Ζhábinkana
(Ένα παραμύθι από τη Μύκη Ξάνθης)
Bir vakît adín so ye azhónil ála mo ye bulá zhanána evliyâ. Radíla ye tri kópeltsota. Agîna gi ye radíla atishlá ye nónahke, zagubíla so ye. Bubáyko mi, agî da gi glôda, na ráme nónahke, astáve gi. I to kevenísot kevenísot. Αgî pastánalï po gulâmï víkot si tíye adín druk:
- To she bu nîye da si negadíme sâkotri pa annó kóshtinko húbafko da sedíme.
Fátilï so nagadíli so kóshtinko. Agá so nagadíli kóshtinko che víkot:
- Da, che mózheme li ’sä nîye isîy le samí da prekáravame
da sedíme?
Trimínana so ’sä glôdot, dúmet si, chûdet so ’sä kaná da
fátet, kaná da stóret. Agî Alláh tarafundán, hîzïr dahóde i víka mi:
- Na móyte sä merák da mûye vîye ste vrítsi kïsmetlí.
Ídite na annó barchínko, stórite annó fálo.
Μétnite, katró mu kadéta so pánne
itám íma kïsméte.
Tíye so stóreli inazí. Dvamínemne so ye pánnalo húbaf
kïsmét. Agá annó múne, nîi málkomune so
pánnalo faf annó kámene, kamenóka. I tóy so zachúdeva i víka:
- Ya she ’sä da ídom da vídem, to ye kamenók ála kanáta
ye, agî mi so ’sä isîi pánna, ya she ídom.
Hódi aytám nahódet annó zhábinko. I tóy víka:
- E, kïsmét, ya trába sa da zômom zhábinkoso.
Zöl ye zhábinkono
i adnáse ye na kóshtono. Le ye púsnava i tya so jíznava i vláze faf
pushtrákane.I tóy so artósava izláze na muhabéte. Agá so vórnava vótre
zaméteno, izmîto kurdísano i zhábinkana si ye faf pushtrákane. I drúgakne
véchera izláze pak, le inîi. Na tri vécherï ye rekól:
- Ya she ’sä da so skrîem na kóshtaso da vídem kaná
stánava. Nagadíl se ye mâsto i skrîva so faf kóshtono. Vídeva izláze anná zhaná
gül gibí da ye na glôdash sas óchi. Nagáda pa vótre, privdíga. Ι tóy izláze. I tóy agî izláze, tya so pátnava i víka:
- A, to ye buló isîi kïsmét, víka. ’Sä Allahîn
iziní ilé, dannó ye kïsmét da zhivéme, da hódime.
I hódet sâna. Ζhanána ye gayét húbava i akïlî.
Agî bubáyko mu so vráshta, hódi faf tóga. Ι ‘sä óti mûye bulá zhanána húbava i kámatna
ishtâl ye da go peché dalí nishté nékak go azdisá.
Ta mu víka:
- Íshtom da mi danesésh grózdyeno sas máykono i
dúleno sas véykono.
I pa sredé zhímo ye buló i tóy so zachûdeva.
Zhanána go papîtava:
- Kaná so chûdish?
- Néma níkana, víka, bubáyko mi íshte isazí. Pak katrí ye
vakîtos isâ? Κadé ye da go náydom?
I tya mu víka:
- Ye ta kadé ídi i póchukai, isazí íshtom, réchi, i sha
ti go dadót.
I tóy hódi i danáse mu grózdyeno as máykono i dúleno as
véykono. Ι vakîton ye sredé zimá.
Bubáyko mu pak na kandísava, pak go peché. Τo ye hasebíl káta gibí
da go zagubí, to ye bul vannák nókakvof. Agî mu víka pak, náy sétna:
- Máyka ti imâsho na míchkanek pórsta pórstene. Íshtom da ídish da mi go danesésh.
I kópelon so zachûdeva pak kadé ye tya máyka mu. Κak da go danesé? Zhanána mu víka:
- Na móy so chûdí. Ídi yéta ke na yéta katró mâsto íma
dúpko, víka. Spúsniso niz dúpkono i she da ídish kadéna máykati.
Tóy hódi, da kurdísava i kurdísava na panáse mu da so
spúsne. Vráshta so. I zhanána go pîta:
-Óti, kaná ye?
- Chi to néma ni za kadé
da so fátem. Ni za kak da slézom nis dúpkono.
Tya mu víka:
- Ne, néma da hasebísh ni fátanye níkakna. Vóri na
dúpkono le so púsni, víka, i she so
yevísh kadéna máykati.
I tóy hodi, púshtaso na dúpkono i vídeva ’sä káta íma
vratá, anî itám drúgï itám. Izláze anná da mu víka:
- E, kaná íshtesh?
- Chi ya máyko íshtom.
- U, víka, inézi vratá so máychinïti. Vóri, póchukai. Τya
sha ti atvóri.
I tóy hódi pachûkova na máychinïne mu vratá i tia
atvóreva.
