ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
ΣΤΑ ΠΟΜΑΚΙΚΑ
Zmíye na galénokne vríse
(Πομάκικο παραμύθι από το χωριό Γλαύκη Ξάνθης)
Bir vakît bir zemán faf ennó séla iméla dve déti móshkï.
Hódili sa na mechítene I spaználi so sa húbave i stánali sa yétse húbavi
arkadáshe. Ne sa sa delíli níkoga. Da
kogá ídat na haskér yétse sortsná arkadashlíka iméli. Zókne déne da varvôt na
haskér edíniyon umíra. I arkadáshinon mu éskile mu bálna dashlóla razbáleva sa
yétse. I yukiméten go ne zíma na haskér. Tri godíni na yennóta mésta ye bil bólan.
Dahóde vréme uzdravéva sa. Áma ye yétse fukará astánal. Áma sélano mu právi goléma yerdíma. Agá sa uzdravé i
sélano mu pamága i azhónevat go. Agá sa
azhóneva faf sóne vídeva arkadáshinane da mu víka:
- Útre she ídesh na galénokne vríse da pínnesh málku
vóda. She ti izléze enná zmíye kámatna. She ti paíshte vadítsa da pínne. Sas síchko sórche da yi dadésh. Sakin da ye ne udríyesh. Ti ye
she ta kurtulísa at fukaralíkate.
I tóy hódi na
galénokne vríse na písava vóda. Agá vdíga glavóna vídevo kámatnona zmíye pátka
mu korúkane íshte mu vóda da pínne. I tóy yi dáva. Zmiyéna sa napíva i pátnava korúkane i astáve
mu ennó líra. I nabíva si zmiyéna drúgakne déne ainí po drúgakne déne pak ayní
dahóde vréme astaréva chülâkon si ye imél ennó kópele. I tóy go rúknava i víka
mu:
- Vóri na galénokne vríse dónesi mi vóda. Áma agá
ídesh she ti izléze enná zmíye kámatna. Mo ta ye strah néma ta uhápe. Dáy yi
vóda da pínne. Tya she ti pátne korúkane
i she ti astávi ennó líra. Da ye ne pribíyesh, óti she ta náyde golém
fukaralîk.
I kópelöna
hódi. Ennók déne astáve mu ennó líra.
Drúgakne déne pak aynaí. Po drúgakne
pak aynaí. I kópelöna sa pachúdeva i víka si samîi:
- Ye her gün dahódem. Pa ennó leól líra mi astáve. Chéka ye pribíyom da gi
zémam vrit.
I kópelöna
vdíga tsépane i prekóchava yi rapaskóna. I zmiyéna sa abráshta i uhápavo go.
Áma ne umíra kópelöna níta zmiyéna umíra.
I kópelöna sa razbalé. Áma ne kázava ubáyko mu chi go
ye uhápala zmiyéna. Strah go ye at ubáyko mu óti pódil da ye pribíye. Pak
zmiyéna ye bíla ubáykovíyet mu arkadáshin zhîyen ye umrél kogána sa pódili na
haskér. Ennók vakîta ubáyko mu zöl da sa krádat parîne. I tóy sa aynagás
spamína i víka si samîi:
- Chéka ye da ídam da gálenokne vríse da pínam málku
vadítsa i da vídem ye zmiyóna kakná právi, i li umré da sa spre kïsmétes.
Agá hódi na
galénokne vríse kláva vustána da sa napíye vóda. Vríson ne téche, presóhnal ye. I tóy víka :
- To ye tagás umréla zmiyéta.
Le rekól aynéi i zmiyéna izláze pres korúka. I tóy zöl da ye pîta:
- Óti néma vóda na gálenokse vríse da pínnam?
I zmiyéna mu víka:
- A vídi ma málku húbave. I kázi mi kakná mi
néma da gevdôsa.
I tóy víka zmíyone:
- Zagubíla si si korúkate.
I zmiyéna mu víka :
- Zató ye presóhnal gálenïyet vris.
I tóy víka:
- Ye som yétse na zóra óti mi ne aserésh nékva líra.
I zmiyéna mu víka :
- Sas kakná da ti óseram. Ne li mi néma korúkate zhíyet serésa lírite to go
sînoti pribí. Tóy batísa ni zéme. Ti prevódi sïnáteti da ma pribíye da gi zôme
ad yenós.
I chülâkon sa
vrásyhta pódi da kára i da bahté sînane mu. Le si fpíra faf selana i kópelöna mu umíra. I tóy sa tagás séta chi ye
zmiyéna bíla melékyô i arkadáshinot mu sarchlíf.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Το φίδι στην αγαπημένη βρύση
Μια φορά κι έναν
καιρό σε ένα χωριό υπήρχαν δύο παιδιά
αγόρια. Πήγαιναν στο σχολείο και γνωρίστηκαν πολύ καλά και γίνανε πολύ καλοί
φίλοι. Δεν χωριζόντουσαν ποτέ. Μέχρι που πήγαν φαντάροι πολύ εγκάρδια φιλία
είχανε. Τη μέρα που πηγαίνανε στο στρατό ο ένας πέθανε. Ο φίλος του τόσο πολύ
στεναχωρήθηκε που αρρώστησε πολύ. Και το
κράτος δεν τον πήρε στο στρατό. Τρία χρόνια σε μια θέση ήταν άρρωστος.
