Mâstono bez Alláha
(Πομάκικο παραμύθι
από το Δημάριο Ξάνθης)
Edín hóje imâl ye yirmí-besh talebé i edínen níkutro go ye ne mílaval. Hójena se ya pochûdil kak da stóri dechána da go mílavat. Zel ya yirmí-besh
güvürjûne, dal mi ye po edín i rékal mi ye:
- Dechyá, glédayte, eisá ya vi sam dal po edín güvürjûn. Sak edín she go
zakóle eytám kadéno néma Alláha.
Edínen go ye zaklál pot skálana,
drúgen ot dol faf buldurúman, drúgen ye iskopál ennó rópa i zakopál go ye,
drúgen go ye zaklál vótre faf kîshtana i drúgen pot ennó dórvo. Sáko ennó ye nal ennó mâsto déno mu se ye
právilo ta néma Alláha. Ála drúgen déno
go se ne mílavali zel ye güvürjûnen i ne go ye zaklál. Onnél go ye na hójena i
zel ye da pláche. Víka talebéna na hójena:
- Hóje, ya hódih i obigráh sâkade i ne náydah mâsto bez Alláha za da
zákolem güvürjûnes i da me ne víde Alláh.
Zam sa zéli da go podigrávat
drúgne dechyá:
- Ne si náydal mâsto bez Alláha za da zakólesh güvürjûnet?
I víkat na hójena:
- Vish li? Edín güvürjûn ti ye ne stóril hatîr da ti go zakóle bez Alláha i ti lö néga mílavash i nam ne mílavash!
I hójena mi ye rékal:
- Vídel li ste mâsto bez Alláha?
- Vídehme! Agá zakláhme güvürjûnese, náydahme mésto bez Alláha. Ála to ye
ne mógal.
- Yanlîsh právite, toy ye praf.
Mâsto bez Alláh néma.
- Demék, hóje, eytúa, kadé so sedíme i etúva ye Alláh?
- Ho, víka tabí, i etúva ye.
I zam sa
zéli vrit da go mílavat enuzí déte déno go zagnevóvali.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Το μέρος χωρίς Θεό
Ένας δάσκαλος είχε
εικοσι-πέντε μαθητάδες και τον έναν κανένας δεν τον αγαπούσε. Ο δάσκαλος
σκέφτηκε πώς να κάνει τα παιδιά να τον αγαπάνε. Πήρε είκοσι-πέντε περιστέρια,
τους έδωσε από ένα και τους είπε:
- Παιδιά, κοιτάξτε
να δείτε, τώρα εγώ σας έδωσα από ένα περιστέρι. Καθένας θα το σφάξει εκεί που
δεν έχει Θεό.
Ο ένας το έσφαξε κάτω από τη σκάλα, ο άλλος
κάτω στο υπόγειο, ο άλλος έσκαψε ένα λάκκο και το έθαψε, ο άλλος το έσφαξε μέσα
στο σπίτι, ο άλλος κάτω από ένα δέντρο. Ο καθένας βρήκε μια θέση που νόμιζε ότι
δεν είχε Θεό. Όμως ο άλλος που δεν τον
αγαπούσανε πήρε το περιστέρι και δεν τόσφαξε. Το πήγε στο δάσκαλο και άρχισε να
κλαίει. Λέει ο μαθητής στο δάσκαλο:
- Δάσκαλε, εγώ
πήγα, γύρισα παντού και δε βρήκα θέση χωρίς Θεό για να σφάξω το περιστέρι και
να μη με δει ο Θεός.
Μετά άρχισαν να τον κοροϊδεύουν τα άλλα
παιδιά:
- Δε βρήκες μέρος
χωρίς Θεό να σφάξεις το περιστέρι;
Και λένε στο χότζα:
- Είδες; Ένα
περιστέρι δε σου έκανε το χατήρι να στο σφάξει χωρίς Θεό κι εσύ όλο αυτόν
αγαπάς κι εμάς δε μας αγαπάς!
Κι ο χότζας τους είπε:
- Είδατε εσείς
μέρος χωρίς Θεό;
- Είδαμε! Αφού
σφάξαμε τα περιστέρια, βρήκαμε μέρος χωρίς Θεό. Αλλά αυτός δε μπόρεσε.
- Λάθος κάνετε,
αυτός είναι ο σωστός. Μέρος χωρίς Θεό δεν υπάρχει.
- Δηλαδή, δάσκαλε,
τώρα εμείς εδώ που καθόμαστε κι εδώ είναι ο Θεός;
- Ναι, λέει, βέβαια
κι εδώ είναι.
Και μετά άρχισαν
όλοι να αγαπάνε αυτό το παιδάκι που όλοι το μισούσανε.
- Από
το βιβλίο του Νικολάου Θ. Κόκκα, Uchem so Pomátsko -ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΟΜΑΚΙΚΗΣ
ΓΛΩΣΣΑΣ, τ. Β’ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ (ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ-ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ), ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ
ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΡΑΚΗΣ, ΞΑΝΘΗ 2004