ΤΟ ΠΟΜΑΚΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
Húbavono kópele
(πομάκικο παραμύθι από τη Γλαύκη της Ξάνθης)
Enná zhaná bir vakît zhivála faf ennó séla i iméla si ye ennó mósko déte. Áma aynózgu zemána iméla yétse goléma fukaralîka. Ι zónaine détena at máchko ne izlázela hüch navón, le pa vótre sédi.
Pak faf sélana íma altí kishí jenláte i hirsíze.
Kadéna kaknána náydat kradót i pribívat go. Pak
zónaine détena yetse nafelíta i yétse yéko. Ι máika mu íshte da achísti kóshtana pak at détena ni mózha. I máyka mu
víka détetune:
- Vóri ízlezi málku navón.
I déteton yi víka :
- Dáy mi ennó líra i she ízlezam.
I máyka mu mu dáva i to izláze. I na pótene vídeva altí kishí sa spréli ennó stára zhóna
íma u tíye palavína líra íshtat da ye adbávet da yi zémat lírana. I kópelöna
víka:
- Éy, mo te bára stárata bábichko. Dáyte ye máne. Ímam u máne ennó líra, she u ye dam.
I täh víkot da zômat lírana i astávet stárana zhóna. Kópelöna fáta ye
atkárava si ye u täh. I stárana zhóna
papîtava go:
- Κak ti ye yúmeta?
I tói kázava kak go zavót. I nabíva si i hódi si u teh.
I máika mu go pîta:
- Κakvó si kúpi sas lírata?
I tóy víka víka máychi mu:
- Ye víde na pot ennó stára zhóna
fátili ye sa altí kishí. Ishtého da ye
adbávet. I ye mi rékah: «Dáyte ye máne. Ímam ennó líra, she u ye dam. Μo te bára stárata zhóna». I täh
rékovo « da » i astáviho
ye i ye si ye atkára u täh. I tya ma papîta kak mi ye yúmeta
i ye yi go káza. I dóyda si.
Νa dva déne pak víka
kopelótune:
- Vóri navón,
víka máychi mu.
- Dáy mi ennó líra.
-
She ídam.
I máyka mu mu dáva. Ηódi navón, pak vídevo ennók stára chülâka. Αinés altí kisí íshtat da go
adbávet. Íma u tógu palavína líra da mu ye zémat. I tóy mi víka:
- Éy, dáyte mi chülâkate, ímam ennó líra
she u ye dam.
I teh víkot da zímat lírana i nabívat. I tóy paíma chülâkane i atkárava si go u teh. Pîta go
máyka mu:
- Κakná si kúpi sas lírata?
I tóy víka máychi mu:
- Ayséy séy, pak aytezí pódeho da
adbávet ennók stára chülâka za palavína líra. I ye mi réka: «Dáyte mi chülâkate.
Ímam enná líra she u ye dam». Αstáviho chülâkane i nabího si. Ι ye si go atkára u täh. I papîta ma kak ma zavót i ye mu káza. Ι dóydah si. Pak na dva déne máyka kópeletune víka:
- Vóri navón.
I kópelöna yi víka:
- Dáy mi ennó líra i she ídam.
Μáyka mu mu dáva i to izláze.
Agá hódi na pótene vídeva pak altí kisí na pótene sôdnati. Agá vídevat
kópelöna stánavot, pódet da go atbávet
da mu zémat lírana. Kákna hódet pri tógu sas nózhave i to sa upláshavo óti néma
níkaknani utógu. Kákna vdígot nózhavene
vídeva dve zhóni fórkot sas klirá i pa
ennók kïlîtse. Dadé teh vdígnat nózhavene i teh sas kilítsevene adrézhavat mi
vritsém i dvéne róki da téglet. Ι kópelena si hódi i dáva si máychi mu lírana i kázava yi meselôna kak ye.
Drúgakne déne chûye na kapîyena
túkot. Agá glôda stárata zhaná i
stárïyot chülâk kárat pa dva kóne taváreni lírï. Ι víkot mu:
- Óti si húbaf chülâk kurtulísa mi
hayéta. Aysé aysazí baksísh ye tvóy, da zhivésh da kogá do ye vréme da
umrésh.
I kópelöna gi zíma i fáta faf sélana. Zhóna déte néma si máyko i ubáyko dáva mi yerdíma da zhïvót. I sélana vídeva tsi ye húbaf i právet go
padishéha faf sélana.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
To καλό αγόρι
Μια γυναίκα ζούσε κάποτε σε ένα χωριό και είχε ένα αγόρι. Όμως εκείνο τον καιρό υπήρχε πολύ φτώχεια. Της γυναίκας το παιδί δεν έβγαινε καθόλου έξω, όλο μέσα καθότανε.
Αλλά στο χωριό υπάρχουν έξι άτομα, δολοφόνοι και κλέφτες. Όπου κι αν έβρισκαν οποιονδήποτε τον κλέβουν και τον σκοτώνουν. Αλλά της γυναίκας το παιδί είναι πολύ νευρικό και πολύ δυνατό. H μάνα του θέλει να καθαρίσει το σπίτι αλλά εξ αιτίας του παιδιού δε μπορεί. Και η μάνα του λέει στο παιδί:
- Πήγαινε να βγεις λίγο έξω.
