Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ: Ο μουσικός, ο χοροδιδάσκαλος ο εκπαιδευτικός

O Β. Δωρόπουλος σε συναυλία με την Εμινέ Μπουρουτζή (19-4-2008)

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Μια ζωή αφιερωμένη στην παραδοσιακή μουσική της Θράκης


Ο Βαγγέλης Δωρόπουλος γεννήθηκε το 1965 στη Θεσσαλονίκη και κατάγεται από τη Σάλπη του Ν. Ροδόπης. Αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Ακαδημία Ρόδου. Εργάζεται ως δάσκαλος σε ορεινά σχολεία της Θράκης από το 1989 μέχρι σήμερα. Έχει εργαστεί στα μειονοτικά σχολεία Α. Θερμών, Μοναχών Ροδόπης, Κενταύρου, Γλαύκης , Δημαρίου και Π. Χρύσας.  Ως ερευνητής της μουσικής παράδοσης της Θράκης  έχει λάβει μέρος σε πολλά ερευνητικά προγράμματα όπως το πρόγραμμα «Μουσικές  της Θράκης» που υλοποίησε ο Σύλλογος «Οι Φίλοι της Μουσικής» (1995-2000).  To 2010 μαζί με τον Ι. Καναργιέλη επιμελήθηκαν την έκδοση της Νομαρχίας Ξάνθης και του Λυκείου Ελληνίδων Ξάνθης με τίτλο: «Φύσηξε βοριάς κι αέρας». Συμμετείχε επίσης στις ακόλουθες μουσικές εκδόσεις: Χρυσοχώραφα Σερρών. Παραδοσιακοί χοροί και σκοποί. Θρακική Εστία Δράμας, 2002, Χορευτικά τραγούδια της Θράκης. Ελληνικό Κέντρο Λαογραφικών Μελετών, 2002, Παντελής Θαλασσινός, Στης καρδιάς μου τ’ ανοιχτά, 2003, Δεν χορεύεται. Κάλαντα, αγερμοί και λατρευτικά τραγούδια από τον Έβρο,  Τραγούδια της ξενιτιάς και του αποχωρισμού. Αρχείο Μουσικολαογραφικής Παράδοσης «Χρόνης Αηδονίδης», Για μια λάλησι, για δυο λάλησι. Πολιτιστικός Σύλλογος Παραδοσιακών χορών «Ο  Έβρος», Μην κρύβεις το χθες.  Χοροί και τραγούδια του Έβρου, 2008.

Ακολουθεί συνέντευξη που έδωσε ο Βαγγέλης Δωρόπουλος στον εκπαιδευτικό Ν. Κόκκα, ως ελάχιστο αφιέρωμα στο σημαντικό αυτό παραδοσιακό μουσικό.

Ο Β. Δωρόπουλος με το συγγραφέα και δάσκαλο των Πομάκων Π. Θεοχαρίδη (19-8-2016)

Πότε ξεκίνησε η ενασχόληση με την παραδοσιακή μουσική και το χορό;
Ξεκίνησε με τον παραδοσιακό χορό από την ηλικία των 17 χρονών. Έμενα στην πόλη του Βόλου. Από τότε μαγεύτηκα από το χορό και χορεύω αδιαλείπτως από 17 χρονών μέχρι τώρα. Ως μαθητής μέχρι τα 24 και από τα 24 και μετά διδάσκω.  Ως προς τα παραδοσιακά όργανα, είχα παππού και προπάππου γκαϊντατζή. Δεν είχα την τύχη να τους δω να παίζουν αλλά μέσα στο σπίτι μιλούσαν με σεβασμό πάντοτε για το όργανο αυτό. Ασχολούμενος με το χορό, τα πράγματα έφεραν μοιραία και τη γνωριμία με τα όργανα και τη γκάιντα. Ξεκίνησα να θητεύω κοντά σε παραδοσιακούς μουσικούς: στο νομό Ξάνθης το συγχωρεμένο γκαϊντατζή το Γιώργο Καραγιαννόπουλο, που ήταν και ο πρώτος δάσκαλος, και μετά με το Στέφανο Παπαβασιλείου από τους προσκυνητές της Ροδόπης. Όμως αυτό που έλειπε ήταν ότι στην εποχή μας χρειαζόμαστε πιο οργανωμένη μεθοδολογία και διδασκαλία για να προχωρήσουμε με πιο γρήγορους ρυθμούς. Ο παραδοσιακός τρόπος περιλάμβανε την αντιγραφή: με τα μάτια βλέπεις  και προσπαθείς να αναπαράγεις απλά αυτό που βλέπεις. Για οργανωμένη μεθοδολογία πήγα στη Βουλγαρία. Εκεί βρήκα δάσκαλο το Γκιόργκι Κιτσούκωφ, τον οποίο τον μύησα και στις μουσικές μας. Αυτό κράτησε κάποια χρόνια. Στο καβάλι είμαι εντελώς αυτοδίδακτος.

