ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΟΜΑΚΟΙ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ
Ταυτότητες και εκπαίδευση στους Πομάκους
Πέπη Κελτσίδου
Φιλόλογος (Φιλόλογος στο Γυμνάσιο Εχίνου)
Εισήγηση στην ημερίδα «Η τριγλωσσία στη μειονοτική εκπαίδευση
και τα μαθησιακά προβλήματα των Πομάκων μαθητών» 22 / 2 / 2006, ΠΑΚΕΘΡΑ - Ξάνθη
Θεωρώ πως ένα από τα θέματα αιχμής σε ό,τι αφορά τη Θράκη είναι αυτό της εκπαίδευσης των μουσουλμάνων. Η ανομοιογένεια στο θρησκευτικό τομέα στην περιοχή και η οποία μεταλλάσσεται σε ανομοιογένεια στον εθνοτικό τομέα σε ότι αφορά τους μουσουλμάνους, γεννά αναγκαιότητες που πρέπει να υπηρετηθούν ώστε να παρέχεται στους τελευταίους παιδεία τέτοια, που θα κάνει πράξη την ισονομία των πολιτών της χώρας. Οι μουσουλμάνοι έχουν δυνατότητα επιλογής ελληνικού σχολείου για τα παιδιά τους, συνήθως όμως επιλέγουν μειονοτικά δημοτικά, ενώ στο γυμνάσιο και στο λύκειο επιλέγουν ελληνικό σχολείο, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, αν και έχουν τη δυνατότητα και στη μέση εκπαίδευση να φοιτήσουν στο μειονοτικό.
Στα μειονοτικά γυμνάσια και λύκεια, στην ελληνική γλώσσα διδάσκονται τα Αρχαία Ελληνικά, τα Νέα Ελληνικά, η Γεωγραφία, η Γεωλογία, τα Στοιχεία Δημοκρατικού Πολιτεύματος και ο Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός. Στην τουρκική γλώσσα διδάσκονται τα Τουρκικά, η Φυσική, η Ψυχολογία, η Φιλοσοφία, τα Μαθηματικά, η Χημεία, η Γυμναστική, η Μουσική, τα Τεχνικά, η Οικιακή Οικονομία και τα Θρησκευτικά.
Στα δημόσια γυμνάσια ή λύκεια που εδρεύουν σε αμιγώς μουσουλμανικές περιοχές, τα χριστιανικά Θρησκευτικά έχουν αντικατασταθεί από μουσουλμανικά, τα οποία διδάσκουν χοτζάδες, πτυχιούχοι της ΕΠΑΘ ή θεολόγοι. Σε άλλη περίπτωση οι μουσουλμάνοι μαθητές απαλλάσσονται από το μάθημα των Θρησκευτικών και αποτελεί προσωπική τους επιλογή η παρακολούθησή του ή όχι.
Αν η μειονοτική εκπαίδευση ειδωθεί με το μάτι ενός τρίτου προσώπου, ξένου προς τα θρακικά πράγματα και την εκπαίδευση θα χαρακτηριστεί επαρκής, εφόσον διδάσκονται στα ελληνικά ή στα τουρκικά όλα τα μαθήματα ενός προγράμματος σπουδών που καταρτίστηκε για όλους τους Έλληνες μαθητές. Όμως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική και στην πράξη πολλά πράγματα ανατρέπονται, γιατί η εκπαίδευση για τους μουσουλμάνους κάθε άλλο παρά τέτοια είναι.
