Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

«Κάποτε οι Πομάκοι θα μάθουν την αλήθεια για την καταγωγή τους»


Ο γιατρός Ιωάννης Αγκόρτζας 
μιλάει για τους Πομάκους

Συνέντευξη στο Ν.Θ. Κόκκα

Συναντήσαμε τον κ. Ιωάννη Αγκόρτζα στο ιατρείο του στην Ξάνθη. Μας μίλησε  για τα χρόνια που προσέφερε τις υπηρεσίες του ως αγροτικός ιατρός στα Πομακοχώρια και για τις έρευνές που πραγματοποίησε σχετικά με την ιστορία και την καταγωγή των Πομάκων. Οι απόψεις του παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και συμβάλλουν στη μελέτη του ιστορικού παρελθόντος της Θράκης.
Ο Ιωάννης Αγκόρτζας γεννήθηκε στις 14/11/1935 στο Άβατο Ξάνθης. Ο πατέρας του Απόστολος Αγκόρτζας (που κατάγονταν από την Κορυτσά της Βορείου Ηπείρου) είχε υπηρετήσει ως δάσκαλος στα Πομακοχώρια τα έτη 1927-1930.
Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή της Βιέννης και συνέχισε στο Ίνσμπρουκ της Αυστρίας, από το οποίο αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Ιατρικής το 1963. Υπηρέτησε περίπου δύο χρόνια στην Πολεμική Αεροπορία. Γύρω στο 1965 υπηρέτησε ως αγροτικός γιατρός στο χωριό Εξοχή και μετά στον Εχίνο. Ολοκλήρωσε την ειδικότητά του στην Παθολογία το 1970, σε νοσοκομεία της Ελβετίας και της Αυστρίας. Διετέλεσε δήμαρχος Ξάνθης την περίοδο 1970-1973. Το 1977 δημιούργησε στην Ξάνθη, Γενική Κλινική με 115 κλίνες, στο χώρο της οποίας μετά το 1985 στεγάστηκε το 412 Στρατιωτικό Νοσοκομείου Ξάνθης. Είναι ιδρυτικό μέλος του Δημοκριτείου Ιδρύματος, της Εταιρείας Προστασίας Θρακικής Κληρονομιάς, καθώς επίσης ήταν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρωπολόγων.

Εργαστήκατε ως γιατρός στον Εχίνο από το 1965 έως το 1967. Τι θυμάστε από εκείνα τα χρόνια;
Η κατάσταση τότε ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Υπήρχε πολύ μικρή επαφή του πληθυσμού με την πόλη της Ξάνθης. Στην πόλη κατέβαιναν συνήθως μόνο οι άνδρες που είχαν κάποια δουλειά. Υπήρχε μόνο ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος, από τον Εχίνο μέχρι την Ξάνθη. Τις επισκέψεις στα χωριά τις κάναμε συνήθως με μουλάρια. Ξεκινούσαμε, παραδείγματος χάριν, από τις Σάτρες με δυο μουλάρια και φτάναμε μέχρι επάνω στον Τσαλαπετεινό, την Κοτάνη και τις Θέρμες, μέναμε το βράδυ εκεί, εξετάζαμε τους αρρώστους και ξαναγυρίζαμε. Στον Εχίνο υπήρχε Υγειονομικός Σταθμός με έξι κρεβάτια, τα οποία τα είχαμε σχεδόν πάντα γεμάτα. Δεν υπήρχε άλλος γιατρός στην περιοχή, έτσι η ευθύνη μας ξεκινούσε από τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα και έφτανε μέχρι την Μύκη και το Ωραίο.

Ο γιατρός Ιωάννης Αγκόρτζας (δεξιά) στον Υγιειονομικό Σταθμό Εχίνου το 1967.
(Φωτογραφία Πέτρου Θεοχαρίδη)

Πώς αντιμετώπιζαν οι Πομάκοι το γιατρό τους;
Οι σχέσεις μας ήταν άριστες. Δυσκολίες υπήρχαν, έτσι το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν ένα μικρό εγκόλπιο με ελληνο-πομακικούς διαλόγους, ώστε να μπορεί το προσωπικό να συνεννοείται, γιατί τότε, πολύ λίγοι ξέρανε ελληνικά, όλοι μιλούσαν την Πομακική. Αυτό συνέβαλε να έχω στενότερη επαφή μαζί τους. Μέχρι και σήμερα, με τιμούν με τη φιλοξενία τους. Όταν κάναμε το εγκόλπιο με βοήθησε πολύ ο τότε πρόεδρος του Εχίνου, Χουσεϊν Μπασιά, ο οποίος μιλούσε απταίστως ελληνικά. Έτσι εξοικειωθήκαμε με την Πομακική γλώσσα, η οποία μας έφερε πιο κοντά στους ανθρώπους.

Είχατε κάποια προβλήματα κατά την υπηρεσία σας στα πομακοχώρια;
Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι δεν μπορούσαμε να κατεβαίνουμε στην πόλη. Κατεβαίναμε δύο φορές το μήνα. Υπήρχαν προβλήματα στη μετακίνηση. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα, τις τηλεφωνικές ανάγκες εξυπηρετούσαν τα χειροκίνητα τηλέφωνα στα ΤΕΑ και στην Κοινότητα. Η μπάρα δεν ήταν πρόβλημα. Ήταν απλά συνοριακός έλεγχος, με εντολή από το ΝΑΤΟ.  Μπάρα υπήρχε και στα σύνορα με την Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία. Τα περί προβλήματος αποτελούν μύθο, εξυπηρετώντας πολιτικές σκοπιμότητες. Όλοι έπαιρναν ένα χαρτί και ανεβοκατεβαίνανε.

Υγειονομικός Σταθμός Εχίνου 1967
(Αρχείο Ιωάννη Αγκόρτζα)