Πώς αλληλοσυμπληρώνονται τα παραδοσιακά όργανα στην παραδοσιακή μουσική; Έχει το καθένα το ρόλο του.
Είναι οι επί μέρους ψηφίδες που όλες μαζί δίνουν το τελικό πορτρέτο. Όλα αυτά δένουν για να βγει το τελικό αρμονικό αποτέλεσμα που θέλει να ακούσει το αυτί του ανθρώπου. Τα πνευστά όργανα, τα σολιστικά όργανα αναπαράγουν την κυρίως μελωδία. Τα άλλα όργανα αναπαράγουν τη συγχορδία από πίσω, το ισοκράτημα ή κάτι παραπάνω. Τα όργανα τα ρυθμικά δίνουν το ρυθμό. Όλα αυτά μαζί χτίζουν το οικοδόμημα και σου δίνουν την αίσθηση της πληρότητας.

Σε μικρότερη ηλικία υπήρχαν προσωπικά ακούσματα από τέτοια όργανα σε γλέντια, σε γάμους, σε πανηγύρια κλπ;
Ελάχιστα. Είναι η εποχή που έχουμε μία μετάβαση, μια αστικοποίηση στα μουσικά γούστα των χωριών. Ειδικά στα θρακιώτικα χωριά, κυρίαρχο ρόλο παίζει το ραδιόφωνο , ο κινηματογράφος κ.α. Περνάμε σε αστικές προτιμήσεις. Από τα ρετρό και τα ρεμπέτικα τραγούδια στο καθαρά λαϊκό. Το παραδοσιακό εκτοπίζεται από τα γλέντια, τα πανηγύρια, τους γάμους, οποιοδήποτε κοινωνικό γεγονός συνοδεύονταν από μουσικές. Παραμένει, όμως, στο στόμα των γηραιότερων. Για παράδειγμα, ο πατέρας μου ήταν φορέας του λαϊκού τραγουδιού, του μπουζουκιού. Η γιαγιά μου και ο παππούς μου ήταν φορείς της παλαιότερης παράδοσης.

Η ενασχόληση σας με την παραδοσιακή μουσική της Θράκης ήταν επίσης μια μαθητεία. Μέσα από ερευνητικά προγράμματα  είχες την ευκαιρία να γνωρίσεις παππούδες, γιαγιάδες…
Ναι. Εμπλουτίστηκαν τα γνωστικά μου πεδία. Ένα ερευνητικό πρόγραμμα ήταν  «Οι μουσικές της Θράκης»,  που έγινε για λογαριασμό του Μεγάρου Μουσικής . Συμμετείχε μια ομάδα μουσικολόγων, εθνομουσικολόγων και άλλων ειδικών και επιστημόνων κάτω από την καθοδήγηση του Λάμπρου Λιάβα. Επίσης, το πρόγραμμα «Μουσική και Μουσικοί της Θράκης», που έγινε για λογαριασμό της Επιχείρησης Πολιτιστικής Ανάπτυξης Δήμου Αλεξανδρούπολης, υπό την επιστημονική καθοδήγηση του Γιώργου Παπαδάκη. Αυτά ως επιτόπιος συνεργάτης, όπου τους πήγαινα τους ανθρώπους στην πηγή.  Με το Λύκειο Ελληνίδων Ξάνθης κάναμε μία προσωπική δουλειά μαζί με το Γιάννη Καναργιέλη. Είναι ένα διετές πρόγραμμα που αφορά εφτά Θρακιωτοχώρια, κυρίως της ανατολικής Θράκης αλλά και η περίπτωση της Κεσσάνης που συμπεριλαμβάνει ανατολική Θράκη και ανατολική Ρωμυλία.  Μέσα σε αυτό το δίχρονο πρόγραμμα ενσωματώσαμε και παλαιότερο υλικό.


Εξώφυλλο της σημαντικής έκδοσης του Λυκείου Ελληνίδων Ξάνθης με τίτλο
"Φύσηξε βοριάς κι αέρας"Τραγούδια και σκοποί από τα Θρακιοτοχώρια της Ξάνθης (2010)
που επιμελήθηκαν οι Ε. Δωρόπουλος και Ι. Καναργιέλης

