ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΑΠΟ ΤΗΝ
«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ»
(27/4/2014)
«Το
ελληνικό κράτος και η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης»
Του ΑΓΓΕΛΟΥ Μ. ΣΥΡΙΓΟΥ*
Η πολιτική του ελληνικού κράτους έναντι της
μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης έχει περάσει από τέσσερις βασικές φάσεις.
Βασικά στοιχεία για την κατανόηση της πολιτικής είναι αφ'
ενός η παρουσία τριών διακριτών εθνοτικών ομάδων στο εσωτερικό της μειονότητας
και αφ' ετέρου η ύπαρξη ενός ισχυρού παραδοσιακού πυρήνα πιστών μουσουλμάνων.
Η
πρώτη περίοδος: 1923-1950
Αμέσως μετά το 1922, η παρουσία 100.000 χιλιάδων
χριστιανών προσφύγων στην ελληνική Θράκη δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στους
μουσουλμάνους. Οπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, το κράτος είχε επιτάξει οικήματα
για την άμεση στέγαση των προσφύγων. Τελικώς, το 1927 η ελληνική κυβέρνηση
μετακίνησε τους μισούς, περίπου, από τους πρόσφυγες σε άλλες περιοχές της
Ελλάδος και αποκατέστησε πλήρως τις μουσουλμανικές περιουσίες.
Μεταξύ 1925-27 επέλεξε να φύγει από την περιοχή το πλέον
εύπορο τμήμα της μειονότητας, πουλώντας την περιουσία του. Οι μικροκαλλιεργητές
και κτηνοτρόφοι που παρέμειναν, δεν είχαν κάποιες ιδιαίτερες απαιτήσεις πέραν
της διατηρήσεως των παραδόσεων και της προστασίας της θρησκείας τους. Η
απομάκρυνση της παραδοσιακής ηγέτιδας τάξεως των μουσουλμάνων είχε αποτέλεσμα
να τεθούν επικεφαλής τής μειονότητας θρησκευτικοί ηγέτες και δάσκαλοι.
Μοναδικό αξιομνημόνευτο στοιχείο από την περίοδο πριν από
το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είναι η στάση της ελληνικής κυβερνήσεως στη διαμάχη
μεταξύ παλαιομουσουλμάνων (συντηρητικών) και κεμαλικών (ή μεταρρυθμιστών ή
νεοτεριστών). Οι μεταρρυθμίσεις στις οποίες προέβη ο Κεμάλ μετά την εγκαθίδρυση
της Τουρκικής Δημοκρατίας, και ιδίως η διάσπαση των δεσμών με το Ισλάμ και η
κατάργηση του χαλιφάτου, δεν βρήκε σύμφωνη την πλειονότητα των Ελλήνων
μουσουλμάνων. Η μειονότητα χωρίσθηκε σε:
παλαιομουσουλμάνους (με
επικεφαλής τους θρησκευτικούς ηγέτες), που ήθελαν τη συνέχιση της στενής
σχέσεως με το Ισλάμ, και κεμαλικούς
(με επικεφαλής τους τουρκο-σπουδαγμένους δασκάλους), που επεδίωκαν την εισαγωγή
των μεταρρυθμίσεων του Κεμάλ.
Το αρνητικό κλίμα στη Θράκη κατά των μεταρρυθμίσεων του
Κεμάλ επέτεινε ομάδα ερμηνευτών (μουφτήδων) του Ιερού Ισλαμικού Νόμου που είχαν
καταφύγει στην Ελλάδα το 1922. Το 1930, στο πλαίσιο της προσεγγίσεως των δύο
χωρών, η τουρκική κυβέρνηση ζήτησε από την ελληνική να απομακρύνει τη
συγκεκριμένη ομάδα. Πράγματι, τα μέλη της απελάθηκαν κυρίως στη Συρία και στην Αίγυπτο.
