Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

ΠΑΡΑΜΥΘΙ: Nasradín kak ukrál sélamune mandïte vuválie




 Nasradín kak ukrál sélamune mandïte vuválie

Nasradín Hótza hódi faf enó séla da íshte rábata  i zafátil da pïta pa sélana insánane:

 - Mózham li da náidam rábata faf sélasa?

 I vídeva go enná bábichka i víka mu:

- Kakvó rábata íshtesh i kak ta zavót?

I tói víka:

- Íshtam daé kak váshe rábata leól dáe po leká, da ne vdígom tésko, óti sa ne rabatéval tösko rábata i yúme so míe Nasradín Hótza. Ya da isé sa sam uchíl.

Áma mi máika i ubáiko umré ye astána etímin. 
Ye yiétse fukará  astána. Za to abiískovo löko rábata dadé ólushtísham.
I bábichkana kázava pa sélana i sélanó so nagáda.
- Νéma me si hótzhe da gi kláne.
Ι töhmu zbírat parï.  I nahódet mu kóshta i Nasradín zafáta da gï kláne i da mi vázi.

   Áma sélano e yiétse zengín ála sa vrit ne péti  agrámati i Nasradín sa spaznáva húbave faf sélana i zéli da go dragóvat. I Nasredín Hótzhe sa séta aitúi:

- Íma zamáne goléma léba.

I tói mu víka: agá hódi na tzhumayióno da yikláne i tzhumayiétune da u pópïtam.

- Tói ne kusúr bek faf sélas ni kotróne ne znáe da paé?

I teh mu víkot sélana:

- A bre hótzhe, kak she mózha da náideme chuläka da paé kak ta tï da mi uchí detíse?

I Nasradín sa pachúdeva i víka mi:

- Znáem na enó mésta alá she vu kázam tri déne sétne.

I teh víkot:

-  Da.

I Nasradín za tri dénesa naúche óti faf sélana ímat mlógu mantï.

I ni mózhat da náidat afchére pak dáva sélono mlógu parí za da gi pasót. Nasradín imäl ennók brat saz besh déti yiéche fukará. Nasradín sa zdúmevo saz brátamu:

- Náidah ti rábata da pasés mantï she ta plátat yiéche húbave faf sélasa áma she slúshash ólu mane.

I brat mu víka:

- Da, bráte.

- Ι póima golémata kópele sas témpe.
Kópelena znáe da paé brátavó mu áma e ne hótzhe áma go e Nasradín nagodíl she gi mávi göyie hótzhe itó  dazíma parïne at sélana. 

Pomínat sa tri déne sélana pïtat Nasradín Hótzhe:

-  Kakvó stánava? Náide li chuläka da mi uchídetish?

- Náida, she doide, am íshte naprésh da náide ubáiko mu rábata.

Taγásh i miléten pïtat Nasradína kakvó rábata právi ubáiko mu.

I Nasradín víka séla múne ubáiko mu mlögu godíni právi af chelüka.

 Ι sélana víka:

- A bre Nasradín Hótzhe! Do karái go. Αisólkus vräme abiískome afchére da pasé mantis, she mu plátame húbave.

 I Nasradín gi dakárava i víka mi:

- Her akchám she dahódete unámi she vu kázavo yie kak she rábatit.

I teh mu víkot:

- Da.

      Áma Nasradínoe harakétes séla múne parïne da izedé i mantíne da predadé.
I brat mu zel da pasé.

      Μandïne zéli da vlázet pa vadóna i brat mu sa uplásava i kázava Nasradína. I Nasradín sa pachúdeva kak mózha da izmávi sélana óti sa mantïne patónalï. I Nasradín hódi nahóde at rúga mevlekéte kasápina. I atkárava go  kadéna mandïne i kasápinon gi vrit iskóleva i taváre mesóna i pláta gi Nasradínu. I Nasradín zíma vrit rapáskine i hódi faf ennók cheíre pasáda gï i brat mu hódi akchám lai da poíma mandïne glöda faf cheírene leól rapáskine. I tói hódi da kázava séla múne. Sélana fáta hódi faf cheírene glöda ólu rapáskine. I sélana fátat Nasradína i víkot mu:

-Ei Nasradíne, tï si hótzhe, da ne zhnáesh nékva istoríe kak sa patónali mandïte faf cheyírene? Ne li mandïse znáet da plïet pak sa patónal. Áma dalí sa sa udávilï?
I Nasradín mi víka:

- Vórite sélasa vrit zbérite sa I fátite vi za rapáskine i apínaite. Akó iskárate ennó, she si i zïvót vrit mandïne pak ko ne iskárat vrit sa patónal.

Edín víka Nasradín:

- Υie sam pak samïi she ópena mandóna.

Ι Nasradín mu víka :

- Vóri ko ishkárash ennó, vrit she si is zïvót pak ko ad móknes rapáskona vrit se patónat.
I tói hódi apínal vrit kiurúkiune izníma mandó néma.  I nazí annáse kiuríkiune vrit i Nasradín víka vrit sa patónalï.