Έρχεται καιρός
που έγινε καλά. Αλλά είχε μείνει πολύ φτωχός. Όμως το χωριό τού έδωσε πολύ μεγάλη
βοήθεια. Όταν ζωντάνεψε εντελώς το
χωριό τον βοήθησε και τον πάντρεψαν. Όταν παντρεύτηκε στο όνειρό του είδε το
φίλο του να του λέει:
- Αύριο θα πας στην
αγαπημένη βρύση και θα πιεις λίγο νερό. Θα σου βγει ένα φίδι όμορφο. Θα σου
ζητήσει νεράκι να πιει. Με όλη την καρδιά σου να του δώσεις. Αλίμονο, να μην το
χτυπήσεις. Αυτό θα σε γλιτώσει από τη φτώχια.
Και αυτός πάει στην αγαπημένη του βρύση και
πίνει νερό. Όταν σήκωσε το κεφάλι είδε ένα όμορφο φίδι. Του χτυπάει την ουρά
και του ζητάει νερό να πιει. Αυτός δίνει στο φίδι να πιει. Ήπιε και του χτυπάει
την ουρά και του αφήνει μια λίρα και φεύγει το φίδι. Την άλλη μέρα το φίδι
κάνει το ίδιο, την παράλλη το ίδιο. Έρχεται καιρός που γέρασε ο άνθρωπος. Και ο άνθρωπος
είχε ένα αγόρι και αυτός τον φώναξε και του λέει:
- Πήγαινε στην
αγαπημένη βρύση και φέρε μου νερό. Αλλά όταν θα πας θα σου βγει ένα φίδι
όμορφο. Να μην το φοβάσαι. Δεν θα σε δαγκώσει. Δώστου νερό να πιει. Αυτό θα σου
χτυπήσει την ουρά του. Θα σου αφήσει μια λίρα. Να μην το σκοτώσεις γιατί θα σε
βρει μεγάλη φτώχια.
Και το παλικάρι πάει. Μια μέρα του αφήνει μια λίρα. Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Την παράλλη
πάλι τα ίδια. Και το παλικάρι σκέφτηκε λίγο
και λέει μόνος του:
- Εγώ πάω κάθε μέρα
από μια λίρα μόνο μου αφήνει. Κάτσε να το σκοτώσω να τα πάρω όλα.
Tο παλικάρι σήκωσε την τσάπα να το χτυπήσει. Του κόβει
την ουρά και το φίδι γυρίζει και τον τσιμπάει. Όμως δεν πέθανε το παλικάρι.
Ούτε το φίδι πέθανε.
Και το παλικάρι
αρρώστησε. Αλλά δεν το λέει στον πατέρα του ότι τον τσίμπησε το φίδι. Φοβόταν απ’
τον πατέρα του γιατί πήγε να το σκοτώσει.
Το φίδι ήταν ο φίλος του πατέρα του, αυτός που πέθανε όταν πηγαίνανε
φαντάροι. Κάποια ώρα ο πατέρας του
άρχισε να σκέφτεται. Άρχισαν να τελειώνουν τα λεφτά και αυτός τότε θυμήθηκε και
λέει μόνος του:
- Κάτσε εγώ να πάω
μέχρι την αγαπημένη βρύση να πιω λίγο νερό και να δω εγώ το φίδι, τι κάνει,
μήπως ψόφησε και σταμάτησε η τύχη.
Όταν πήγε στην
αγαπημένη βρύση βάζει το στόμα να πιει νερό. Η βρύση δεν τρέχει, στέρεψε. Και
αυτός τότε λέει:
- Το φίδι σίγουρα
ψόφησε.
Μόλις το είπε αυτό
το φίδι βγήκε χωρίς ουρά. Αυτός άρχισε να το ρωτάει:
- Γιατί δεν έχει
νερό στην αγαπημένη βρύση να πιω;
Και το φίδι του
λέει:
- Κοίτα με λιγάκι
καλά και πες μου τι μου λείπει από το σώμα.
Και αυτός λέει στο
φίδι:
- Έχασες την ουρά
σου;
Και το φίδι τού
λέει:
- Γι αυτό στέρεψε η
αγαπημένη βρύση.
Και αυτός του λέει:
- Εγώ είμαι σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Γιατί δε
μου χέζεις καμιά λίρα.
Και το φίδι τού
λέει:
- Με τι να σου χέσω,
αφού δεν έχω ουρά. Αυτό που έχεζε τις λίρες ο γιος σου το σκότωσε. Αυτό πήγε
κάτω στη γη. Εσύ έστειλες το γιο σου να με σκοτώσει, να τα πάρει μια κι έξω
όλα.
Και ο άνθρωπος γύρισε, πάει να μαλώσει και
να χτυπήσει το παιδί του. Μόλις φτάνει
στο χωριό το παιδί του πέθανε. Και αυτός τότε κατάλαβε ότι το φίδι ήταν άγγελος
και ήταν ο καρδιακός του φίλος.
* Από το
βιβλίο του Νικολάου Θ. Κόκκα «Uchem so Pomátsko – Μαθήματα Πομακικής Γλώσσας» τεύχος
Β’, Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης 2004.