Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Parátkata pomáichenitsa i drákulozot (Πομάκικο παραμύθι από το Δημάριο)



Parátkata pomáichenitsa i drákulozot
(Δημάριο Ξάνθης)

Bil ya ennôsh edín bubáyko imâlya ennó mómeche. Umrâla ye zhanáta mu i tó ye zel drúga enná. Sas néyasa stórili annó déte. Te ya bíla pomáitsenitsa. Edín den víka na chülâkane:

- Tvóto mómeche she da nabíva ot túa.

Bubáyko hi zhíma mómecheno i ostáve go af bayíren da spi as ennó parché hläp.

Lö kogáno ye stánalo mómecheno zélo da pláche. Oglédalo se etús, oglédalo se etám. Níkakna ! Rúknala ya:

- Bubá, bubá!

Níkakna ! Zafátila ya da varví af bayíren. Slâla ye po oddól. Smrachílo se ya. Vídela ye enná vadenítsa i flâla ye vître. Lö kugáno ye zatvórla vratána, chúla ya ot advón edín da chúka. Mómecheno se ye upláshlo. Odvón ye bil edín drákos! I víka hi drákozen:

- Ótvari!

I tä mu víka:

- Néma da ti ótvarem! Chákay! She da nágudäm nâkna i zam she ti ótvaräm.

I mómechena ye púshnala vadenítsana za da ne slúshe drákozen agá chúka. Drákozen chúkalye brez spíranye. I tä  víka:

- Chákay, she ti nágudäm nâkna i zam she ti ótvaräm!

Za da go zablâe dúmila mu ye i kázavala mu ye kak nagádat misíren i kak rábati vadenítsana za da sa pomína saháten.

   Agá se ya razvídelo petlíne se sa raspâli i drákozen ye nabíl. Kákno ye nabíval ostáve hi edín chüvál líri.

   Otvórla ye sabáhlayn vratána i vídilo ye chüválan as lírine. Zélo go ye i tórnala ye na sélono. Agá ya ftásala u täh  chúknala vratána. Vídela ye pomáitsenítsana i víka hi:

- Ne te ye izâl drákozan?

- Ne, ne me ye izâl.

- Etvá i túka kaná ye ?

- Edín chuvál as líri.

- Kadé go si nashlóla?

- Dóyde edín drákos na vadenítsana, chúkasä vratána i ya zeh  ennó köskûye, pochernâh go ot sópa i aynái izbâga i ostávi mi go.

Pomáitsenitsana hashetóva ye i víka:

- Zam da próvadäm i móno mómeche da íde na vadenítsana. Drákozen otishél ye pak na vadenítsana. Lö kugáno drákozen ye chúknal na vratána, mómecheno ye zélo köskûyena za da go udríe. Alá drákozen, agá da hi ostávi líri, izâva ya i ostáve hi kormínine af vadenítsana var kóshen, eytám kadéno páda misíren.

   Ι sabáhlayn petélan stánava i rúka:

- Kikiríku, izâda drákulötot momechéto ti!

I tä mu víka:

- Bâgay ot túka, bre! Dashterâta mi she da dóyde as edín chüvál líri.

Chákala ye i chákala ye máykana da dóyde mómechona ála to ne doháda.

Agá ye otishlála af vadenítsana, nashlóla ye kormínine vótre af kóshen i zéla ye ders.



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Η κακιά μητριά και ο δράκος


¨Ητανε κάποτε ένας πατέρας που είχε ένα κορίτσι. Πέθανε η γυναίκα του και πήρε μια άλλη. Απόκτησαν με αυτή ένα παιδί. Αυτή ήτανε μητριά. Μια μέρα λέει στον άντρα της:

- Tο δικό σου κορίτσι θα φύγει από δω.

Ο πατέρας το παίρνει και το αφήνει να κοιμάται στο δάσος με ένα κομμάτι ψωμί.

   Μόλις ξύπνησε το κορίτσι, άρχισε να κλαίει. Κοίταξε από δω, κοίταξε από κει. Τίποτα! Φώναξε:

-  Πατέρα, πατέρα!

Τίποτα! Άρχισε να περπατάει στο δάσος. Κατέβηκε πιο κάτω. Είχε σκοτεινιάσει. Είδε ένα μύλο και μπήκε μέσα. Μετά, μόλις έκλεισε την πόρτα, άκουσε από έξω κάποιον να χτυπάει. Το κορίτσι φοβήθηκε. Έξω ήταν ένας δράκος! Και της λέει ο δράκος:

- Άνοιξε!

Κι αυτή λέει:

- Όχι, δεν ανοίγω! Περίμενε! Θα φτιάξω κάτι και μετά θα σου ανοίξω.

Και το κορίτσι έβαλε σε λειτουργία το μύλο για να μην ακούει το δράκο που χτυπούσε. Ο δράκος χτυπούσε ασταμάτητα. Και αυτή  λέει:

- Περίμενε, θα σου φτιάξω κάτι και μετά θα σου ανοίξω!

Για να τον καθυστερήσει του μιλούσε και του έλεγε πώς φτιάχνουνε το καλαμπόκι και πώς δουλεύει ο μύλος, για να περνάει η ώρα.

     Μόλις ξημέρωσε το πρωί λάλησαν τα κοκόρια και ο δράκος έφυγε. Φεύγοντας της άφησε ένα σάκο με λίρες.

    Άνοιξε το παιδί το πρωί την πόρτα και είδε το σάκο με τις λίρες. Τον πήρε και συνέχισε για το χωριό. Μόλις πήγε στο σπίτι της, χτύπησε την πόρτα. Την είδε η μητριά και της λέει:

- Δε σε έφαγε ο δράκος;

- Όχι, δε με έφαγε.

- Και αυτό εδώ τι είναι;

- Ένας σάκος με λίρες.

- Πού τον βρήκες;

- Ήρθε ένας δράκος στο μύλο, χτυπούσε την πόρτα κι εγώ πήρα ένα λοστό, τον μαύρισα στο ξύλο κι έτσι έφυγε και μου τα άφησε.

Η μητριά ζήλεψε και λέει:

- Τότε να στείλω και το δικό μου κορίτσι να πάει.

Έστειλε και τη δική της κόρη στο μύλο. Ο δράκος πήγε ξανά εκεί.  Μόλις ο δράκος χτύπησε την πόρτα, το κορίτσι πήρε το λοστό για να τον χτυπήσει. Αλλά ο δράκος, αντί να της αφήσει λίρες, την έφαγε και άφησε τα άντερά της στο μύλο πάνω στο κασόνι, εκεί που πέφτει το καλαμπόκι.

    Και το πρωί ο κόκορας ξυπνάει και φωνάζει:

- Κικιρίκου, έφαγε ο δράκος την κόρη σου!

Και αυτή του λέει:

- Φύγε από κει, βρε! Η κόρη μου θα έρθει με ένα σάκο γεμάτο λίρες.

Περίμενε, περίμενε η μάνα να έρθει το κορίτσι αλλά αυτό δεν ερχόταν.

   Όταν πήγε στο μύλο βρήκε τα άντερα μέσα στο κασόνι του καλαμποκιού και πήρε το μάθημά της.

  • Από το βιβλίο του Νικολάου Θ. Κόκκα, Uchem so Pomátsko -ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΟΜΑΚΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, τ. Β’ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ (ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ-ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ), ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΡΑΚΗΣ, ΞΑΝΘΗ 2004.