ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Πομάκων Νομού Ξάνθης σας
προσκαλεί την Πέμπτη 18 Μαΐου 2017 και ώρα 18:45στις αίθουσες Λόγου και Τέχνης
στη Στοά του Βιβλίου, Σταδίου & Πεσμαζόγλου 5 (Αρσάκειο Μέγαρο) στο κέντρο
της Αθήνας στην παρουσίαση του βιβλίου του Πομάκου δημοσιογράφου Σεμπαϊδήν Καραχότζα:
“Μεταφράσεις ελληνικής και αγγλικής ποίησης στην πομακική
γλώσσα”
Η παρουσίαση θα γίνει από τους:
Παναγιώτη Κριμπά, αναπλ. Καθηγητή στo γνωστικό αντικείμενο Ορολογία,
Μετάφραση και Νομικά Κείμενα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Νικόλαο Κόκκα, εκπαιδευτικό
Άγγελο Συρίγο, αναπλ. καθηγητή Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής
στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Στο τέλος της εκδήλωσης η Εμινέ Μπουρουτζή, πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Πομάκων Ν.
Ξάνθης, θα τραγουδήσει παραδοσιακά πομακικά τραγούδια.
Ο Πομάκος δημοσιογράφος Σεμπαϊδήν Καραχότζα επιχειρεί για
πρώτη φορά να κάνει κάτι που πριν από μια δεκαετία φαίνονταν ακατόρθωτο. Το
μεγάλο του στοίχημα ήταν να αποδείξει ότι με τη μητρική γλώσσα των Πομάκων
μπορούν να διατυπωθούν οι σκέψεις και οι εικόνες μεγάλων συγγραφέων και ποιητών
όλου του κόσμου. Με το βιβλίο αυτό ο Σεμπαϊδήν Καραχότζα δίνει την ευκαιρία
στους νέους Πομάκους να μελετήσουν σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα στη μητρική
τους γλώσσα.
Το βιβλίο «Μεταφράσεις
ελληνικής και αγγλικής ποίησης στην πομακική γλώσσα» είναι ανθολογία ποιημάτων με μετάφραση στα
πομακικά των παρακάτω ποιητών: Ρήγας Βελεστινλής, Ανδρέας Κάλβος, Διονύσιος
Σολωμός, Λορέντζος Μαβίλης, Γεώργιος Βιζυηνός, Κωστής Παλαμάς, Χάρης
Σακελλαρίου, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Αριστοτέλης Κουρτίδης, Στέλιος Σπεράντζας,
Γεώργιος Αθάνας, Μιχαήλ Στασινόπουλος, Κ.Π.Καβάφης, Κ.Γ.Καρυωτάκης, Γιώργος
Σεφέρης, Νικηφόρος Βρεττάκος, Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Ρίτσος, Μανόλης
Αναγνωστάκης, Μίλτος Σαχτούρης, Τίτος Πατρίκιος, Ελένη Βακαλό, Χ.
Καλιαμπέτσου-Ευτυχίδου, Τάσος Λειβαδίτης, Λύντια Στεφάνου, Ελένη
Δημητριάδου-Εφραιμίδου, Ουίλιαμ Σαίξπηρ.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΕΜΠΑΪΔΗΝ ΚΑΡΑΧΟΤΖΑ
Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)
Αστυάναξ
Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί
Που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι,
Μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι έλαμπαν όπλα
Και τ’ άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν’ αγγίξουν
Την πράσινη επιφάνεια του νερού
Στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια.
Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
Τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας
Και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα
Ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη
Για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.
Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής
Χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει
Ποιον θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει,
Πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
Κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
Και μάθε του να μελετά τα δέντρα.
Astiánax
Isâ agîna she
si varvísh zémi sas tébe zóso déte
Víde shvéshkono
pad inók chináre,
Faf zhókte déne
sfíreho sfírkïne i sféteho tüfékovene
I zaznayénïne
kóneta navâdaho so da daprôt
Sas mókrïne
núshove zelénono vódo na vrisâne.
