροσώπους, οι 1851-1870 ανέκδοτα για
άλλες ομάδες ανθρώπων, οι 1875-1899
παραμύθια για ψέματα. Τα ανέκδοτα του
Νασραντίν Χότζα έχουν συμπεριληφθεί στον κατάλογο Aarne-Thomson στις πάμπολλες τοπικές παραλλαγές
τους.
Σε όλο τον ελλαδικό και ευρύτερα στο βαλκανικό χώρο συναντάμε ευτράπελες
ιστορίες με πρωταγωνιστή το Νασραντίν Χότζα στους χριστιανικούς πληθυσμούς.
Στους σλαβόφωνους μουσουλμάνους (Πομάκους) της οροσειράς της Ροδόπης ο Νασραντίν
Χότζας είναι ιδιαίτερα αγαπητός. Οι
Πομάκοι της Θράκης θυμούνται συχνά τα ανέκδοτα του Νασραντίν. Δεν είναι τυχαίο
ότι η παράδοση αυτή είναι ζωντανή τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες κάθε
ηλικίας. Ακόμα και μικρά παιδιά, μιλώντας μεταξύ τους διασκεδάζουν με τα
ανέκδοτα του ξακουστού χότζα, τα οποία συνυπάρχουν πλέον στη συζήτησή τους
παράλληλα με άλλα ανέκδοτα (για τους Πόντιους, για τις ξανθές κλπ).
Οι ευτράπελες ιστορίες του
Νασραντίν είναι συχνά διδακτικές, όπως οι Αισώπειοι μύθοι, αλλά βασικό σκοπό
έχουν να τέρψουν, να διασκεδάσουν, να σατιρίσουν. Η απροσδόκητη και παράδοξη
έκβαση μιας αφήγησης χαρακτηρίζει το χιούμορ του Χότζα.
Οι συγκεκριμένες αφηγήσεις είναι αμφίσημες ή πολύσημες και επιδέχονται
πολλές διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Κάθε ευτράπελη ιστορία του
Νασραντίν μπορεί να προσεγγισθεί σε πολλά επίπεδα: ξεκινώντας από το
επιφανειακό χιουμοριστικό επίπεδο, σταδιακά ανακαλύπτουμε κρυμμένα νοήματα,
κοινωνικούς υπαινιγμούς και ηθικά διδάγματα που γρήγορα μετατρέπουν το γέλιο σε
στοχασμό. Αν αναλύσουμε τις ιστορίες του
Νασραντίν θα διαπιστώσουμε πως λειτουργούν συνήθως σε τρία στάδια. Ξεκινούν με
την περιγραφή ενός περιστατικού, το οποίο προέρχεται από την καθημερινή ζωή. Σε
ένα δεύτερο στάδιο ακολουθεί κάποιο συμβάν που ανατρέπει την αρχική ισορροπία. Στο τρίτο στάδιο, η ισορροπία
αποκαθίσταται με τρόπο αναπάντεχο, λογικό ή παράλογο.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι οι παγκόσμιες
λαογραφικές καταγραφές για το Νασραντίν δεν ήταν πάντοτε αμερόληπτες. Πολλοί
ερανιστές των ανεκδότων του Νασραντίν προσπάθησαν να εντάξουν το χότζα στην
εθνική τους κουλτούρα, ενώ άλλοι λογόκριναν τη λαϊκή παράδοση, αποφεύγοντας να
συμπεριλάβουν εκείνα τα ανέκδοτα που έχουν πονηρό περιεχόμενο ή άλλα που
εμφανίζουν υπερβολικά αρνητικά γνωρίσματα της εικόνας του χότζα και της
γυναίκας του. Άλλοι πάλι συγγραφείς,
επιλέγοντας εκείνες τις ιστορίες που έχουν πνευματικό περιεχόμενο, προσπάθησαν
να συνδέσουν το Νασραντίν Χότζα με την παράδοση των Σούφι. Έτσι, οι δάσκαλοι
των Σούφι κατασκεύασαν νεότερες, ωραιοποιημένες ιστορίες για το Νασραντίν, με
στόχο να εξάγουν από αυτές φιλοσοφικά μηνύματα. Επίσης, στο άλλο άκρο, δεν έλειψαν
και αυτοί, όπως ο Τούρκος συγγραφέας Πεγιαμή Σαφά, που, απογοητευμένοι από την
αντισυμβατική συμπεριφορά του Νασραντίν Χότζα, είπαν ξεκάθαρα πως θα ήταν
καλύτερα να μην υπήρχε ένας τέτοιος τύπος χοντροκομμένου και ύπουλου τρελού.
Οι προαναφερθείσες προσπάθειες διαστρέβλωσης και εθνικιστικής ή άλλης
χειραγώγησης της αφηγηματικής παράδοσης δεν ταιριάζουν σε οποιαδήποτε σοβαρή λαογραφική
καταγραφή. Το βέβαιο είναι πως η μορφή του Νασραντίν Χότζα υπερβαίνει τα εθνικά
και γλωσσικά όρια και διαχέεται σε ένα ευρύτατο γεωγραφικό χώρο.
Στα πομακοχώρια της Θράκης έγιναν τις
τελευταίες δεκαετίες σημαντικές λαογραφικές έρευνες, στις οποίες συναντάμε και
δεκάδες ανέκδοτα του Νασραντίν Χότζα. Οι
καταγραφές αυτές έχουν αναδείξει ένα τεράστιο πλούτο προφορικών παραδόσεων και
παραμυθιών που εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο της αφηγηματικής παράδοσης των
Βαλκανίων.
