Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Νομάρχες που είπαν την αλήθεια για τους Πομάκους

Τότε που οι νομάρχες μιλούσαν τη γλώσσα της αλήθειας:  

Παναγιώτης Φωτέας
 (Νομάρχης Ροδόπης 1974-1981)

Αναδημοσιεύουμε παρακάτω μια ιστορικής σημασίας συνέντευξη ενός ανθρώπου που υπηρέτησε τη Θράκη αλλά και τη λογοτεχνία. Πρόκειται για τον Παναγιώτη Φωτέα, το φωτισμένο νομάρχη που με ευσυνειδησία διοίκησε το νομό Ροδόπης επί οκτώ έτη(1974-1981). Ως νομάρχης Ροδόπης άφησε σημαντικό θεσμικό και πολιτιστικό έργο, έργο που ακόμα θυμούνται με θαυμασμό και ευγνωμοσύνη οι κάτοικοι της Κομοτηνής. Στη συνέντευξή του με θέμα τους Πομάκους ο Παναγιώτης Φωτέας, ως άριστος χειριστής του ελληνικού λόγου, καταθέτει συγκλονιστικές μαρτυρίες για το ιστορικό παρελθόν της Θράκης και αρχαιολογικά στοιχεία που καταδεικνύουν τις βυζαντινές ρίζες των Πομάκων.
      Ας πούμε, όμως δυο λόγια γι αυτή τη χαρισματική προσωπικότητα. Ο Παναγιώτης Φωτέας (1939-1998) γεννήθηκε στην Καρδαμύλη της μεσσηνιακής Μάνης. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, πολιτικές επιστήμες και δίκαιο στο Παρίσι. Διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου. Το 1974 διορίστηκε νομάρχης Ροδόπης, θέση στην οποία παρέμεινε επί επτάμιση χρόνια. Διετέλεσε γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών και Μελετών (1984-1985), γενικός γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού (1989-1992), βουλευτής (1992). Το 1994 εξελέγη πρώτος αιρετός νομάρχης Μεσσηνίας ως επικεφαλής της παράταξης «Λαϊκή Ένωση για τη Μεσσηνία». Πέθανε το 1998, σε ηλικία 59 χρόνων.
       Η διδακτορική του διατριβή είχε τίτλο «Ο Γκωλισμός και η 5η Γαλλική Δημοκρατία» (1974). Στο συγγραφικό του έργο συμπεριλαμβάνονται τα ακόλουθα βιβλία: «Η ελληνική απελπισία» (1980), «Τα μηνιαία», (1978), «Άρθρα μάχης (πολιτικά άρθρα)» (1983), «Στα ίχνη της ελευθερίας», (1985), «Μορφές Ελλήνων. Δοκίμια για προσωπικότητες του νέου ελληνισμού», (1991), «Ο λόγος και ο χρόνος» (1990), «Το πλήθος και το πρόσωπο» (1992), «Οι εκτροπές της κουλτούρας» (1996), «Τα παντοτινά ταξίδια» (1997), «Η πόλις και ο άνθρωπος» (2001),  «Η μυστική βοή» (1991), «Οι ραβδοσκόποι» (1993), «Σαν τα παιδιά» (1995), «Απλές φωνές» (1999), «Θέματα πολιτισμού και τοπικής αυτοδιοίκησης» (1992). Ο Παναγιώτης Φωτέας έχει συγγράψει δύο εργασίες σχετικά με τους Πομάκους: «Οι Πομάκοι και το Βυζάντιο»,  Κομοτηνή, εκδ. Μορφωτικός Όμιλος Κομοτηνής, 1977 και «Οι Πομάκοι της Δυτικής Θράκης»,  Κομοτηνή, 1978. 
      Παρακάτω παρουσιάζουμε μία σε πολλούς άγνωστη συνέντευξη του Παναγιώτη Φωτέα προς το δημοσιογράφο και ερευνητή της μουσικής μας κληρονομιάς Γιώργη Μελίκη. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Μακεδονία» στις 7 Ιουνίου 1981 και αναφέρεται  στα ζητήματα της καταγωγής και της ταυτότητας των Πομάκων της Θράκης.