Maslínïne
sas schûfrenïne bubáykï i máykï
Golâmïne
kámenye sas kaknána znot náshïne máykï i bubáykï
I brátavana
korftá zhïvá na parstóno
Golâmo
drágo ye búlo i golâm zenginlík
Za zâhne so ználi
kak da so mólet.
Isâ agîna she si
varvísh, agîna so razvídeli zhíyen den she so pláshtash
Isâ agîsa níkotri
na zno
Kotróga she
primáza i kak she davórsha
Zémi sas
tébe zóso déte víde shvéshkono
Pad
chinárevono lístye
I kázhï mu
kak da uchí góramyeno.
Από το «Τετράδιο
Γυμνασμάτων» - 1940
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη…
Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που
δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξανάβρει τη ζωή, έξω από τόσα
χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες, θα είναι
κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη. Εμείς, δε μπορεί,
θυμόμαστε ακόμα τι δώσαμε. Εκείνος θα θυμάται μονάχα τι κέρδισε από την κάθε
του προσφορά. Τι μπορεί να θυμάται μια φλόγα; Α θυμηθεί λίγο λιγότερο απ’ ό,τι
χρειάζεται, σβήνει. Να μπορούσε να μας διδάξει, όσο ανάβει, να θυμόμαστε σωστά.
Εγώ τελείωσα. Να γινότανε τουλάχιστο να αρχίσει κάποιος από εκεί που τελείωσα εγώ
…
Víkaho no
she nadviyéte agîna stánete izmetkâre.
Stánahme
izmetkâre i náydeme pepeláre.
Víkaho no
she nadviyéte agána zagálite.
Zagálihme i
náydeme pepeláne.
Víkaho no
she nadviyéte agîna si astávite zhïvótate.
Astávihme
si zhïvótase i náydahme pepeláne…
Náydahme
pepeláne. Astánava da si náydeme zhivótase isâna agîsa némame níkana. Chûdem so
zhîyen she si náyde pak zhïvótane, advón ad isélkus kinígi, isélkus dérteve,
isélkus fasaríe i isélkus dérseve she ye adín káksa nîye, yálnïs mífko po koráf
agîna pómli. Nîye, na mózha, pómlime si yéshte kakná dádame. Tóy she pómli
yálnish kaná ye kazandísal ad sâkvo no mu dávanye. Kaná mózhe da pómli adín
plámen? Akú zapómli mífko po mífko ad kólkono trâbava, izgásha. Da umâsho da no
nauchí, kólkono gorí, da pómlime práve. Ya davórsha. Da stánavasho bare da zafáti badín at kadéta
davórsha ya.
Από το «Μυθιστόρημα»
- ΙΗ’
Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα
δάχτυλά μου
Χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,
Δεν έχω άλλη συντροφιά,
Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια
Που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι
Και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου.
Bálno mi ye
óti astáy da paminé anná shïróka reká pres pórstovese
I na pínna
níta annó kápok.
Isâ patînom
faf kámenene.
Anná michká
baríka faf chervéneno pors
Némom
druzâh dóste
Kanáto
mílvasho ya zagubísho sas kóshtete na annó
Zhîte bého
nóvï na préshneto lâto
I sabóriho
so sas pótzimoskonek vâtra.
Η τελευταία μέρα
Ήταν η μέρα συννεφιασμένη. Κανείς δεν αποφάσιζε
Φυσούσε ένας αγέρας αλαφρύς: «Δεν είναι γραίγος είναι
σιρόκος » είπε κάποιος.
Κάτι λιγνά κυπαρίσσια καρφωμένα στην πλαγιά κι η θάλασσα
Γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιο πέρα.
Οι στρατιώτες παρουσίαζαν όπλα σαν άρχισε να ψιχαλίζει.
«Δεν είναι γραίγος είναι σιρόκος» η μόνη απόφαση που
ακούστηκε,
Κι όμως το ξέραμε πως την άλλη αυγή δε θα μας έμενε
Τίποτε πια, μήτε η γυναίκα πίνοντας πλάι μας τον ύπνο
Μήτε η ανάμνηση πως ήμασταν κάποτε άντρες,
Τίποτε πια την άλλη αυγή.