Πώς ήταν η καθημερινή ζωή των Πομάκων πριν από σαράντα χρόνια;
Είχαν μια τυπική αγροτοκτηνοτροφική ζωή, ακολουθώντας τον πατροπαράδοτο ποιμενικό τρόπο ζωής. Παράλληλα, ασχολούνταν με την καλλιέργεια καπνού. Υπήρχε η φτώχεια, γενικά, αλλά καταφέρνανε και ζούσανε πάρα πολύ καλά, διότι είχανε τα δικά τους προϊόντα και είχανε επάρκεια βιοποριστικών αγαθών. Είχαν τα καλά τους τα ρούχα, είχαν τα σεντούκια τους με τις γνωστές προίκες, είχαν τις λίρες τους. Οι Πομάκοι πειράζανε τους τουρκόφωνους και τους έλεγαν «τσιτάκ τσιπλάκ» (γυμνά τσιτάκια). Αυτούς που εσφαλμένα κάποιοι ονομάζουν «τουρκογενείς του κάμπου», είναι κυρίως οι «κυρτζαλίδες» και τα «τσιτάκια», από το Τσιτάκιον, ιστορική πόλη, το σημερινό Ούστοβο της Βουλγαρίας που υπήγετο εκκλησιαστικώς στη μητρόπολη Ξάνθης. Βεβαίως, θα υπήρχαν και κάποιοι τουρκογενείς, οι οποίοι όμως αφομοιώθηκαν με μεικτούς γάμους από τους γηγενείς μουσουλμάνους. Οι Πομάκοι είχαν μια στάση περιφρονητική απέναντι στους τουρκόφωνους. Δε γινότανε γάμοι ανάμεσα σε Πομάκους και Τσιτάκους. Το Λεξικό Δημητριάδη γράφει για τα Τσιτάκια ότι τους μετέφεραν εδώ «ως κακώς ομιλούντων την τουρκικήν». Οι Τσιτάκοι είναι γηγενείς Θρακιώτες, που δούλευαν στα τσιφλίκια των μπέηδων. Γι αυτό υπάρχει κι η γνωστή παροιμία: «işle Yuvan, çiftlik senin, senin buba burda öldü, sen da burda» (δούλευε Γιάννη, το τσιφλίκι είναι δικό σου, εδώ πέθανε ο μπαμπάς σου, εδώ θα πεθάνεις κι εσύ).

Εκτός από Πομάκους, ποιες άλλες εθνοτικές ομάδες υπήρχαν στα πομακοχώρια;
Εκτός από τους Πομάκους, σε ορισμένα πομακοχώρια υπήρχαν και Αθίγγανοι, που ήταν μουσικοί, σιδεράδες, σαμαράδες, πεταλωτές, γανωματήδες. Μεγάλη ομάδα αυτών, υπήρχε αναμεμιγμένη με τους ντόπιους κατοίκους στα Μελίβοια, στον Εχίνο και στο Ωραίον. Υπήρχαν στα πομακοχώρια και αρκετοί χριστιανοί μόνιμοι κάτοικοι. Είχανε εστιατόρια, καφενεία, μπακάλικα ή έκαναν εμπόριο ξύλων. Στον Εχίνο, στο καφενείο του Σγουράκη, δίπλα από το ποτάμι, κάναμε τις γιορτές μας. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί οι χριστιανοί, ήτανε και οι δάσκαλοι, οι υπάλληλοι  της κοινότητας, του ταχυδρομείου και του δασαρχείου, οι οποίοι είχαν νοικιάσει σπίτια και ζούσαν μόνιμα εκεί. Επίσης, στα Μελίβοια ζούσε και μια οικογένεια Εβραίων (Γιαχουντί). Λέγεται ότι σε μια σπηλιά είχε μία χάβρα. Σύμφωνα με ένα παλιό τουρκικό χάρτη, που δείχνει τις θρησκευτικές ομάδες, υπάρχουν π.χ. στη Σμίνθη, χριστιανοί, μουσουλμάνοι και γιαχουντοί.  
  
Υγειονομικός Σταθμός Εχίνου 1967
(Αρχείο Ιωάννη Αγκόρτζα)

Τι γνωρίζετε για την ιστορία του Εχίνου.
Ο Εχίνος λέγεται ότι οφείλει το όνομα του, στη δύσβατη και σκληροτράχηλη μορφολογία του εδάφους του, από το αντίστοιχο Εχίνιοι τόποι, στην Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία. Σύμφωνα με τους Βουλγάρους εθνολόγους από το Σμόλιαν, ο Εχινιώτης γενάρχης, Σαχόνοφ-Σαχινλής, ήταν ο Καλπάκας, ο οποίος είχε το τυροκομείο του στην περιοχή. Το μεν καλοκαίρι καθόταν εκεί στο τυροκομείο, τον δε χειμώνα κατέβαινε στο Αιγαίο. Αυτά γύρω στα 1840-1850. Ο δεύτερος Εχινιώτης γενάρχης, ο Καρατζάς, ήταν ένας Ηπειρώτης κτηνοτρόφος, έμπορος αιγοπροβάτων, αντίπαλος του Καλπάκα.
 Λέγεται ότι το πρώτο τζαμί του Εχίνου ήταν αρχικά εκκλησία. Υπάρχουν κι άλλα χριστιανικά στοιχεία στον Εχίνο, πέρα του χριστιανικού νεκροταφείου, όπως τα διάφορα τοπωνύμια. Το βουναλάκι πάνω από το τζαμί λέγεται «φ’ κλισιόνο» (στην εκκλησιά) και ο συνοικισμός Σούλ-Σούλοβο που πιθανότατα σχετίζεται με το Σούλι. Εκκλησία ή εκκλησίες υπήρχαν και πάνω από τα Μελίβοια, στο λεγόμενο Πεπέκιο όρος. Υπάρχουν ακόμα ίχνη ναών σε σπηλιές, αλλά και τα θεμέλια μιας εκκλησίας. Παρόμοια, συναντάμε στη Γοργόνα, στη θέση Τσούκα, τα θεμέλια της εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας και το χριστιανικό νεκροταφείο, το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα. Στο Ωραίον υπάρχουν οι «Γκιαούρσκι γκρόμπιε» (τάφοι των απίστων). Στη γέφυρα του παπά κοντά στο Ωραίον υπάρχει χαραγμένος σταυρός, διότι έγινε από Ηπειρώτες μάστορες.

Πομάκα με βυζαντινό σταυρό
(Αρχείο Ιωάννη Αγκόρτζα)