Σχετικά με το θέμα της εθνολογικής καταβολής των Πομάκων. Τι υποστηρίζει, κύριε Φωτέα, η ελληνική πλευρά στο θέμα αυτό;
Η ελληνική πλευρά είχε πάντοτε την εντιμότητα να μην υποστηρίζει τυφλά και προπαγανδιστικά μιαν ελληνικότητα τραβηγμένη και στηριζόμενη σε επιχειρήματα ευκαιρίας και σκοπιμότητας. Υποστηρίζει μόνο ότι δεν πρόκειται ούτε για Βουλγάρους, ούτε για Τούρκους. Από μέρους όμως των Βουλγάρων και των Τούρκων έγινε μεγάλη προσπάθεια εθνικού προσεταιρισμού των Πομάκων. Η τουρκική πίεση πάνω στους πομακικούς πληθυσμούς είναι και σήμερα εντονότατη.

Από θρησκευτική άποψη, τι είναι οι Πομάκοι;
Είναι σίγουρο ότι είναι χριστιανοί εξισλαμισθέντες. Θα μπορούσε να γίνει μια μακρά ανακοίνωση στην παλαιοχριστιανικότητα των Πομάκων στηριζόμενη στα κατάλοιπα βυζαντινών εθίμων όπως το σταύρωμα του ψωμιού. Μετά την πτώση του Βυζαντίου, οι Πομάκοι πέρασαν σε στάδιο φυλετικής κατάπτωσης, επειδή ήταν μισητοί και στους Βουλγάρους και στους Τούρκους. Οι δεύτεροι τους πίεζαν να αρνηθούν τον χριστιανισμό και να εξισλαμισθούν. Μετέφεραν γι αυτό το λόγο από τη Μικρά Ασία στην ορεινή περιοχή τους λεγόμενους Γιουρούκους που πέρασαν τα ισχνά πομάκικα νοικοκυριά από καθολική αρπαγή. Όταν λοιπόν βρέθηκαν σ’ αυτή τη δύσκολη θέση, αναγκάσθηκαν να εξισλαμισθούν. Η απόφαση πάρθηκε σε συγκέντρωση των φυλάρχων τους, που μαζί με τους παπάδες τους πήγαν στη Φιλιππούπολη. Εκεί δήλωσαν πίστη στον μουσουλμανισμό, στα 1656, επί μητροπολίτη Γαβριήλ, άβουλου και συρόμενου από τα γεγονότα ανθρώπου, μολονότι στο βάθος πιστού και αγνού. Τότε κατεδαφίστηκαν 218 εκκλησίες και 336 παρεκκλήσια, όπως γράφει ο Γιέρεκ. Ο προσηλυτιστικός οδοστρωτήρας των Οσμανιδών συνέτριψε τους Πομάκους, αφού και άνθρωποι όπως ο Μεχμέτ Κιπρουλού, που ήταν χριστιανός, τούρκεψε. Πρέπει, όμως, πολλά χρόνια να πέρασαν ανάμεσα σε εμφανή μουσουλμανισμό και κρυφό χριστιανισμό, όπως μαρτυρούν τοπωνύμια, κατάλοιπα εθίμων και λατρείες κοινές. Όταν πάντως τα σύνορα του βυζαντινού κράτους, με την είσοδο των Βουλγάρων στο Βαλκανικό χώρο, μετατέθηκαν στον Αίμο και τη Ροδόπη, οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν τους Πομάκους σαν είδος ακρίτες της Ευρώπης. Σύμφωνα με το σύστημα της υπεράσπισης του πατρικού εδάφους και της προγονικής εστίας, οι Βυζαντινοί έκαναν γενναίες παραχωρήσεις και σε γη και σε υλικά αγαθά, ώστε με τη δική τους περιουσία σαν κίνητρο να φυλάγουν αποτελεσματικά και τα σύνορα του κράτους. Με την σημερινή ορολογία ήταν πολιτοφύλακες, συνεργάτες των τακτικών στρατιωτικών δυνάμεων στην υπεράσπιση των στενών, στις «κλεισούρες». Με το σύστημα της φωτιάς που άναβαν επάλληλα από κορφή σε κορφή, όπως οι αρχαίες φρυκτωρίες, ειδοποιούσαν τις τακτικές δυνάμεις να τρέξουν σε βοήθεια, κάλυπταν, με άλλα λόγια, άριστα τον συνδυασμό λαϊκής άμυνας και έγκαιρης πληροφόρησης, που τόσο σοφά είχε αναπτύξει το ολόπλευρα πολεμούμενο βυζαντινό κράτος. Γοργοπόδαροι και ευπροσάρμοστοι, όπως και σήμερα είναι οι Πομάκοι, αποτελούσαν ιδεώδεις κλεφτοπολεμιστές, πανταχού παρόντες και πανταχού απόντες.