Η ελληνική κυβέρνηση, αποκεφαλίζοντας τη θρησκευτική ηγεσία της μειονότητας,
έστειλε το μήνυμα στους πιστούς μουσουλμάνους ότι στηρίζει τις τουρκικές
μεταρρυθμίσεις και έδωσε τη δυνατότητα στους κεμαλικούς να αυξήσουν την επιρροή
τους. Το γεγονός αυτό παράλληλα με την ίδρυση του τουρκικού προξενείου στην
Κομοτηνή το 1930 έγειραν σταδιακά κατά τις επόμενες δεκαετίες την πλάστιγγα
υπέρ των κεμαλικών στο εσωτερικό της μειονότητας.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η περιοχή της
ελληνικής Θράκης, με την εξαίρεση του Εβρου, πέρασε υπό βουλγαρική κατοχή. Το
τουρκικό προξενείο Κομοτηνής παρέμεινε στη θέση του. Με δεδομένη την απουσία
ελληνικών αρχών, το προξενείο απετέλεσε τη μοναδική αρχή όπου οι μουσουλμάνοι
μπορούσαν να απευθυνθούν διαμαρτυρόμενοι. Κατ' ακολουθίαν αύξησε την επιρροή
του, καθώς και το κύρος των κεμαλικών κύκλων που υποστήριζε.
Ο
σταδιακός εκτουρκισμός της μειονότητας και το Κυπριακό: 1951-1967
Η δεύτερη περίοδος αρχίζει το 1950 με το γλωσσικό
εκτουρκισμό των μειονοτικών ομάδων που δεν ήσαν εθνοτικά Τούρκοι. Με την
υπογραφή σχετικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας εισήχθη επισήμως στη
μειονοτική εκπαίδευση η τουρκική γλώσσα. Στόχος ήσαν πρωτίστως οι σλαβόφωνοι
Πομάκοι που κατοικούσαν σε περιοχές εφαπτόμενες με τη Βουλγαρία, χώρα του
Συμφώνου της Βαρσοβίας. Παράλληλα η ελληνική κυβέρνηση άσκησε πίεση προς τους
παλαιομουσουλμάνους να εγκαταλείψουν τις παραδοσιακές τους αντιλήψεις και να
υιοθετήσουν τις κεμαλικές αλλαγές.
Το ήρεμο κλίμα στη ζωή της μειονότητας απειλήθηκε το 1955
με το Κυπριακό και κυρίως με τα Σεπτεμβριανά επεισόδια εις βάρος της ελληνικής
μειονότητας στην Πόλη. Οι ελληνικές κυβερνήσεις έλαβαν αυστηρά μέτρα για να
αποτρέψουν τυχόν εκδήλωση αντιποίνων εις βάρος των Ελλήνων μουσουλμάνων. Στόχος
τους ήταν να καταδείξουν ότι η μουσουλμανική μειονότητα αποτελούσε πρότυπο για
την περιοχή.
Παράλληλα, η Ελλάδα άρχισε να βλέπει με δυσφορία την
προσπάθεια των κεμαλικών κύκλων να εκτουρκίσουν την πολυεθνοτική μειονότητα.
Περιορίσθηκε, όμως, μόνο στη διακριτική υποστήριξη των παλαιομουσουλμάνων. Τα
πράγματα επηρεάζονταν από το γενικότερο κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και
κυρίως τη στάση της Τουρκίας έναντι των Ελλήνων στην Πόλη. Μοναδική εξαίρεση
απετέλεσε μία συνεννόηση με την τουρκική πλευρά αμέσως μετά τις συμφωνίες της Ζυρίχης
και του Λονδίνου για το Κυπριακό το 1959. Δύο ανώτεροι διπλωμάτες, ο Δημήτριος
Μπίτσιος και ο Ζεκί Κουνεράλπ, κατέληξαν σε κοινή έκθεση τον Αύγουστο του 1959
που περιείχε εισηγήσεις προς τις δύο κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση των
μειονοτικών ζητημάτων. Η ελληνική πλευρά κατά τις επόμενες δεκαετίες ακολούθησε
τις βασικές κατευθύνσεις των εισηγήσεων της συγκεκριμένης εκθέσεως.
Εκείνη την περίοδο η πολιτική του ελληνικού κράτους
διαμόρφωσε τα χαρακτηριστικά που θα τη συνόδευαν σε γενικές γραμμές μέχρι και
το 1990:
* Δεν λειτουργούσε αυτόνομα έναντι των μουσουλμανικών
μειονοτήτων της Θράκης, αλλά εξ αντανακλάσεως προς όσα συνέβαιναν στην ελληνική
ομογένεια στην Κωνσταντινούπολη. Τα πάντα αντιμετωπίζονταν στο πλαίσιο της
αμοιβαιότητας προς την τουρκική πολιτική και ελέγχονταν για την ύπαρξη τυχόν
συνεπειών στη ελληνική μειονότητα.