Τι πιστεύετε για την καταγωγή των Πομάκων;
Το Σεπτέμβριο του 1994, ως προσκεκλημένος ομιλητής, του κυρίου Ν. Ξηροτύρη (Καθηγητού Ιστορίας- Εθνολογίας), σε διεθνές συνέδριο που οργάνωσε στην Κομοτηνή, μου δόθηκε για πρώτη φορά η ευκαιρία να αναφερθώ δημόσια στην πιθανή πληθυσμιακή σύνθεση των σημερινών Πομάκων, καθώς και στην προέλευση του ονόματος τους από την αρχαιοελληνική λέξη ποιμήν. Δεν διεκδικώ το αλάθητο και δεν παραβλέπω τα λόγια του Γάλλου κοινωνιολόγου Ε. Moren, ότι «η βεβαιότητα ότι γνωρίζουμε την αλήθεια επ’ ουδενί αποτελεί εγγύηση έναντι της πλάνης». Πρόθυμα επιζητώ την αντίθετη άποψη, ώστε με κάθε καλοπροαίρετο συνομιλητή να πετύχουμε το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα στη μελέτη της ταυτότητας των Πομάκων. Συμβουλή μου σε κάθε συν-ερευνητή, η μελέτη του συγγράμματος «Πομάκοι» του Π. Θεοχαρίδη, το οποίο αναδεικνύεται ως Αγία Γραφή για το έργο μας. Την τότε άποψη μου, που θα αναλύσω παρακάτω, συνεχίζω να υποστηρίζω και να βελτιώνω μέχρι σήμερα, παρόλο που για τους περισσότερους ερευνητές παραμένει άγνωστη η καταγωγή των Πομάκων, επιμένοντας οι Τούρκοι για τη δήθεν Τουρκική καταγωγή τους και οι Βούλγαροι για τη δήθεν Βουλγαρική, παραχαράσσοντας έτσι και τη δική τους ιστορία. Αισθάνομαι σεβασμό, συμπάθεια και δέος, όταν οι Βούλγαροι αυτοαποκαλούνται «απόγονοι του Ορφέα» και οι Τούρκοι «συνεχιστές της Βυζαντινής αυτοκρατορίας». Τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Βούλγαροι αποφεύγουν δύο λέξεις κλειδιά και σύμβολα της ταυτότητας των Πομάκων, το Αχριάν (Αχριάνος) και το Πομάκ (Πομάκος).
Οι Πομάκοι, λοιπόν, αποτελούν μία σύνθεση λαών και χρόνων. Είναι προφανώς οι ιθαγενείς Ροδοπαίοι Αγριάνες κ.α. των Αλεξανδρινών χρόνών, οι οποίοι μας οδήγησαν στους Ροδοπαίους Agrianes κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια, όπου εξελίχθηκαν σε Αχριάνες κατά την Οθωμανική κυριαρχία, για να μετεξελιχθούν στα χρόνια της εξέγερσης κατά των Οθωμανών κατακτητών (2ο μισό 19ου αιώνα) σε Αχριάνες-Πομάκους. Από την απελευθέρωση και μετά καταλήγουμε στους σημερινούς Ροδοπαίους-Πομάκους.

Η μεταστροφή των χριστιανών Αχριάνων σε μουσουλμάνους έγινε με ομαδικό εξισλαμισμό. Από το 1700 έχουμε ντοκουμέντα που αναφέρουν ότι όλους όσους άλλαζαν την πίστη τους, τούς έλεγαν Αχριάνηδες. Στα πομακοχώρια έμειναν πολλοί κρυπτοχριστιανοί. Έχω μία πελάτισσα από το Ωραίον, την οποία τη φωτογράφησα το 1974 με το βυζαντινό της σταυρό (βλέπε φωτογραφία). Είπε ότι είναι οικογενειακό φυλαχτό. Συνάντησα μία άλλη Πομάκα η οποία είχε στη μασχάλη της από κάτω χαραγμένο από κάποια Σαρακατσάνα, ένα τατουάζ, που απεικόνιζε σταυρό. Οι γέροι Πομάκοι λέγανε ότι, σύμφωνα με το Οθωμανικό δόγμα, για να έχει κανείς τα προνόμια του Οθωμανού πολίτη, έπρεπε ή να είναι μουσουλμάνος ή να μιλάει τουρκικά. Τους τέθηκε, λοιπόν, το δίλημμα ή να αλλάξουν την πίστη τους ή τη γλώσσα τους. Τότε οι σοφτάδες (οι σοφοί) επέλεξαν να αλλάξουν θρησκεία και να διατηρήσουν τη γλώσσα τους. Προτίμησαν να γίνουν μουσουλμάνοι για να επιβιώσουν.

"Εκλόγιον" του 1783 από τα Πομακοχώρια το οποίο παρέδωσε Πομάκος στο γιατρό Ι. Αγκόρτζα
(Αρχείο Ιωάννη Αγκόρτζα)

Τι μαρτυρούν τα επώνυμα των Πομάκων σχετικά με την καταγωγή τους;
Στα κορφοβούνια ζούσανε ως γνωστόν καθάριες ποιμενικές φυλές, σύμφωνα με τους αρχαίους ποιητές μας, αλλά και οι κυνηγημένοι, οι φυγάδες, από τους διάφορους κατακτητές. Οι κατακτητές ζούσαν συνήθως, στις εύφορες πεδιάδες, στα τσιφλίκια τους και στα πλούσια λιμάνια. Έτσι λοιπόν, κατά την άποψη μου, οι Πομάκοι είναι μία «σύνθεση λαών και χρόνων» (Κ. Παλαμάς), «ένα ουράνιο τόξο από καθάριες ποιμενικές φυλές ορεινών κτηνοτρόφων αιγοπροβάτων (αρχαίοι ποιητές). Δηλαδή, είναι ένα παζλ από εντόπιους (ετούζοι, αχριάν, τεμέλ, συνοίκ κ.α.) και από άποικους (πρόσφυγες, φυγάδες, μετανάστες κ.α.).
Εκεί θα βρεις τον Κιουρτ (Κούρδο), τον Γκιριτλή (Κρητικό, που κατά τα διάφορα πολεμικά γεγονότα οδηγήθηκε στα βουνά της Ροδόπης), τον Καντουχάρ (αυτόν που ήρθε από την Καντουχαρία του Πακιστάν), τον Γκίντα (Ηπειρώτικο όνομα από τις γίδες), τον Κόντε (ο κοντός- αρβανίτικο όνομα), τον Κάλφα (το μάστορα), τον Κοτς (Κώστα) κ.α. Έχουμε ακόμα τους Λαζ (Λαζούς), Πατσαμάν, Γκάμπρο και Κοζάρ (από την άγρια κατσίκα), Μέτσο (από την αρκούδα), Μποσνάκ (Βόσνιος), Σινίκ (σύνοικο), Τεμέλ (θεμέλιο), Μέτε (μέτοικο), Ροδοπλού (Ροδόπουλος) κ.α.
Κατά το 1400 έφτασαν στα κορφοβούνια της Ροδόπης οι Αρβανίτες (Αρναούτ), οι Μπόζιδες, οι Μαλκότσιδες, οι Λότσιδες κ.α. Στις αρχές του 18ου αιώνα, κυνηγημένοι από τον Αλή πασά και τους Τουρκαλβανούς έφτασαν στη Ροδόπη νέοι φυγάδες από την Ήπειρο: Γιαννιούς (Γιαννιώτες), Σουλιώτες (Σούλογλου, Σούλκο), Καλπάκιδες, Μέτσοδες (από το Μέτσοβο), Τσουκαλάδες, Μπαντάκιδες, Μπουδούριδες κ.α. Σαρακατσάνοι (Παλικάριδες, Τσιλιγκίριδες, Κόντιδες, Κίσσαδες, Μπατσάκιδες, Μπουραζάνιδες, Μπουρντούνιδες κ.α. Γραμμοτσάνοι, Βλάχοι, Μακρίδιδες, Λιάπιδες κ.α. Όλοι Ποιμνάδες και Ποιμνάκοι δημιούργησαν στα ήδη ποιμενοχώρια των ντόπιων, τα νέα αρβανιτοχώρια, τα νέα δερβενοχώρια, τα νέα ζαγοροχώρια, τα νέα βλαχοχώρια (Συράκοβο, Βλάχοβο). Συγκεντρώθηκαν εκεί και πρόσφυγες (Ματζήρ) από τα εδάφη της Θράκης που καταλήφθηκαν από τους Βούλγαρους. Ακόμα ήλθαν κυνηγημένοι από τους Οθωμανούς οι Γιουρούκοι (ορέοικοι) από τα βουνά της Εφέσου, οι Ζεϊμπέκηδες από το Ικόνιο και οι Ρομ.
Με δυο λόγια, για να κατανοήσουμε την καταγωγή των Πομάκων, στηριζόμαστε σε δύο άξονες, στην πληθυσμιακή τους σύνθεση και στο πού, πότε και γιατί ονομάστηκαν Πομάκοι.