Ποια εθνικοπολιτική διάσταση παίρνει το θέμα των Πομάκων στις μέρες μας;
Δυστυχώς στους σύγχρονους καιρούς δεν αντλήσαμε διδάγματα από την ιστορική αυτή εμπειρία. Η σημερινή εθνικοπολιτική διάσταση του θέματος μάς πείθει ότι αν, έστω και χωρίς να χρειάζεται σαν αντιπαράθεση σε βόρεια απειλή, είχε αναπτυχθεί ένα σύστημα συσπειρωτικής ζωής των Πομάκων που την κατηύθυνε το ελληνικό κράτος, η σημερινή υποδόρια τουρκική πολιτική και πίεση πάνω στους πολιτικά αθώους και γι αυτούς ευμετάβολους πληθυσμούς δεν θα ήταν τόσο επικίνδυνη. Οι Βυζαντινοί έπαιρναν προστατευτικά μέτρα για τους Πομάκους, βοηθούσαν την οργάνωση των πομακικών χωριών μέσα σε χαράδρες και μακριά από κλεισούρες και δρόμους δημόσιους ή στρατιωτικούς. Σε περιόδους πολεμικές έστελναν τα Πομακόπαιδα να προφυλαχτούν σε μοναστήρια κοντά σε φωτισμένους καλόγερους. Τέτοια μοναστήρια αποτελούσαν σειρά ολόκληρη από εκκλησίες και συγκροτήματα στις βουνοκορφές. Ήταν μια τέλεια οργάνωση.

Έχετε συγκεκριμένα παραδείγματα από τις αυθεντικές σας καταγραφές κ. Φωτέα;
Η σύνδεση των Πομακοπαίδων με τα μοναστήρια και η επιδέξια πρακτική άσκηση στη δύσκολη ζωή, στα ιερά γράμματα και στα όπλα, παρασκεύαζε μιαν αβίαστη διαδοχή αμυντόρων. Τέτοια συγκροτήματα μοναστηριών υπήρχαν στα βόρεια της Ξάνθης και της Κομοτηνής. Πάνω από την Ξάνθη υπάρχει το όρος Παπίκιο. Η ονομασία του είναι χαρακτηριστική. Είναι το βουνό με τους πολλούς παπάδες. Οι Τούρκοι, άλλωστε, το ονόμασαν Δεσπότ-νταγ, δηλαδή το βουνό του δεσπότη.  Η όλη περιοχή είναι γεμάτη από βυζαντινά ερείπια και παραχωμένα νεκροταφεία. Από μαρτυρίες κρατικών δασκάλων και από επισκέψεις προσωπικές με τους αρχαιολόγους της εφορίας Κομοτηνής, μπορώ να βεβαιώσω για την ύπαρξη χριστιανικού νεκροταφείου στην Μελίταινα, πομακικό χωριό πάνω από τον Ίασμο, όπου ο δάσκαλος κ. Ρίζος βρήκε ένα δακτυλίδι και νόμισμα βυζαντινό που παρέδωσε στο μουσείο της Κομοτηνής. Στο ίδιο χωριό και κοντά στο σημερινό νεκροταφείο, μέσα σε μνήμα, βρέθηκε πρόχους βυζαντινής περιόδου.  Βυζαντινά μνημεία επισημάνθηκαν στο χωριό Κρυστάλλη, όπου πρόχειρη έρευνα αποκάλυψε δύο βυζαντινές λυχνίες και ένα βραχιόλι, που παραδόθηκαν στο Μουσείο Κομοτηνής. Δείγματα νεκροταφείου επισημάνθηκαν και στα νότια του ίδιου χωριού, στην Πόα, καθώς και  στην Εσοχή, που αναμφίβολα θα περιέχουν βυζαντινά αντικείμενα, αλλά η περιοχή δεν έχει καθόλου ερευνηθεί.  Στην Κερασιά ο επιθεωρητής δημοτικής εκπαιδεύσεως Ι.Τσακίρης μού μαρτυρεί τι του προσπόρισε η οικειότητά του με τον χότζα του χωριού. Κάποτε, του είπε, υπήρχαν στην περιοχή βυζαντινές εικόνες. Ο επιθεωρητής τον παρακάλεσε να ψάξουν μήπως βρουν καμιά. Αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν υπάρχουν. Έπειτα, όμως, από επιμονή και έρευνα βρήκαν σε σχήμα εικόνας διάφορες παλαιότατες δρύινες σανίδες. Ήταν διαμορφωμένες έτσι από την εποχή της χριστιανικής περιόδου προκειμένου να ζωγραφιστούν; Ήταν σβησμένες εικόνες; Ας σημειωθεί ότι οι Πομάκοι είναι πολύ επιφυλακτικοί στην ανιστόρηση των θρησκευτικών τους μεταλλαγών. Μοιάζουν σαν να τους διακρίνει μια φυλετική αμηχανία, συνεπεία του παλιού χριστιανισμού τους και του σημερινού απόλυτου μουσουλμανισμού. Είναι η «απώθηση» και ο φανατισμός της αποστασίας που τους κάνει να αντιδρούν εξ ενστίκτου σε παρόμοιες ερωτήσεις. Το νομίζουν σαν μια παρέμβαση στη θρησκευτική τους συνείδηση ή απλοϊκότερα σα μια προσπάθεια να τους ξανακάμουν χριστιανούς. Η γνωστή προπαγάνδα έχει φυσικά κάθε λόγο να τους δημιουργεί φόβους βίαιου εξισλαμισμού τους για τους μειονοτικούς πληθυσμούς της Θράκης και ειδικά της Ροδόπης, που είναι ο πολυπληθέστερος. Φυσικά και τους Πομάκους, που είναι οι περισσότεροι θρησκευόμενοι μουσουλμάνοι, η καλυμμένη πολιτική της Τουρκίας δεν είναι πολιτική état laїque  (κράτους λαϊκιστικού).  Αν στην κεμαλική Τουρκία ο μουσουλμανισμός δεν αποτελεί αναγκαίο τύπο σε καμιά πτυχή της ατομικής και συλλογικής ζωής (γάμος-βάπτιση, δοξολόγηση εθνικών εορτών),  στη Θράκη η συσπειρωτική της προσπάθεια την ωθεί να απευθύνεται σε όλους με την έννοια ότι θρησκευόμενοι, παλαιομουσουλμάνοι, Πομάκοι και μη, έχουν την κοινή τους κοιτίδα που δεν τους ξεχωρίζει  και τους υποστηρίζει όλους εξίσου «αν διώκονται». Είναι λοιπόν πολύ λεπτό και οι λόγοι καθώς και οι έρευνες πρέπει να έχουν την ευαισθησία της εθναποστολής. 