Δουλεύοντας στο πεδίο ανακαλύψατε έναν άγνωστο μουσικό θησαυρό που είχε εξαφανιστεί στις δημόσιες εκφορές του λαϊκού λόγου.
Ακριβώς. Ό, τι γνωρίζουμε στη θρακική δισκογραφία είναι κυρίως από τον Έβρο. Είναι τα «ιερά τέρατα» του Αηδονίδη και του Δοϊτσίδη, οι οποίοι κυριαρχούν στο στερέωμα. Όμως εκφράζουν την περιοχή τους και λίγο πιο διευρυμένα έξω από τα στενά όρια του χωριού τους ή της ομάδας των χωριών που ζουν. Εκφράζουν κυρίως τον Έβρο. Αυτό έχει το καλό ότι συσπειρώνει όλο τον ελληνισμό εντός και εκτός της Θράκης γύρω από αυτά. Ανακαλύπτουμε την πολιτιστική μας ταυτότητα. Όμως, ποια είναι η μουσική των Θρακιωτών του νομού Ροδόπης ή της Ξάνθης; Εδώ δεν υπάρχουν καλλιτέχνες με υπερτοπική φήμη.  Αυτό το βιβλίο έρχεται να αναπληρώσει ό, τι μπορεί από τις χαμένες λαογραφικές ψηφίδες της Ξάνθης . Σε πρώτο επίπεδο γίνεται αρχειακή καταγραφή. Τώρα με χαρά πληροφορούμε ότι σε ένα μουσικό σχήμα της Ξάνθης, ο Θρηίκιος Ήχος, στο οποίο υπάρχει γκαϊντατζής μαθητής μου, ο Ηρακλής Ψωμαδόπουλος,   μελετούν αυτά τα κομμάτια, με σκοπό να τους δώσουν μια πιο φρέσκια ενορχηστρωτική άποψη και να περάσει αυτό μέσα στα χορευτικά, να βγει από την αρχειοθέτηση.

Μιλήσαμε για διάφορες ιδιότητες: του εκπαιδευτικού, του λαϊκού οργανοπαίχτη και του χοροδιδάσκαλου. Μπορούμε να πούμε ότι κάποια από αυτές τις ιδιότητες κυριαρχεί ή μήπως η μία συμπληρώνει την άλλη;
Πιστεύω ότι αναπτύσσονται σχεδόν ισόρροπα, αλλά με παρά πολύ ξόδεμα ενέργειας. Για να μπορείς να είσαι αποτελεσματικός χρειάζεται να τα δουλέψεις πολύ όλα. Υπάρχει κούραση αλλά είμαι ικανοποιημένος γιατί νομίζω ότι έχω προχωρήσει στη μουσική, στο χορό και στη δουλειά μου.


Με το Γ. Ζιώγα, το Σ. Σκιά, το Μλαντέν Κούνάρωφ και τον Αλή Ρόγγο
σε συναυλία που διοργάνωσε το ΠΑΚΕΘΡΑ (10-4-2004)

