Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

ΠΟΜΑΚΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ: Máychinï spómenye (Tri grébene)



Máychinï spómenye 
(Tri grébene)
Na stárïte godínï imâla ennó zhóna shétala sa e ad vrit astalîtse sa. I faf sélana imâla drúgo zhóna tye ye bîla sihirbáska. Áma aynáy zhaná zhána sa séta ad astalîtsesa imâla si ye tri momínkï. Áma momínkane so nétekin bïl i ne znáe máyka mi.  Áma sa yétse kámatnï bïl. Chéla sélana fbudalílï so sa at kámatna. I edná kámatna kosá po húbavo ne sa vídeval. I máyka mi kupóva pa ennók grébene i skrîva mi gï agá ponarastót da sa tsésat.
    Áma máyka mi umíra i momínkïne astánavot prez máyko. Leól zhïvé ubáyko mi. Áma ubáyko mi sa ne séta ad astalîka. I momínkïne so iskútevot, ednána sekíz godínï, drugána dokúz godínï i drugána on godínï. I zôlï so sa a kópalï. Áma kosíne mi sketsévena. Zôli da sa chûdet sas kakná she sa chésat. I ubáyko mi víka:
- Yélate aytúy.
Izníma da mi dáva pa ennók grébene. I na grébenene písava máichino na mi yúme da e ne zabarávet. I mamínkïne sa zôli da sa chésat sas grébenyene.
    Kákna sa chésat pomína sihirbáska i vídevo mómïne da sa chésat.  Ι málkoine mómay grébenene na zömôna kládet. I sihirbáskana abivartéla so e aitám i zlavévo ukráva grébenene i kláva ennó lîra aitám. Agá sa htsésavot dvéne momínkï abráshtat sa málkoina da zémat grébenene da e htsésat. Néma grébenene. Íma ennó líra kládena. I to kázhava drúchkomne. I drúchkine klávat na ainazí mésta grébenene i zôlï da igrót.
   Agá hódet da si gi zímat néma grébenyéna. Íma dve lírï. I teh gï zímat i hódet kázhavot ubáiko mi. I ubáyko mi páda bálna. I momínkïne víkot ubáyko mi:
- Da, ubá, she si kúpime drúgï.
I ubáyko mi víka:
- Da.
Áma na drúgine néma máychinona vu yúme. I teh zôlï da sa chûdet i víkot :
- Trébava da si náydeme máychinïte grébene óti ko gï ne náydeme she zabarávime i máyko.
Tórnalï da abiíshkovot. Ni mózha da gï náydat. I golémkana víka :
- Háydete, she písavame pa ennó kinígo i na kinígona she si kladéme lîrïne.
Ispísavat kinígo «Zhîyen yie zöl, da si gï kladé na mésta óti sa máychinï spómenye ».
    I hódet si. I sihirbáskana zíma grebenyéna, htsésava sa i hódi gï kláva na mésta i zímat si lîrïne. I momínkïne hódet sabáhlayn nahódet grebeniéna. Áma sihirbáskana stórila leól na míchkoine grebenéne sihirbazlîk.  Νa dvémne ne mógala. Dvéne sa apéli lîrïne pak míchkoine ne. Ágá sa fátilï f rakîne grebeniéna i zöl edín vécher i dúinava máchkoine kosóna. I zíma sihirbáskana kosóna i kláva e na tîye. I glavána i astánava golá. I zôli da pláchet. I víka:
- Da si zhïvésa máika da mi náide léka za glavósa.
I zíma da plátse.
Agá léga akshémlayn, faf sanánei hódi máykai i víka yi:
Shlúshai kakvó she ti kázham. She dóyde enná i she ti reché:
“Ye she ti náydam léka ko nagodísh ubáykati da ma zôme za zhóna». Tï she mu rechésh “da”. I tye she ta mílne na glavóta. I she ti dúine i she ti reché “Vóri u va mi i snômi chembérete. She vídish kosáta she ti ye narástala.
I to hódi právi go. Agá si hódi u teh sníma chembérene kosána sîye aynéy.
I momínkana sa séta chi ye sihirbáskana. I tye apéva ennók pórsten i víka yi:
- Νádeni pórstenes. 
Dáde i go.
- Νa dva déne sas tógu danó umrésh da ne búva ubáyka da zômesh.
I tye go nadéva. Le go nadéva i umíra.


