Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

«Κάποτε οι Πομάκοι θα μάθουν την αλήθεια για την καταγωγή τους»


Ο γιατρός Ιωάννης Αγκόρτζας 
μιλάει για τους Πομάκους

Συνέντευξη στο Ν.Θ. Κόκκα

Συναντήσαμε τον κ. Ιωάννη Αγκόρτζα στο ιατρείο του στην Ξάνθη. Μας μίλησε  για τα χρόνια που προσέφερε τις υπηρεσίες του ως αγροτικός ιατρός στα Πομακοχώρια και για τις έρευνές που πραγματοποίησε σχετικά με την ιστορία και την καταγωγή των Πομάκων. Οι απόψεις του παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και συμβάλλουν στη μελέτη του ιστορικού παρελθόντος της Θράκης.
Ο Ιωάννης Αγκόρτζας γεννήθηκε στις 14/11/1935 στο Άβατο Ξάνθης. Ο πατέρας του Απόστολος Αγκόρτζας (που κατάγονταν από την Κορυτσά της Βορείου Ηπείρου) είχε υπηρετήσει ως δάσκαλος στα Πομακοχώρια τα έτη 1927-1930.
Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή της Βιέννης και συνέχισε στο Ίνσμπρουκ της Αυστρίας, από το οποίο αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Ιατρικής το 1963. Υπηρέτησε περίπου δύο χρόνια στην Πολεμική Αεροπορία. Γύρω στο 1965 υπηρέτησε ως αγροτικός γιατρός στο χωριό Εξοχή και μετά στον Εχίνο. Ολοκλήρωσε την ειδικότητά του στην Παθολογία το 1970, σε νοσοκομεία της Ελβετίας και της Αυστρίας. Διετέλεσε δήμαρχος Ξάνθης την περίοδο 1970-1973. Το 1977 δημιούργησε στην Ξάνθη, Γενική Κλινική με 115 κλίνες, στο χώρο της οποίας μετά το 1985 στεγάστηκε το 412 Στρατιωτικό Νοσοκομείου Ξάνθης. Είναι ιδρυτικό μέλος του Δημοκριτείου Ιδρύματος, της Εταιρείας Προστασίας Θρακικής Κληρονομιάς, καθώς επίσης ήταν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρωπολόγων.

Εργαστήκατε ως γιατρός στον Εχίνο από το 1965 έως το 1967. Τι θυμάστε από εκείνα τα χρόνια;
Η κατάσταση τότε ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Υπήρχε πολύ μικρή επαφή του πληθυσμού με την πόλη της Ξάνθης. Στην πόλη κατέβαιναν συνήθως μόνο οι άνδρες που είχαν κάποια δουλειά. Υπήρχε μόνο ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος, από τον Εχίνο μέχρι την Ξάνθη. Τις επισκέψεις στα χωριά τις κάναμε συνήθως με μουλάρια. Ξεκινούσαμε, παραδείγματος χάριν, από τις Σάτρες με δυο μουλάρια και φτάναμε μέχρι επάνω στον Τσαλαπετεινό, την Κοτάνη και τις Θέρμες, μέναμε το βράδυ εκεί, εξετάζαμε τους αρρώστους και ξαναγυρίζαμε. Στον Εχίνο υπήρχε Υγειονομικός Σταθμός με έξι κρεβάτια, τα οποία τα είχαμε σχεδόν πάντα γεμάτα. Δεν υπήρχε άλλος γιατρός στην περιοχή, έτσι η ευθύνη μας ξεκινούσε από τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα και έφτανε μέχρι την Μύκη και το Ωραίο.