Με ποιους πολιτιστικούς συλλόγους έχετε συνεργαστεί;
Άρχισα πρώτα από χωριά. Δίδαξα στη Συδινή και στη Νέα Κεσσάνη, αλλά ταυτόχρονα είχε ξεκινήσει η προσπάθεια για το στήσιμο του μουσικού εργαστηρίου στη Φιλοπρόοδο Ένωση Ξάνθης, στη Φ.Ε.Ξ. το 1988, με μια ομάδα φοιτητών κυρίως, η οποία φυλλορροεί στη συνέχεια. Πιο πριν δεν υπήρχε στη ΦΕΞ χορευτικό εργαστήρι. Παρουσιάζομαι στον τότε πρόεδρο, το Θανάση Μουσόπουλο, ο οποίος πρόθυμα μου παραχωρεί την αίθουσα. Η προσπάθεια ξεκινάει επίσημα το 1989 με είκοσι άτομα. Διπλασιαζόμαστε το 1990, γινόμαστε σαράντα, το 1991 γινόμαστε ογδόντα και από τότε συνεχώς ανεβαίνουμε. Από το 1991-1992 συνδιοικώ τη ΦΕΞ στα χορευτικά με το Γιάννη Γκορόγια. Αναγνωρίζοντας το εύρος της γνώσης του, του δίνω την πρωτοκαθεδρία στα τμήματα εμφάνισης. Κρατάω άλλα τμήματα. Το σκεπτικό ήταν ότι δεν ερχόμαστε εδώ για να υπηρετήσουμε μόνο το πάλκο. Ερχόμαστε να διευρύνουμε την αισθητική μας , να γνωρίσουμε τις ρίζες μας. Στη ΦΕΞ έμεινα περίπου είκοσι χρόνια. Δίδαξα μετά στο χορευτικό τμήμα των εργαζομένων του ΟΤΕ. Το 2009 ιδρύεται ο πολιτιστικός λαογραφικός σύλλογος  «Η Θράκη». Μας ενδιαφέρει η ανάδειξη της Θράκης πρωτίστως  αλλά και των υπολοίπων περιοχών της Ελλάδος. Ειδικότερα, όμως, εμβαθύνουμε εδώ.  Υπάρχει το τμήμα εκμάθησης θρακιώτικης γκάιντας, το οποίο το επιμελούμαι προσωπικά. Πέρα από τα μουσικοχορευτικά, πρόθεσή μας είναι να αρχίσουμε να ανοιγόμαστε και σε άλλα πράγματα. Φέτος λέμε να κάνουμε ένα άνοιγμα στη λογοτεχνία, στους Θρακιώτες λογοτέχνες. Αυτό τον καιρό διδάσκω επίσης παραδοσιακούς χορούς στον Πολιτιστικό Σύλλογο Πηγαδίων  «Οι Χατζηγυριώτες» και στο Εργαστήριο Παραδοσιακών Χορών της Ιεράς Μητροπόλεως Κομοτηνής και Μαρωνείας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάποιοι από τους χορούς της Θράκης είναι πιο αντιπροσωπευτικοί;  Ο κόσμος όταν ακούει για Θράκη σκέφτεται τη μπαϊντούσκα ή το ζωναράδικο. Είναι σωστό αυτό;
 Μια σειρά πραγμάτων επέβαλλαν κάποιους χορούς. Ας πούμε η δισκογραφία. Το ότι επέλεξε κάποιος καλλιτέχνης να βγάλει αυτά, το ότι υπήρχε σπανιότητα δισκογραφικών παραγωγών, το ότι ένας δίσκος έμενε για πολύ, μπορεί να καθιέρωσε κάποιους χορούς και να τους έκανε πολύ πιο γνωστούς από κάποιους άλλους. Σίγουρα υπάρχουν μερικοί χοροί που λέμε ότι μας ενώνουν, οι οποίοι έχουν είτε πανθρακική είτε πανελλήνια απήχηση (ο συρτός, ο καλαματιανός είναι παντού). Η μπαϊντούσκα ενώνει όλους τους Θρακιώτες , αλλά από κει και πέρα υπάρχουν και τα εξειδικευμένα.  Μεταξύ των περιοχών της Θράκης σαφώς υπάρχουν διαφοροποιήσεις. Η ενδοχώρα είναι κάτι άλλο, η παράλια Θράκη είναι κάτι άλλο και η Ανατολική Ρωμυλία, όλα αυτά, όμως εντάσσονται στη θρακική οικογένεια.
Το cd Πομάτσκι Πέσνε. Πομάκικα τραγούδια της ορεινής Ξάνθης (2003)
που επιμελήθηκε ο Β. Δωρόπουλος

Μπορούμε να αναφέρουμε ορισμένους σπουδαίους συνεργάτες με τους οποίους έχετε συνεργαστεί σε κοινές εμφανίσεις;
Με το Χρόνη Αηδονίδη πολλές φορές, με μουσικά σχήματα από την Καβάλα, με μουσικά σχήματα από την Αλεξανδρούπολη. Ως γκάιντα έχω συνοδεύσει το Βαγγέλη Δημούδη, τον Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη. Ο Γιώργος Ζιώγας αποτελεί τον τραγουδιστή του μουσικού μας σχήματος. Έχουμε κάνει άπειρες εμφανίσεις πανελλαδικά. Ο Γιώργος Ζιώγας είναι και δάσκαλος χορών με πανελλήνια εμβέλεια και εκτίμηση, γιατί αυτός αναμόρφωσε όλο το χορευτικό μέρος της Θράκης. Έκανε έρευνα πεδίου πάρα πολλά χρόνια και έβαλε τα πράγματα στη θέση τους. Παλαιότερα τα χορευτικά συστήνονταν με σκοπό να περάσουμε καλά και να κάνουμε κάτι που θα είναι φανταζέ στο πάλκο, κάτι που θα καταπλήξει, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το ποια είναι η αλήθεια του χορού, πιο είναι το σωστό ύφος, το βήμα. Ήρθε μια γενικότερη ωρίμανση αργότερα. Και είναι άξιο αναφοράς γιατί δεν έχουμε κάτι οργανωμένο, δεν έχουμε Ακαδημία Χορού, όπως σε άλλα κράτη. Δεν ξέρω. Αυτό μπορεί να ήταν και κακό, ενδεχομένως. Και είναι άξιο απορίας πώς μερικοί άνθρωποι , μέσα από ιδιωτικές προσπάθειες, βρήκαν το σωστό δρόμο και οδηγήθηκαν στη σωστή αντιμετώπιση του χορευτικού φαινομένου. Ένας τέτοιος είναι και ο Γιώργος Ζιώγας, ο οποίος αποκατέστησε τα πράγματα στο θρακικό χώρο χορευτικά. Γι αυτό και εκτιμάται πάρα πολύ και έχει διδάξει σε πάρα πολλά σεμινάρια εντός και εκτός Ελλάδος. Κατασκευάζει παραδοσιακή φορεσιά και τραγουδά. Στο μουσικό μας σχήμα, εκτός από το Γιώργο Ζιώγα, έχουμε το Νίκο Ζάρκο στο κλαρίνο, το Γιάννη Καναργιέλη στα κρουστά. Ο υποφαινόμενος είναι στη γκάιντα και στο καβάλι σπανιότερα. Συνεργαζόμαστε και τον παλαιότερο τον κυρ Γιάννη Κυριακίδη, κατά καιρούς με το Θάνο Σταυρίδη, που είναι ένα μεγάλο όνομα στο ακορντεόν και με διάφορους άλλους καλλιτέχνες.