* Ηταν αποσπασματική και επηρεαζόταν σε μικροπολιτικό
επίπεδο από τους μειονοτικούς βουλευτές αλλά και την ανάγκη των τοπικών
πολιτευτών για άγρα ψήφων στο εσωτερικό της μειονότητας.
* Στα εκπαιδευτικά ζητήματα βασίσθηκε σε διμερείς
συμφωνίες με την Τουρκία.
Η
περίοδος των διοικητικών μέτρων μετά το 1967
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 το κλίμα μεταξύ των δύο
χωρών ήταν εξαιρετικά βεβαρημένο λόγω των διακοινοτικών συγκρούσεων στην Κύπρο
το 1963 και των απελάσεων των Ελλήνων υπηκόων που ήσαν εγκατεστημένοι στην
Κωνσταντινούπολη το 1964. Το ελληνικό κράτος αναζητούσε τρόπους να ασκήσει
πίεση στην Τουρκία για να σταματήσει τις διώξεις της ελληνικής ομογένειας. Προς
το σκοπό αυτό υιοθέτησε μία σειρά μέτρων διακριτικής διοικητικής μεταχειρίσεως
εις βάρος των Ελλήνων μουσουλμάνων της Θράκης. Η πολιτική αυτή αναπτύχθηκε
πλήρως την περίοδο της δικτατορίας.
Αρχικώς εφαρμόσθηκε με αυστηρότητα σε όλες τις
μεταβιβάσεις κτημάτων μεταξύ των μουσουλμάνων ο μεταξικός νόμος 1366/1938 «περί
απαγορεύσεως δικαιοπραξιών εις παραμεθορίους περιοχάς». Το μέτρο αυτό είχε
στόχο να κρατήσει στάσιμη και, ει δυνατόν, να περιορίσει τη μουσουλμανική
ιδιοκτησία στη Θράκη και αντιστοίχως να αυξήσει τις ιδιοκτησίες χριστιανών.
Ακολούθως υιοθετήθηκε μία σειρά διοικητικών μέτρων, όπως η ουσιαστική άρνηση
παροχής πολεοδομικών αδειών για επισκευές και ανεγέρσεις οικιών, οι δυσκολίες
στην απόκτηση αδειών οδηγήσεων ή αδειών κατοχής τρακτέρ ή επαγγελματικών αδειών
(π.χ. αγοραία οχήματα-ταξί, φορτηγά) και ο αποκλεισμός από αγροτικά και άλλα
δάνεια. Ελάχιστες μόνον σχετικές αιτήσεις ικανοποιούνταν και αυτές πάντα με
αδιαφανή κριτήρια. Τέλος, άρχισε η συστηματική εφαρμογή του άρθρου 19 του
Κώδικα περί Ιθαγενείας για αφαίρεση των ιθαγενειών όσων μουσουλμάνων είχαν
εγκαταλείψει οριστικά την Ελλάδα.
Υπήρχαν βεβαίως και κάποια άλλα μέτρα διοικητικού
χαρακτήρα που εφαρμόστηκαν από το δικτατορικό καθεστώς αδιακρίτως εις βάρος
όλων των κατοίκων της Ελλάδος (π.χ. η αντικατάσταση των εκλεγμένων μελών των
βακουφικών επιτροπών της μειονότητας από διορισμένους, ακολούθησε την τύχη όλων
των αιρετών διοικήσεων, σε όλη την Ελλάδα).
Τα διοικητικά μέτρα δεν έλαβαν ποτέ τη μορφή εκδιώξεως
της μειονότητας από την Ελλάδα. Θεσπίστηκαν με κύριο στόχο να συντηρήσουν ένα
κλίμα οιονεί αμοιβαιότητας που υποτίθεται ότι θα έπειθε τους Τούρκους ιθύνοντες
να σταματήσουν τις επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων στην Πόλη. Απέτυχαν πλήρως σε
αυτή την επιδίωξη. Οδήγησαν σε οικονομική καθήλωση και απομόνωση τη μειονότητα.
