Πέπη Κελτσίδου
«Η γλώσσα και η παράδοση των Πομάκων της Θράκης»
Είναι πραγματικά
εντυπωσιακό το γεγονός πως έχουμε στα χέρια μας ποίηση μεταφρασμένη στα
πομακικά, μια γλώσσα που όσοι καταγόμαστε από την Ξάνθη ή την Κομοτηνή, ασφαλώς
την γνωρίζουμε, γιατί την ακούμε, αλλά κάποια χρόνια πριν δεν θα μας περνούσε
από το μυαλό πως ένας Πομάκος ποιητής θα μετέφραζε στην γλώσσα του κάτι πέραν
από εκλογικές οδηγίες και ιατρικές εντολές.
Οι Πομάκοι μιλούν μια
διάλεκτο σλαβική, η οποία περιλαμβάνει ελληνικά και τούρκικα στοιχεία. Η διάλεκτος αυτή περιλαμβάνει ιδιώματα. Το κάθε χωριό μιλάει
διαφορετικό ιδίωμα, κάποιες φορές τόσο διαφορετικό, που οι κάτοικοι του ενός χωριού σχολιάζουν τον
τρόπο ομιλίας στα άλλα χωριά, αναφέροντας σε πολλές περιπτώσεις τις
διαφορετικές λέξεις που αποδίδουν την ίδια έννοια και καμιά φορά μπορεί ακόμη
και να δυσκολευτούν να καταλάβουν τι λέει ο συνομιλητής τους. Η πομακική είναι προφορική γλώσσα, και από
πολύ κόσμο υποτιμάται, λόγω της αντίληψης που υπάρχει σε όλους μας ότι η γραπτή
γλώσσα είναι ανώτερη. Οι γλωσσολόγοι
όμως θεωρούν την γραπτή γλώσσα
δευτερογενή και τρόπον τινά βοηθητική της προφορικής, στην οποία μάλιστα προδίδουν
κάθε είδους προτεραιότητα, φυλογενετική, οντογενετική, δομική, γνωστική-μαθησιακή.
Η αντίληψη αυτή όμως δεν είναι ο μόνος εχθρός της πομακικής, η οποία έχει πραγματικά πολλούς. Πρώτα από όλα απειλείται από κάποια από τα δικαιώματά που έχουν οι
Πομάκοι ως μειονοτική κοινωνία και πιο συγκεκριμένα από τα εκπαιδευτικά
πρωτόκολλα που έχουν συναφθεί από την Ελλάδα και την Τουρκία και αφορούν τα
δικαιώματα των μειονοτήτων, στις δυο χώρες.
Το καθεστώς που διέπει
στην Ελλάδα, την εκπαίδευση των μουσουλμανοπαίδων καθορίστηκε καταρχήν από το
άρθρο 41 της συνθήκης της Λωζάνης, από μια μορφωτική συμφωνία μεταξύ του
Βασιλείου της Ελλάδας και της Τουρκικής Δημοκρατίας, στις 20 Απριλίου του 1951,
από ένα Ελληνοτουρκικό μορφωτικό πρωτόκολλο στις 20 Δεκεμβρίου του 1968και μια
Ελληνοτουρκική Συμφωνία για την Πολιτιστική Συνεργασία, στις 4 Φεβρουαρίου του
2000.
Μελετώντας κυρίως, το
πρωτόκολλο του 1968, παρατηρεί κάποιος πως γίνεται λόγος για τη μειονοτική
γλώσσα, χωρίς αυτή, κατά έναν περίεργο τρόπο, να ορίζεται κάπου στο κείμενο, ως
τούρκικη σε ό,τι αφορά τους Έλληνες και ελληνική σε ό.τι αφορά τους Τούρκους.
Και για μεν τους Έλληνες της Τουρκίας τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα, καθώς
πρόκειται για εθνική μειονότητα που μιλεί μια και μόνη γλώσσα, για τους
μουσουλμάνους όμως της Ελλάδας, τα πράγματα είναι περιπλεγμένα, γιατί οι
μουσουλμάνοι της Ελλάδας μιλούν τρεις διαφορετικές γλώσσες. Εάν διδάσκονταν
όλες οι γλώσσες, θα διατηρούνταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε
κοινότητας, όπως για παράδειγμα ο λαϊκός τους πολιτισμός.
Ακόμη, σύμφωνα με
πρωτόκολλο του 1968, θα όφειλε το Ελληνικό κράτος να τους παράσχει, και το
Τούρκικο κράτος, ως μια από τις δύο συμβαλλόμενες πλευρές, να την διασφαλίζει,
θρησκευτική μουσουλμανική εκπαίδευση, στη γλώσσα που μιλεί η κάθε μουσουλμανική
μειονότητα. Γεγονός είναι πως αν και το Πρωτόκολλο του 1968 δεν καθορίζει την
μειονοτική γλώσσα, εντούτοις ο τρόπος εφαρμογής του ή ίσως καταρχήν και
ερμηνείας του από την ελληνική πλευρά, αποτρέπει τους Πομάκους και τους
Τσιγγάνους από το να αξιοποιούν την γλώσσα τους.
