Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

POMAK FOLK TALES FROM GREECE: Ftapanéna vadenítsana



 Ftapanéna vadenítsana
Na stárïte godínï iméla ennó vadenítsa i miléten sa hódilï da mélet bráshna óti e dermenjíyen yétse húbava bráshna mélel. Vrit insánan hódilï u tógu da mélet bráshna. Pak ennók déne dermenjíyen umíra. Vadenítsana astánala. Néma níkotroni da znáe da méle bráshna. Vadenítsana zatváre mlógu godínï. I ftapanéva sa.
Νa nókolku godínï atishól edín da e atvóri da ye rábati i da e stóri tógova. Agá hódi da e atvóri vadenítsana ne dáva sa. Trósi sa i na grózna revé. I faf vótre izlázet mlógu zmíye.
     Áma dermenjíyen ye bïl meyejíin. Imâli ye ennó kópele mósko. Aknána e zhnal nauchíl ye i kópelöna. Dermenjíyen ye stánaval sékakof mehliúk. Νauchíl i kópelöna.
Áma kópelöna ne kázhava kakná e nauchíl ad ubáyka mu.
  Inazí zhîyen íshkal da ukradé vadenítsana kázhava arkadásamne. Zbírat sa pódet da pribíyet zmiyéna.  Agá hódet, vídevot pólna vadenítsana vólkove i teh pabégnavat.
Áma faf sélana imâla ennók midûre yétse e nafelít bïl. Áma imâl yétse kámatna móma. I kradítsene hódet na midûrene da íshtat rábata. I midûrine sa kráta brashnóna i víka hïrsîzïmne:
- Bek íshtete rábata vórite ótvarite vadenítsana i da mélete bráshna da si ímate hérgün rábata. I hïrsîzene mu kázhavot:
- Ayséy séy, hódime na vadenítsana. Vadenítsana sa ni mózha da sa advóri.
I midûren yéha kónene i hódi na vadenítsana. Zôlï da go fíret zmíye, vólkove i méchkï. I midûren pabégnava. Hódi si zazhnaén i uplásan.
Áma dermenjíinune kópelöna narástava i zagáleva midûrevona móma i hódi da mu ye íshte. Áma midûren go ne ráchi óti go zavót dermenjítsko kópele. Áma midûren ne íshkal da go ubíe sas láfa. Víka mu:
- Znáesh li nékva za na yéta?
I kópelöna mu víka:
- At síchko znáem.
I midûren víka:
- Kakvá za na yéta znáesh?
I kópelöna mu víka:
- Agá ma azhónish na mómata she ti kázham.
Áma midûrine ídat musafíre pak néma bráshna da ispeché, hléba da gï nahráni musafírine.
I midûren sa pachúdeva i víka si:
- Chéka, tóy, víka, at síchko znáe. Chéka da mu tóvarem kónese i da mu réko: «ko mózhash da ídesh na vadenítsana da smélesh bráshna húbavo kak ta ubáyko ti i da go dakárash asi dóydesh i she ta ózhanem na mómasa she ti dam i mlógu parî i kóshta tvóye.»
I kópelöna víka:
- Da.
Payíma kónene i hódi. Ágá hódi na vadenítsana vdíga rakîne na Alláha da amínka. I vadenítsana sa atváre. Sméleva bráshna. Áma midûren go e deinetísaval: akó vléze da sméle bráshna, péti ye. Pak ko sa uplásï da nabíe, ne znáye níkaknani.
I to sméleva bráshna i hódi si. I midûren mejbúr azhóni go na mómana i kupóva mu kóshta i dáva mu parî da zhïvé.