Υπάρχουν στα πομακοχώρια κάποια ιδιαίτερα ιατρικά προβλήματα;
Βεβαίως, κάθε τόπος έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες και όσο αφορά τα ιατρικά ζητήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στα χωριά της περιοχής γύρω από τη Σμίνθη (που έχει πολλούς Αρβανίτες, Αρναούτ μαχαλά, με ίδια χαρακτηριστικά και ίδιες κληρονομικές παθήσεις που έχουν οι Αρβανίτες στο χωριό Κυψέλη της Ξάνθης) είναι ο αλφισμός, μια κληρονομική έλλειψη μελανίνης, μιας ουσίας που δίνει το χρώμα στο δέρμα μας. Η διάδοση του αλφισμού οφείλεται στην ενδογαμία. Οι Αρβανίτες παντρεύονταν μόνο Αρβανίτες. Οι Σαρακατσάνοι μόνο Σαρακατσάνους. Οι Πομάκοι μόνο Πομάκους. Οι Τσιγγάνοι μόνο Τσιγγάνους. Άλλες κληρονομικές ασθένειες που παρατηρούνται στη περιοχή, από την ίδια αιτία της ενδογαμίας, είναι βρογχοκήλη, η επιληψία, η μεσογειακή αναιμία κ.α. 

Τι αλλαγές έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στα μειονοτικά ζητήματα;
Μεγάλες, τόσο στη βελτίωση της ζωής τους όσο και στη μόρφωση τους. Όσον αφορά την εκπαίδευση τους, πίστη μας είναι ότι έγιναν πολλά λάθη. Το ενθαρρυντικό είναι ότι οι ίδιοι οι Πομάκοι προτιμούν πλέον τα Δημόσια σχολεία. Κάποτε θα καταλάβουν, πιστεύω, ότι έχουνε μια βαριά ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και πρέπει να τη μελετήσουν μόνοι τους. Διότι όταν την παρουσιάζουμε εμείς το θεωρούν προπαγάνδα.

Πώς κρίνετε το θεσμό της μειονοτικής εκπαίδευσης;
Δεν είμαι ειδικός για να απαντήσω σε αυτό το θέμα, αλλά πιστεύω ότι ο θεσμός των μειονοτικών σχολείων, κατά τη γνώμη μου, έφερε αντίθετα αποτελέσματα. Οι Πομάκοι δεν ήξεραν τουρκικά. Έμαθαν τουρκικά, παρόλο που η συνθήκη της Λωζάνης αναφέρεται σαφέστατα σε γηγενείς μουσουλμάνους και δε μιλάει πουθενά για Τούρκους.

Πιστοποιητικό ηλικίας και ταυτότητος γηγενούς μουσουλμάνου 1936
(Αρχείο Ιωάννη Αγκόρτζα)

Στη Θράκη χριστιανοί και μουσουλμάνοι συνυπάρχουν δίχως ιδιαίτερα προβλήματα.
Είναι τόσο απλό. Είναι δυνατό να μη ζούμε καλά, αφού ήταν πρώην χριστιανοί και έχουμε τον ίδιο τρόπο ζωής; Έχουμε τον ίδιο πολιτισμό, τον ελληνορωμαϊκό, το βυζαντινό. Ο μπαμπάς μου ήταν δάσκαλος και κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα πηγαίναμε στους δασκάλους τους μουσουλμάνους για να τους προσφέρουμε κόκκινα αυγά. Ακόμα και σήμερα πολλοί μου ζητούν κόκκινα αυγά. Το έχουνε γούρι. Και αυτοί μας προσφέρουν κουρμπάνι και γλυκά στο Μπαϊράμι τους.

Γίνεται προσπάθεια από την πλευρά της Τουρκίας για τη χειραγώγηση της μουσουλμανικής μειονότητας;
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω λεπτομέρειες, όμως φαινομενικά κάποιοι ακολουθούν το δρόμο του ισλαμικού φανατισμού, εξυπηρετώντας διάφορα συμφέροντα. Χρέος μας είναι, σεβόμενοι την θρησκευτική τους ετερότητα, να δημιουργήσουμε κίνητρα αυτογνωσίας.

Ποια είναι η ευθύνη των πολιτικών κομμάτων;
Καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν ευθύνονται οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι απλά κάνουν τη δουλειά τους. Ευθύνονται απόλυτα οι Έλληνες πολιτικοί. Όλοι όσοι χάριν ψηφοθηρικών και άλλων συμφερόντων κάνουνε αυτά που κάνουνε. Οφείλουμε να προβάλλουμε και να προωθήσουμε ανθρώπους που έχουν συνείδηση ελληνική.

Ποια είναι η ενδεδειγμένη στάση της ελληνικής πολιτείας απέναντι στους μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες;
Να τονίσω και πάλι ότι δεν είμαι ο ειδικός για να απαντήσω, πιστεύω όμως ότι θα πρέπει πρωτίστως να τους συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται προς όλους τους Έλληνες. Θα πρέπει να σταματήσουν τη λέξη «μειονότητα». Γιατί μειονότητα; Κι ο Αρμένιος τι είναι; Θα λέμε και γι αυτόν «Αρμένικη μειονότητα»; Να φύγει η λέξη «Μειονότητα». Οι άνθρωποι είναι σαν εμάς και εμείς σαν αυτούς.