Θα σας αναφέρω δύο μόνον παραδείγματα γραμματικών λαθών που έκαναν οι μαθητές μου και τα οποία συνηγορούν σ’ αυτό. Για κάποιες μαθήτριες της Α΄ Γυμνασίου, στάθηκε πολύ δύσκολο να κατανοήσουν γιατί η λέξη «κοριτσάκι» έπαιρνε άρθρο ουδετέρου γένους και όχι θηλυκού. Πολλές φορές άκουσα μέσα στην τάξη τη φράση «η κοριτσάκι». Το δεύτερο παράδειγμα αφορά την κλίση των ρημάτων. Το μεγαλύτερο μέρος της τάξης χρησιμοποιούσε το ρήμα συμπεριφέρομαι μέσα στην έκθεση που έγραφαν, ως εξής: «αυτός συμπεριφέρει- εγώ συμπεριφέρω»
Ο μουσουλμανικός πληθυσμός δεν είναι ομοιογενής και δεν έχει την ίδια μητρική γλώσσα. Οι Πομάκοι μιλούν τη γλώσσα τους και κατά συνέπεια όταν τα παιδιά τους φοιτήσουν στο δημοτικό, επιφορτίζονται με τρεις ακόμη γλώσσες εκτός από τη μητρική τους: την ελληνική, την τουρκική και την αραβική, την οποία μαθαίνουν να γράφουν και να διαβάζουν για να αποκτήσουν πρόσβαση στο Ιερό Κοράνιο. Η εκμάθηση της Αραβικής από τα παιδιά είναι το ίδιο απαραίτητη όσο και οποιαδήποτε άλλη από τις τρεις, γλώσσα. Εξετάζονται και σ’ αυτήν, μέσα από την τελετουργία του χάτιμ, για την οποία όλα τα παιδιά προετοιμάζονται μελετώντας το Ιερό Κοράνιο, με τη βοήθεια ενός χότζα.
Ξεκινούν έτσι τα παιδιά αυτά το σχολείο έχοντας το σοβαρότατο έναντι των χριστιανών συνομηλίκων τους, μειονέκτημα της αναγκαστικής πολυγλωσσίας, πρόβλημα που διογκώνεται όταν στη συνέχεια προστίθεται στο πρόγραμμα σπουδών και η ξένη γλώσσα. Τελικά οι γλώσσες που οι Πομάκοι μαθητές έχουν την υποχρέωση για τον έναν ή τον άλλο λόγο να μάθουν είναι πέντε.
Από την άλλη πλευρά, η κοινωνία των Πομάκων, μια μειονοτική κοινωνία, φαίνεται πως επιθυμεί τον προσδιορισμό της ως κυρίαρχη και επινοεί στρατηγικές επιβίωσης. Ως τέτοια καίρια στρατηγική, εκτός των άλλων, θεωρώ την προσήλωσή τους στη θρησκεία, πράγμα που διαφαίνεται από την καλή γνώση της θεολογίας και την τήρηση του λατρευτικού τυπικού του μουσουλμανισμού. Αποδέκτες αυτής της συμπεριφοράς είναι ο χριστιανικός και ο μουσουλμανικός πληθυσμός του κάμπου. Εξάλλου η θρησκεία αποτελεί βασικό πολιτισμικό παράγοντα και μέσα από τους κανόνες της, που είναι και κανόνες της κοινωνίας των Πομάκων, διασφαλίζονται αποφασιστικά οι στόχοι τους που είναι η δήλωση της ταυτότητας της κοινωνίας τους και ο αυτοπροσδιορισμός των υποκειμένων.
Μια άλλη στρατηγική της κοινωνίας αυτής είναι πως την ταυτότητά τους ενδιαφέρονται να την εντοπίσουν μέσα σε έναν γεωγραφικό χώρο που περιλαμβάνει συγκεκριμένα όρια, σαφώς περιορισμένα, τα οποία κυμαίνονται μεταξύ της ορεινής περιοχής, της Ξάνθης ή της Θράκης, οπωσδήποτε όμως μέσα σε ένα χώρο που τα υποκείμενα γίνονται αντικείμενο ελέγχου από την ιεραρχία του χωριού τους, από τους κατοίκους της Ξάνθης και από τους κατοίκους της Θράκης, χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Αυτά τα στοιχεία καθορίζουν και τις συμπεριφορές των νεότερων μελών της κοινωνίας, που ταυτίζουν ή διαχωρίζουν στο μυαλό τους υποκείμενα και πολιτισμούς, γεωγραφικές περιοχές και κράτη.
Έτσι είναι ενδιαφέρον πώς η ταυτότητα οδηγεί το παιδικό μυαλό σε αδυναμία κατανόησης κάποιων πραγμάτων, σε παρερμηνείες και δημιουργία εμποδίων στην εκπαιδευτική διαδικασία. Όταν με τη Β΄ τάξη στο Γυμνάσιο Εχίνου ήμασταν στο μάθημα της Ιστορίας στο κεφάλαιο για τους διωγμούς των πρώτων χριστιανών από τους Ρωμαίους, οι μαθητές διαρκώς μπερδεύονταν και ταύτιζαν διανοητικά και λεκτικά τους πρώτους χριστιανούς της Ρώμης για παράδειγμα με τους Έλληνες. Προσπάθησα πολλές φορές και κατά τη διάρκεια της παράδοσης και κατά τη διάρκεια της εξέτασης του μαθήματος, να διευκρινίσω το θέμα, χρησιμοποιώντας παραδείγματα από το χριστιανισμό και το μουσουλμανισμό, αλλά αυτό θεωρώ και τότε θεώρησα πως κατέστη μάταιο. Τα παιδιά όσο προσεκτικά και αν άκουσαν όσα τους είπα, στο βάθος του μυαλού τους οι χριστιανοί ήταν Έλληνες.