«Αυτός ο αγέρας φέρνει στο νου την άνοιξη» έλεγε η φίλη
περπατώντας στο πλευρό μου κοιτάζοντας μακριά «την άνοιξη
που έπεσε ξαφνικά το χειμώνα κοντά στην κλειστή θάλασσα.
Τόσο απροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πώς θα πεθάνουμε;»
Ένα νεκρώσιμο εμβατήριο τριγύριζε μες στην ψιλή βροχή.
Πώς πεθαίνει ένας άντρας; Παράξενο κανένας δεν το
συλλογίστηκε.
Κι όσοι το σκέφτηκαν ήταν σαν ανάμνηση από παλιά χρονικά
Της εποχής των Σταυροφόρων ή της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας.
Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται. πώς
πεθαίνει ένας άντρας;
Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του το
θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον
Και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.
Χαμήλωνε το φως πάνω από τη συννεφιασμένη μέρα, κανείς δεν
αποφάσιζε.
Την άλλη αυγή δε θα μας έμενε τίποτε. Όλα
παραδομένα. Μήτε τα χέρια μας.
Κι οι γυναίκες μας ξενοδουλεύοντας στα κεφαλόβρυσα και τα
παιδιά μας
Στα λατομεία.
Η φίλη μου τραγουδούσε περπατώντας στο πλευρό μου ένα
τραγούδι σακατεμένο:
«Την άνοιξη, το καλοκαίρι, ραγιάδες …»
Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς.
Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
«Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας
πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε το φως».
Sonunjûto den
Denôt bésho óblachnïy.
Níkotri na zímasho karáre.
Dúyesho adín
vâter lök. “Na dúe ad górnikane i ad íznikane, dúe ad dólnikane i ad íznikane” velí
nókotri.
Nókakvï
ténkï selvíe nabúchenï na stranóno i denizen
Sivá sas
sfétlï gyóle, po atsîi.
Hashkérevene
prikázavaho tüfékovene agîta zafáti da rónka.
“Na dúe ad górnikane
i ad íznikane, dúe ad dólnikane i ad íznikane” yálnïsh inazí so chü
Alá go
znáhme óti na drúgono ráino néma da no astáne
Níkana
ártïk, níta nashána zhaná zháta pyásho pri námi spanyéno
Níta se pómlime ta béhme nókoge chülâkove
Níkana ártik faf drúgono ráino.
« Izí vâter dakárava pralétye na
akîlane » víkasho arkadáshkana
kákna varvésho pri móne i glôdasho dulétse
“pralétyeno
zhóto pánna birdén zimóse blísko pri zatfórenokne
deníze.
Níkotri go na châkasho. Paminóho so isélkus
godínï. Kak she umréme?”
Annó za umrâte pésne abihódesho faf sítnanek
dózhda.
Kak umíra adín chülâk? Kak
stánava ta so ye níkotri ne pachûdil.
I zhîne so so pachûdili da rechésh go se
pómlili ad stárïte godînï
Ad zhóto vréme imâsho Stavrofórus íli ad zhóto
vréme stána denískïyet harp faf Salamína.
Alá ye umíranyeno anná rábata zhána stánava.
Kak umíra adín chülâk?
Alá kazandísava badín umíranyeno mu, tógavono
umíranye, zhíyen ye ne níkotromu drúgomu
I izí igráenye ye zhïvótos.
Sfâdasha so svéshkana vur óblachnakne déne,
níkotri na zímasho karáre.
Faf drúgono ráino na täh da no astáne níkana.
Síchkoso dádenï. Níta náshïse rókï.
I náshïne zhónï rábateho faf yabanjíe na
vrisevéne i náshïne dechyá rábateho
Faf kámenye.
Mána arkadáshka, kákta varvâsho pri móne,
payásho annó sakáteno pésne.
“Faf pralét, faf lâto, izmetkâre…”
Pómlesho badín stáre dáskalïe zhíte no astáeho
ekshûze.
Adín chülâk i anná zhaná paminóho i dúmeho:
“Patrôsna mi so agîna páda slóntseno, háy si na
dumá
háy sin a dumá da zapálime svéshkono”.
Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)
Αναπάντητο
Πού με πας από ’δω; Πού βγάζει αυτός ο δρόμος; Πες μου.
Δε βλέπω τίποτα. Δεν είναι δρόμος. Πέτρες μονάχα.
Μαύρα δοκάρια. Φανοστάτης. Να ’χα τουλάχιστον
Εκείνο το κλουβί, - όχι αυτό των πουλιών, τ’ άλλο
Με τα μεγάλα σύρματα, με τα γυμνά αγαλμάτια. Τότε
Που ρίχναν τους νεκρούς απ’ την ταράτσα, εγώ δε μίλησα,
Μάζευα εκείνα τ’ αγαλμάτια – τα λυπήθηκα. Τώρα, το ξέρω:
Το τελευταίο που πεθαίνει είναι το σώμα. Μίλα μου, λοιπόν.
Πού με πας από δω; Δε βλέπω τίποτα. Τι καλά που δε βλέπω.
Το πιο μεγάλο εμπόδιο για να σκεφτώ ως το τέλος, είναι η
δόξα.
Prez advráshtanye
Kadé
mo kárash pres túy? Kadé izlíza izí pot? Kázhïy mi.
Na vídem níkakna. Ne ye pot. Kámenye yálnïs.
Chórnï
darnôta.Lámpa. Da imâsho báre
Inók kafése, ne
inazí píletomne, drúgono
Sas golâmine
telifónove, sas gólïne míchkï agálmata. Inagîne
Agîna
mâtaho umrâtehne ad tarátsono, ya na predúmi,
Zbírasho
inéy míchkï agálmata – smilívo mi so. Isá go znom:
Zhóno náy
na sónane umíra snágana ye. Dúmi mi, segína
Kadé mo kárash pres túy? Na vídem níkana. Kakvó húbe óti na
vídem.
Náy golâmïyes zor
za da so póchüdem dur da sónane, da to prepaznávot ye.
Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005)
Εδώ…
Εδώ
Κάτω από την καρδιά μου
Καρφώθηκαν οι σφαίρες οι πρωινές
Μπήγονται ολοένα πιο βαθιά
Τώρα
(Τώρα, σιγά σιγά, που ξημερώνει
Και θ’ ακουστεί το σφύριγμα όπου να ’ναι)
Ελάτε
Έλα εσύ Γιώργο, έλα Μιχάλη, έλα Ραούλ,
Μαζέψτε τες μια μια
Είναι δικές σας
Σήμερα το πρωί
Στις πέντε
Πριν βγει ο ήλιος
Πριν βγει ο ήλιος
Πριν, πριν ακόμη απ’ τα καμιόνια
Τις μάζεψα για σας
Και τώρα
Ξερίζωσέ τες απ’ το στήθος μου
Σαν ένα πρωινό χαρούμενο όνειρο
Σαν ένα τέλειο παιχνίδι
Πριν μάθουν τίποτα οι άλλοι
Ανυποψίαστοι στου ύπνου την ενέδρα
Πριν μάθουν τίποτα οι άλλοι
Πριν μάθουν πως εγώ
Είναι γραμμένο για πάντα να ζήσω.
Itúy
Itúy
Pad móso sórtse
Nabúchiho so sabáhtskïte kurshûneve
Vlízot
éshte po glibótse
Isâ
(Isâ, agîsa
so yavásh yavásh razvídelâva
I she so
chûe sfírenyeno kadé ta ye)
Yálate
Yála tï
Yórgo, yála Miháli, yála Raúl
Zbérite gi annó
pa annó
Váshï so
Bu sabáh
Beshté
Durgî be ne
izlízalo slóntseno
Durgî be ne
izlízalo slóntseno
Naprésh
hamálove
Zbräh gi za
vámi
I isâ gi
ízmakni ad mókse güvûse
Katá annók
sabáhleynska drága sóna
Katá annó
kámatno igránye
Durgî so so ne
naúcheli nâko drúzine
Kákna si némot
habére agîna gi chûva spanyéno
Durgî so so ne
naúcheli níkana drúzine
Durgî so so ne
naúcheli ta ye
Písano ya da
zhîvom za dáyma.