Παραθέτουμε παρακάτω δώδεκα τέτοιες ευτράπελες διηγήσεις από τα
πομακοχώρια, οι οποίες είτε αποτελούν δικές μας καταγραφές είτε έχουν
συμπεριληφθεί σε εκδόσεις για το λαϊκό πολιτισμό των Πομάκων. Κλείνουμε με την
ευχή οι ίδιοι οι Πομάκοι της Θράκης να συνεχίσουν και να διευρύνουν τη μελέτη του
πολυδιάστατου λαϊκού πολιτισμού τους.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΝΕΚΔΟΤΩΝ
ΓΙΑ ΤΟ ΝΑΣΡΑΝΤΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΜΑΚΟΧΩΡΙΑ
ΓΙΑ ΤΟ ΝΑΣΡΑΝΤΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΜΑΚΟΧΩΡΙΑ
1. Ο Νασραντίν για την κηδεία
(από τη Μάνταινα Μύκης)
Μια μέρα ρώτησαν το Νασραντίν:
- Όταν γίνεται κηδεία, κουβαλάνε το
νεκρό στον ώμο. Από ποια πλευρά είναι πιο καλά να είσαι, όταν κουβαλάς το νεκρό
στην κηδεία; Από δεξιά ή από αριστερά;
- Απ’ όπου νάναι, το ίδιο είναι, απάντησε.
Μόνο κοίταξε να μην είσαι εσύ μέσα.
2. Πώς ο Νασραντίν έκλεψε όλα τα βουβάλια του χωριού
(από τη Γλαύκη)
O Nασρεντίν Χότζας πήγε σε ένα χωριό για να ζητήσει δουλειά
και άρχισε να ρωτάει στο χωριό τον κόσμο:
-Mπορώ να βρω δουλειά στο χωριό;
Τον είδε μια γριά και του είπε:
- Τι δουλειά θέλεις και πώς σε λένε;
Κι αυτός απάντησε:
- Θέλω οποιαδήποτε δουλειά, μόνο νάναι πιο ελαφριά, να μη
σηκώνω βάρος γιατί δεν έχω δουλέψει σε βαριά δουλειά και το όνομά μου είναι
Νασραντίν Χότζα. Εγώ μέχρι τώρα σπούδαζα. Αλλά η μάνα μου και ο πατέρας μου
πέθαναν κι έμεινα ορφανός. Έμεινα πολύ φτωχός. Γι αυτό ψάχνω ελαφριά δουλειά
μέχρι να συνηθίσω.
Η γιαγιά ειδοποιεί στο χωριό και το χωριό συνεννοείται.
- Δεν έχουμε χότζα για να μας κάνει προσευχή.
Και αυτοί τού μαζεύουν λεφτά, τού βρίσκουν σπίτι και ο
Νασραντίν αρχίζει και τους κάνει προσευχή και
κήρυγμα.
Το χωριό ήταν πολύ πλούσιο
αλλά όλοι ήτανε αγράμματοι. Ο Νασραντίν γνωρίζεται καλά στο χωριό και άρχισε να
το αγαπάει.
Και σκέφτηκε ο Νασραντίν χότζας:
- Εδώ έχει για μένα πολύ ψωμί.
Όταν πάνε στο τζαμί να κάνουν προσευχή τους ρώτησε:
- Στο χωριό κανείς δεν ξέρει να διαβάσει;
Και ο κόσμος του χωριού του λέει:
- Α βρε χότζα, πώς μπορούμε να βρούμε έναν άνθρωπο όπως εσύ
να ξέρει να διαβάζει να μας διδάσκει τα παιδιά;
Και ο Νασραντίν σκέφτηκε και τους λέει:
- Ξέρω σε ένα μέρος, αλλά θα σας πω μετά από τρεις μέρες.
Κι αυτοί δέχτηκαν.
Και ο Νασραντίν σε τρεις μέρες μαθαίνει ότι στο χωριό έχουν
πολλά βουβάλια. Και δε μπορούν να βρουν τσοπάνο και το χωριό δίνει πολλά λεφτά
για να βρουν τσοπάνο να τα βοσκάει. Ο Νασραντίν είχε έναν αδελφό με πέντε παιδιά
πολύ φτωχό. Συνεννοείται με τον αδελφό του:
- Σου βρήκα δουλειά να βόσκεις βουβάλια, θα σε πληρώνουν
πολύ καλά από το χωριό, αλλά θα ακούς μόνο εμένα.
Και ο αδελφός του λέει:
- Εντάξει, αδελφέ μου.
- Πάρε και το μεγάλο γιο σου μαζί.
Το αγόρι ξέρει να διαβάζει αλλά δεν είναι χότζας. Αλλά ο
Νασραντίν σχεδίασε να τους πει ότι ήταν χότζας και να παίρνει τα λεφτά από το
χωριό. Περνάνε τρεις μέρες, στο χωριό ρωτάνε το Νασραντίν Χότζα:
- Τι έγινε, βρήκες άνθρωπο να μας διδάσκει τα παιδιά;
- Βρήκα, θαρθεί, αλλά θέλει πρώτα ναβρεí στον πατέρα του
δουλειά.
Και μετά ο κόσμος ρωτάει το Νασραντίν τι δουλειά κάνει ο
πατέρας του. Kαι ο Νασραντίν λέει σε όλο το χωριό ότι ο πατέρας του πολλά
χρόνια κάνει τον τσοπάνο.
Και το χωριό του λέει:
- Α βρε Νασραντίν Χότζα! Φέρτον. Τόσο καιρό ψάχνουμε τσοπάνο
να βοσκάει τα βουβάλια, θα τον πληρώνουμε καλά.
Και ο Νασραντίν τους τον φέρνει και τους λέει:
- Κάθε βράδυ θα έρχεστε σε μένα. Θα σας λέω τι θα κάνετε.
Κι αυτοί δέχθηκαν.