Ο γιατρός Ιωάννης Αγκόρτζας (δεξιά) στον Υγιειονομικό Σταθμό Εχίνου το 1967.
(Φωτογραφία Πέτρου Θεοχαρίδη)

Πώς αντιμετώπιζαν οι Πομάκοι το γιατρό τους;
Οι σχέσεις μας ήταν άριστες. Δυσκολίες υπήρχαν, έτσι το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν ένα μικρό εγκόλπιο με ελληνο-πομακικούς διαλόγους, ώστε να μπορεί το προσωπικό να συνεννοείται, γιατί τότε, πολύ λίγοι ξέρανε ελληνικά, όλοι μιλούσαν την Πομακική. Αυτό συνέβαλε να έχω στενότερη επαφή μαζί τους. Μέχρι και σήμερα, με τιμούν με τη φιλοξενία τους. Όταν κάναμε το εγκόλπιο με βοήθησε πολύ ο τότε πρόεδρος του Εχίνου, Χουσεϊν Μπασιά, ο οποίος μιλούσε απταίστως ελληνικά. Έτσι εξοικειωθήκαμε με την Πομακική γλώσσα, η οποία μας έφερε πιο κοντά στους ανθρώπους.

Είχατε κάποια προβλήματα κατά την υπηρεσία σας στα πομακοχώρια;
Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι δεν μπορούσαμε να κατεβαίνουμε στην πόλη. Κατεβαίναμε δύο φορές το μήνα. Υπήρχαν προβλήματα στη μετακίνηση. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα, τις τηλεφωνικές ανάγκες εξυπηρετούσαν τα χειροκίνητα τηλέφωνα στα ΤΕΑ και στην Κοινότητα. Η μπάρα δεν ήταν πρόβλημα. Ήταν απλά συνοριακός έλεγχος, με εντολή από το ΝΑΤΟ.  Μπάρα υπήρχε και στα σύνορα με την Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία. Τα περί προβλήματος αποτελούν μύθο, εξυπηρετώντας πολιτικές σκοπιμότητες. Όλοι έπαιρναν ένα χαρτί και ανεβοκατεβαίνανε.

Υγειονομικός Σταθμός Εχίνου 1967
(Αρχείο Ιωάννη Αγκόρτζα)

Πώς ήταν η καθημερινή ζωή των Πομάκων πριν από σαράντα χρόνια;
Είχαν μια τυπική αγροτοκτηνοτροφική ζωή, ακολουθώντας τον πατροπαράδοτο ποιμενικό τρόπο ζωής. Παράλληλα, ασχολούνταν με την καλλιέργεια καπνού. Υπήρχε η φτώχεια, γενικά, αλλά καταφέρνανε και ζούσανε πάρα πολύ καλά, διότι είχανε τα δικά τους προϊόντα και είχανε επάρκεια βιοποριστικών αγαθών. Είχαν τα καλά τους τα ρούχα, είχαν τα σεντούκια τους με τις γνωστές προίκες, είχαν τις λίρες τους. Οι Πομάκοι πειράζανε τους τουρκόφωνους και τους έλεγαν «τσιτάκ τσιπλάκ» (γυμνά τσιτάκια). Αυτούς που εσφαλμένα κάποιοι ονομάζουν «τουρκογενείς του κάμπου», είναι κυρίως οι «κυρτζαλίδες» και τα «τσιτάκια», από το Τσιτάκιον, ιστορική πόλη, το σημερινό Ούστοβο της Βουλγαρίας που υπήγετο εκκλησιαστικώς στη μητρόπολη Ξάνθης. Βεβαίως, θα υπήρχαν και κάποιοι τουρκογενείς, οι οποίοι όμως αφομοιώθηκαν με μεικτούς γάμους από τους γηγενείς μουσουλμάνους. Οι Πομάκοι είχαν μια στάση περιφρονητική απέναντι στους τουρκόφωνους. Δε γινότανε γάμοι ανάμεσα σε Πομάκους και Τσιτάκους. Το Λεξικό Δημητριάδη γράφει για τα Τσιτάκια ότι τους μετέφεραν εδώ «ως κακώς ομιλούντων την τουρκικήν». Οι Τσιτάκοι είναι γηγενείς Θρακιώτες, που δούλευαν στα τσιφλίκια των μπέηδων. Γι αυτό υπάρχει κι η γνωστή παροιμία: «işle Yuvan, çiftlik senin, senin buba burda öldü, sen da burda» (δούλευε Γιάννη, το τσιφλίκι είναι δικό σου, εδώ πέθανε ο μπαμπάς σου, εδώ θα πεθάνεις κι εσύ).