Εκείνο που πρέπει να
επισημανθεί στο σημείο αυτό είναι ότι οι Πομάκοι
μιλούν τη γλώσσα τους και κατά συνέπεια όταν τα παιδιά τους φοιτήσουν στο
δημοτικό, επιφορτίζονται με τρεις ακόμη γλώσσες εκτός από τη μητρική τους: την
ελληνική, την τουρκική και την αραβική, την οποία μαθαίνουν να γράφουν και να
διαβάζουν για να αποκτήσουν πρόσβαση στο Ιερό Κοράνιο. Η εκμάθηση της Αραβικής
από τα παιδιά είναι το ίδιο απαραίτητη όσο και οποιαδήποτε άλλη από τις τρεις,
γλώσσα. Εξετάζονται και σ’ αυτήν, μέσα από την τελετουργία του χάτιμ, για την
οποία όλα τα παιδιά προετοιμάζονται μελετώντας το Ιερό Κοράνιο, με τη βοήθεια
ενός χότζα. Ξεκινούν έτσι τα παιδιά αυτά το σχολείο έχοντας το σοβαρότατο έναντι
των χριστιανών συνομηλίκων τους, μειονέκτημα της αναγκαστικής πολυγλωσσίας,
πρόβλημα που διογκώνεται όταν στη συνέχεια προστίθεται στο πρόγραμμα σπουδών
και η ξένη γλώσσα. Τελικά οι γλώσσες που οι Πομάκοι μαθητές έχουν την υποχρέωση
για τον έναν ή τον άλλο λόγο να μάθουν είναι πέντε.
Ο
δεύτερος εχθρός είναι η εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους. Στην
δεκαετία του 1950, μετά την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, οι πολιτικές
σκοπιμότητες υπαγόρευσαν τον εκτουρκισμό των Πομάκων, με σκοπό αυτοί να χρησιμοποιηθούν
ως σημείο αναφοράς για τους Πομάκους της Βουλγαρίας, τους οποίους στην συνέχεια
θα αξιοποιούσε πολιτικά το ΝΑΤΟ για τα συμφέροντά του στην περιοχή. Μέσα στα
πλαίσια αυτά, καθιερώθηκε η αντικατάσταση της παλαιοτουρκικής γραφής από το
λατινικό αλφάβητο, μετονομάστηκαν όλα τα σχολεία από μουσουλμανικά σε τουρκικά
και γενικά απαγορευόταν στους Πομάκους να μιλούν πομάκικα και τους επιβαλλόταν
να μιλούν τουρκικά. Από τότε δηλαδή, σηματοδοτήθηκε ο γλωσσικός εκτουρκισμός
του πληθυσμού. Τα σχολεία άλλαζαν επωνυμία και ταμπέλα ανάλογα με την πολιτική
που το ελληνικό κράτος αποφάσιζε να ασκήσει. Έτσι, από μουσουλμανικό
μετονομαζόταν σε τουρκικό και μετά πάλι μουσουλμανικό, μπερδεύοντας στην
κυριολεξία και θυμώνοντας πολλούς
Πομάκους.
Η τρίτη απειλή για την
γλώσσα τους, είναι οι ίδιοι. Οι Πομάκοι μιλούν την
μητρική τους γλώσσα σε συγκεκριμένους χώρους και με συγκεκριμένους ανθρώπους
και όχι απλώς όπου τους καταλαβαίνουν. Όταν κατεβαίνουν στην Ξάνθη για
ψώνια, θεωρούν πως πρέπει να μιλούν στα μαγαζιά των χριστιανών στα Ελληνικά και
των μουσουλμάνων στα τουρκικά, άσχετα αν ο πωλητής είναι Πομάκος ή Τσιγγάνος,
δίνοντας έτσι μιαν ιδιαίτερη αξία σ’ αυτές τις γλώσσες και κυριότερα στην
τούρκικη, και απαξία στην δική τους γλώσσα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θεωρώ πως έχει
η επόμενη αφήγηση, για τον τρόπο που μου συμπεριφέρθηκαν δύο ηλικιωμένες Πομάκισσες,
όταν με γνώρισαν. Με την πρώτη συναντηθήκαμε στο σπίτι μιας πολύ αγαπημένης μου
φίλης. Όταν της είπαν πως είμαι καθηγήτρια από την Ξάνθη, αυτή άρχισε να μου
μιλάει στα τούρκικα. Οι άλλες γυναίκες της είπαν να μου μιλάει στα πομάκικα
γιατί δεν καταλάβαινα τη γλώσσα που μιλούσε, αυτή όμως δε φαινόταν να το
εννοεί. Η δεύτερη, ήταν συγγενής του γαμπρού σε ένα γάμο, στον οποίο ήμουν
καλεσμένη ως φίλη της νύφης. Η ηλικιωμένη γυναίκα χάρηκε πάρα πολύ που με είδε
και που συμμετείχα στα επιμέρους δρώμενα του γάμου του εγγονού της και μου
μιλούσε στα τούρκικα, ακόμη κι όταν της είπα πως δεν καταλάβαινα πολύ καλά τι
λέει. Και στις δύο περιπτώσεις οι δύο γυναίκες υπονόμευσαν την αξία της δικής
τους γλώσσας, υιοθετώντας μιαν «ανώτερη» γλώσσα στην συνομιλία της με κάποια «ξένη».
Το ίδιο ακριβώς κάνουν
και Πομάκοι στα παιδιά τους, όταν τους μιλούν τούρκικα, ακόμη και από τη στιγμή
της γέννησης, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις να είναι αυτή η μητρική τους
γλώσσα. Όταν οι γονείς και όλη η κοινότητα μιλούν άλλη γλώσσα, όταν η ρητορική που
αναπτύσσεται εντός της κοινότητας συμπεριλαμβάνει τη διάκριση του «εαυτού» από
τον «άλλο» και όταν η γλώσσα που μαθαίνουν τα τοποθετεί στην κοινότητα του
«άλλου», αυτό αυτόματα τα εντάσσει σε κοινωνικά σύνολα συνεχούς εκκρεμότητας.
Επιπλέον μαθαίνουν από τους γονείς να μιλούν μιαν ηγεμονική γλώσσα, η οποία
όμως δεν είναι αυτή της χώρας στην οποία κατοικούν. Μαθαίνουν δηλαδή και μια
δεύτερη ηγεμονική γλώσσα και αυτό ασφαλώς οδηγεί στην υποτίμηση της γλώσσας που
μιλούν ή ακούν μέσα στην κοινότητα.
Υποτιμάται κατ’ αυτόν
τον τρόπο μια πολύ ωραία γλώσσα η οποία έχει παράξει υπέροχα δείγματα λαϊκού
πολιτισμού, προφορικές δημιουργίες, δημοτικά τραγούδια και παραμύθια όλων των
ειδών, παροιμίες και ανατροφοδότηση της προφορικής παράδοσης. Ίσως γι’ αυτό και
είναι πλούσια, καθηλωτική όλη αυτή η παραγωγή, γιατί η γλώσσα που την
δημιούργησε ήταν μόνον προφορική. Ο λαϊκός πολιτισμός των Πομάκων είναι επίσης ιδιαίτερα
πλούσιος. Οι συνήθειες, τα έθιμα, διαβατήρια, ευετηριακά, οι τελετουργίες, η
θρησκευτική τους λατρεία και τα θρησκευτικά έθιμα το καθιστούν ολοφάνερο σε
όποιον έρθει σε επαφή ή απλώς επισκεφθεί τα χωριά αλλά και τον αστικό πομακικό
πληθυσμό. Από την άλλη, οι γυναίκες έχουν μιαν αστείρευτη διάθεση να μιλήσουν, να
φιλοξενήσουν, να περιποιηθούν, να αναφερθούν στην παραδοσιακή κουζίνα και να
συμβουλέψουν σχετικά με τις συνταγές για κλίνα, πατέτνικ, τράχανο, καβουρμά και
πολλά-πολλά άλλα. «Δύο γυναίκες ένα παζάρι», λένε οι άνδρες περιπαικτικά γι’
αυτήν την άκρως επικοινωνιακή συμπεριφορά. Επιπλέον, η παραδοσιακή ενδυμασία, η
οποία είναι, όπως η γλώσσα, διαφορετική σε κάθε χωριό, φανερώνει πολλά στοιχεία
του λαϊκού πολιτισμού. Ταυτόχρονα, η
θρησκευτική ενδυμασία με το μαύρο και το ντουλμπέν δημιουργεί ταυτότητα
και παραπέμπει στην ιστορία.
Τα σπίτια των Πομάκων
είναι φτιαγμένα για να διευκολύνουν τις αγροτικές εργασίες, γεωργικές και
κτηνοτροφικές, όπως είναι η παραγωγή του καπνού, η αποθήκευση της πατάτας ή η
προστασία των προβάτων και προπάντων είναι φτιαγμένα για τον μετζέ, τις
συλλογικές φθινοπωρινές εργασίες που έχουν ταυτόχρονα και ψυχαγωγικό χαρακτήρα,
αφού κατά την διάρκεια της εργασίας ακούγονται ιστορίες, τραγούδια, παθήματα
συγχωριανών τους. Στις περιοχές των Πομάκων βλέπει κάποιος τζαμιά, τεκέδες,
γεφύρια, βρύσες, νερόμυλους, συνδεδεμένα με θρύλους και αφηγήσεις από την
προφορική ιστορία και παράδοσή τους. Στις γιορτές τους, στο σεκέρ και στο
κουρμπάν μπαϊράμ, στα καντήλια, στα χάτιμ, στα χαβουζλούκια, στο εντρελές και
το κάσιμ, μπορεί να παρατηρήσει κάποιος την ευσέβεια, την συμμετοχικότητα, την
απλoχεριά τους. Όλα αυτά τα στοιχεία επιβιώνουν σήμερα και όπως φαίνεται θα
συνεχίσουν να επιβιώνουν και στο μέλλον.