Το ελληνικό κράτος απονομιμοποιήθηκε πλήρως και κατέστη εχθρικό στα μάτια όλων
των μουσουλμάνων πολιτών συλλήβδην, ασχέτως εθνοτικής ταυτότητας και
ιδεολογικής τοποθετήσεως έναντι της Τουρκίας και των κεμαλικών αλλαγών. Το
μουσουλμανικό στοιχείο αισθάνθηκε ανεπιθύμητο και συσπειρώθηκε καταργώντας τις
διαχωριστικές ιδεολογικές γραμμές που έως τότε το χαρακτήριζαν. Σε αυτό το
περιβάλλον βρήκε εύφορο έδαφος και έδρασε ο κεμαλικός εθνικισμός.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το 1968, επί δικτατορίας,
υπεγράφη ένα μορφωτικό πρωτόκολλο μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας με το οποίο έγινε
δεκτός ο ακόμη μεγαλύτερος εκτουρκισμός της μειονοτικής εκπαιδεύσεως.
Μετά το τέλος της δικτατορίας η πολιτική ισορροπία στο
χώρο της μειονότητας αποκαταστάθηκε με την εκλογή δύο βουλευτών στο ελληνικό
Κοινοβούλιο. Τα διοικητικά μέτρα, όμως, συνεχίστηκαν, αν και όχι με την ίδια
ένταση και συστηματικότητα. Παράλληλα, κυρίαρχη ήταν η προεκλογική συναλλαγή
γύρω από αυτά. Επί παραδείγματι, κατά τις προεκλογικές περιόδους, προσφέρονταν
αφειδώς άδειες πάσης φύσεως.
Με το πέρασμα του χρόνου υπήρξαν και κάποιες άλλες μορφές
διοικητικών διακρίσεων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ήταν χαρακτηριστικό ότι
τα μουσουλμανικά χωριά ήσαν σε γενικές γραμμές παραμελημένα από πλευράς έργων
υποδομής σε σύγκριση με τα γειτονικά χριστιανικά χωριά.
Οι
ανεξάρτητοι μουσουλμανικοί συνδυασμοί
Η περίοδος εκείνη χαρακτηρίζεται και από την απόλυτη
κυριαρχία του κεμαλικού εθνικισμού μεταξύ των ατόμων εκείνων που εμφανίζονταν
ως η ηγεσία της μειονότητας. Μερίδα αυτών των ατόμων συνδέονταν άμεσα με το
τουρκικό «βαθύ κράτος» και τους «γκρίζους λύκους» και λειτουργούσαν ως το μακρύ
χέρι της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Τα συμπτώματα αυτά εμφανίστηκαν πρώτη φορά στις πολιτικές
εκλογές του 1985. Εως εκείνη την εποχή οι μουσουλμάνοι πολιτευτές κατέρχονταν
υποψήφιοι με τα κόμματα πανελλαδικής εμβέλειας. Η κατάργηση της σταυροδοσίας
οδήγησε στην κάθοδο ανεξάρτητων μουσουλμανικών συνδυασμών στους Νομούς Ξάνθης
και Ροδόπης. Σε εκείνες τις εκλογές χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά ο μηχανισμός
απειλών του προξενείου για να στραφούν μειονοτικές ψήφοι προς τους ανεξάρτητους
συνδυασμούς. Παρά ταύτα, οι ανεξάρτητοι συνδυασμοί δεν κατόρθωσαν να
συσπειρώσουν σημαντικό τμήμα της μειονότητας.
Η αλλαγή του εκλογικού συστήματος επέτρεψε την εκλογή
ανεξάρτητων μουσουλμάνων υποψηφίων κατά τις τρεις βουλευτικές εκλογές της
περιόδου 1989-90. Τότε εμφανίστηκε ο γιατρός Αχμέτ Σαδίκ. Η υπόδειξή του από
τουρκικούς εθνικιστικούς κύκλους εκτός Θράκης και η τυφλή υποστήριξη από το
σύνολο των μηχανισμών πιέσεως που διέθετε ο τουρκικός παράγοντας τον καθιέρωσαν
ως τον αδιαφιλονίκητο ηγέτη της μειονότητας.
Η κατάσταση στη Θράκη ήταν εκρηκτική. Στο χώρο της
μειονότητας επικρατούσε κλίμα τρομοκρατίας και τουρκικού εθνικιστικού
παραληρήματος. Ατομα του προξενείου απειλούσαν ευθέως τους μουσουλμάνους που
δεν συντάσσονταν με τη γραμμή της Τουρκίας. Οι ευθείες παρεμβάσεις της Τουρκίας
κατά την προεκλογική περίοδο οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει σε
απέλαση του Τούρκου προξένου Κομοτηνής.