Εκτός από Πομάκους, ποιες άλλες εθνοτικές ομάδες υπήρχαν στα πομακοχώρια;
Εκτός από τους Πομάκους, σε ορισμένα πομακοχώρια υπήρχαν και Αθίγγανοι, που ήταν μουσικοί, σιδεράδες, σαμαράδες, πεταλωτές, γανωματήδες. Μεγάλη ομάδα αυτών, υπήρχε αναμεμιγμένη με τους ντόπιους κατοίκους στα Μελίβοια, στον Εχίνο και στο Ωραίον. Υπήρχαν στα πομακοχώρια και αρκετοί χριστιανοί μόνιμοι κάτοικοι. Είχανε εστιατόρια, καφενεία, μπακάλικα ή έκαναν εμπόριο ξύλων. Στον Εχίνο, στο καφενείο του Σγουράκη, δίπλα από το ποτάμι, κάναμε τις γιορτές μας. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί οι χριστιανοί, ήτανε και οι δάσκαλοι, οι υπάλληλοι  της κοινότητας, του ταχυδρομείου και του δασαρχείου, οι οποίοι είχαν νοικιάσει σπίτια και ζούσαν μόνιμα εκεί. Επίσης, στα Μελίβοια ζούσε και μια οικογένεια Εβραίων (Γιαχουντί). Λέγεται ότι σε μια σπηλιά είχε μία χάβρα. Σύμφωνα με ένα παλιό τουρκικό χάρτη, που δείχνει τις θρησκευτικές ομάδες, υπάρχουν π.χ. στη Σμίνθη, χριστιανοί, μουσουλμάνοι και γιαχουντοί.  
  
Υγειονομικός Σταθμός Εχίνου 1967
(Αρχείο Ιωάννη Αγκόρτζα)

Τι γνωρίζετε για την ιστορία του Εχίνου.
Ο Εχίνος λέγεται ότι οφείλει το όνομα του, στη δύσβατη και σκληροτράχηλη μορφολογία του εδάφους του, από το αντίστοιχο Εχίνιοι τόποι, στην Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία. Σύμφωνα με τους Βουλγάρους εθνολόγους από το Σμόλιαν, ο Εχινιώτης γενάρχης, Σαχόνοφ-Σαχινλής, ήταν ο Καλπάκας, ο οποίος είχε το τυροκομείο του στην περιοχή. Το μεν καλοκαίρι καθόταν εκεί στο τυροκομείο, τον δε χειμώνα κατέβαινε στο Αιγαίο. Αυτά γύρω στα 1840-1850. Ο δεύτερος Εχινιώτης γενάρχης, ο Καρατζάς, ήταν ένας Ηπειρώτης κτηνοτρόφος, έμπορος αιγοπροβάτων, αντίπαλος του Καλπάκα.
 Λέγεται ότι το πρώτο τζαμί του Εχίνου ήταν αρχικά εκκλησία. Υπάρχουν κι άλλα χριστιανικά στοιχεία στον Εχίνο, πέρα του χριστιανικού νεκροταφείου, όπως τα διάφορα τοπωνύμια. Το βουναλάκι πάνω από το τζαμί λέγεται «φ’ κλισιόνο» (στην εκκλησιά) και ο συνοικισμός Σούλ-Σούλοβο που πιθανότατα σχετίζεται με το Σούλι. Εκκλησία ή εκκλησίες υπήρχαν και πάνω από τα Μελίβοια, στο λεγόμενο Πεπέκιο όρος. Υπάρχουν ακόμα ίχνη ναών σε σπηλιές, αλλά και τα θεμέλια μιας εκκλησίας. Παρόμοια, συναντάμε στη Γοργόνα, στη θέση Τσούκα, τα θεμέλια της εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας και το χριστιανικό νεκροταφείο, το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα. Στο Ωραίον υπάρχουν οι «Γκιαούρσκι γκρόμπιε» (τάφοι των απίστων). Στη γέφυρα του παπά κοντά στο Ωραίον υπάρχει χαραγμένος σταυρός, διότι έγινε από Ηπειρώτες μάστορες.