Μερικές από τις μουσικές εκδόσεις στις οποίες συμμετείχε ο Βαγγέλης Δωρόπουλος 

Σχετικά με την επιτέλεση των τραγουδιών και των χορών, είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς την αρχική μορφή ενός τραγουδιού. Όταν ένας μουσικός προσπαθεί να αναπαράγει ένα τραγούδι απομακρύνεται από το αυθεντικό. Τι είναι αυτό που αναζητά ο Βαγγέλης ο Δωρόπουλος στην αναπαραγωγή ενός δημοτικού τραγουδιού;  Την αυθεντικότητα, την επικοινωνία με το σύγχρονο κοινό;
Νομίζω ότι είναι ένας συγκερασμός. Δύσκολα μπορούμε να πούμε τι είναι αυθεντικότητα τελικά. Πολλά πράγματα υπαγορεύονται από τις εκάστοτε κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες. Παλιά δε μπορούσαμε να φανταστούμε το οργανωμένο μουσικό σχήμα πέντε μουσικών οργάνων. Υπήρχε μια γκάιντα που έμπαινε και γινόντανε ολόκληρος χορός σε γάμους ή σε ένα πανηγύρι με ένα όργανο. Ή μια ποντιακή λύρα κι ένα νταούλι.  Ή ένας ζουρνάς και ένα νταούλι. Ή μια γκάιντα μόνη της με μια φλογέρα. Το οργανωμένο πενταμελές, εξαμελές, τετραμελές σχήμα έγινε πολύ αργότερα. Κάπου στο μεσοπόλεμο με τα πρώτα κλαρίνα που θέλανε και ένα δεύτερο όργανο και ένα τρίτο και σιγά-σιγά φτάσαμε στις σημερινές μπάντες. Οπότε, τι είναι αυθεντικό και τι δεν είναι; Έχουμε μια μετεξέλιξη, μια δυναμική, που είναι κοινωνικά αναγκαία. Το αυτί, έχοντας συνηθίσει έναν πληθωρικό ήχο, δε μπορεί πλέον να φτάσει στη μέθεξη και στο τέλειο κέφι με το ένα όργανο που έπαιζε μόνο του παλιά. Έχουν αλλάξει τα αισθητικά δεδομένα. Όλες οι εκδοχές είναι ισότιμες για κάποιον που αγαπά το τραγούδι.


Εξώφυλλο κασέτας (1996)

Μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας στη μειονοτική εκπαίδευση, ποιες είναι οι εμπειρίες που έχετε αποκομίσει ως δάσκαλος στα πομακοχώρια;
 Ξεκίνησα με μια κοινωνία που είχε τους δικούς της ρυθμούς, η οποία σιγά-σιγά αλλάζει, αστικοποιείται και χάνει τα παλαιά χαρακτηριστικά της. Αυτή η εσωτερική ευγένεια που διακατείχε αυτούς τους ανθρώπους - όχι τυπική ευγένεια,  καθωσπρεπισμός – σιγά-σιγά μπαίνουν στα αυλάκια εκείνα της κοινωνίας που είναι πιο «σύνθετη». Έχω πολύ καλές εμπειρίες, γιατί η ενασχόλησή μου με το χώρο μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω πολύ καλά ανθρώπους και χαρακτήρες  και να δω στο βάθος μια κοινωνία που μετασχηματίζεται και βελτιώνει τους όρους της υλικής διαβίωσης αλλά ταυτόχρονα χάνει τους πολιτιστικούς της όρους αναφοράς. Φεύγει το πομακικό στοιχείο.
Εξώφυλλο κασέτας (1997)