Όμως του
Νασραντίν ο σκοπός ήταν να φάει του χωριού τα λεφτά και να πουλήσει τα βουβάλια.
Ο αδελφός του
άρχισε να βόσκει. Τα βουβάλια άρχισαν να μπαίνουν στο νερό και ο αδελφός του
φοβήθηκε και το είπε στο Νασραντίν. Και ο Νασραντίν σκέφτηκε πώς μπορεί να
ξεγελάσει το χωριό ότι τα βουβάλια βουλιάξανε.
Πάει σε ένα ξένο μέρος, βρίσκει ένα χασάπη και τον πάει εκεί που είναι
τα βουβάλια. Ο χασάπης όλα τα σφάζει και
φορτώνει το κρέας και τα λεφτά τα δίνει
στο Νασραντίν. Και ο Νασραντίν παίρνει όλες τις ουρές και πάει σε ένα λιβάδι
και τις φυτεύει και ο αδελφός του πάει το βράδι να μαζέψει τα βουβάλια, βλέπει
μέσα στο λιβάδι μόνο τις ουρές. Και πηγαίνει να το πει στο χωριό.
To χωριό ξεκινάει
και πάει στο λιβάδι και βλέπει μόνο τις ουρές. Και πιάνει το Νασραντίν και του
λέει:
- Ε, Νασραντίν, εσύ είσαι χότζας, μήπως ξέρεις καμιά ιστορία
πώς βουλιάξανε τα βουβάλια μέσα στο λιβάδι αφού ξέρουν τα βουβάλια να πλέουν
στο νερό αλλά βουλιάξανε. Μήπως πνιγήκανε;
Kαι ο Νασραντίν τους λέει:
- Πηγαίνετε όλο το χωριό. Μαζευτείτε και πιάστε τα από τις
ουρές και τραβάτε. Aν βγάλετε ένα βουβάλι, όλα θα ζήσουνε, αλλά αν δε βγάλετε
κανένα όλα θα πνιγούν.
Ένας λέει στο Νασραντίν:
- Εγώ μόνος μου θα τραβήξω και θα βγάλω το βουβάλι.
Και ο Νασραντίν τού λέει:
- Πήγαινε και άμα βγάλεις ένα, όλα θα επιζήσουν, αλλά άμα
κόψεις την ουρά, όλα θα βουλιάξουνε.
Κι αυτός πάει, τραβάει όλες τις ουρές, βουβάλι δεν υπάρχει.
Και αυτός όλες τις ουρές τις πηγαίνει στο χωριό και ο Νασραντίν λέει πως όλα
βουλιάξανε.
Ένας λέει:
- Ναι βρε Νασραντίν. Δεν
ξέρουν τα βουβάλια να πλέουν;
Και ο Νασραντίν λέει:
- Ξέρουν να πλέουν στο νερό, αλλά δεν ξέρουν να πλέουν μέσα
στη λάσπη!
(από τη Μύκη)
Ο Νασραντίν
Χότζας είχε ανέβει σε ένα δένδρο με ένα τσεκούρι. Ανέβηκε στην κορυφή και έκοβε
τον κορμό. Όπως έκοβε πέρασε ένας άνθρωπος και του λέει:
- Έη Νασραντίν,
τι κάνεις;
- Κόβω
ξύλα.
- Και καλά.
Γιατί είσαι επάνω ενώ κόβεις κάτω; Θα πέσεις;
- Α όχι,
λέει, δε θα πέσω.
Ο άνθρωπος
τον προσπέρασε. Κι αυτός συνεχίζει να κόβει και ξαφνικά «ντουπ» στο χώμα μαζί
με τις κορφές και το ξύλο. Κι αυτός έτρεξε πιο πέρα να προφτάσει τον άνθρωπο
και του λέει:
- Εη, έη
γύρνα πίσω.
- Τι
συμβαίνει, λέει.
- Εσύ
εφόσον ήξερες ότι θα πέσω, μήπως ξέρεις και πότε θα πεθάνω;
- Και πώς
δεν ξέρω;
- Τότε πες
μου.
- Πήγαινε
φόρτωσε το γάιδαρο με βρεγμένη άμμο από το ποτάμι και βγάλτο στη ράχη, σε ένα
βουνό και όσες φορές κλάσει ο γάιδαρος, μέτρησέ τες και σε τόσες μέρες θα
πεθάνεις, λέει.
- Εντάξει,
λέει.
Και ο
Νασραντίν χότζας πήγε και φόρτωσε το γαϊδούρι με άμμο και από εκεί και πάνω
όσες φορές έκλανε αυτός τις μετρούσε. Και το γαϊδούρι έκλασε σαράντα φορές. Κι αυτός μέχρι να περάσουν οι
σαράντα μέρες έκανε προετοιμασίες. Έσκαψε τον τάφο του. Και όταν πλησίαζαν οι μέρες αυτός πάει και
ξαπλώνει στον τάφο για να πεθάνει. Το
βράδι, μόλις σουρούπωσε άκουσε κάτι θορύβους που έρχονταν από κάρα με καμήλες,
τα οποία περνούσαν κάτω από το νεκροταφείο κουβαλώντας στάμνες, νερό και
διάφορα αγγεία. Ο Νασραντίν πρόβαλε για να δει
τι γίνεται και τρόμαξε τις καμήλες. Kαι αυτές πανικοβλήθηκαν κι άρχισαν να χοροπηδάνε προς τα κάτω και σπάσανε
τις στάμνες και τα αγγεία.
Τον πιάσανε οι καμηλιέρηδες και τον
ξυλοκόπησαν. Ο Νασραντίν πήγε στο χωριό του. Οι χωριανοί του τον ρωτάνε:
- Καλά
Νασραντίν, δεν πέθανες εσύ; Πές μας, τότε, τι έχει στον άλλο κόσμο;
- Α βρε,
εκτός από ξύλο καμηλιέρηδων, δεν έχει τίποτα άλλο.