Πομάκα με βυζαντινό σταυρό
(Αρχείο Ιωάννη Αγκόρτζα)

Τι πιστεύετε για την καταγωγή των Πομάκων;
Το Σεπτέμβριο του 1994, ως προσκεκλημένος ομιλητής, του κυρίου Ν. Ξηροτύρη (Καθηγητού Ιστορίας- Εθνολογίας), σε διεθνές συνέδριο που οργάνωσε στην Κομοτηνή, μου δόθηκε για πρώτη φορά η ευκαιρία να αναφερθώ δημόσια στην πιθανή πληθυσμιακή σύνθεση των σημερινών Πομάκων, καθώς και στην προέλευση του ονόματος τους από την αρχαιοελληνική λέξη ποιμήν. Δεν διεκδικώ το αλάθητο και δεν παραβλέπω τα λόγια του Γάλλου κοινωνιολόγου Ε. Moren, ότι «η βεβαιότητα ότι γνωρίζουμε την αλήθεια επ’ ουδενί αποτελεί εγγύηση έναντι της πλάνης». Πρόθυμα επιζητώ την αντίθετη άποψη, ώστε με κάθε καλοπροαίρετο συνομιλητή να πετύχουμε το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα στη μελέτη της ταυτότητας των Πομάκων. Συμβουλή μου σε κάθε συν-ερευνητή, η μελέτη του συγγράμματος «Πομάκοι» του Π. Θεοχαρίδη, το οποίο αναδεικνύεται ως Αγία Γραφή για το έργο μας. Την τότε άποψη μου, που θα αναλύσω παρακάτω, συνεχίζω να υποστηρίζω και να βελτιώνω μέχρι σήμερα, παρόλο που για τους περισσότερους ερευνητές παραμένει άγνωστη η καταγωγή των Πομάκων, επιμένοντας οι Τούρκοι για τη δήθεν Τουρκική καταγωγή τους και οι Βούλγαροι για τη δήθεν Βουλγαρική, παραχαράσσοντας έτσι και τη δική τους ιστορία. Αισθάνομαι σεβασμό, συμπάθεια και δέος, όταν οι Βούλγαροι αυτοαποκαλούνται «απόγονοι του Ορφέα» και οι Τούρκοι «συνεχιστές της Βυζαντινής αυτοκρατορίας». Τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Βούλγαροι αποφεύγουν δύο λέξεις κλειδιά και σύμβολα της ταυτότητας των Πομάκων, το Αχριάν (Αχριάνος) και το Πομάκ (Πομάκος).
Οι Πομάκοι, λοιπόν, αποτελούν μία σύνθεση λαών και χρόνων. Είναι προφανώς οι ιθαγενείς Ροδοπαίοι Αγριάνες κ.α. των Αλεξανδρινών χρόνών, οι οποίοι μας οδήγησαν στους Ροδοπαίους Agrianes κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια, όπου εξελίχθηκαν σε Αχριάνες κατά την Οθωμανική κυριαρχία, για να μετεξελιχθούν στα χρόνια της εξέγερσης κατά των Οθωμανών κατακτητών (2ο μισό 19ου αιώνα) σε Αχριάνες-Πομάκους. Από την απελευθέρωση και μετά καταλήγουμε στους σημερινούς Ροδοπαίους-Πομάκους.

Η μεταστροφή των χριστιανών Αχριάνων σε μουσουλμάνους έγινε με ομαδικό εξισλαμισμό. Από το 1700 έχουμε ντοκουμέντα που αναφέρουν ότι όλους όσους άλλαζαν την πίστη τους, τούς έλεγαν Αχριάνηδες. Στα πομακοχώρια έμειναν πολλοί κρυπτοχριστιανοί. Έχω μία πελάτισσα από το Ωραίον, την οποία τη φωτογράφησα το 1974 με το βυζαντινό της σταυρό (βλέπε φωτογραφία). Είπε ότι είναι οικογενειακό φυλαχτό. Συνάντησα μία άλλη Πομάκα η οποία είχε στη μασχάλη της από κάτω χαραγμένο από κάποια Σαρακατσάνα, ένα τατουάζ, που απεικόνιζε σταυρό. Οι γέροι Πομάκοι λέγανε ότι, σύμφωνα με το Οθωμανικό δόγμα, για να έχει κανείς τα προνόμια του Οθωμανού πολίτη, έπρεπε ή να είναι μουσουλμάνος ή να μιλάει τουρκικά. Τους τέθηκε, λοιπόν, το δίλημμα ή να αλλάξουν την πίστη τους ή τη γλώσσα τους. Τότε οι σοφτάδες (οι σοφοί) επέλεξαν να αλλάξουν θρησκεία και να διατηρήσουν τη γλώσσα τους. Προτίμησαν να γίνουν μουσουλμάνοι για να επιβιώσουν.