METAΦΡΑΣΗ

Ο στοιχειωμένος μύλος

Tα παλιά τα χρόνια υπήρχε ένας νερόμυλος και ο κόσμος πήγαινε να αλέσει αλεύρι γιατί ο μυλωνάς άλεθε πολύ καλό αλεύρι. Όλος ο κόσμος πήγαινε σ’ αυτόν να αλέσει αλεύρι. Αλλά μια μέρα ο μυλωνάς πέθανε. Ο νερόμυλος εγκαταλείφθηκε. Δεν υπήρχε κανένας άλλος να ξέρει πώς να αλέθει αλεύρι. Ο νερόμυλος έκλεισε για πολλά χρόνια.  Και στοίχειωσε.
 Μετά από πολλά χρόνια πήγε κάποιος να τον ανοίξει, να τον δουλεύει και να τον κάνει δικό του. Όταν πήγε να τον ανοίξει ο νερόμυλος δεν τον άφηνε. Τραντάζονταν και φώναζε άγρια. Και από μέσα βγαίνουν πολλά φίδια.
Αλλά ο πρώτος μυλωνάς ήτανε μάγος. Είχε ένα αρσενικό παιδί. Ό,τι ήξερε δίδασκε και το παιδί του. Ο μυλωνάς μεταμορφώνονταν σε όλα τα άγρια ζώα. Είχε διδάξει και το παιδί του. Αλλά το αγόρι δεν έλεγε τι είχε μάθει από τον πατέρα του.
   Αυτός που ήθελε να κλέψει το μύλο το είπε στους φίλους του. Μαζεύτηκαν και πάνε να σκοτώσουνε τα φίδια. Όταν πήγαν, είδαν το μύλο γεμάτο λύκους και φύγανε. Στο χωριό υπήρχε κάποιος πρόεδρος που ήταν πολύ νευρικός. Όμως, είχε πολύ όμορφη κόρη. Οι κλέφτες πήγαν στον πρόεδρο να ζητήσουν δουλειά. Και του προέδρου τού είχε τελειώσει το αλεύρι και λέει στους κλέφτες:
- Αφού θέλετε δουλειά, πηγαίνετε ανοίξετε το μύλο και να αλέσετε αλεύρι για να έχετε κάθε μέρα δουλειά.
Kαι οι κλέφτες του λένε:
- Έτσι κι έτσι, πήγαμε στο μύλο. O μύλος δε μπορούσε να ανοίξει.
Και ο πρόεδρος καβαλάει το άλογο και πάει στο μύλο. Αρχίσαν να τον κυνηγάνε τα φίδια, οι λύκοι και οι αρκούδες. Και ο πρόεδρος έφυγε. Πήγε ιδρωμένος και τρομαγμένος.
Αλλά του μυλωνά ο γιος μεγάλωσε, αγάπησε του πρόεδρου την κόρη και πήγε να τη ζητήσει. Αλλά ο πρόεδρος δεν τον θέλει γιατί είναι του μυλωνά γιος. Αλλά ο πρόεδρος δεν ήθελε να τον κτυπήσει με κουβέντα. Του λέει:

- Ξέρεις καμιά τέχνη;
Και το παλικάρι του λέει:
- Από όλα ξέρω.
Και ο πρόεδρος του λέει:
- Τι τέχνη ξέρεις;
Και το παλικάρι του λέει:
- Όταν με παντρέψεις με την κόρη σου θα σου πω.
Όμως, του προέδρου τού έρχονται επισκέπτες και δεν έχει αλεύρι να τους ψήσει ψωμί για να ταίσει τους επισκέπτες.
Και ο πρόεδρος σκέφτηκε και λέει:
- Κάτσε, λέει, αυτός από όλα ξέρει. Κάτσε να του φορτώσω το άλογο και να του πω «αν μπορείς να πας στο μύλο να αλέσεις αλεύρι καλό όπως ο πατέρας σου και να το φέρεις, θα σε παντρέψω με την κόρη και θα σου δώσω πολλά λεφτά και σπίτι δικό σου».
Και το παλικάρι λέει:
- Εντάξει.
Παίρνει το άλογο και πάει. Όταν πήγε στο μύλο σηκώνει τα χέρια στο Θεό να κάνει «Αμήν» [να προσευχηθεί]. Και ο μύλος ανοίγει. Αλέθει αλεύρι. Ο πρόεδρος τον παρακολουθούσε: αν θα μπει να αλέσει αλεύρι, διαβασμένος είναι. Όμως αν τρομάξει και φύγει, δεν ξέρει τίποτα.
Κι αυτός αλέθει αλεύρι και πηγαίνει. Kαι ο πρόεδρος υποχρεωμένος τον πάντρεψε με την κόρη και του αγοράζει σπίτι και του δίνει λεφτά για να ζήσει.

* Από το βιβλίο των Αλή Ρόγγο-Ν.Θ.Κόκκα,  Πομάκικα Παραμύθια και παροιμίες από τη Γλαύκη Ν.Ξάνθης, Εκδοτικός Οίκος  Αντ. Σταμούλη, 2005.