Dvamína brátie
fukará i zengín
Bir vakít iméla dvamína brátie. Edínion yie yéche zengín,
drúgion yiéche fukará. I daháde vréme da mu sa uchét detíne. I dvamínana ímat
pa dve déti. I tórnali detíne na mechíten.
Pórvana godína
hóde dvéne déti nepamínat. Dvene pamínat. Drúgona godína hodet pak. Dvéne pomínat dvéne ne pomínat. Ichintzhí godína hódet dvéne pomínat, dvéne
nepomínat. Da altí godíni hóde dvéne pomínat I izlázet at metsítene dvéne si sa
na birintzí sinífa.
Íshtat dvéne da
sa uchót faf goläma metsíte. Áma ubáiko mi
e yiétse fukará néma kovéte da gi uchí. Détine pláchet, íshtat da sa
uchót. I ubáiko mu hódi ubráta mu:
- Ei bráte, ei, yie dóida koí ma kak da mi dadés pólna mála
parítse. Detína mi payiót húbave íshtat da sa uchét. Mókli ti da mi pamógnes?
I brat mu víka:
- Gliöi si bráte rábatot próvadi gi da rábatot da vídis béla
déne. Au móine ne payiót ak kakvó stánavo? Néma bráte da mógom da ti dam da mi
varvét parïsi havadá.
I brat mu nabíva. Hódi si uté. I légnava i sa le chúdi. I
fáta go son. Na faf sanáne músa prisónevo da íde faf bahchóna da naberé enó dve
tséntin kapíchkï. I da sönne na ennók kráe da pasedí she pamné yiedín
avtzhí. She nósi avtzhíen dva záika i
ennó pile. Avtzhíine she mu paíshte ennóna tsénta kapíchkï I she ti reché:
- Kólku íshtesh tï?
She mu paíshtes pílena I she mu dadésh I dvéne tsénti
kapíchkï
I avtzhíinon varví ismésa:
- Κakvá e aisái budalá dve chénti kapíchkï za ennó pile! Bek
ainólkus gládan za mösa?
I tói hodi faf koshtana I fáti go son. Faf sanáne mu sa
prisónevo da ispeché pílena mesóna da dadé detémne. I tói da izedé leól
sarchéna. I toi go právi.
Αgá stánava
shabáhlain hódi nah kráene serésa. I
sére líri. Ζa godína vótre ne zhnáe si parïte. I detíne mu sa uchöt. I teh
stánavot golämi glávï prezímat ïkïmétene.
I brátu mu detíne
izévat vrit parïne. Νabívat i tói astánava edín gládan rashatárin. Od rashatáre
po rashatárin.
I tói sa shéta i víka:
- Has, Alláhin goläm za sékok.
* Δε ζήτησε το λαγό, ο λαγός είναι γρουσουζιά. (grusuzlïk)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Ο φτωχός και ο
πλούσιος αδελφός
Mια φορά ήταν δυο αδέλφια. Ο ένας ήταν πολύ πλούσιος κι ο
άλλος πολύ φτωχός. Και ήρθε ο καιρός να πάνε τα παιδιά τους στο σχολείο. Και οι
δύο έχουν από δύο παιδιά. Και ξεκίνησαν να πάνε τα παιδιά τους στο σχολείο.
Την πρώτη
χρονιά πάνε τα δύο παιδιά (των πλούσιων) και μένουν στην ίδια τάξη. Τα δύο (του
φτωχού) περνάνε. Την άλλη χρονιά πηγαίνουν πάλι στο σχολείο. Tα δύο περνάνε, τα
δύο δεν περνάνε . Tην τρίτη χρονιά πηγαίνουν, τα δύο περνάνε, τα δύο δεν
περνάνε. Μέχρι την έκτη τάξη τα δύο (του φτωχού) περνάνε και τελειώνουν, τα δύο
(του πλούσιου) μένουν στην πρώτη τάξη ακόμα.