"Εκλόγιον" του 1783 από τα Πομακοχώρια το οποίο παρέδωσε Πομάκος στο γιατρό Ι. Αγκόρτζα
(Αρχείο Ιωάννη Αγκόρτζα)

Τι μαρτυρούν τα επώνυμα των Πομάκων σχετικά με την καταγωγή τους;
Στα κορφοβούνια ζούσανε ως γνωστόν καθάριες ποιμενικές φυλές, σύμφωνα με τους αρχαίους ποιητές μας, αλλά και οι κυνηγημένοι, οι φυγάδες, από τους διάφορους κατακτητές. Οι κατακτητές ζούσαν συνήθως, στις εύφορες πεδιάδες, στα τσιφλίκια τους και στα πλούσια λιμάνια. Έτσι λοιπόν, κατά την άποψη μου, οι Πομάκοι είναι μία «σύνθεση λαών και χρόνων» (Κ. Παλαμάς), «ένα ουράνιο τόξο από καθάριες ποιμενικές φυλές ορεινών κτηνοτρόφων αιγοπροβάτων (αρχαίοι ποιητές). Δηλαδή, είναι ένα παζλ από εντόπιους (ετούζοι, αχριάν, τεμέλ, συνοίκ κ.α.) και από άποικους (πρόσφυγες, φυγάδες, μετανάστες κ.α.).
Εκεί θα βρεις τον Κιουρτ (Κούρδο), τον Γκιριτλή (Κρητικό, που κατά τα διάφορα πολεμικά γεγονότα οδηγήθηκε στα βουνά της Ροδόπης), τον Καντουχάρ (αυτόν που ήρθε από την Καντουχαρία του Πακιστάν), τον Γκίντα (Ηπειρώτικο όνομα από τις γίδες), τον Κόντε (ο κοντός- αρβανίτικο όνομα), τον Κάλφα (το μάστορα), τον Κοτς (Κώστα) κ.α. Έχουμε ακόμα τους Λαζ (Λαζούς), Πατσαμάν, Γκάμπρο και Κοζάρ (από την άγρια κατσίκα), Μέτσο (από την αρκούδα), Μποσνάκ (Βόσνιος), Σινίκ (σύνοικο), Τεμέλ (θεμέλιο), Μέτε (μέτοικο), Ροδοπλού (Ροδόπουλος) κ.α.
Κατά το 1400 έφτασαν στα κορφοβούνια της Ροδόπης οι Αρβανίτες (Αρναούτ), οι Μπόζιδες, οι Μαλκότσιδες, οι Λότσιδες κ.α. Στις αρχές του 18ου αιώνα, κυνηγημένοι από τον Αλή πασά και τους Τουρκαλβανούς έφτασαν στη Ροδόπη νέοι φυγάδες από την Ήπειρο: Γιαννιούς (Γιαννιώτες), Σουλιώτες (Σούλογλου, Σούλκο), Καλπάκιδες, Μέτσοδες (από το Μέτσοβο), Τσουκαλάδες, Μπαντάκιδες, Μπουδούριδες κ.α. Σαρακατσάνοι (Παλικάριδες, Τσιλιγκίριδες, Κόντιδες, Κίσσαδες, Μπατσάκιδες, Μπουραζάνιδες, Μπουρντούνιδες κ.α. Γραμμοτσάνοι, Βλάχοι, Μακρίδιδες, Λιάπιδες κ.α. Όλοι Ποιμνάδες και Ποιμνάκοι δημιούργησαν στα ήδη ποιμενοχώρια των ντόπιων, τα νέα αρβανιτοχώρια, τα νέα δερβενοχώρια, τα νέα ζαγοροχώρια, τα νέα βλαχοχώρια (Συράκοβο, Βλάχοβο). Συγκεντρώθηκαν εκεί και πρόσφυγες (Ματζήρ) από τα εδάφη της Θράκης που καταλήφθηκαν από τους Βούλγαρους. Ακόμα ήλθαν κυνηγημένοι από τους Οθωμανούς οι Γιουρούκοι (ορέοικοι) από τα βουνά της Εφέσου, οι Ζεϊμπέκηδες από το Ικόνιο και οι Ρομ.
Με δυο λόγια, για να κατανοήσουμε την καταγωγή των Πομάκων, στηριζόμαστε σε δύο άξονες, στην πληθυσμιακή τους σύνθεση και στο πού, πότε και γιατί ονομάστηκαν Πομάκοι.

