Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Ένα παλιό παραμύθι από το χωριό Μύκη



Εnná kumíta ye primázala doksán dokúsh kishâh.

(Μύκη Ξάνθης)

Εnná kumíta ye primázala doksán dokúsh kishâh. I hódi da pîta annók sofîye.

- Ájeba móne kak she mi so harísa grehós. Υa isîy isîy primáza doksán dokús kishâ?

y mu víka:

- A, to so itazí níkak na harísava. Αm ne isá, víka, vóri stóri annó bahchô na annók póte. I násadi kaknáta íma faf dünyóso i néma da prepústash chülâka da paminé da mu ne dávash. I búchni annó glávne faf kráyene i akú so slísne harísati so. I tóy stórevo bahchô i to sä varvôt insane. Ι  tóy dáva vrítsem katrí kanána beendísava ad bahchôno. Agá adín kabá dayí so padáva, tóy go rúknava:

- Ey, aretlîk, yéla yéla da ti dam nâko.

Το le varví. Rúka mu:

- Βre, sábïr yéla as kóneto da ti dam nâko.

Τo sa na ustáe.

- Ái, anás sïnî... Ya som doksán-dokús kishâh primázal.Τa tébe li so póchüdem ?

Markínana se ye bulá as tóga.  Díga markínono i primázava go. I svíva ramána i víka:

- To ’sä móto svórshan.

Raz-hóde so pa bahchôno natsîi nasám. Agî ye paglâl glavnéna so ye slísnala. I to ye rekól:

- Héy, yarabím,  chi to ye buló za mífko rábato mása rábata  pak mo bu kadár nagadí da práem umúra.

Hóy da mu víka:

- Óti isîy isîy mo nagadí shu kadár na zahméte nagadí. Ya le yéshte annók da som primázal i svídi mi so grehót.

- Che óti? víka mu.

- Che ya isîy isîy glavnóto búchna af bahchôno i hüch naráchi da so lísne.Agî primázah yéshte annók paglâ i glavnáta so ye slísnala.

- To ye i to anná rábata da ti go kázom i to. Inazí aretlîk bórzhal yátse. Pódil ye svádbo da sabáre.  Ta óti go udrí glavnána so ye slisnála.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Ένας κομιτατζής είχε σκοτώσει
ενενήντα-εννιά άτομα.


Ένας κομιτατζής είχε σκοτώσει ενενήντα-εννιά άτομα.

Και πάει να ρωτήσει κάποιο σοφό.

- Άραγε, εμένα πώς μπορούν να μου συγχωρεθούν οι αμαρτίες; Εγώ, έτσι κι έτσι, σκότωσα ενενήντα-εννιά ανθρώπους.

Εκείνος του λέει:

- Α, αυτό δε συγχωρείται με τίποτα. Αλλά τέλος πάντων, λέει, πήγαινε και φτιάξε έναν κήπο σε ένα δρόμο. Και φύτεψε ό,τι υπάρχει στον κόσμο. Και δεν θα αφήνεις άνθρωπο να περάσει χωρίς να του δώσεις κάτι. Και φύτεψε  ένα μισοκαμμένο ξύλο στην άκρη και αν φυτρώσει σου συγχωρέθηκαν όλα. Αυτός έφτιαξε κήπο και άρχισε να περνάει κόσμος. Αυτός δίνει σε όλους, σε καθέναν ό,τι του άρεσε από τον κήπο. Όταν ένας βαρύς μάγκας ξεπρόβαλλε εκείνος τον φώναξε:

- Έη, φίλε, έλα, έλα να σου δώσω κάτι.

Εκείνος προχωρούσε. Του φωνάζει:

- Βρε, υπομονή. Έλα με το άλογό σου  να σου δώσω κάτι.

Αυτός δε σταματάει.

- Της μάνας σου… Εγώ έχω σκοτώσει ενενήντα-εννιά άτομα. Εσένα θα σκεφτώ;

Το όπλο το είχε μαζί του. Σηκώνει το όπλο και τον σκοτώνει. Και σηκώνει τους ώμους και λέει:

- Τώρα εγώ είμαι τελειωμένος.

Πηγαινοερχόταν στον κήπο πέρα-δώθε. Όταν κοίταξε το μισοκαμμένο ξύλο είχε βγάλει φύλλα.  Και αυτός είπε:

- Ω Θεέ μου! Αφού ήταν μικρή δουλειά  η δική μου υπόθεση αλλά με έβαλε να κάνω τόσο κόπο.

Πάει και του λέει:

- Γιατί, έτσι κι έτσι με έβαλες να κάνω τόσο κόπο. Εγώ μόνο ακόμα έναν να σκότωνα  και σβήσανε οι αμαρτίες μου.

- Και γιατί; του λέει ο άλλος.

- Εγώ, έτσι κι έτσι, το μισοκαμμένο ξύλο φύτεψα στον κήπο και καθόλου δε φύτρωνε. Όταν σκότωσα ακόμα έναν κοίταξα και είδα πως το μισοκαμμένο φύλλο είχε ανθίσει.

- Και αυτό είναι μία δουλειά να σου την πω. Εκείνος ο τύπος ήτανε πολύ βιαστικός. Πήγαινε να χαλάσει γάμο. Επειδή τον κτύπησες το μισοκαμμένο ξύλο έβγαλε φύλλα.




  • Από το βιβλίο του Νικολάου Θ. Κόκκα, Uchem so Pomátsko -ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΟΜΑΚΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, τ. Β’ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ (ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ-ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ), ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΡΑΚΗΣ, ΞΑΝΘΗ 2004