ΤΟ ΠΟΜΑΚΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Nasradín hódi da íshte
rábata
(πομάκικο παραμύθι από το χωριό Αιμόνιο Ξάνθης)
Na stárïte godínï iméla ennók zengínina chülâka. Ζhivál ye faf ennó havó i imél ye mlógu delúma mésta. I
chülâkon gi ye vrit rábatil i at vrit selána zímal miléte sas gündelíka da
rábatöt. Leól ye at Nasradínavona séla ne zímal
miléte óti sa ne húbavi insán bíli. Ζató ainái chülâk
ye yétse zengínin bil.
Agá ennók vakîta faf Nasradínavona séla páda edín golâm
glad. I Nasradín hódi da mu íshte
rábata, da kladé i at tógovona séla da rábatöt. I zengíninon go ye ne rákal i ubíl go ye sas muhabéte. I Nasradínu páda tôsko. I Nasradín zöl da
sa chûdi yétse i víka samîi:
- Chéka, chéka, ye she ta rábatem yétse áma po natsîi.
I Nasradín pak zöl da sa chûdi mlógu. Kákna sa chûdi i
faf sélano mu vlázet mlógu kumíti i íshtat da zberót síchkona, kakvóna íma i
néma. I Nasradín mi víka:
- Chékayte
málku, she vu kázam ennó nóva. Néma da bárate at sélasa níkaknani. She sa skríyete. Τri déne sétne
she vu kázham ennó kóshta. She ídete, she
fátite golémakne, she go adbávite. Τo ye ne húbaf chülâk. Τo mi yétse kradé. Αynaí chülâk
íma tséla kóshta lírï. She ídete u tógu.
Ι kumítine go uslúshavat i hódet i fátat chülâkane zengínina i víkot mu:
- I li dáy lírite i li she ta adbávime.
Tóy víka:
- Háir!
I kumítine mu adrezávat glavóna i
zímat mu lírine. I Nasradín, akilí, preváda on kisí tógovi yéta kadé íma ennó
keprúye:
- Βórzhi vórite da yi razbíyete pótpirkîne i at ennóna
strána i at drúgona.
Ι on kishínana hódet atbávet gi i skrívat sa. Αgá taváret kumítine lírine i pódet da bâgot kogána
fpírat pri keprûyena séko kumíta fátat pa ennók kóne da gi prekárat. Agá hódet na sredé keprûyena atéznava keprûyena
i kumítine pádat at keprúyena sas kónyena
i pribívat sa. I kumítine i kónyena, vrit.
Ι Nasradín rúka tógovine i zbírat lírine i hódet
zdelévat gi i sósavat i selána. Ι selána reklíli:
-Vrítsi at ’se natsîi Nasradín she mi ye golémiyot i
kumandárinot.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Ο Νασραντίν πήγε
να ζητήσει δουλειά
Τα παλιά τα χρόνια
υπήρχε ένας πλούσιος άνδρας. Ζούσε σε έναν κάμπο και είχε πολλά στρέμματα
χωράφι. Ο άνθρωπος τα δούλευε όλα και από όλα τα χωριά έπαιρνε κόσμο με
μεροκάματο να δουλεύουν. Μόνο από του Νασραντίν το χωριό δεν έπαιρνε άτομα
γιατί δεν ήταν καλός κόσμος. Γι αυτό αυτός ο άνθρωπος ήταν πολύ πλούσιος.
Κάποτε στο χωριό του Νασραντίν πέφτει μεγάλη
πείνα. Και ο Νασραντίν πάει να του ζητήσει δουλειά, να βάλει άτομα από το δικό
του το χωριό να δουλέψουν. Ο πλούσιος δεν τον ήθελε και τον χτύπησε με τα
λόγια. Του Νασραντίν του ήρθε βαρύ. Και
ο Νασραντίν άρχισε να σκέφτεται και λέει μόνος του:
- Κάτσε, κάτσε,
εγώ θα σε δουλέψω πολύ, αλλά πιο μετά.
Και ο Νασραντίν
άρχισε πάλι να σκέφτεται πολύ. Kαθώς σκεφτόταν, στο χωριό του μπαίνουν πολλοί
κομιτατζήδες και θέλουν να τα μαζέψουν όλα, ό,τι έχει και δεν έχει. Και ο
Νασραντίν τους λέει:
- Περιμένετε λίγο,
θα σας πω ένα νέο. Δε θα πειράξετε από το χωριό τίποτα. Θα κρυφτείτε. Τρεις
μέρες μετά θα σας δείξω ένα σπίτι. Θα πάτε, θα πιάσετε το μεγάλο, θα τον
σκοτώσετε. Αυτός δεν είναι καλός άνθρωπος. Αυτός πολύ μας κλέβει. Αυτός ο
άνθρωπος έχει ένα σπίτι γεμάτο λίρες. Θα πάτε σε αυτόν.
Και οι ληστές τον
άκουσαν και πήγαν και έπιασαν τον πλούσιο άνθρωπο και του λένε:
- Ή δώσε τις λίρες
ή θα σε σκοτώσουμε.
Αυτός είπε:
- Όχι!
Και οι ληστές τού κόβουν το κεφάλι και του παίρνουν τις λίρες. Και ο Νασραντίν, έξυπνος, στέλνει
δέκα άτομα δικούς του κάπου όπου έχει μία γέφυρα.
- Γρήγορα να πάτε
να της σπάσετε τις κολόνες και από τη μια πλευρά και από την άλλη.
Και τα δέκα άτομα
πηγαίνουν και τη χαλάνε και κρύβονται. Αφού φόρτωσαν οι ληστές τις λίρες και
πάνε να φύγουν, όταν φτάνουν κοντά στη γέφυρα κάθε ληστής πιάνει από ένα άλογο
για να τα περάσουν απέναντι. Όταν φτάσαν στη μέση της γέφυρας, βάραινε η γέφυρα
και οι ληστές πέσανε από τη γέφυρα με τα άλογα και σκοτώθηκαν. Και οι ληστές
και τα άλογα, όλοι μαζί.
Και ο Νασραντίν φωνάζει τους δικούς του και
μαζεύουν τις λίρες και πάνε και τις μοιράζουν και σώζουν και τα χωριά. Και οι
χωριανοί είπαν όλοι:
- Από δω και πέρα ο Νασραντίν θα είναι ο
μεγάλος για μας και θα κάνει κουμάντο.
* Από το
βιβλίο του Νικολάου Θ. Κόκκα «Uchem so Pomátsko – Μαθήματα Πομακικής Γλώσσας» τεύχος
Β’, Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης 2004