«Od devejisko
sópo drúgo néma».
4. Το φεγγάρι στο πηγάδι
(από τον Εχίνο)
Μια φορά ο Νασραντίν Χότζας
κοιμήθηκε το βράδυ και ξύπνησε τα μεσάνυχτα. Ήταν και φεγγάρι. Πήγε στην πηγή
του κι έσκυψε να πιει νερό. Εκείνη τη στιγμή μέσα στην πηγή είδε το
φεγγάρι. Τρέχει στο σπίτι, ξυπνά τη
γυναίκα του και της λέει:
- Γυναίκα, μεγάλο κακό μας βρήκε, το
φεγγάρι έπεσε στην πηγή.
- Και τώρα τι θα κάνουμε, ρωτά η
γυναίκα του;
- Θα πάρω το τσιγκέλι και θα το
βγάλω, λέει ο Χότζας.
Και στη στιγμή παίρνει το τσιγκέλι
και το ρίχνει στην πηγή να βγάλει το φεγγάρι. Σκάλωσε όμως το τσιγκέλι και
τραβώντας δυνατά ο Νασραντίν να το βγάλει, κόπηκε το σκοινί κι ο Νασραντίν
βρέθηκε πεσμένος ανάσκελα. Τότε είδε το φεγγάρι στον ουρανό. Γύρισε στο σπίτι
και είπε στη γυναίκα του:
- Εγώ το έβγαλα το φεγγάρι.
5. «Άμα θέλει ο Θεός εδώ θα τα φέρει τα λεφτά»
(από το Ωραίον)
Ο Νασραντίν χότζας καθότανε κοντά στο τζάκι στο δωμάτιο και
η γυναίκα του δίπλα. Ζεσταινότανε και οι δύο και αυτός έπαιζε το κομπολόι και
έκανε τις ευχές του και την προσευχή του. Η γυναίκα του τού λέει:
- Ρε χότζα, τι θα κάνουμε; Πολύ φτώχεια πέφτει.
- Τι να κάνουμε; Άμα θέλει ο Θεός εδώ θα τα φέρει τα λεφτά, στα
γόνατα.
Ναι, αλλά ο δρόμο έξω από το σπίτι του ήταν κοντά στην
καπνοδόχο. Ακουγότανε από μέσα τι έλεγε ο χότζας. Έτυχε να περνάει ο πρόεδρος
του χωριού. Άκουσε ο πρόεδρος τα λόγια του χότζα.
- Τι να τον κάνω τώρα, να γελάσουμε; λέει.
Είχε ένα πουγκί και μέσα είχε χίλιες λίρες ο πρόεδρος.
Βγάζει τη μια λίρα από μέσα, αφήνει 999. Το δένει κι από την καπνοδόχο το
ρίχνει μέσα στη φωτιά. Πέφτει κάτω το πουγκί. Το βλέπει ο χότζας:
- Κάτι έπεσε!
Το αρπάζει ο χότζας από εκεί. Τα βάζει στο ταψί, τα μετράει:
999 λίρες!
Του λέει η γυναίκα του:
- Από πού ήρθανε αυτά τα λεφτά;
- Δε σου είπα εγώ ότι άμα θέλει ο Θεός θαρθούνε.
- Μα 999 λίρες!
- Ακόμα μία δε θα τη ρίξει; Έδωσε 999, δε θα τις κάνει
χίλιες;
Αμάν! Ο πρόεδρος από πάνω την πάτησε!
Σου λέει:
- Ρε τον κερατά! Τα πήρε! Δε θα μου τα δώσει πίσω.
Γυρνάει το άλογο, πάει από κάτω. Φωνάζει από κάτω:
- Χότζα, χότζα!
- Τι είναι;
- Δώσε μου τις λίρες μου! Πλάκα σου έκανα!
- Ποιες λίρες; λέει.
- 999 λίρες σου έριξα από την καπνοδόχο.
- Εγώ δε σου ζήτησα τίποτα. Σου ζήτησα τίποτα να μου δώσεις;
λέει.
- Αμάν, βρε χότζα, δώσε μου τα λεφτά μου πίσω!
- Εγώ από σένα δε ζήτησα λεφτά. Εγώ ζήτησα απ’ το Θεό! Ο
Θεός μου έδωσε.
Τον έδιωξε ο χότζας απ’ το σπίτι. Πάει ο πρόεδρος τώρα στο
σπίτι του. Τι να κάνει; Τι να κάνει; Έχασε χίλιες λίρες χρυσές!
- Θα τον πάω στο δικαστήριο!
Πάει και τον κάνει μήνυση! Πάει στο δικαστήριο. Έρχεται η
λίστα εκείνη που φωνάζουν. Ο πρόεδρος να πάει στο δικαστήριο μόνος του δε
μπορεί. Πρέπει νάναι και ο χότζας, για να μην το αναβάλλουν. Πάει στο χότζα ο
πρόεδρος και του λέει:
- Χότζα, έχουμε δικαστήριο σήμερα. Έλα να πάμε στο δικαστήριο.
Ο χότζας τού λέει:
- Πώς νάρθω να πάμε;
Αφού δεν έχω κοστούμι! Κοστούμι χρειάζομαι να φορέσω.
- Θα σου δώσω κοστούμι, λέει.
Ντύθηκε ο χότζας καλά-καλά.
- Τώρα, λέει, μπαστούνι δεν έχω!
- Θα σου δώσω και μπαστούνι, ρε! Έλα να πάμε στο δικαστήριο.
- Έγινε, λέει.
Ξεκινάνε. Στο δρόμο κουράστηκε ο χότζας.
- Εγώ θέλω να ανέβω στο άλογο για να πάω!