Στη Γλαύκη γνωριστήκατε με τον Αλή Ρόγγο το 1991 σε κάποια σεμινάρια και ξεκίνησε μία μουσική συνεργασία.
Την πρώτη μέρα της γνωριμίας μας με τον Αλή Ρόγγο τον άκουσα να τραγουδάει και του ζήτησα να μου πει μερικά πομάκικα τραγούδια. Μετά του είπα ότι παίζω καβάλι. Ο Αλή συμμετείχε στις πρώτες παραγωγές που κάναμε, οι οποίες ήταν ερασιτεχνικές αλλά με πολύ μεράκι. Το συντονισμό των παραγωγών αυτών είχε ο Αντώνης Λιάπης και τη χρηματοδότηση είχε αναλάβει η Θρακική Εταιρεία που υποστηρίζονταν οικονομικά και ηθικά από τον Πρόδρομο Εμφιετζόγλου, τον πρόεδρο της Μηχανικής. Ο Αλή συμμετείχε σε πάρα πολλά τραγούδια. Είχαν γίνει δύο κασέτες με πομάκικα τραγούδια.



Πολλά χρόνια μετά, το 2005, εμφανίζεται η Εμινέ Μπουρουτζή. Στις πρώτες εκδόσεις των τραγουδιών δεν αναφέρονταν το πραγματικό της όνομα. Εμφανίστηκε ως Νερμάν Μολλά σε δύο μουσικά cds, γιατί υπήρχε ένα κλίμα φόβου. Αργότερα δουλέψατε μαζί σε ένα cd που είναι με το αληθινό της όνομα και εμφανιστήκατε μαζί σε πολλές συναυλίες. 
Η εμπειρία ήταν μόνο θετική γιατί ακούσαμε πλέον και την εκδοχή της γυναικείας ερμηνείας των πομάκικων τραγουδιών. Η Εμινέ έχει στοιχεία του φωνητικού χαρακτήρα της Ροδόπης, στοιχεία πολύ αυθεντικά. Μια φωνή που δεν έχει περάσει μέσα από ωδεία και τραγουδάει με βάση τα ακούσματα που είχε από μικρή και αυτούσια τα καταθέτει.

Σήμερα τα παραδοσιακά τραγούδια ερμηνεύονται κυρίως σε πανηγύρια, σε γάμους και σε ανταμώματα πολιτιστικών συλλόγων . Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος των συλλόγων αυτών για τη διατήρηση της μουσικής κληρονομιάς της Θράκης;
Πάρα πολύ σημαντικός. Είναι η επόμενη φάση που περνάει ο λαϊκός πολιτισμός σε όλο του το σύνολο: στην αναπαραγωγή της φορεσιάς, στη μουσική, στο χορό, γιατί οι κοινωνίες που γέννησαν αυτόν τον πολιτισμό εκλείπουν. Τα χωριά ερημώνουν  ή έχουν ακολουθήσει το μοντέλο της ζωής μιας πόλης, είναι μικρογραφία μιας πόλης. Έχει εγκαταλειφθεί ο παραδοσιακός τρόπος ζωής, οπότε όλο αυτό το δημιούργημα έχει τελειώσει. Οι κοινωνίες που τον αναπαρήγαγαν έχουν σταματήσει να παράγουν. Όλο αυτό το πράγμα πέρασε στην πόλη. Πέρασε στους τέσσερις τοίχους κάποιων συλλόγων. Αυτό είναι πολυεπίπεδο, είναι πολυσήμαντο. Έχει να κάνει με τη σοβαρότητα και τη ματαιοδοξία που το διαχειρίζεται ο καθένας που διδάσκει και σκύβει πάνω σε αυτό. Έχει να κάνει με το ότι το χωριό μπορεί να ήταν μια επί μέρους συμπαγής λαογραφική ομάδα, η οποία, μέσα στην πόλη και στο ανακάτεμα των φυλών και των ομάδων,  χάνεται, χάνει αυτή την αυτοτέλειά της. Καλούμαστε μέσα σε ένα σύλλογο, Πόντιοι, Θρακιώτες, Μικρασιάτες να χορέψουμε όλοι, όλα. Αλλάζουν τα κοινωνικά δεδομένα και ο χορός απογυμνώνεται από την προηγούμενη σημασία του. Για παράδειγμα η κοπέλα που μπαίνει στο χορό μπαίνει για να χορέψει, για να το ευχαριστηθεί, για να κάνει μια εμφάνιση και να δείξει κάτι, σε αντίθεση με την παλαιότερη κοπέλα των δεκαετιών προ του 1950 που έμπαινε στο χορό για να δείξει ότι είναι έτοιμη σε ηλικία γάμου. Αυτό προσδιόριζε και το χορευτικό της ύφος. Προσδιόριζε όλη της την κίνηση και τη συμπεριφορά μέσα στον κύκλο. Τώρα που τα δεδομένα αλλάζουν, αλλάζει και η δυναμική και ο τρόπος έκφρασης του χορού. Αλλά είναι υγιές αυτό, ως ένα σημείο. Τα πανηγύρια σε εορτές αγίων υπάρχουν ακόμα. Η εκκλησία εξακολουθεί να συσπειρώνει τα χωριά.