Ποιο πιστεύετε θα είναι το αύριο των Πομάκων;
Είμαι εκ φύσεως αισιόδοξος. Πιστεύω ότι πολύ γρήγορα τα φιλομαθέστατα παιδιά των σημερινών Ροδοπαίων Πομάκων που ευνοήθηκαν ιδιαίτερα από αυτή την πολιτεία, θα μάθουν την αλήθεια για την  καταγωγή τους και για την βαριά ιστορική και πολιτιστική τους κληρονομιά. Θα μάθουν ότι τα «κορφοβούνια», όπως έλεγαν και οι αρχαίοι μας ποιητές, είναι η «πηγή κάθε φυλής καθάριας», είναι το καταφύγιο των αδικημένων, των κυνηγημένων, των φυγάδων. Δική τους η παροιμία, γνωστή σε όλα τα Πομακοχώρια με μικρές παραλλαγές, «Μπέγκανα μάϊκα νε πλάκαλα» (δηλ. του φυγά η μάνα δεν κλαίει). Οι κατακτητές συνήθως ζούσαν στις εύφορες  πεδιάδες, στα τσιφλίκια και στα πλούσια λιμάνια. Είμαι πεπεισμένος ότι στο μέλλον θα συνεχίσουμε να ζούμε αρμονικά, χωρίς ανάμεσα μας να υπάρχει η λέξη μειονότητα. Τέλος, όπως έλεγε και ο σοφός Νίτσε, «μόνο εκεί όπου υπήρχαν τάφοι (κυνηγημένων, φυγάδων και αδικημένων) υπάρχει και η ανάσταση», και τέτοιοι τάφοι υπάρχουν σε κάθε Πομακικό χωριό.



* Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αγώνας» στις 29 Ιουνίου 2013

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Μια ρεαλιστική προσέγγιση του μειονοτικού ζητήματος

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΟΙ ΝΟΜΑΡΧΕΣ ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ:


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
(Νομάρχης Ξάνθης 1975-1979, 1989-1990)

Ανάμεσα στις πολιτικές μορφές που σημάδεψαν τη νεώτερη ιστορία της Θράκης είναι και αυτή του νομάρχη Κωνσταντίνου Θανόπουλου. Μιλώντας για τον Κ. Θανόπουλο πρέπει να θυμίσουμε ότι είναι ο άνθρωπος που προφύλαξε την Παλιά Πόλη της Ξάνθης από τη λαίλαπα της αντιπαροχής, συμβάλλοντας ουσιαστικά στο χαρακτηρισμό της ως «διατηρητέου οικισμού». Ο Κωνσταντίνος Θανόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1937. Σπούδασε Νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος. Διετέλεσε νομάρχης Ξάνθης από τον Ιανουάριο 1975 έως το Δεκέμβριο 1979 καθώς επίσης και από το Σεπτέμβριο 1989 έως το Μάιο 1990. Στα χρόνια αυτά του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει συγκρίσεις ανάμεσα σε δύο διαφορετικές περιόδους και να εξάγει πολύτιμα συμπεράσματα. Η υπεύθυνη γνώση των μειονοτικών ζητημάτων τον οδήγησε σε αποκρυσταλλωμένες απόψεις, τις οποίες διατύπωσε σε διάφορα κείμενά του.
           Το 2005 εκδόθηκε από το Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης (ΠΑΚΕΘΡΑ) το βιβλίο του Κωνσταντίνου Θανόπουλου «Πορεία Αντίθετα» που αποτυπώνει τους αγώνες του για τη διάσωση της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης.  Ενώ, όμως, είναι γνωστό το έργο του κ. Θανόπουλου για τη σωτηρία του παραδοσιακού οικισμού της Ξάνθης, παραμένουν σε πολλούς άγνωστες οι σοφές προσεγγίσεις του στα μειονοτικά ζητήματα. Θα παρουσιάσουμε παρακάτω ένα απάνθισμα των αναλύσεων και των προτάσεων του Κ. Θανόπουλου. Στα κείμενα αυτά φαίνεται η ενάργεια και η οξύνοια του διορατικού νομάρχη, που καταφέρνει να αντιμετωπίζει περίπλοκα ζητήματα με πνεύμα νηφάλιο και αποφασιστικό.


Το μειονοτικό είναι εσωτερικό μας ζήτημα

Στις 2 Ιουλίου 1989 ο Κωνσταντίνος Θανόπουλος δημοσιεύει στην «Ελευθεροτυπία» άρθρο με τίτλο: «Το χρέος της πολιτείας απέναντι στους Έλληνες μουσουλμάνους», στο οποίο καταλογίζει στους Έλληνες πολιτικούς ερασιτεχνισμό και επιπολαιότητα στο χειρισμό των μειονοτικών ζητημάτων. Σύμφωνα με τον κ. Θανόπουλο, η συντριπτική πλειοψηφία του μουσουλμανικού πληθυσμού είναι νομοταγείς και φιλήσυχοι πολίτες που θέλουν να ζήσουν ειρηνικά στη γη των πατέρων τους και να συμβάλλουν στην ευημερία και την πρόοδό της. Το μειονοτικό πρόβλημα εμφανίζεται από κάποιους ως πρόβλημα «εξωτερικής πολιτικής», αφού το δημιουργεί και το οξύνει μια ξένη χώρα, ενώ θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα εσωτερικής πολιτικής.
         Είναι λάθος, τονίζει ο νομάρχης Θανόπουλος, να χαρίζουμε τους μουσουλμάνους της Θράκης στην Τουρκία. Είναι, επίσης, αφελές και αβάσιμο να υπερτιμούμε την επιρροή του τουρκικού προξενείου και την ικανότητά του να παραπλανά. Τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να έχουν εθνική συναίνεση στα ευαίσθητα εθνικά θέματα και όχι να θεωρούν τη μειονότητα ως ένα πεδίο εξαγοράς ψήφων.
       Σχετικά με την πολιτική της Τουρκίας, ο Κ. Θανόπουλος επισημαίνει ότι η γειτονική μας χώρα βαπτίζει «Τούρκους» όλους ανεξαιρέτως τους μουσουλμάνους των περιοχών της σουλτανικής πανσπερμίας και επιχειρεί να ανακηρυχθεί ως προστάτης τους. Όμως εδώ ενυπάρχει μία κραυγαλέα αντίφαση: Ενώ η πολιτική παράδοση της Τουρκίας (Κεμάλ Ατατούρκ) είναι αντίθετη και πολέμια του μουσουλμανισμού, που θεωρήθηκε υπεύθυνος για την οικονομική και κοινωνική καθυστέρηση της Τουρκίας, στη Θράκη έγινε εκμετάλλευση του θρησκευτικού συναισθήματος του λαού. Η τακτική της Τουρκίας είναι να «υποχωρεί» φαινομενικά στα προβλήματα που η ίδια δημιούργησε, για να πάρει ουσιαστικά ανταλλάγματα σε άλλα που δεν δικαιούται, σε μια τακτική παζαριού και συμψηφισμών που είναι αντιπροσωπευτική της διπλωματικής της δραστηριότητας.