- Πάρε και το άλογο ρε χότζα! Πάμε!
Πήρε και το άλογο. Ανέβηκε. Μπροστά στα δικαστήρια
κατεβαίνει ο χότζας. Δένει το άλογο, για να το βλέπουνε τώρα όλοι οι δικαστές.
Πάνε μέσα στο δικαστήριο.
- Κατηγορούμενος Νασραντίν Χότζας!
- Παρών!
- Κατηγορείσαι ότι έκλεψες, καταχράστηκες 999 λίρες από τον
πρόεδρο του χωριού.
- Όχι, κύριε πρόεδρε. Αρνούμαι!
- Γιατί;
- Εγώ απ’ αυτόν δε ζήτησα ποτέ λεφτά. Για ρωτήστε τον: Του
ζήτησα να μου δώσει λεφτά καμιά φορά;
Ρωτάει ο πρόεδρος του δικαστηρίου τον πρόεδρο του χωριού:
- Τι έγινε; Σου ζήτησε καμιά φορά λεφτά ο χότζας;
- Όχι, κύριε πρόεδρε. Ποτέ!
- Ε, πώς τον κατηγορείς για 999 λίρες;
- Να, λέει. Περνούσα από το δρόμο και άκουσα ότι έχει ανάγκη
από λίρες. Και είπα εγώ να κάνω ένα αστείο. Και τούριξα 999 να δούμε τι θα
κάνει. Τώρα αρνείται να μου τις δώσει πίσω.
- Τίποτε άλλο;
Γυρνάει ο χότζας και λέει:
- Κύριε πρόεδρε, αυτός θα πει ότι και το κοστούμι που φοράω
είναι δικό του!
- Ναι κύριε πρόεδρε, εγώ του τόδωσα, για ναρθεί στο
δικαστήριο.
- Τα βλέπεις, λέει ο χότζας. Θα πει ότι και το μπαστούνι που
κρατάω στο χέρι μου κι αυτό είναι δικό του.
- Ε, ναι! Εγώ του τόδωσα κύριε πρόεδρε!
- Τα είδες, κύριε πρόεδρε, λέει ο χότζας. Αυτός σιγά-σιγά θα
σου πει ότι και το άλογο πούχω απ’ έξω είναι κι αυτό δικό του.
- Ε, ναι, λέει ο άλλος.
- Ε, άι σιχτίρ, από δω! Όλα δικά σου είναι; Ο χότζας δεν
έχει τίποτα δηλαδή!
Αθωώθηκε ο χότζας!
6. Η σφυρίχτρα που ανασταίνει
τους νεκρούς
(από τη Μάνταινα)
Ο Νασραντίν όλους τους δούλευε πολύ. Τους κορόιδευε. Όταν
ήθελε να πουλήσει κάτι, σκεφτόταν και έβρισκε
τρόπο. Κάποτε πήγε να πουλήσει ένα γάϊδαρο. Λέει:
- Ο γάιδαρός μου χέζει λίρες.
Λέει:
-Πώς Λίρες;
Κι αγόρασε το γάιδαρο. Όμως, ο γάιδαρος άμα φάει λίγο κριθάρι
βραστό και το βάλει νερό να πίνει μετά, θα σκάσει. Την άλλη μέρα το πρωί ο
άλλος που τον αγόρασε, πάει ν’ ανοίξει την πόρτα αλλά δε μπορεί να την ανοίξει.
- Πώ, πω, γέμισε μέσα λίρες, λέει.
Ιδρώνει εκείνος, ο γάιδαρος φούσκωσε, είχε κολλήσει στην
πόρτα, οι άλλοι λέγανε «Ω γεμάτο λίρες είναι!»
Ανοίγει την πόρτα, ο γάιδαρος είχε ψοφήσει.
- Μας γέλασε ο Νασραντίν!
Άρχισαν να τον κυνηγάνε. Αυτός συνεννοήθηκε με τη γυναίκα
του πάλι. Είχε μια σφυρίχτρα για να βγάλει λεφτά. Σκέφτηκε πώς να την πουλήσει.
Παίρνει ένα άντερο, το γεμίζει αίμα και το βάζει στο λαιμό εδώ στη γυναίκα.
Λέει:
- Εγώ όταν εκνευριστώ τη σφάζω τη γυναίκα μου από τα νεύρα
μου. Και μ’ αυτή της σφυρίχτρα που σφυρίζω, ωπ, σηκώνεται, λέει.
- Πώς γίνεται αυτό;
- Ορίστε!
Δοκιμάζει, κάνει πως σφάζει τη γυναίκα του. Είδαν οι άλλοι,
το πίστεψαν, την αγοράζουν τη σφυρίχτρα. Σφάζουν τις γυναίκες τους όλοι,
σφυρίζουν, σφυρίζουν, δε σηκώθηκε καμία.
- Αυτό δεν υποφέρεται, λέει. Να τον κυνηγήσουμε.
Ξεκίνησαν να τον κυνηγάνε. Καθώς τον κυνηγούσαν, στο δρόμο
συνάντησε έναν που πουλούσε μέλι.
Τον ρωτάει:
- Καλό το μέλι;
- Καλό!
Το ανοίγει, δοκιμάζει.
- Κράτα το, λέει.
- Να δοκιμάσω το άλλο;
- Ναι.
Α κι αυτό κρατάει ο άλλος με τα δυο τα χέρια, πάλι άμα το
ανοίξει θα χυθούν τα μέλια.
Τακ το κατεβάζει, έφυγε. Το παρατάει.
Πάει σε άλλο μέρος ένας έφτιαχνε με κλαδιά στο χωράφι του
περίφραξη.
- Α δεν ξέρεις, του λέει. Βάλε τα χέρια δω πάνω να δεις πώς
πλέκουμε εμείς.