Agî go vídeva mu víka:
- Váa sîne, che tï bésho yéshte ne za dahódenye. Κakvá rábata ’sä tï da dóyde?
I tóy tagîne zakázava isîy isîy.
- Ah gidí, sîne, ah! Ah, gidí, sîne, ah! I bubáykoti bésho za móne húbo. Ála agî ye na
inók akîla bul haír yok. Da, víka, néma da ti e krívo. To she i to da so duzdúsa. Υálnïs vóri tï ’sána. I glôday si go tï bubáykati za bubáyka.
Yálnïs af Jumayágün she da ídete faf jumayóno. I
tóy sha ye itám. I sha darechésh vrítsem
jumayátomne: «faf isók vakîta, grózdyeno sas máykono i dúleno as véykono,
minkûn li ye, sredé zimá? » Tíye she da rechót vrítsi ne ye minkûn. Ála she da
rechésh agî rechót ne ye minkûn da rechót «kámen».
I tóy go stóreva inazí. Agî so reklíli «ne
ye minkûn», reklíli so vrítsi jumayáton «kámen». I to bubáyko mu so le vdabâva
na pótene i stánava kámen. Dáyma ’sä, víkot, le go preskáchet.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Το βατραχάκι
Mια φορά κάποιος παντρεύτηκε αλλά η γυναίκα του ήταν
αγία. Γέννησε τρία αγοράκια. Όταν τα γέννησε πήγε κάπου και χάθηκε. Ο πατέρας
τους, αντί να προσέχει τα παιδιά, εξαφανίστηκε και τα εγκατέλειψε. Και αυτά
ζορίζονταν, ζορίζονταν. Όταν έγιναν πιο μεγάλα είπαν το ένα στο άλλο:
- Καλά, μπορούμε
τώρα να φτιάξουμε ο καθένας από ένα σπιτάκι καλό για να μένουμε;
Πιάσανε και
φτιάξανε το σπιτάκι. Όταν φτιάξανε το
σπιτάκι είπαν:
- Καλά, θα τα
καταφέρουμε εμείς έτσι μόνοι μας να επιβιώσουμε;
Τα τρία παιδιά τώρα
κοιτιούνται, συζητάνε, σκέφτονται, τι να πιάσουν, τι να κάνουν. Τότε, από το
Θεό, πνεύμα ήρθε και τους λέει:
- Μη στεναχωριέστε
τώρα, εσείς όλοι είστε καλότυχοι. Πηγαίνετε σε ένα βουνό, κάντε μία κλήρωση.
Ρίξτε κλήρο, σε καθέναν όπου πέσει εκεί είναι η τύχη του.
Κι αυτοί το κάναν
αυτό. Στους δύο έπεσε καλή τύχη. Όμως στον ένα, τον πιο μικρό του έπεσε σε μια
πέτρα, σε βραχώδη περιοχή. Κι αυτός συλλογίστηκε και λέει:
- Εγώ τώρα θα πάω
να δω, είναι βραχώδης περιοχή αλλά ό,τι
είναι, αφού τώρα έτσι μου έλαχε, εγώ θα πάω.
Πάει εκεί και
βρίσκει ένα βατραχάκι. Κι αυτός λέει:
- Ε, θέλημα της
μοίρας, εγώ τώρα πρέπει να πάρω το βατραχάκι.
Πήρε το βατραχάκι
και το μετέφερε στο σπίτι του. Μόλις το άφησε αυτό γλίστρησε και μπήκε μέσα στο
τζάκι. Εκείνος ετοιμάστηκε και βγήκε έξω για κουβεντολόι. Όταν γύρισε μέσα ήταν
σκουπισμένα, πλυμένα, όλα στην τρίχα και το βατραχάκι ήτανε στo τζάκι. Το επόμενο βράδυ βγήκε πάλι και συνέβη το ίδιο.
Την τρίτη νύχτα είπε ο άντρας:
- Εγώ τώρα θα
κρυφτώ μέσα στο σπίτι για να δω τι συμβαίνει. Ετοίμασε ένα μέρος και κρύφτηκε
στο σπίτι. Είδε ότι βγήκε μία γυναίκα τόσο όμορφη σα λουλούδι που δε μπορούσες
να την κοιτάξεις με τα μάτια. Ετοίμαζε μέσα και συγύριζε. Και εκείνος βγαίνει.
Όταν βγήκε εκείνος, αυτή ξαφνιάστηκε και είπε:
- Α, έτσι ήτανε της
μοίρας γραφτό να γίνει. Τώρα, με το θέλημα του Θεού, να είναι η μοίρα μας να
ζούμε και να προχωράμε μαζί.
Και προχωράνε τώρα
μαζί. Η γυναίκα ήτανε πολύ ωραία και έξυπνη. Όταν μια μέρα ο πατέρας του
γύρισε, πάει σε αυτόν (στο γιο του). Επειδή, όμως, η γυναίκα του ήτανε καλή και
όμορφη ήθελε (ο πατέρας) να τον βασανίσει μήπως καταφέρει να τον κάνει να
αγανακτήσει. Έτσι του λέει:
- Θέλω να μου
φέρεις σταφύλια με το κλήμα και κυδώνι
με το κλαδί.