Η ενδεδειγμένη ελληνική πολιτική

Στις 16 Αυγούστου 1990 δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» δεύτερο άρθρο του Κωνσταντίνου Θανόπουλου με τίτλο «Οι μουσουλμάνοι της Θράκης και το ελληνικό κράτος». Εδώ ο εξαίρετος νομικός και πολιτικός παρουσιάζει εδώ αναλυτικότερα την ιστορία των ελληνοτουρκικών αντιπαραθέσεων στο χώρο της Θράκης και καταλήγει σε αξιοπρόσεκτες προτάσεις.
        Ο κ. Θανόπουλος τονίζει στο άρθρο του ότι, από τη στιγμή που ο έλεγχος της ισορροπίας ξέφυγε από τα χέρια της ελληνικής πολιτικής, η Ελλάδα όχι μόνο δε μπόρεσε να αντιδράσει στην εξόντωση του Ελληνισμού της Τουρκίας αλλά συνέβαλε με τον τρόπο της στη διείσδυση της τουρκικής προπαγάνδας στους μουσουλμάνους της Θράκης. Έτσι έφτασε η Τουρκία, η χώρα που διέλυσε και εξανδραπόδισε τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, οργάνωσε τον Αττίλα και δεν άφησε δικαίωμα που να μην το παραβιάσει, να εμφανίζεται τώρα ως τιμητής, καταγγέλλοντας ανύπαρκτες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Θράκη. Παρόλα αυτά, το ελληνικό κράτος ουδέποτε στέρησε τους μουσουλμάνους από τα συνταγματικά τους δικαιώματα και ουδέποτε εφάρμοσε την αρχή της αμοιβαιότητας, διότι διακατέχεται διαχρονικά από τις αρχές του ανθρωπισμού.
      Τι δέον γενέσθαι, λοιπόν; Ο Κωνσταντίνος Θανόπουλος, στο άρθρο του στην Ελευθεροτυπία, καταλήγει σε τολμηρές και ρηξικέλευθες προτάσεις. Γράφει ανάμεσα στα άλλα: Η προστασία των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως δε μπορεί να χρησιμοποιείται ως αντιστάθμισμα στη χάραξη της ενδεδειγμένης ελληνικής πολιτικής στη Θράκη, εφόσον οι Έλληνες της Πόλης προστατεύονται περισσότερο από τις διεθνείς συνθήκες παρά από τη Συνθήκη της Λωζάννης. Η προστασία του Πατριαρχείου – το οποίο όλοι σεβόμαστε και αγαπούμε- δεν εξασφαλίζεται από τη Συνθήκη της Λωζάννης ή τις καλές σχέσεις με την Τουρκία, καθώς το Πατριαρχείο η Τουρκία το θεωρεί ως πηγή συναλλάγματος, οι δε απειλές που κατά καιρούς εκτοξεύει εναντίον του αποτελούν καθαρή υποκρισία.
     Το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής πρέπει να εκδιωχθεί, γράφει θαρραλέα με την πρωτοπόρα σκέψη του ο Κ. Θανόπουλος, ήδη από το 1990, ώστε να πάψει να λειτουργεί ως το πρακτορείο της τουρκικής πολιτικής στη Θράκη. Οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι της Θράκης οφείλουν να αντιληφθούν ότι ζουν και θα ζήσουν αυτοί και τα παιδιά τους μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους. Δεν έχουν κανένα συμφέρον να λοξοκοιτάζουν προς οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση.  Οφείλουν να απομονώσουν τους εγκάθετους πολιτικούς που τους παρασύρουν παίζοντας το παιχνίδι της Τουρκίας. Στην πραγματικότητα αυτοί έχουν σχηματίσει περιουσίες και δεν τους στοιχίζει οποιαδήποτε δίωξη για τις παρανομίες τους, αφού έχουν εξασφαλίσει τη ζωή τους πλουσιοπάροχα.
        Ως προς τη συνθήκη της Λωζάννης, ο κ. Θανόπουλος γράφει ότι θα πρέπει να ζητηθεί η αποκοπή των μουσουλμάνων της Θράκης από την ασφυκτική προστασία της συνθήκης αυτής. Εξάλλου, οι Θράκες μουσουλμάνοι ουδέποτε ρωτήθηκαν αν επιθυμούν να τύχουν αυτής της προστασίας.
      Επίσης, πρέπει οπωσδήποτε να ληφθούν μέτρα για την ανάπτυξη της Θράκης και την ενίσχυση της παιδείας έτσι ώστε να κοπεί ο ομφάλιος λώρος που συνδέει τους μουσουλμάνους της Θράκης με την Τουρκία.