Στη Θράκη συνυπάρχουν διάφορες πολιτισμικές ομάδες (Σαρακατσάνοι, Γκαγκαούζοι, Αρμένιοι, Ρομά, Τουρκόφωνοι, Πομάκοι κλπ. Υπάρχουν  μουσικές αλληλεπιδράσεις που έχουν οδηγήσει σε ένα συμφυρμό μουσικών ειδών ή επιτελεστικού ύφους;
Σίγουρα δεν έγινε ένας παραδοσιακός χυλός, όπου να μην καταλαβαίνει τη διαφορά.  Υπήρξε αλληλοδανεισμός και εμπλουτισμός των επί μέρους στοιχείων.  Διατηρήθηκαν τα στοιχεία, γιατί έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο και οι πολιτικές και οι θρησκείες. Καθαρά λαογραφικά αν το αντιμετωπίσεις, έχουμε φοβερές αλληλεπιδράσεις και δάνεια.



Πόσο σημαντικές είναι οι πατροπαράδοτες αξίες που αναδεικνύονται μέσα από τα δημοτικά μας τραγούδια;
Μέσα σε έναν κόσμο που επικοινωνούμε με όλο το μουσικό σύμπαν μας επαναφέρει στη θέση μας, στη βάση μας. Μέσα σε όλο αυτό που ακούς σημερινέ νεοέλληνα είναι και η παρακαταθήκη σου, η οποία έχει μια πλούσια παιδεία και αισθητική αιώνων, την οποία εσύ αγνοείς, επειδή δεν αναδεικνύεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όσο θα έπρεπε. Δεν καλλιεργείται ο λαϊκός πολιτισμός   σαν μάθημα στα σχολεία, με όλες του τις εκδοχές, άρα και τις μουσικές. Ευτυχώς υπάρχουν τα μουσικά σχολεία και το ΤΕΙ Παραδοσιακών Οργάνων της Άρτας . Όλα αυτά αφήνουν τον Έλληνα και ειδικά τον κάτοικο της πόλης μακριά. Ενώ γνωρίζει οποιοδήποτε μουσικό ρεύμα δυτικότροπο κλπ, δεν ξέρει την ίδια του την ιστορία.  Σε επαναφέρει στη βάση σου. Σε επαναφέρει στα ζητήματα ταυτότητας: Ποιος είμαι; Έχω τέτοιο πλούσιο θησαυρό και δεν τον ξέρω; Ομολογία ανθρώπου εγνωσμένου πολιτικού χώρου: «Βαγγέλη, μετά από  τόσα χρόνια και έχοντας ακούσει τόσα ροκ συγκροτήματα και τόσα ξένα μουσικά ρεύματα, ήρθα να χορέψω στους παραδοσιακούς από περιέργεια και κατάλαβα ότι επιστρέφω σαν τον άσωτο υιό, κατάλαβα τι έχω χάσει τόσα χρόνια. Πώς είναι δυνατόν μέσα στα ωραία πράγματα που έχω ακούσει να υπάρχει τέτοιο πράγμα δίπλα μου και να το αγνοώ»; 

Έχοντας επαφή με νέους ανθρώπους και μέσα από την εκπαίδευση και μέσα από τη διδασκαλία της μουσικής και του χορού, αισιοδοξείτε για το μέλλον; Ή υπάρχει μια θλίψη ότι αυτά ξεχνιούνται;
Ξεχνιούνται στη μορφή που υπήρχαν κάποτε. Μετεξελίσσονται στις συνθήκες. Παράδειγμα: Πάρα πολλοί βγαίνουν και λεν: «Σκοπός του συλλόγου μας είναι η διατήρηση των ηθών και εθίμων». Ας πάρουμε λοιπόν ένα έθιμο. Μπαίνει ένα ζευγάρι στο σπίτι μετά το γάμο και καλούνταν να πατήσει σίδερο, για να στεριώσει. Γίνονταν πριν από πενήντα, εξήντα χρόνια, εβδομήντα, εκατό, διακόσια. Γίνεται και τώρα. Ποια είναι η διαφορά;  Είναι ότι ο παλιός άνθρωπος πίστευε στη μαγική ιδιότητα του εθίμου. Ότι πρέπει να το κάνω. Αν δεν το κάνω, δεν θα είμαι γερός σαν σίδερο.  Τώρα το κάνουμε για να αισθανθούμε καλά με τη ράτσα μας, με την καταγωγή μας. Αυτά τα πράγματα θα φύγουν και θα αρχειοθετηθούν. Αυτό που θα μείνει είναι αυτό που είναι χρήσιμο στις μέρες μας, αυτό θα μείνει ζωντανό: ο χορός και το τραγούδι, μετεξελισσόμενο, όμως, μέσα στις σημερινές συνθήκες, με μια πιο φρέσκια ενορχηστρική ματιά και φυσικά μέσα σε ένα πλαίσιο που να κρατιούνται κάποια βασικά χαρακτηριστικά του. Δηλαδή οτιδήποτε εκχυδαϊζόμενο στιχουργικά θα είναι η παρακμή του. Οτιδήποτε υγιές και στιχουργικά θα μπορεί να προχωράει τα πράγματα. Πιστεύω ότι τα πράγματα είναι καλύτερα γιατί σκεφτείτε την απαξίωση που πέρασε επί σειρά δεκαετιών ο λαϊκός πολιτισμός. Μην ξεχνάτε ελληνικές ταινίες τις οποίες τις βλέπουμε ακόμα και σήμερα και γελάμε:  Ο σύνθετος άνθρωπος της πόλης με την εφημερίδα του και ο βλαχάκος που είναι ένας υπηρέτης ή μια υπηρέτρια από κάποιο χωριό. Τι περνούσαν ως άποψη όχι μόνο για τον άνθρωπο αλλά για όλο το πολιτισμικό του πεδίο!  Αυτό το πράγμα τώρα έχει αλλάξει. Πριν από 25-30 χρόνια δεν έβλεπες νέους ανθρώπους στα παραδοσιακά όργανα. Τώρα γίνεται μια αναγέννηση φοβερή. Η κάθε λαογραφική ομάδα έχει πλέον τους μουσικούς της που είναι νέοι. Και είναι πάρα πολλοί. Και είναι βιρτουόζοι. Ακόμα έχουμε την έκρηξη του παραδοσιακού χορού, έστω μέσα από αυτούς τους συλλόγους, εκεί που όλα φαινότανε ότι θα έσβηναν. Και όλα αυτά ακαθοδήγητα. Ειδικά με την ανάπτυξη των χορευτικών δεν υπήρχε κρατική εύνοια όπως στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Απορώ πώς αυτός ο λαός, με κομπλεξική ηγεσία, ακαθοδήγητος, βρήκε τη δύναμη και οργάνωσε χορευτικούς συλλόγους  και μαζεύτηκε και έκανε αυτούς τους κύκλιους χορούς που πιανόμαστε απ’ το χέρι  κι αισθανόμαστε τη δύναμη της ομάδας και της ρίζας μας! Πιστεύω ότι, αφού περάσαμε τέτοια εποχή και δε σβήσαμε, τώρα θα πάμε καλά.

Άρα η μουσική και ο χορός παύει να είναι μουσειακό είδος. Συνδέεται με την ταυτότητά μας, με την ύπαρξή μας και είναι ένας τρόπος να ανακαλύψουμε αυτό που είμαστε.
Ακριβώς. Και να δημιουργήσουμε μία σοβαρή μειοψηφία πολύ δυνατή ανθρώπων που πάντα θα μας το θυμίζει ότι είμαστε πολιτιστικά Έλληνες. Αυτά είναι τα δείγματά μας. Απολαύστε τα! Και πάντα θα ελκύουμε κόσμο σαν άσωτους υιούς.

Τι πρέπει να κάνουμε για να διαφυλάξουμε τη μουσική μας παράδοση;
Πρώτον, ως γονείς: εξοικείωση του παιδιού με τον παραδοσιακό χώρο. Δεν εννοώ απλά μια ακαδημαϊκή επίσκεψη σε ένα μουσείο, αλλά μέσα στο σπίτι μουσικές, μεθαύριο ένα χορευτικό σύλλογο, να πάει να μάθει εκεί χορούς, ώστε το παιδί να μπορεί να μετέχει. Χωρίς αυτά φυσικά να παίρνουν ποτέ την έννοια της καταπίεσης. Από εκεί και πέρα, οι φορείς να εργαστούν και να εμβαθύνουν στις περιοχές τους. Ακόμα μπορεί να υπάρχει κάποιο υλικό που περιμένει την ανάσυρσή του. Όλοι μαζί πρέπει να τραβήξουμε τα αυτιά του Υπουργείου Παιδείας, ώστε να βρεθούν οι κατάλληλοι φορείς (εθνομουσικολόγοι, μουσικολόγοι κλπ) που να βάλουν το λαϊκό πολιτισμό ως μάθημα και αξία στα σχολεία. Και με έμφαση στον ελληνικό, φυσικά, και στις διάφορες εκδοχές του.


Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «Αγώνας»της Ξάνθης  (31-1-2017)

Το cd της Εμινέ Μπουρουτζή που επιμελήθηκε ο Β. Δωρόπουλος (2011)