Ανάλογο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαρτυρία μιας συναδέλφου. Όταν συζήτησε με τα παιδιά το θέμα της καταγωγής τους, αυτά ισχυρίστηκαν πως κατάγονται από τους πολεμιστές του Μεγάλου Αλεξάνδρου οι οποίοι τον βοήθησαν αποφασιστικά στις νίκες του. Οι πολεμιστές αυτοί ήταν Πομάκοι μουσουλμάνοι.
Ανάλογα, ταύτιζαν στην Ιλιάδα τους Τρώες με τους Τούρκους και μάλιστα ορισμένοι από τους μαθητές εξεδήλωναν με έναν πηγαίο και αυθόρμητο τρόπο την υποστήριξή τους στους Τρώες. Η συμπεριφορά αυτή με έβαλε σε πειρασμό να ρωτήσω ποιοί μαθητές υποστήριζαν τους Έλληνες και ποιοί τους Τρώες. Ήταν μισοί και μισοί. Και πάλι προσπάθησα να τους εξηγήσω πως οι Τρώες δεν είναι Τούρκοι, πως οι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή εκείνη δύο χιλιάδες χρόνια μετά από τον πόλεμο στην Τροία, αλλά τελικά νομίζω πως και σ’ αυτήν την περίπτωση δεν πέτυχα πολλά πράγματα.
Θέματα ταυτότητας και πολιτικής εμπλέκονται και δημιουργούν ταυτίσεις. Όσοι κατοίκησαν στην Ανατολική Θράκη είναι Τούρκοι, μέσα στο μυαλό των παιδιών των Πομάκων, οι οποίοι εξάλλου, όπως ειπώθηκε, διαπραγματεύονται την ταυτότητά τους σε καθορισμένα όρια. Δεν ενδιαφέρονται να δηλώσουν την εθνοτική τους ταυτότητα πολύ μακρύτερα από τη Θράκη, ( ως την Καβάλα και τη Δράμα) πόσο μάλλον εκτός Ελλάδος. Συνέπεια αυτού αποτελεί η άγνοια πολλών πόλεων της χώρας. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος αναφέρθηκα για κάποιο λόγο στο Βόλο και τότε ένας μαθητής με ρώτησε αν είναι άλλη χώρα. Δεν του απάντησα και υπέβαλα την ίδια ερώτηση στα υπόλοιπα παιδιά, τα οποία προβληματίστηκαν αρκετή ώρα επί του θέματος. Στο τέλος ένας από τους καλύτερους μαθητές της τάξης απάντησε πως δεν είναι χώρα αλλά πόλη στην Ελλάδα.
Μέσα από την εκπαιδευτική πραγματικότητα, γίνεται ολοφάνερο πως καθώς οι Πομάκοι εντοπίζουν τη διαφορετικότητά τους κυρίως μέσα στον τόπο τους και μέσα στον κοινωνικό τους χώρο, και με συγκεκριμένες πρακτικές, η ταυτότητα που φαντασιώνονται οι μαθητές δημιουργεί προβλήματα στην διαδικασία της μάθησης, με παρερμηνείες, αναχρονισμούς και περιχαράκωμα στον μικροκοινωνικό τους χώρο.
Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να αναφέρω το ενδιαφέρον των Πομάκων μαθητών και κυριότατα των καλών μαθητών για αφηρημένες έννοιες που δεν χρησιμοποιούνται συχνά στο καθημερινό λεξιλόγιο και είναι δύσκολο να ερμηνευτούν. Ένας παλιός και πολύ καλός μαθητής μου, ο οποίος μάλιστα είναι παρών, με ρώτησε μια μέρα τι θα πει «αρετή». Προσπάθησα να του το εξηγήσω με κάθε τρόπο και νομίζω πως αυτό το κατάλαβε πολύ καλά!