Θα πρέπει να υπάρχουν και τοπωνύμια χαρακτηριστικά των Πομάκων με ελληνικά ονόματα λόγω της σχέσης αυτής.
Τα τοπωνύμια αποτελούν μιαν άλλη απόδειξη της συνάφειας Πομάκων και Βυζαντίου. Σε λίγη απόσταση από την Οργάνη βρίσκεται το χωριό που λέγεται σήμερα Κάρδαμος, από το τουρκικό Γκερδεμέ.  Η παράδοση διατηρεί ότι στην περιοχή, στα βυζαντινά χρόνια, κλεισουράρχης και οικιστής ήταν ο Κιορ-Δήμος (Δήμος ο μονόφθαλμος, θα λέγαμε, που έχει χάσει το μάτι σε μάχη). Όταν δόθηκαν ελληνικά ονόματα στα τοπωνύμια, σύμφωνα με μια γραμμή που επικράτησε γενικά και χωρίς έρευνα του λόγου της παλιάς ονομασίας, το χωριό πήρε το όνομα Κάρδαμος σαν ηχητικά πλησιέστερη λέξη προς το Γκερδεμέ. Το μεγάλο πάλι πομακοχώρι της Ροδόπης, ο Κέχρος λεγόταν παλιά Με(α)ρικόζ. Σύμφωνα με τις τοπικές έρευνες, η λέξη είναι τουρκική και δόθηκε σίγουρα, μετά τον εξισλαμισμό της περιοχής. Είναι σύνθετη από το Μαρί και Κοζ δηλ. καρυδιά της Μαρίας. Η παράδοση διατηρεί την ύπαρξη μοναστηριακού συγκροτήματος καθώς και μια «ιερή» καρυδιά, κοντά στο νερό (αγίασμα) της Παναγίας που, ας σημειωθεί, και σήμερα οι Πομάκοι τιμούν σαν μητέρα του «προφήτη «Ιησού». Η ονομασία Μοναστήρι που φέρνει σήμερα ένας άλλος πομακικός συνοικισμός είναι παλαιότατη και το χωριό είναι κτισμένο πάνω σε λόφο από παλιά γεμάτο ερείπια μοναστηριού. Όταν η Δυτική Θράκη έγινε βουλγαρική, για λόγους προπαγανδιστικούς το Μοναστήρι ανακαινίστηκε και οι καλόγεροί του έφυγαν με την προέλαση του Πάγκαλου, το 1926. Οι Πομάκοι, σαν ακρίτες, πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες στους βυζαντινούς, ειδικά στους αγώνες τους κατά των Βουλγάρων. Οι φθορές που είχε υποστεί στους αιμοπότες αυτούς πολέμους, ανάγκασαν το βυζαντινό κράτος στην περίοδο των Πωγωνάτου και Τσιμισκή να μεταφέρει τους παυλικιανούς ακρίτες στη Ροδόπη για ενίσχυση των ευρωπαϊκών συνόρων. Ο Λέων ο Ε’ που κατετρόπωσε τους Βούλγαρους στη Μεσημβρία, ακόμα και σήμερα αναφέρεται από τους Πομάκους σαν το δικό τους λιοντάρι». Σαν θρύλος μένει στην απλοϊκή τους ιστορική μνήμη ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος. Χαρακτηριστικό είναι πάλι το επεισόδιο με τον Βούλγαρο Μομτσίλωφ, μισθοφόρο του Κατακουζηνού που αποστάτησε και που πολέμησαν και νίκησαν οι Πομάκοι κοντά στο σημερινό χωριό Κέχρο. Στο μέρος που θάφτηκαν οι Πομάκοι νεκροί αυτού του αγώνα βρίσκεται σήμερα το χωριό Νικητές (Ουτς –Γαζιλέρ δηλαδή Τρεις Νικητές). 