Βουτάει το κλαδί, του δένει τα χέρια. Φεύγει.
Μετά βλέπει ότι τον πλησιάζουνε, τι να κάνει; Πάει πέφτει στη
λάσπη, λερώνεται. Τρέχει και λέει:
- Παιδιά, πιάστε τον, πιάστε τον, λέει.
Λέει:
-Ποιόνα;
- Να ένας πέρασε και μ’ έριξε εδώ στη λάσπη.
Αυτόν κυνηγάγανε
αυτοί αλλά αυτός πήγε και λερώθηκε στη λάσπη.
- Ναι, λέει, κι εμείς αυτόν κυνηγάμε.
- Κυνηγήστε τον, λέει.
Ε, κυνηγάνε αυτοί, κυνηγάει κι αυτός. Αυτός έμεινε πίσω να
ξεκουραστεί. Κάποια στιγμή τον πιάσανε. Λένε:
- Θα σε ρίξουμε στη θάλασσα να σε πνίξουμε. Να γλιτώσουμε.
Πάνε τον πιάνουν, τον βάζουν σε ένα τσουβάλι, τον πηγαίνουν
στη θάλασσα.
- Πάμε να βρούμε ένα ξύλο, ένα δοκάρι, να το πιάσουμε από
δω, να το περάσουμε, βαθιά να πάει να πνιγεί. Γιατί αυτός είναι πονηρός, θα
ξαναβγεί πάλι.
Φεύγουν αυτοί, πάνε να βρούνε ένα λοστάρι. Και ο Νασραντίν
χότζας τώρα τι να κάνει. Κάθεται στο τσουβάλι. Κάποια στιγμή ακούει ένας
τσοπάνος με τα πρόβατα έρχεται. Αρχίζει να φωνάζει αυτός:
- Δε θέλω, δε θέλω.
Ο τσοπάνος ακούει μέσα στο τσουβάλι να είναι άνθρωπος και να
φωνάζει «Δε θέλω». Λέει:
- Τι είναι; Τι λές «Δε θέλω».
- Ε, να με πιάσανε οι χωριανοί και με φέρανε εδώ, λέει. Δε
θέλω.
- Τι δε θέλεις;
- Να με πάνε στο βασιλιά, να μου δώσουν του βασιλιά την
κόρη. Εγώ δεν τη θέλω, λέει.
Ο άλλος τού λέει:
- Έλα να σου δώσω εγώ τα πρόβατα και να μπω εγώ στο
τσουβάλι, να πάω εγώ να πάρω την κόρη του βασιλιά. Τι λες τώρα;
- Εντάξει.
Του βάζει το τσουβάλι. Παίρνει αυτός τα πρόβατα, φεύγει. Αυτοί
με το λοστάρι ρίχνουν στη θάλασσα τον τον άλλο, τον τσοπάνο.
Μετά από κανένα – δυο ημέρες ο Νασραντίν χότζας με τη
γυναίκα του, με τα πρόβατά του πάει στο χωριό, σφυρίζοντας.
- Ρε παιδιά, ο Νασραντίν χότζας έρχεται!
- Καλά, αφού τον ρίξαμε στη θάλασσα.
- Έρχεται, λέει, έχει και πολλά πρόβατα!
- Ρε συ, πού τα βρήκες όλα αυτά τα πρόβατα;
- Α, εκεί που με ρίξατε, η θάλασσα ήταν γεμάτη με πρόβατα.
Ένα κοπάδι άρπαξα και βγήκα.
- Θα πάμε, λέει κι εμείς να βγάλουμε πρόβατα.
Άλλος ήθελε κουδούνια, άλλος τζουμλέκια για να φτιάξει το
βούτυρο, πήγαν ριχτήκανε όλοι μες στη
θάλασσα.
Και πνίγηκαν. Ο Νασραντίν χότζας γλίτωσε.
7. Η πεισματάρα γυναίκα
(από τον Κύκνο)
Κάποτε ζούσε ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Νασραντίν Χότζας.
Μια μέρα ο Χότζας με τη γυναίκα του βοσκούσαν τα πρόβατά τους κοντά σε ένα ρέμα
και άρχισαν να συζητούνε για τα πρόβατα. Ο χότζας έλεγε ότι τα πρόβατα είναι
κουρασμένα και η γυναίκα του έλεγε ότι δεν είναι κουρασμένα. Και επειδή δεν
μπορούσαν να συνεννοηθούν την έριξε στο ποτάμι. Αφού μετάνιωσε όμως, άρχισε να
την αναζητά και αντί να πιάσει το δρόμο προς τα κάτω, άρχισε να πηγαίνει προς
τα πάνω. Προχώρησε, προχώρησε και για μια στιγμή ανέβηκε σ’ ένα δένδρο όπου
βρήκε μια κοτσυφίσια φωλιά. Εκείνη την ώρα περνούσε από εκεί ένας παλαιστής,
που όταν τον είδε πάνω στο δέντρο του είπε:
- Εάν ανέβω θα σε κάνω να βγάλεις κίτρινο και άσπρο χρώμα
από το σώμα σου.
Ο Χότζας πήρε ένα αυγό από τη φωλιά και του είπε:
- Και εγώ άμα σε σφίξω όπως το αυγό θα βγάλεις κίτρινο και
άσπρο χρώμα
Τότε ο παλαιστής τού λέγει:
- Και εσύ είσαι γερός όπως και εγώ, πάμε να κυνηγήσουμε
μαζί.
Ο παλαιστής άρχισε
να βγάζει τα θηράματα και ο Χότζας να τα σκοτώνει. Όταν άρχισαν να περνάνε
πολλά θηράματα, ο Χότζας φοβήθηκε και ανέβηκε σ’ ένα δένδρο. Πέρασε μια τσίχλα
και ο Χότζας την έπιασε. Με τα πολλά, πήγε ο παλαιστής και τον ρώτησε πόσα
σκότωσε.