Ισονομία-ισοπολιτεία:
1991-σήμερα
Η όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στο χριστιανικό και το μουσουλμανικό
στοιχείο της ελληνικής Θράκης, η διαπίστωση ότι η πολιτική διακρίσεων εις βάρος
της μειονότητας έδινε τροφή και λόγο υπάρξεως στα πλέον ακραία στοιχεία στο
εσωτερικό της, η στάση της Τουρκίας που παρενέβαινε ανοιχτά ελέγχοντας και
τρομοκρατώντας ένα τμήμα του ελληνικού πληθυσμού στην ελληνική Θράκη και η
προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η μειονότητα για να δυναμιτίσει συνολικά τις
ελληνοτουρκικές σχέσεις, είχαν αποτέλεσμα να στραφεί η προσοχή της πολιτικής
ηγεσίας προς τη Θράκη. Στις 31 Ιανουαρίου 1990, επί «οικουμενικής» κυβερνήσεως,
αποφασίστηκε να ληφθούν μέτρα που θα εξομάλυναν την κατάσταση προς όφελος της
μειονότητας. Αμέσως μετά τη σύσκεψη ακολούθησε δήλωση του τότε πρωθυπουργού
Ξενοφώντος Ζολώτα, που ανακοίνωνε «την κατάργηση των διοικητικών και άλλων
οχλήσεων αι οποίαι όχι μόνον απεδείχθησαν ατελέσφοροι, αλλά επέτυχαν αντίθετα
αποτελέσματα των επιδιωκομένων και συνάμα μάς εκθέτουν διεθνώς».
Η απόφαση των τριών αρχηγών υλοποιήθηκε από την επόμενη
κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ενα πρώτο βήμα ήταν η κατάργηση του μεταξικού νόμου που
απαγόρευε τις δικαιοπραξίες στις παραμεθόριες περιοχές. Παράλληλα, συνεστήθη
ειδική διυπουργική επιτροπή υπό την Βιργινία Τσουδερού, η οποία μελέτησε τα
προβλήματα της περιοχής και κατέθεσε ένα πόρισμα που πρότεινε εφαρμογή πολιτικής
και ισονομίας και ισοπολιτείας στους πληθυσμούς της περιοχής και εντατική
οικονομική ανάπτυξη για να βγει η Θράκη από την απομόνωση.
Στόχος αυτής της πολιτικής ήταν η ενσωμάτωση της
μειονότητας μέσα στην κοινωνία και η εξαφάνιση των φαινομένων απομονωτισμού. Η
αλλαγή του εκλογικού συστήματος με την καθιέρωση ορίου 3% για την είσοδο στη
Βουλή απέτρεψε την εκλογή νέων ανεξάρτητων μουσουλμάνων βουλευτών.
Οι επόμενες κυβερνήσεις κατά τη δεκαετία του 1990
συνέχισαν την πολιτική ισονομίας και ισοπολιτείας. Τον Νοέμβριο του 1995
καταργήθηκε ο έλεγχος εισόδου στην επιτηρούμενη ζώνη στα Πομακοχώρια της
Ξάνθης. Ακολούθησε το 1996 η απόφαση του υπουργού Παιδείας Γιώργου Παπανδρέου,
με την οποία καθορίστηκε ποσοστό θέσεων 0,5% για εισαγωγή στα ΑΕΙ και ΤΕΙ που
προέρχονται από τη μειονότητα. Τέλος, το 1998 καταργήθηκε το άρθρο 19 του
Κώδικα περί Ιθαγενείας, με το οποίο μπορούσε να αφαιρεθεί η ιθαγένεια σε
αλλογενείς που είχαν εγκαταλείψει οριστικώς τη χώρα.
Παράλληλα προχώρησαν συστηματικά τα έργα υποδομής στις
μουσουλμανικές περιοχές με διανοίξεις και ασφαλτοστρώσεις δρόμων, πλήρη
επέκταση της ηλεκτροδοτήσεως, τηλεφωνικές συνδέσεις κ.λπ. Το αποτέλεσμα είναι
ότι στις αρχές του 21ου αιώνα η περιοχή της Θράκης συνολικά δεν υστερεί από
πλευράς έργων υποδομής συγκριτικά με άλλες περιοχές της Ελλάδος. Τα έργα αυτά
προχώρησαν σε πολλές περιπτώσεις παρά τη θέληση μειονοτικών κύκλων που
επηρεάζονται από το προξενείο και επιθυμούν να προπαγανδίζουν περί εσκεμμένης
εγκαταλείψεως των μουσουλμάνων.
*Δικηγόρος, επίκουρος καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου και
της Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο