Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

«Ο δάσκαλος είναι χαζός» Δημήτρης Φυσεκίδης

«Ο δάσκαλος είναι χαζός»

Δημήτρης Φυσεκίδης
Δάσκαλος - Μειονοτικό Σχολείο Αιμονίου
Εισήγηση στην ημερίδα «Η τριγλωσσία στη μειονοτική εκπαίδευση
και τα μαθησιακά προβλήματα των Πομάκων μαθητών» 22 / 2 / 2006, ΠΑΚΕΘΡΑ - Ξάνθη



Εγώ, ως δάσκαλος του Δημοτικού σχολείου ξεκινάω από τη φυσικότατη μονογλωσσία και είμαι ο βασικός μοχλός- λόγω εργασιακής υποχρέωσης και όχι λόγω προσωπικής διάθεσης- της επιβολής της τριγλωσσίας, καθώς στη φυσική, εσωτερικευμένη πομακική γλώσσα των μικρών μου, επιβάλλω την ελληνική, μ’ όλο το κύρος που διαθέτει στο μικρό οικισμό όπου διδάσκω, ενώ ο συνάδελφος μουσουλμάνος επιβάλλει την τουρκική, με το δικό της κύρος κι αυτή.

Tα πρωτάκια, καθώς έρχονται στο σχολείο, μιλάνε με άνεση, καθαρότητα και φυσικότητα τη γλώσσα τους, τα Πομάκικα. Είναι η καλή δουλειά που κάνουν οι αγράμματες μανάδες ,με το χαμόγελο, το χάδι και το βυζί, αιώνες τώρα, σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της υδρογείου εφαρμόζοντας την περιλάλητη βιωματική μέθοδο που με τόσο κόπο και εισπράττοντας τόσες σεμιναριακές αμοιβές προσπαθούμε να υποψιαστούμε εμείς οι εκπαιδευτικοί της υψηλής εκπαίδευσης.

Aπευθύνονται και σε μένα μιλώντας πομάκικα. Μες στην τόση αθωότητά τους πού να υποψιαστούν τι τους έχουν ετοιμάσει οι μεγάλοι για τη μόρφωσή τους. Τα πρωτάκια είναι όλο χαρά και ζωντάνια. Παίζουν , τρέχουν, τραγουδούν και μιλάνε ακατάπαυστα σε ρυθμό πολυβόλου.

Οι παρατηρήσεις των μεγαλύτερων παιδιών, όταν μου μιλάνε στα πομακικά τα μικρά “nimo dúmish pumátsko na dáskal” «μη μιλάς πομάκικα στο δάσκαλο» καθώς και η προσποιητή αδυναμία κατανόησης εκ μέρους μου, είναι οι πρώτες ενδείξεις ότι εδώ κάτι δεν πάει καλά.

Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΧΑΖΟΣ.

Αυτή είναι η πρώτη εντύπωση που τους σχηματίζεται. Γι’ αυτά άλλος γλωσσικός κώδικας δεν υπάρχει.

Η πομακική στο Αιμόνιο, είναι ακόμα, κι ευτυχώς, ο μοναδικός κώδικας επικοινωνίας όσον αφορά στην προσχολική ηλικία, και ο κυρίαρχος στις υπόλοιπες ηλικίες. Ευτυχώς το χωριό μας είναι ακόμη πολύ καθυστερημένο, πολύ φτωχό και πολύ μικρό για να συνειδητοποιήσει ότι η μόδα και η εξέλιξη επιτάσσει ν’ αφήσει τη γλώσσα των γονιών και των παππούδων, τους ήχους αυτών των βουνών και αυτού του δάσους για να βάλει στο στόμα, μετά στο μυαλό, και σιγά σιγά και στην ψυχή τη γλώσσα ενός άλλου τόπου, ενός άλλου λαού. Και δεν υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα μ’ αυτόν τον άλλο τόπο τον άλλο λαό. Απλά είναι άλλος και δεν υπάρχει κανένας λόγος, ιδίως στην εποχή μας , να παρατήσεις τη μάνα σου για ν’ αποκτήσεις μητριά.

Τα μικρά στο χωριό δεν έχουν τις υποψίες που τα μουσουλμανάκια της Ξάνθης έχουν καθώς ακούν στο περιβάλλον τους και άλλες γλώσσες. Εδώ, στο βουνό ή μιλάς πομάκικα ή δε γίνεσαι κατανοητός. Εδώ γίνεται η βασική ανατροπή. Στο μικρό σχολείο του χωριού μας. Εδώ που η καταχτημένη εκφραστική δυνατότητα των παιδιών έπρεπε να παρθεί, ν’ αναπτυχθεί, ν’ εμπλουτισθεί και να δομηθεί επάνω της ο συναισθηματικός και ο γνωστικός κόσμος του παιδιού έρχεται μια ολική ανατροπή.

Σαφώς έχουν θέση τα ελληνικά. Ίσως και τα τούρκικα. Αλλά δεν μπορείς ν’ αγνοήσεις τη μητρική γλώσσα. Δεν μπορείς να διδάξεις στο κενό. Δεν μπορείς να μη σεβαστείς αυτό που οι μαθητές σου φέρουν μέσα τους. Είναι ο κόσμος τους. Πώς θα τους διδάξω για τον έξω κόσμο όταν αδιαφορώ καταφανώς για τον εσωτερικό τους;

Θρηνούμε για τη «Λεσίτσα» που έφυγε από τα αναγνωστικά μας και επέστρεψε στη φωλιά της. Μια φορά σκίρτησε και μας η πομάκικη καρδιά μας. Ουσιαστικά λέμε στους μαθητές μας ότι παρά τις δεδομένες δυνατότητές τους και στην έκφραση και στη γνώση αυτά όλα καλά είναι αλλά δεν έχουν και πολλή σημασία.

Ας τα ξεχάσουν γρήγορα. Εδώ είναι άχρηστα. Σ’ αυτά θα μένει πάντα η απορία πως αυτό που εύκολα αντιλαμβάνεται η καταρρέουσα γιαγιά, αυτό που στον αέρα αρπάζει η ημιεγγράμματη μητέρα, πώς είναι δυνατόν να μην το καταλαβαίνει ο κύριος;

« Πού είναι τα πολλά που όλοι στο χωριό λένε ότι ξέρει;»

«Νερό του ζητάω και αυτός με κοιτάζει σαν μπούφος»

«Είναι χαζός, τέρμα και τελείωσε.» πρέπει να σκέφτονται.

Στην επόμενη περίοδο, με την ασυνείδητη συνεργασία των μεγαλύτερων τάξεων προσπαθούμε να τα πείσουμε ότι αυτά είναι τα χαζά, αφού δεν μπορούν να πουν κάτι τόσο απλό όπως «να πάω κύριε να πιω νερό;» και επιμένουν να λένε αυτό το εντελώς ακατανόητο «κύριε,da pódam da píem vóda;»

Και τα καταφέρνουμε εντέλει να τα χαζέψουμε. Όχι ολοκληρωτικά, μόνο κατά τρία τέσσερα χρόνια
αφού χρησιμοποιώντας ελληνικά ή τουρκικά κοντά στην Τετάρτη καταφέρνουν να εκφράσουν, όχι με τη ίδια αρτιότητα, ούτε με την ίδια φυσικότητα, έννοιες και ιδέες που στη μητρική τους εκφράζανε ήδη στην πρώτη τάξη. Αυτό εμφαίνεται σε μια σειρά από προβλήματα. Τα παιδιά χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα στην επικοινωνία δε σταματούν με τίποτα. Εκφράζουν αυτό που είναι να εκφράσουν παντοιοτρόπως. Άμα δεν τους έρχεται το ελληνικό λένε το τουρκικό και στην έσχατη ανάγκη το πομάκικο, ούτε μένουν μόνο στη γλωσσική έκφραση, γκριμάτσες, χειρονομίες, μέχρι και κωλοτούμπες κάνουν για να εκφράσουν αυτό που θέλουν. Πολλά όμως, στην πρώτη δυσκολία σωστής εκφοράς λόγου περιορίζουν πολύ την έκφρασή τους, κάποια σιωπούν, ενώ σ’ άλλα εμφανίζονται ή επιδεινώνονται μέχρι και προβλήματα λόγου.

Άρρυθμες αναπνοές, κομπιάσματα, τραυλισμός. Έχω ένα κοριτσάκι στην Τετάρτη που ενώ παρουσίαζε , όταν πρωτοήρθε, κάποια ελαφρά, ήσσονος σημασίας προβλήματα στο λόγο με τα χρόνια δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να εκφραστεί. Υποψιάζομαι ότι η σχολική βαβέλ που υπηρετούμε ευθύνεται, κι εγώ φυσικά , ως λειτουργός αυτής. Και δεν ξέρω πόσο επιστημονικά και παιδαγωγικά είναι σωστό αλλά κάθε φορά που τη βλέπω να δυσκολεύεται να μιλήσει, να πει αυτό που θέλει, αφ’ενός τα σταματάω όλα για να προσέχω μόνο αυτή αφ’ετέρου την αγκαλιάζω και την ακούω ελπίζοντας ότι με συγχωρεί για το διαρκές κακό που της κάνω.