Τουρκικός αλυτρωτισμός και ελληνικός κομματισμός

Ο Κωνσταντίνος Θανόπουλος ετοιμάζεται σήμερα να εκδώσει ένα ακόμη αυτοβιογραφικό βιβλίο για τη διαδρομή του στη διοίκηση, το οποίο είναι αφιερωμένο στα χρόνια της νομαρχιακής του θητείας στην Ξάνθη. Μετά από επικοινωνία που είχαμε μαζί του, είχε την ευγενή καλοσύνη να μας αποστείλει τμήμα του υπό έκδοση βιβλίου του και είχαμε έτσι την ευκαιρία να δούμε το καταστάλαγμα της πολύχρονης εμπειρίας του.
          Στο υπό έκδοση βιβλίο του ο κ. Θανόπουλος τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα διαχειρίζεται το θέμα της θρησκευτικής πίστης των μουσουλμάνων με απόλυτο σεβασμό στη νομιμότητα, όπως επιβάλλουν οι διεθνείς συνθήκες. Στο βιβλίο παρουσιάζονται οι συστηματικές προσπάθειες της Τουρκίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες να εκτουρκίσει τους Έλληνες Μουσουλμάνους μέσα από το θεσμό της μειονοτικής εκπαίδευσης και με παράλληλη απόπειρα άμβλυνσης της ιστορικής μας μνήμης και των εθνικών μας αντανακλαστικών. Επισημαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν από την πλευρά της Τουρκίας εκατοντάδες άτομα που μετέφεραν την τουρκική πολιτική με αμοιβές, εκβιασμούς και απειλές προς τους φιλήσυχους Έλληνες μουσουλμάνους. Οι καθηγητές που έρχονταν από την Τουρκία για να διδάξουν στα μειονοτικά σχολεία ασκούσαν ψυχολογική επιρροή προς τους βλαστούς της μειονότητας σε βάρος της πατρίδας τους της Ελλάδας.
     Κύριος στόχος της πολιτικής που προωθούσε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Άγκυρα ήταν να αναγνωρισθεί από το Ελληνικό Κράτος και τη Διεθνή κοινότητα ότι η Δυτική Θράκη κατοικείται κατά το πλείστον από τουρκικής εθνικότητας πολίτες και να καλλιεργηθούν στη μειονότητα αισθήματα αλυτρωτισμού. Ο Κωνσταντίνος Θανόπουλος δεν κρύβει τα λόγια του. Λέει τα πράγματα με το όνομά τους: η Τουρκία προσπάθησε με πράκτορες να ενσπείρει την ιδέα στους μουσουλμάνους ότι ανήκουν στο τουρκικό έθνος. Και το σχέδιο των πρακτόρων της Τουρκίας, πέτυχε εν πολλοίς, αφ’ ενός εξ αιτίας της καλά οργανωμένης και χρηματοδοτούμενης εφαρμογής του και αφ’ ετέρου εξ αιτίας της ανεπάρκειας των διοικητικών αρχών που υφίσταντο αυτή την πολιτική επίθεση.
    Παρόλη την επιθετική πολιτική της Τουρκίας και τις διώξεις των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, γράφει στο νέο βιβλίο του ο κ. Θανόπουλος, είναι προς τιμήν της χώρας μας και του πολιτισμού της, ότι η Ελλάδα ουδέποτε επέβαλλε μέτρα ανταπόδοσης εις βάρος των Ελλήνων μουσουλμάνων. Έτσι, η μουσουλμανική μειονότητα της Ελλάδας αυξήθηκε και έζησε με ηρεμία και ευημερία, ενώ οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης αποδεκατίστηκαν (από 120.000 έμειναν 2.500).
         Αναφερόμενος στην πολιτική της Ελλάδος, ο κ. Θανόπουλος καταλήγει ότι συχνά καθορίζονταν από αυτοσχεδιασμούς, προσωπικές πρακτικές και κομματικές σκοπιμότητες. Το ελληνικό κράτος, καθοδηγούμενο από υπαλλήλους ασθενούς διορατικότητας, όταν έκανε κάτι για τη μειονότητα το έκανε ως παραχώρηση προς την Τουρκία και όχι ως την οφειλόμενη  παροχή στους μουσουλμάνους πολίτες του. Τέτοιου είδους σφάλματα οδήγησαν στην αποθράσυνση της Τουρκίας. Όταν γίνεται οφθαλμοφανές ότι η Τουρκία επιδιώκει συστηματικά την απόσπαση ελληνικού εθνικού εδάφους, η Ελλάδα δικαιούται να αξιώνει από τους πολίτες της «την εκπλήρωση του χρέους τους και της κοινωνικής τους αλληλεγγύης», σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος και να αρνηθεί να συναινέσει σ’ αυτή την αντεθνική πρακτική.



Η γνώση της ιστορίας ως εγγύηση για το μέλλον

            Ειδικότερα, σχετικά με τους Πομάκους ο Κωνσταντίνος Θανόπουλος γράφει στο υπό έκδοση βιβλίο του ότι είναι αυτόχθονες κάτοικοι της Ροδόπης, υπολείμματα θρακικών φυλών, που δέχθηκαν τις φυλετικές και γλωσσικές επιρροές των Σλάβων και των Βουλγάρων, εξισλαμίσθηκαν τελικά το 17ο αιώνα και ως φανατικοί μουσουλμάνοι πολέμησαν τα τέλη του 19ου αιώνα στο πλευρό του Σουλτάνου εναντίον των χριστιανών. Πρόκειται για τους χιλιάδες γενίτσαρους που χρησιμοποιήθηκαν από το στρατιωτικό μηχανισμό του σουλτανικού κράτους και ταυτίστηκαν σταδιακά με αυτό. Η γνώση του ιστορικού παρελθόντος αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ερμηνεία και κατανόηση του παρόντος.
         Ο διορατικός νομάρχης Ξάνθης Κωνσταντίνος Θανόπουλος επισημαίνει τόσο με τη διοίκησή του όσο και με τα κείμενά του ότι οι μουσουλμάνοι της Θράκης θα πρέπει σήμερα να διευκολυνθούν να συμμετέχουν ισότιμα στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου μας και να ενισχύονται με ειδικά οικονομικά και κοινωνικά μέτρα. Μόνο έτσι θα διαλυθούν τυχόν αισθήματα ανασφάλειας και δυσπιστίας και μόνο έτσι θα αξιοποιηθούν ως παραγωγική, κοινωνική ομάδα του κράτους μας. Επιπλέον, με την ανάδειξη νέων επιστημόνων, θα ερευνηθεί καλύτερα η τοπική ιστορία και θα μπορέσουν οι ορεινοί μουσουλμάνοι Πομάκοι να προσεγγίσουν το ζήτημα της φυλετικής τους προέλευσης και να αναδείξουν το πολιτιστικό και γλωσσικό τους πλούτο.
             Οι επισημάνσεις του νομάρχη Ξάνθης κατά τα έτη 1975-1979, 1989-1990 είναι και σήμερα επίκαιρες όσο ποτέ. Σε μεγάλο βαθμό τα λόγια του Κωνσταντίνου Θανόπουλου αποδεικνύονται προφητικά. Οι προτάσεις του τολμηρές και ρεαλιστικές. Ας ελπίσουμε οι σημερινοί «άρχοντες» της τοπικής αυτοδιοίκησης να επιδείξουν ανάλογη ευαισθησία και σοβαρότητα. Το μέλλον της ελληνικής Θράκης δε μπορεί πλέον να χαράζεται ούτε με φοβικά σύνδρομα ούτε με εσκεμμένη άγνοια ή παραχάραξη της ιστορίας. Επιπλέον, αυτό το μέλλον θα πρέπει να προσδιορίζεται αποκλειστικά και μόνο μέσα στα όρια της ελληνικής επικράτειας και με βάση τα εθνικά μας συμφέροντα.

Νικόλαος Θ. Κόκκας

* Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αντιφωνητής» 16/6/2013






Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Παλιές φωτογραφίες από τον Εχίνο

Μια εξαιρετική παρουσίαση του χώρου, της φύσης και της ιστορίας του Εχίνου στο διαδίκτυο.
Συγχαρητήρια για την προσπάθεια.

Παρουσιάζουμε παρακάτω μερικές  από τις φωτογραφίες της πλούσιας συλλογής: 
 



























Πηγή φωτογραφιών: https://www.facebook.com/EchinosXanthiFoto

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Η διαφορετικότητα δεν είναι πρόβλημα αλλά πλεονέκτημα


 «Η θρησκεία διδάσκεται, δεν επιβάλλεται»

του δημοσιογράφου 
Σεμπαϊδήν Καραχότζα

Μπορεί για εμάς τους μεγαλύτερους σε ηλικία η διαφορετικότητα να αποτελεί πολλές φορές ακόμα και πλεονέκτημα ή έστω να μην αποτελεί πρόβλημα ωστόσο αυτό δεν ισχύει και για τα παιδιά τα οποία όταν αισθανθούν πως μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων διαφέρουν σε κάτι, όχι από δική τους επιλογή αλλά επειδή τους το επιβάλουν οι μεγαλύτεροι, νιώθουν κατώτερα, άβολα και προτιμούν την απομόνωση.