Υπάρχουν στα πομακοχώρια κάποια ιδιαίτερα ιατρικά προβλήματα;
Βεβαίως, κάθε τόπος έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες και όσο αφορά τα ιατρικά ζητήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στα χωριά της περιοχής γύρω από τη Σμίνθη (που έχει πολλούς Αρβανίτες, Αρναούτ μαχαλά, με ίδια χαρακτηριστικά και ίδιες κληρονομικές παθήσεις που έχουν οι Αρβανίτες στο χωριό Κυψέλη της Ξάνθης) είναι ο αλφισμός, μια κληρονομική έλλειψη μελανίνης, μιας ουσίας που δίνει το χρώμα στο δέρμα μας. Η διάδοση του αλφισμού οφείλεται στην ενδογαμία. Οι Αρβανίτες παντρεύονταν μόνο Αρβανίτες. Οι Σαρακατσάνοι μόνο Σαρακατσάνους. Οι Πομάκοι μόνο Πομάκους. Οι Τσιγγάνοι μόνο Τσιγγάνους. Άλλες κληρονομικές ασθένειες που παρατηρούνται στη περιοχή, από την ίδια αιτία της ενδογαμίας, είναι βρογχοκήλη, η επιληψία, η μεσογειακή αναιμία κ.α. 

Τι αλλαγές έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στα μειονοτικά ζητήματα;
Μεγάλες, τόσο στη βελτίωση της ζωής τους όσο και στη μόρφωση τους. Όσον αφορά την εκπαίδευση τους, πίστη μας είναι ότι έγιναν πολλά λάθη. Το ενθαρρυντικό είναι ότι οι ίδιοι οι Πομάκοι προτιμούν πλέον τα Δημόσια σχολεία. Κάποτε θα καταλάβουν, πιστεύω, ότι έχουνε μια βαριά ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και πρέπει να τη μελετήσουν μόνοι τους. Διότι όταν την παρουσιάζουμε εμείς το θεωρούν προπαγάνδα.

Πώς κρίνετε το θεσμό της μειονοτικής εκπαίδευσης;
Δεν είμαι ειδικός για να απαντήσω σε αυτό το θέμα, αλλά πιστεύω ότι ο θεσμός των μειονοτικών σχολείων, κατά τη γνώμη μου, έφερε αντίθετα αποτελέσματα. Οι Πομάκοι δεν ήξεραν τουρκικά. Έμαθαν τουρκικά, παρόλο που η συνθήκη της Λωζάνης αναφέρεται σαφέστατα σε γηγενείς μουσουλμάνους και δε μιλάει πουθενά για Τούρκους.