 Ο Παναγιώτης Φωτέας με το μητροπολίτη Δαμασκηνό
τον Απρίλιο του 1975

Κλείνοντας αυτό το σύντομο αφιέρωμα στο Παναγιώτη Φωτέα θα πρέπει να πούμε ότι ο συγκεκριμένος Νομάρχης Ροδόπης αποτελούσε μία από τις σπάνιες περιπτώσεις πνευματικού ανθρώπου που καλείται να χειριστεί τα ευαίσθητα θέματα και τα χειρίστηκε με το δέοντα σεβασμό. Ο Πλάτων είχε γράψει πως μόνο τότε θα ευτυχήσουν οι λαοί όταν οι φιλόσοφοι βασιλεύσουν ή όταν οι άρχοντες φιλοσοφήσουν:

«Ἐὰν μή ἢ οἱ φιλόσοφοι βασιλεύωσιν ἐν ταῖς πόλεσιν ἢ οἱ βασιλεῖς φιλοσοφήσωσι γνησίως τε καὶ ἱκανῶς, καὶ τοῦτο εἰς ταὐτὸν συμπέσῃ, δύναμίς τε πολιτικὴ καὶ φιλοσοφία, οὐκ ἔστι κακῶν παῦλα...»

(Ἄν οἱ φιλόσοφοι δὲν γίνουν βασιλεῖς στὶς πόλεις, ἢ δε φιλοσοφήσουν οἱ βασιλεῖς γνήσια κι’ὅσο χρειάζεται, σὲ τρόπο ποὺ νὰ συμπέση στὸ ἴδιο πρόσωπο καὶ δύναμη καὶ φιλοσοφία, εἶναι ἀδύνατο  νὰ σταματήση τὸ κακὸ…)

(Πλάτωνος Πολιτεία 473d)

Η ευρυμάθεια, η φιλαλήθεια και η πολιτική σκέψη του Παναγιώτη Φωτέα θα πρέπει να αποτελέσει πρότυπο και για τις σημερινές γενιές πολιτικών, νομαρχών, δημάρχων και βουλευτών, οι οποίοι δυστυχώς συχνά βάζουν τις μικροπολιτικές σκοπιμότητες πάνω από το συμφέρον αυτού του τόπου. Το παράδειγμα της προσωπικότητας του Παναγιώτη Φωτέα ας φωτίζει το νου και των σημερινών μας ηγετών.

Νικόλαος Θ.Κόκκας

Πρώτη δημοσίευση: Αντιφωνητής 16 Απριλίου 2013