Όλα αυτά ούτε καν τα είχα σκεφτεί ποτέ μέχρι την ώρα που τα είδα ζωγραφισμένα στα μάτια ενός μικρού παιδιού. Πιο συγκεκριμένα πριν από λίγες μέρες παραβρέθηκα ως γονέας σε μια εκδήλωση για τη λήξη της σχολικής χρονιάς και εκεί ανάμεσα στα δεκάδες μικρά παιδιά, χριστιανόπουλα και μουσουλμανόπουλα, υπήρχε και ένα κοριτσάκι το οποίο χωρίς να το έχει επιλέξει, ξεχώριζε από τα υπόλοιπα παιδιά και ξεχώριζε γιατί φορούσε μαντίλα.

Ήταν μια εκδήλωση γεμάτη από παιδικές φωνές, γέλια, τραγούδι και παιχνίδια χωρίς όμως σε όλα αυτά τα συμμετέχει και το εν λόγω κοριτσάκι. Αντίθετα, ήταν το μόνο παιδί που καθ’ όλη τη διάρκεια της γιορτής δεν κουνήθηκε από τη θέση του, δεν έπαιξε, δεν γέλασε, δεν τραγούδησε μαζί με τα άλλα παιδιά και μόνο όταν τελείωσε η εκδήλωση σηκώθηκε από τη θέση του για να φύγει.

Πιστεύει άραγε κανείς πως αυτό το κοριτσάκι δεν ήθελε να κάνει ότι και τα υπόλοιπα παιδιά; Δεν ήθελε να παίξει, να τραγουδήσει, να χορέψει μαζί τους; Ο κάθε λογικός άνθρωπος θα απαντήσει πως ναι, ήθελε να τα κάνει όλα αυτά αλλά δεν τολμούσε γιατί ένιωθε κατώτερο από τα υπόλοιπα παιδάκια, ένιωθε πως ξεχωρίζει, πως δεν είναι ίδιο με αυτά.

Ασφαλώς και δεν είμαι κατά της μαντίλας μιας και αυτό το προβλέπει η θρησκεία μας, η θρησκεία των μουσουλμάνων. Άλλωστε κι εγώ είμαι γονέας κι έχω μια κόρη η οποία πολλές φορές φοράει μαντίλα, με τη διαφορά πως εγώ ποτέ δεν την ανάγκασα να τη φορέσει αλλά την αφήνω να επιλέγει η ίδια το πως θα ντυθεί. Έτσι, όταν βρίσκεται στο σχολείο, της και μιλάω για δημόσιο ελληνόφωνο σχολείο όπου η πλειοψηφία των μαθητών είναι χριστιανόπουλα,  ανάμεσα στους συμμαθητές της επιλέγει να ντύνεται κανονικά, όπως και τα υπόλοιπα παιδιά, με αποτέλεσμα ποτέ να μη βρεθεί στη δύσκολη θέση να νιώσει κατώτερη ή έστω διαφορετική.

Θέλω να πω πως ναι μεν οι μουσουλμάνοι οφείλουν να μάθουν στα παιδιά τους πως η θρησκεία μας προβλέπει τη μαντίλα για τις κοπέλες αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να την επιβάλουν με το ζόρι. Το κοριτσάκι στο οποίο αναφέρθηκα πριν προφανώς όταν βρίσκεται στο χωριό του αισθάνεται μια χαρά με τη μαντίλα, γιατί πολύ απλά εκεί ντύνονται παρόμοια όλα τα κορίτσια. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση βρέθηκε σε ένα περιβάλλον διαφορετικό από αυτό που έχει συνηθίσει με αποτέλεσμα να αισθανθεί τόσο άσχημα και τόσο άβολα. Για μένα βέβαια άδικα αισθάνθηκε έτσι αλλά άντε να εξηγήσεις σε ένα μικρό παιδί πως η διαφορετικότητα δεν είναι πρόβλημα αλλά πλεονέκτημα.

Οι γονείς της κοπελίτσας αυτής, προφανώς μη μπορώντας να καταλάβουν το κακό που κάνουν στο ίδιο τους το παιδί, θεωρούν ότι πράττουν το σωστό, ότι δηλαδή ορθώς το κορίτσι τους βρέθηκε στο συγκεκριμένο χώρο με τη συγκεκριμένη ενδυμασία, γιατί αυτό προβλέπει η θρησκεία τους. Ποτέ όμως δε θα μπορέσουν να καταλάβουν πως η ίδια θρησκεία απαγορεύει να σπαράζεις την καρδούλα ενός παιδιού, να το κάνεις να νιώθει ταπεινωμένο, κατώτερο, ανάξιο να μπει στην παρέα παιδιών που δεν είναι ίδια με αυτό.

Πραγματικά ότι και να γράψω είναι σχεδόν αδύνατο να μπορέσω να περιγράψω όλα αυτά που είδα στα μάτια του παιδιού αυτού,  μόνο αν το έβλεπε κανείς θα μπορούσε να καταλάβει την απόγνωση του, τη δύσκολη θέση του. Προσωπικά θα έκανα τα πάντα ώστε το δικό μου παιδί να μη βρεθεί ποτέ σε μια παρόμοια θέση και ήδη το έχω καταφέρει. Τι έκανα; Μα κάτι πολύ απλό, το έμαθα να επιλέγει εκείνο τον τρόπο με τον οποίο θα ντύνεται, ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο θα βρεθεί. Έτσι πλέον, όταν πρόκειται να είναι στο χωριό επιλέγει μόνο του και χωρίς να το αναγκάσω εγώ τη μαντίλα την οποία φοράνε όλα τα κοριτσάκια εκεί κι όταν πρόκειται να είναι στην πόλη επιλέγει τον αντίστοιχο τρόπο ντυσίματος κι έτσι όπου και να βρεθεί καταφέρνει να μην ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους γύρω της. Το σημαντικό όμως είναι πως από μένα ποτέ δεν άκουσε τη φράση «βάλε μαντίλα» ή «μη βάζεις μαντίλα».

Άλλωστε η θρησκεία είναι κάτι που διδάσκεται, μεταδίδεται αλλά δεν επιβάλλεται κι όσοι θεωρούν πως μπορούν να την επιβάλουν, συνήθως έχουν τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα.


Σ. Καραχότζα