- Μια τσίχλα μόνον, απάντησε.
- Μα αφού πέρασαν πολλά, πώς δεν σκότωσες;
- Από εδώ δεν πέρασαν, είπε ο Χότζας και παρ’ ολίγον να
γίνει καυγάς.
Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή περνούσε ένας αγριόχοιρος και ο
Χότζας τον σκότωσε, προς μεγάλη χαρά και ικανοποίηση του παλαιστή. Ο παλαιστής
έγδαρε τον αγριόχοιρο, ο Χότζας πάλι καθάρισε την τσίχλα και ο καθένας έβαλε το
κυνήγι του στην κατσαρόλα. Στον ένα η κατσαρόλα γέμισε κρέας και στον άλλο
έπλευσε το πουλί πάνω στην κατσαρόλα και έτσι αφού τα έβρασαν, άρχισαν μαζί να
τρώνε.
Ο χότζας άρχισε,
για να παραπλανήσει τον παλαιστή, να γελάει:
- Όποιος φάει περισσότερα κόκαλα θα δώσει στον άλλο ένα
τσουβάλι λίρες.
Και όταν το δέχτηκε ο άλλος, είπε:
- Όταν ζούσε ο πατέρας μου από κει με πήγαινε.
Και όταν ο παλαιστής κοίταζε, έπαιρνε από τα κόκαλα του
άλλου και τα έβαζε μπροστά του. Όταν τελείωσαν το φαγητό, βρέθηκαν περισσότερα
τα κόκαλά του Χότζα, ο οποίος κέρδισε και τις λίρες. Μετά πήρε το δρόμο και
έφευγε. Ο παλαιστής τον ρώτησε:
- Πού πηγαίνεις;
- Προ ολίγου, είπε, θύμωσα και έριξα στο ποτάμι τη γυναίκα
μου και τώρα πηγαίνω να τη βρω.
- Μα το νερό θα πήρε προς τα κάτω, πηγαίνεις προς τα πάνω;
- Εσύ δεν ξέρεις πόσο πεισματάρα είναι, εκείνη προς τα κάτω
θα πήγε οπωσδήποτε.
(από τη Σμίνθη)
Ο Νασραντίν χότζα είχε ανεβεί σε ένα άλογο πρώτη φορά και το
άλογο έτρεχε πολύ. Πέρασε από ένα χωριουδάκι. Του φώναξαν:
- Νασραντίν χότζα, πού τρέχεις έτσι; Πού πας;
- Όπου φτάσει το άλογο μου, απάντησε αυτός.
Έτρεχε το άλογο. Τάκα-τούκα. Ζαλίστηκε ο Νασραντίν κι έπεσε
στο δρόμο. Πέρασαν μερικοί και λέγανε:
- Α, ο Νασραντίν πέθανε, ο Νασραντίν πέθανε. Πάμε να βρούμε
πού θα τον βάλουμε μέσα και να τον θάψουμε.
Όταν τον έβαλαν μέσα, προχωρούσανε, βρήκανε λάσπη και δεν
είχαν από πού να περάσουν. Ο Νασραντίν χότζα σηκώνει το κεφάλι και λέει:
- Όταν ήμουν γερός από πέρα περνούσα. Από πέρα να με
περάσετε.
Κι αυτοί (τρομαγμένοι που νόμιζαν πως ο νεκρός ζωντάνεψε)
τον παρατάνε και το Νασραντίν και έφυγαν.
9. Το καζάνι που γέννησε και
πέθανε
(από το Ωραίον)
Κάποια στιγμή ο Χότζας ήθελε ένα καζάνι απ’ το γείτονα να
κάνει πιλάφι για να ταΐσει το μαχαλά ολόκληρο και ζήτησε από το γείτονα το καζάνι.
Ο γείτονας τού έδωσε το καζάνι. Ο Χότζας έκανε το πιλάφι, ταΐσε το μαχαλά. Πέρασαν
κάνα-δυο-τρεις βδομάδες. Ο Χότζας δεν το πάει το καζάνι πίσω. Και του λέει η
γυναίκα του:
- Θα το πάμε το καζάνι; Θα το ζητάει ο γείτονας.
Αυτός λέει:
- Φέρε μια κατσαρολίτσα μικρή, όμορφη, ωραία.
Τη φέρνει η γυναίκα στο χότζα. Πάει ο Χότζας. Χτυπάει την
πόρτα. Έρχεται ο γείτονας.
- Ορίστε, λέει. Τι είναι αυτό;.
- Το καζάνι, λέει, που ήθελες.
- Μα το καζάνι είναι μεγάλο! Τι είναι αυτό;
- Γέννησε, λέει, το καζάνι!
Έκανε μικρό!
Το πήρε αυτός το κατσαρολάκι και περίμενε να φέρει και το
καζάνι ο Χότζας. Λεχώνα ήτανε το καζάνι και δε μπορούσε να το κουβαλάει.
Πέρασαν δυο-τρεις εβδομάδες. Τίποτα. Πάει ο γείτονας, του ζητάει το καζάνι. Ο Χότζας
του λέει:
- Το καζάνι πέθανε!
- Μα πώς πέθανε; λέει. Το καζάνι πεθαίνει;
- Ε, πώς γέννησε; Όπως γέννησε, πέθανε!
Και από εκεί στο δικαστήριο. Τον ρώτησε ο πρόεδρος:
- Χότζα. Πήρες ένα καζάνι και δεν το έδωσες πίσω.
- Το πήρα. Αλλά αυτό γέννησε.
Ο πρόεδρος του λέει:
- Πώς γέννησε το καζάνι;
- Ε, γέννησε.