Τα δύο παιδιά που
βγαίνουν θέλουν να συνεχίσουν σε ένα μεγάλο σχολείο. Αλλά ο πατέρας τους είναι
πολύ φτωχός δεν έχει τη δύναμη να τα σπουδάσει. Τα παιδιά κλαίνε, θέλουν να
σπουδάσουν. Και ο πατέρας τους πάει στον αδελφό του:
- Έ αδελφέ, ε, εγώ ήρθα αν μπορείς να μου δώσεις λίγα λεφτά.
Τα παιδιά μου διαβάζουν πολύ καλά και θέλουν να συνεχίσουν το σχολείο. Μπορείς
να με βοηθήσεις;
Και ο αδελφός του λέει:
- Κοίταξε αδελφέ τη δουλειά σου, στείλτους να δουλέψουν για να δεις άσπρη μέρα.
Αλλά με τα δικά μου που δε διαβάζουνε τι γίνεται; Δε μπορώ
αδελφέ μου να σου δώσω, τα λεφτά μου να γίνουν αέρας.
Και ο αδελφός του φεύγει. Πάει στο σπίτι του. Ξαπλώνει και
όλο σκέφτεται. Και τον πιάνει ύπνος. Στον ύπνο ονειρεύεται να σηκωθεί να πάει
στον κήπο του να μαζέψει μία-δύο σακούλες φασολάκια. Και να κάτσει σε μια άκρη,
λίγο να καθίσει θα περάσει ένας κυνηγός. Ο κυνηγός θα κουβαλάει δυο λαγούς και
ένα πουλί. O κυνηγός θα του ζητήσει μία τσάντα με φασολάκια και του λέει:
- Πόσα θέλεις;
Θα του ζητήσεις το πουλί και θα του δώσεις και τις δυο τσάντες
τα φασολάκια.
Και ο κυνηγός περπατάει και γελάει:
- Τι βλάκας που είναι αυτός, δυο τσάντες φασολάκια για ένα
πουλί! Τόσο πεινασμένος είναι για κρέας;
Και αυτός πάει στο σπίτι του, ξαπλώνει και τον παίρνει ο
ύπνος.
Στον ύπνο του ονειρεύτηκε ότι καθάριζε το πουλί, το έψηνε
και το κρέας το έδινε στα παιδιά του. Και αυτός να φάει μόνο την καρδιά του
πουλιού. Και αυτός κάνει όλα αυτά.
Όταν ξυπνάει το
πρωί πάει στην άκρη (στην τουαλέτα) να χέσει. Και χέζει λίρες.
Μέσα σε ένα χρόνο δεν ήξερε πόσα λεφτά είχε. Και τα παιδιά
του σπουδάζουν. Kαι αυτοί έγιναν μεγάλα κεφάλια και ανέλαβαν το κράτος.
Kαι του αδελφού
του τα παιδιά φάγαν όλα τα λεφτά του. Έφυγαν και τον άφησαν σαν ένα πεινασμένο
γύφτο. Από γύφτος πιο γύφτος. Και αυτός κατάλαβε το ζήτημα και είπε:
- Στ’ αλήθεια, ο Θεός είναι μεγάλος για όλους.
* Από το βιβλίο του ΑΛΗ ΡΟΓΓΟ, ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ
ΠΟΜΑΚΩΝ ΤΗΣ ΟΡΕΙΝΗΣ ΞΑΝΘΗΣ, εκδόσεις Οδυσσέας 2004.
Το βιβλίο «Παραμύθια και Τραγούδια των Πομάκων της Ορεινής
Ξάνθης» είναι μία μικρή ανθολογία του παραδοσιακού προφορικού λαϊκού λόγου των
Πομα΄κων της Ελλάδας. Περιλαμβάνει 22
παραμύθια και 28 τραγούδια γραμμένα στην
πομακική γλώσσα και μεταφρασμένα στα Ελληνικά. Τα περισσότερα προέρχονται από
το χωριό τη Γλαύκη του νομού Ξάνθης και μερικά από τα γύρω χωριά. Καταγράφηκαν
από τον παραδοσιακό Πομάκο μουσικό Αλή Ρόγγο και αποτελούν μία πολύτιμη συμβολή στη μελέτη τόσο της γλώσσας
όσο και του πολιτισμού των Πομάκων της ορεινής Ξάνθης.