METAΦΡΑΣΗ

Το ενθύμιο της μάνας 
(Οι τρεις χτένες)
Στα παλιά τα χρόνια υπήρχε μια γυναίκα που καταλάβαινε από όλες τις αρρώστιες. Και στο χωριό της υπήρχε μια άλλη γυναίκα που ήταν μάγισσα. Η γυναίκα που καταλάβαινε από τις αρρώστιες είχε τρία κοριτσάκια. Αλλά τα κοριτσάκια ήταν άγιοι και δεν το ήξερε η μάνα τους. Ήταν και πολύ όμορφα. Όλο το χωριό τρελλάθηκε από την ομορφιά της. Και δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τόσο όμορφα μαλλιά. Η μάνα τους αγοράζει από μια χτένα και τους τις κρύβει, όταν θα μεγαλώσουν να χτενίζονται.
   Όμως η μάνα τους πέθανε και τα κοριτσάκια έμειναν δίχως μάνα. Μόνο ο πατέρας τους ζούσε. Αλλά ο πατέρας τους δεν καταλάβαινε λόγω αρρώστιας. Και τα κοριτσάκια μεγάλωσαν, η μία οκτώ χρονών, η άλλη εννιά χρονών και η άλλη δέκα. Και άρχισαν να λούζονται. Αλλά τα μαλλιά τους μπλέχτηκαν. Άρχισαν να σκέφτονται με τι θα χτενιστούν. Και ο πατέρας τούς λέει:
- Ελάτε εδώ.
Βγάζει και τους δίνει από μια χτένα. Και στις χτένες επάνω γράφει της μάνας το όνομα για να μην την ξεχνάνε. Τα κοριτσάκια αρχίσαν να χτενίζονται με τις χτένες.
     Καθώς χτενίζονταν, περνάει η μάγισσα και βλέπει τα κορίτσια να χτενίζονται. Του πιο μικρού κοριτσιού η χτένα ήταν ακουμπισμένη στο χώμα. Η μάγισσα  τριγύριζε κοντά τους και κρυφά έκλεψε τη χτένα. Άφησε μια λίρα εκεί. Όταν χτενίστηκαν τα δύο κοριτσάκια γυρίσανε να πάρουν τη χτένα της μικρής, να την χτενίσουνε. Η χτένα δεν είναι εκεί. Στη θέση της ήταν μια λίρα. Κι αυτή το λέει στις άλλες. Οι άλλες βάζουν σε εκείνη τη θέση τις χτένες και αρχίσανε να παίζουν.
   Όταν πήγαν να πάρουν τις χτένες, δεν ήταν εκεί. Βρήκαν δυο λίρες. Kαι αυτές τις παίρνουν και πάνε και το λένε στον πατέρα τους. Ο πατέρας τους στεναχωρήθηκε. Και τα κοριτσάκια λένε στον πατέρα τους:
- Καλά, μπαμπά, θα αγοράσουμε άλλες χτένες.
Και ο πατέρας τους λέει:
- Ναι.
Αλλά στις άλλες χτένες δεν έχει γραμμένο το όνομα της μάνας. Kαι αυτές άρχισαν να σκέφτονται και λένε:
- Χρειάζεται να βρούμε της μάνας τις χτένες γιατί αν δεν τις βρούμε θα ξεχάσουμε και τη μάνα μας.
Ξεκίνησαν να ψάχνουν. Δε μπορούσαν να τις βρουν. Και η μεγάλη λέει:
- Άντε, θα γράψουμε από ένα χαρτί και στο χαρτί θα βάλουμε τις λίρες.
Γράψαν ένα χαρτί «Όποιος τις πήρε, να τις βάλει στη θέση τους, γιατί είναι ενθύμιο της μάνας».
   Και φεύγουν. Η μάγισσα πήρε τις χτένες, χτενίστηκε, πήγε και τις έβαλε στη θέση τους και πήρε τις λίρες. Τα κοριτσάκια πήγαν το πρωί και βρήκαν τις χτένες. Αλλά η μάγισσα έκανε μάγια μόνο στης μικρής τη χτένα. Στις άλλες δύο δε μπορούσε. Οι δύο τις είχαν διαβασμένες τις λίρες, της μικρή δεν ήταν. Όταν έπιασαν στα χέρια τους τις χτένες, ένα βράδι φύσηξε και πήρε τα μαλλιά της μικρής. Παίρνει η μάγισσα τα μαλλιά και τα βάζει απάνω της. Και του κοριτσιού το κεφάλι μένει φαλακρό. Αρχίσανε να κλαίνε. Και λέει:
- Να ζούσε η μάνα μου, να μου εύρισκε γιατρειά στο κεφάλι.
Και άρχισε να κλαίει.
Όταν ξάπλωσε το βράδι, στο όνειρό της παρουσιάστηκε η μάνα της και της λέει:
- Άκου τι θα σου πω. Θα έρθει κάποια και θα σου πει: «Εγώ θα σου βρω γιατρειά άμα μπορείς να κανονίσεις ο πατέρας
σου να με πάρει για γυναίκα του». Εσύ θα του πεις «Ναι».  Και αυτή θα σε χαϊδέψει στο κεφάλι. Και θα σε φυσήξει και θα σου πει: «Πήγαινε στο σπίτι σου και βγάλε τη μαντήλα. Θα δεις τα μαλλιά σου να έχουν μεγαλώσει».
Και το κορίτσι πάει και το κάνει. Όταν πήγε στο σπίτι του κατεβάζει τη μαντήλα. Το μαλλί της ήτανε το ίδιο. Και το κοριτσάκι κατάλαβε ότι ήτανε μάγισσα. Και αυτή διάβασε ένα δαχτυλίδι και της λέει:
- Φόρεσε το δαχτυλίδι.
Της το δίνει.
Σε δυο μέρες εύχομαι με αυτό να πεθάνεις, να μην μπορείς τον πατέρα μου να πάρεις.
Kι αυτή το φόρεσε. Μόλις το φόρεσε, πέθανε.


* Από το βιβλίο των Αλή Ρόγγο-Ν.Θ.Κόκκα,  Πομάκικα Παραμύθια και παροιμίες από τη Γλαύκη Ν.Ξάνθης, Εκδοτικός Οίκος  Αντ. Σταμούλη, 2005.