- Και το άλλο γιατί δεν το έδωσες πίσω;
-Το καζάνι πέθανε.
- Πεθαίνουν τα καζάνια;
Κι αυτός του λέει:
- Ότι γεννιέται, πεθαίνει κιόλας.
Και κράτησε το καζάνι.
10. Ο Νασραντίν έδερνε το γιο του
πριν σπάσει τη στάμνα
(από το Κότινο)
Μια φορά ο Νασραντίν χότζας στέλνει το παιδί του με τη
στάμνα να του φέρει νερό. Πριν φύγει το παιδί του, το έδειρε. Τον ρώτησαν:
-Καλά ρε, γιατί το έδειρες;
Απάντησε:
-Αν σπάσει τη στάμνα, μετά και να τον δείρω δε γίνεται τίποτα,
γι αυτό το δέρνω από τώρα.
(από τη Σμίνθη)
Ο Νασραντίν χότζα αγόρασε ένα γαϊδουράκι και λέει:
- Αυτό το γαϊδουράκι θα το μάθω να μην τρώει. Θα το κλείσω
μέσα και δε θα του δίνω φαΐ. Να δούμε: Θα ζήσει ή όχι;
Το βράδυ δεν του έδωσε να φάει. Την άλλη μέρα δεν του έδωσε
να φάει. Το άλλο βράδυ δεν του έδωσε.
-Α, ζει; λέει. Τόμαθα το γαϊδουράκι μου να μην τρώει.
Το γαϊδούρι, τι να κάνει, τι να φάει; Τέσσερις βραδιές δεν το ταΐζε. Την πέμπτη
μέρα το βρήκανε ψόφιο.
- Α, ρε γαμώτο! Μόλις τόμαθα το γαϊδούρι μου να μην τρώει
και πέθανε! Τώρα τι θα κάνω; λέει.
12. Ο Νασραντίν μετρούσε τις
μέρες για το μπαϊράμι
(από τη Μάνταινα)
O Νασραντίν χότζα
καθότανε μια μέρα στο καφενείο που πίναν τα τσάγια τους και κάποιοι εκεί τον
ρωτάγανε:
- Νασραντίνε, πόσες μέρες έχει ακόμα για το μπαϊράμ;
Εκείνος σκέφτεται, δεν ήξερε τι να απαντήσει. Λέει:
- Περιμένετε λίγο να πάω μέχρι το σπίτι και θα γυρίσω να σας
πω.
Αυτός πήγε στο σπίτι. Είχε ένα κιούπι και είχε βάλει μέσα
από ένα πετραδάκι για όσες μέρες είναι ο χρόνος. Κάθε μέρα πετούσε από το
τζουμλέκι μία πέτρα. Πήγε και μέτρησε τις πέτρες να δει πόσες μέρες έχει ακόμα
για το μπαϊράμι. Μυστικά το είχε για να ξέρει αυτός για το μπαϊράμ, για να
είναι ξύπνιος. Λέει:
- Έχει ακόμα σαράντα-πέντε μέρες για το μπαϊράμ.
Εν τω μεταξύ εκείνη την ημέρα ήταν μπαϊράμ. Οι άλλοι τον
ρωτήσανε γιατί δεν είχε πάει στο τζαμί κι αυτός λέει:
- Σαράντα-πέντε μέρες έχει.
- Νασραντίνε, του λένε, σήμερα είναι μπαϊράμ, κι εσύ χαμπάρι
δεν έχεις πάρει.
- Μα το Θεό, τους λέει ο Νασραντίν, αν υπολογίζεις το κιούπι
το λογαριασμό, τόσες μέρες έχει ακόμα.
Όμως, τα παιδιά του που παίζανε κάποια μέρα πήγαν, μάζεψαν
πέτρες και έριξαν στο τζουμλέκι. Κι έτσι γελάστηκε ο Νασραντίν.
< < < < < + + + > > > > >
ΠΗΓΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΩΝ
1. Αφηγητής: Χ. Μεχμεταλή (καταγραφή: 17/5/2006)
2. Α. Ρόγγο, Παραμύθια
και τραγούδια των Πομάκων της ορεινής Ξάνθης. Οδυσσέας, Αθήνα
2004, σ. 92-97.
3. Ν. Κόκκας, Μαθήματα Πομακικής Γλώσσας. Ξάνθη, Πολιτιστικό Αναπτυξιακό
Κέντρο Θράκης, Ξάνθη
2004, τ. Β, σ. 20-21.
4. Π. Θεοχαρίδης, Πομάκοι. Οι Μουσουλμάνοι της Ροδόπης.
Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης, Ξάνθη 1995, σ. 93.
5. Αφηγητής: Σ. Χατζόγλου (Καταγραφή 5/1/2014)
6. Αφηγητής: Χ. Μεχμεταλή (καταγραφή: 26-11-2005)
7. Γ. Ταουκτσόγλου, Λαογραφική συλλογή
οικισμού Κύκνου, κοινότητος Ωραίου Ξάνθης, 1964, Λαογραφικό Φροντιστήριο
Γ.Α.Μέγα 1618α σ. 56-7, Ε. Βαρβούνης, Λαογραφικά
των Πομάκων της Θράκης. Πορεία., Αθήνα 1996, σ.86-7.
8. Αφηγητής: Μ. Αχμετσίκ (καταγραφή: 2/1/2003)
9. Αφηγητής: Σ. Χατζόγλου (Καταγραφή 5/1/2014)
10. Αφηγητής: Μ. Μολλάογλου
(καταγραφή: 15-2-2001)
11. Αφηγητής: Μ. Αχμετσίκ (καταγραφή: 2/1/2003)
* Πρώτη δημοσίευση
εφ. «Αγώνας» 25-27/2/2014.