Και ήτανε μέσα του χειμώνα κι αυτός άρχισε να
σκέφτεται. Η γυναίκα του τον ρώτησε:
- Τι σκέφτεσαι;
- Δεν τρέχει
τίποτα, της λέει, ο πατέρας μου ζητάει αυτό. Αλλά σε τι εποχή βρισκόμαστε; Πού
να τα βρω εγώ αυτά;
Κι αυτή του λέει:
- Στο τάδε μέρος
πήγαινε και χτύπα, αυτό θέλω, πες, και θα σου το δώσουν.
Κι αυτός πάει και
του φέρνει το σταφύλι με το κλήμα και το κυδώνι με το κλαδί. Και η εποχή ήτανε
καταχείμωνο. Ο πατέρας του πάλι δεν ικανοποιήθηκε, πάλι τον βασανίζει. Αυτός
σκεφτότανε με κάποιο τρόπο να τον εξαφανίσει, ήτανε κακούργος άνθρωπος. Του
λέει πάλι στο τέλος:
- Η μάνα σου είχε
στο μικρό της δάχτυλο ένα δαχτυλίδι. Θέλω να πας να μου το φέρεις.
Το αγόρι σκέφτοταν
πάλι πού είναι η μάνα του. Πώς να πάει
να το φέρει; Η γυναίκα τού λέει:
- Μην είσαι
σκεφτικός. Πήγαινε στο τάδε μέρος έχει μια τρύπα, λέει. Κατέβα μέσα στην τρύπα
και θα πας εκεί που είναι η μάνα σου.
Αυτός πάει,
ετοιμάζεται, ετοιμάζεται, δε βρήκε το θάρρος να κατεβεί. Γυρίζει πίσω. Και η
γυναίκα του τον ρωτάει:
- Γιατί, τι
συμβαίνει;
- Αφού δεν έχει από
πουθενά να πιαστώ. Ούτε έχει από κάπου να κατέβω στην τρύπα.
Αυτή του λέει:
- Όχι, δε θα
σκεφτείς ούτε να σκεφτείς τίποτα. Πήγαινε στην τρύπα και αφήσου, του λέει, και
θα βρεθείς εκεί που είναι η μάνα σου.
Κι εκείνος πάει,
αφήνεται να πέσει στην τρύπα και βλέπει τώρα κάτι σαν πόρτες, μία εδώ, άλλη
εκεί. Βγαίνει κάποια και του λέει:
- Ε, τι θέλεις;
- Τη μάνα μου θέλω.
- Να, λέει, εκείνη
η πόρτα είναι της μάνας σου. Πήγαινε και χτύπα. Αυτή θα σου ανοίξει.
Κι εκείνος πάει και
χτυπάει την πόρτα της μάνας του κι αυτή του ανοίγει. Όταν τον βλέπει του λέει:
- Αχ γιε μου, εσύ
δεν ήσουν ακόμα για νάρθεις εδώ. Τι σου συνέβη τώρα και ήρθες εδώ;
Κι εκείνος τότε
άρχισε να της λέει έτσι κι έτσι.
- Αχ, γιε μου, Αχ!
Αχ, γιε μου, αχ! Ο πατέρας σου νόμιζα
ότι ήταν καλός. Αλλά αφού είχε τέτοιο μυαλό δεν είχε προκοπή. Καλά, του
λέει, δε θα στεναχωριέσαι. Και αυτό το θέμα θα λυθεί. Μόνο πήγαινε τώρα εσύ.
Και να τον βλέπεις εσύ τον πατέρα σου σαν πατέρα. Μόνο την Παρασκευή θα πάτε
στο τζαμί. Και αυτός θα είναι εκεί. Και θα πεις σε όλους όσους βρίσκονται στο
τζαμί: «Αυτή την εποχή, σταφύλι με το κλήμα και κυδώνι με το κλαδί του είναι
εφικτό, στη μέση του χειμώνα;» Αυτοί όλοι θα σου απαντήσουν πως δεν είναι
εφικτό. Εσύ, όμως, θα τους πεις όταν πουν ότι δεν είναι εφικτό, να πουν
«πέτρα».
Και εκείνος το έκανε αυτό. Όταν είπαν πως δεν είναι εφικτό, όλοι μαζί οι
παρευρισκόμενοι στο τζαμί είπαν «πέτρα». Και ο πατέρας του κοκάλωσε στο δρόμο
και έγινε πέτρα. Πάντοτε τώρα, λένε, πως όλοι περνάνε από πάνω του.
- Από
το βιβλίο του Νικολάου Θ. Κόκκα, Uchem so Pomátsko -ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΟΜΑΚΙΚΗΣ
ΓΛΩΣΣΑΣ, τ. Β’ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ (ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ-ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ), ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ
ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΡΑΚΗΣ, ΞΑΝΘΗ 2004