Πιστοποιητικό ηλικίας και ταυτότητος γηγενούς μουσουλμάνου 1936
(Αρχείο Ιωάννη Αγκόρτζα)

Στη Θράκη χριστιανοί και μουσουλμάνοι συνυπάρχουν δίχως ιδιαίτερα προβλήματα.
Είναι τόσο απλό. Είναι δυνατό να μη ζούμε καλά, αφού ήταν πρώην χριστιανοί και έχουμε τον ίδιο τρόπο ζωής; Έχουμε τον ίδιο πολιτισμό, τον ελληνορωμαϊκό, το βυζαντινό. Ο μπαμπάς μου ήταν δάσκαλος και κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα πηγαίναμε στους δασκάλους τους μουσουλμάνους για να τους προσφέρουμε κόκκινα αυγά. Ακόμα και σήμερα πολλοί μου ζητούν κόκκινα αυγά. Το έχουνε γούρι. Και αυτοί μας προσφέρουν κουρμπάνι και γλυκά στο Μπαϊράμι τους.

Γίνεται προσπάθεια από την πλευρά της Τουρκίας για τη χειραγώγηση της μουσουλμανικής μειονότητας;
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω λεπτομέρειες, όμως φαινομενικά κάποιοι ακολουθούν το δρόμο του ισλαμικού φανατισμού, εξυπηρετώντας διάφορα συμφέροντα. Χρέος μας είναι, σεβόμενοι την θρησκευτική τους ετερότητα, να δημιουργήσουμε κίνητρα αυτογνωσίας.

Ποια είναι η ευθύνη των πολιτικών κομμάτων;
Καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν ευθύνονται οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι απλά κάνουν τη δουλειά τους. Ευθύνονται απόλυτα οι Έλληνες πολιτικοί. Όλοι όσοι χάριν ψηφοθηρικών και άλλων συμφερόντων κάνουνε αυτά που κάνουνε. Οφείλουμε να προβάλλουμε και να προωθήσουμε ανθρώπους που έχουν συνείδηση ελληνική.

Ποια είναι η ενδεδειγμένη στάση της ελληνικής πολιτείας απέναντι στους μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες;
Να τονίσω και πάλι ότι δεν είμαι ο ειδικός για να απαντήσω, πιστεύω όμως ότι θα πρέπει πρωτίστως να τους συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται προς όλους τους Έλληνες. Θα πρέπει να σταματήσουν τη λέξη «μειονότητα». Γιατί μειονότητα; Κι ο Αρμένιος τι είναι; Θα λέμε και γι αυτόν «Αρμένικη μειονότητα»; Να φύγει η λέξη «Μειονότητα». Οι άνθρωποι είναι σαν εμάς και εμείς σαν αυτούς.

Ποιο πιστεύετε θα είναι το αύριο των Πομάκων;
Είμαι εκ φύσεως αισιόδοξος. Πιστεύω ότι πολύ γρήγορα τα φιλομαθέστατα παιδιά των σημερινών Ροδοπαίων Πομάκων που ευνοήθηκαν ιδιαίτερα από αυτή την πολιτεία, θα μάθουν την αλήθεια για την  καταγωγή τους και για την βαριά ιστορική και πολιτιστική τους κληρονομιά. Θα μάθουν ότι τα «κορφοβούνια», όπως έλεγαν και οι αρχαίοι μας ποιητές, είναι η «πηγή κάθε φυλής καθάριας», είναι το καταφύγιο των αδικημένων, των κυνηγημένων, των φυγάδων. Δική τους η παροιμία, γνωστή σε όλα τα Πομακοχώρια με μικρές παραλλαγές, «Μπέγκανα μάϊκα νε πλάκαλα» (δηλ. του φυγά η μάνα δεν κλαίει). Οι κατακτητές συνήθως ζούσαν στις εύφορες  πεδιάδες, στα τσιφλίκια και στα πλούσια λιμάνια. Είμαι πεπεισμένος ότι στο μέλλον θα συνεχίσουμε να ζούμε αρμονικά, χωρίς ανάμεσα μας να υπάρχει η λέξη μειονότητα. Τέλος, όπως έλεγε και ο σοφός Νίτσε, «μόνο εκεί όπου υπήρχαν τάφοι (κυνηγημένων, φυγάδων και αδικημένων) υπάρχει και η ανάσταση», και τέτοιοι τάφοι υπάρχουν σε κάθε Πομακικό χωριό.



* Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αγώνας» στις 29 Ιουνίου 2013