Και το παιδί τής λέει:
- Δώσε μου μια λίρα και θα βγω.
Και η μάνα του τού δίνει και αυτό βγαίνει. Και στο δρόμο βλέπει έξι άτομα που είχαν σταματήσει μια γριά γυναίκα που είχε μαζί της μισή λίρα. Και το αγόρι λέει:
- Ε, μην πειράζετε τη γριά γυναίκα. Δώστε τη σε μένα. Έχω επάνω μου μια λίρα, θα σας τη δώσω.
Kαι αυτοί είπαν να πάρουνε τη λίρα και αφήνουν τη γριά γυναίκα. Το παλικάρι την πιάνει και την πάει στο σπίτι της. Και η γριά γυναίκα τον ρώτησε:
-Πώς είναι το όνομά σου;
Και αυτός είπε πώς τον λένε. Και σηκώνεται και πάει στο σπίτι του. Και η μάνα του τον ρωτάει:
- Τι αγόρασες με τη λίρα;
Και αυτός λέει στη μάνα του:
- Εγώ είδα στο δρόμο μια γριά γυναίκα, την είχαν πιάσει έξι άτομα. Θέλανε να τη σκοτώσουν. Κι εγώ τους είπα: « Δώστε τη σε μένα. Έχω μια λίρα, θα σας τη δώσω. Μην πειράζετε τη γριά γυναίκα». Και αυτοί είπανε «ναι» και την αφήσανε. Κι εγώ την πήγα στο σπίτι της. Και αυτή με ρώτησε πώς είναι το όνομά μου κι εγώ της το είπα. Kαι ήρθα.
Σε δύο μέρες η μάνα πάλι λέει στο αγόρι:
- Πήγαινε έξω, λέει η μάνα του.
- Δώσ’ μου μία λίρα.
- Θα πάω.
Kαι η μάνα του τού δίνει. Πάει έξω, πάλι είδε ένα γέρο άνδρα. Αυτοί οι έξι θέλανε να τον σκοτώσουν. Έχει επάνω του μισή λίρα για να του την πάρουν. Και αυτός τους λέει:
- Έη, δώστε μου τον άνδρα, έχω μια λίρα, θα σας τη δώσω.
Κι αυτοί είπαν να πάρουνε τη λίρα και έφυγαν. Και αυτός πιάνει τον άνθρωπο και τον μεταφέρει στο σπίτι του. Τον ρώτησε η μάνα του:
- Τι αγόρασες με τη λίρα;
Kαι αυτός λέει στη μάνα του:
- Έτσι κι έτσι, πάλι αυτοί πηγαίνανε να σκοτώσουν έναν γέρο άνδρα για μισή λίρα. Κι εγώ τους είπα: «Δώστε μου τον άνθρωπο. Έχω μία λίρα, θα σας τη δώσω». Αφήσανε τον άνθρωπο και φύγανε. Κι εγώ τον πήγα στο σπίτι του. Και με ρώτησε πώς με λένε κι εγώ του είπα. Και πήγα. Πάλι μετά από δυο μέρες η μάνα λέει στο αγόρι:
- Πήγαινε έξω.
Και το αγόρι της λέει:
- Δώσε μου μια λίρα και θα πάω.
Και η μάνα του τού δίνει και αυτό βγαίνει. Όταν πήγε στο δρόμο βλέπει πάλι έξι άτομα να κάθονται στο δρόμο. Όταν είδαν το αγόρι σηκώθηκαν, πάνε να το σκοτώσουν για να του πάρουν τη λίρα. Καθώς πηγαίνουν κοντά του με μαχαίρια αυτός φοβήθηκε γιατί δεν έχει τίποτα επάνω του. Καθώς σηκώνουν τα μαχαίρια, βλέπει δυο γυναίκες να πετάνε με φτερά και κρατούν από ένα σπαθί. Mέχρι που να σηκώσουν αυτοί τα μαχαίρια και αυτοί με τα σπαθιά τους κόψαν σε όλους τα δυο χέρια για να τους βασανίσουν. Και το παλικάρι πηγαίνει και δίνει πίσω στη μάνα του τη λίρα και της λέει την υπόθεση πώς έγινε.
Την άλλη μέρα ακούει στην πόρτα να χτυπάνε. Τότε βλέπει τη γριά γυναίκα και το γέρο άνδρα να κουβαλάνε δυο άλογα φορτωμένα με λίρες. Kαι του λένε:
- Επειδή είσαι καλός άνθρωπος, μας γλίτωσες τη ζωή. Τώρα αυτό το δώρο είναι δικό σου, για να ζήσεις μέχρι νάρθει ο καιρός να πεθάνεις.
Και το αγόρι τα παίρνει και πιάνει στο χωριό. Όποιο παιδί δεν έχει μάνα και πατέρα τούς δίνει βοήθεια για να ζήσουν. Και το χωριό βλέπει ότι είναι καλός και τον κάνουν βασιλιά στο χωριό.
* Από το
βιβλίο του Νικολάου Θ. Κόκκα «Uchem so Pomátsko – Μαθήματα Πομακικής Γλώσσας» τεύχος
Β’, Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης 2004.