Edín víka:

- Da bre Nasradíne. Ne li mandïne znáet da plïet?

I Nasradín víka:

- Τeh znáet da plïet faf vóda ne faf kála.



 ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πώς ο Νασραντίν έκλεψε  όλα τα βουβάλια του χωριού

O Nασρεντίν Χότζας πήγε σε ένα χωριό για να ζητήσει δουλειά και έπιασε να ρωτάει στο χωριό τον κόσμο:

-Mπορώ να βρω δουλειά στο χωριό;

Και τον είδε μια γριά και του είπε:

- Τι δουλειά θέλεις και πώς σε λένε;

Κι αυτός είπε:

- Θέλω οποιαδήποτε δουλειά, μόνο νάναι πιο ελαφριά να μη σηκώνω βάρος γιατί δεν έχω δουλέψει σε βαριά δουλειά και το όνομά μου είναι Νασραντίν Χότζα. Εγώ μέχρι τώρα σπούδαζα. Αλλά η μάνα μου και ο πατέρας μου πέθαναν κι εγώ έμεινα ορφανός. Εγώ πολύ φουκαράς έμεινα. Γι αυτό ψάχνω ελαφριά δουλειά μέχρι να συνηθίσω.

Και η γιαγιά ειδοποιεί στο χωριό και το χωριό  συνεννοείται.

- Δεν έχουμε χότζα για να μας κάνει προσευχή.
Και αυτοί του μαζεύουν λεφτά. Και του βρίσκουν σπίτι και ο Νασραντίν αρχίζει και τους κάνει προσευχή και  να τους κάνει κήρυγμα.

   Aλλά το χωριό είναι πολύ πλούσιο αλλά όλοι ήτανε αγράμματοι και ο Νασραντίν γνωρίζεται καλά στο χωριό και άρχισε να το αγαπάει.
Και ο Νασραντίν χότζας καταλαβαίνει:

- Εδώ έχει για μένα πολύ ψωμί.

Κι αυτός λέει: Όταν πάνε στο τζαμί να κάνουν προσευχή θα τους ρωτήσω.

- Δεν είναι ντροπή να ρωτήσω: Στο χωριό κανείς δεν ξέρει να διαβάσει;

Και ο κόσμος του χωριού του λέει:

- Α βρε χότζα πώς μπορούμε να βρούμε έναν άνθρωπο όπως εσύ να ξέρει να διαβάζει να μας διδάσκει τα παιδιά;

Και ο Νασραντίν σκέφτηκε και τους λέει:

- Ξέρω σε ένα μέρος αλλά θα σας πω μετά από τρεις μέρες.

Κι αυτοί είπαν:

- Ναι.

Και ο Νασραντίν σε τρεις μέρες μαθαίνει ότι στο χωριό έχουν πολλά βουβάλια. Και δε μπορούν να βρουν τσοπάνο και το χωριό δίνει πολλά λεφτά για να βρουν τσοπάνο να τα βοσκάει. Ο Νασραντίν είχε έναν αδελφό με πέντε παιδιά πολύ φτωχό. Ο Νασραντίν συνεννοείται με τον αδελφό του:

- Σου βρήκα δουλειά να βόσκεις βουβάλια, θα σε πληρώνουν πολύ καλά από το χωριό αλλά θα ακούς μόνο εμένα.

Και ο αδελφός του λέει:

- Ναι, αδελφέ μου.

- Πάρε και το μεγάλο γιο σου μαζί.

Το αγόρι ξέρει να διαβάσει αλλά δεν είναι χότζας αλλά ο Νασραντίν σχεδίασε να τους πει ότι ήταν χότζας και να παίρνει τα λεφτά από το χωριό. Περνάνε τρεις μέρες, στο χωριό ρωτάνε το Νασραντίν Χότζα:

- Τι έγινε, βρήκες άνθρωπο να μας διδάσκει τα παιδιά;

- Βρήκα, θαρθεί, αλλά θέλει πρώτα ναβρεí στον πατέρα του δουλειά.

Και μετά ο κόσμος ρωτάει το Νασραντίν τι δουλειά κάνει ο πατέρας του. Kαι ο Νασραντίν λέει σε όλο το χωριό ο πατέρας του πολλά χρόνια κάνει τον τσοπάνο.

Και το χωριό του λέει:

- Α βρε Νασραντίν Χότζα! Φέρτον. Τόσο καιρό ψάχνουμε τσοπάνο να βοσκάει τα βουβάλια, θα τον πληρώνουμε καλά. Και ο Νασραντίν τους τον φέρνει και τους λέει:

- Κάθε βράδυ θα έρχεστε σε μένα. Θα σας λέω τι θα κάνετε.

Κι αυτοί του λένε:

-  Ναι.

     Όμως του Νασραντίν ο σκοπός ήταν του χωριού να φάει τα λεφτά και τα βουβάλια να πουλήσει.

     Ο αδελφός του άρχισε να βόσκει. Τα βουβάλια άρχισαν να μπαίνουν στο νερό και ο αδελφός του φοβήθηκε και το είπε στο Νασραντίν. Και ο Νασραντίν σκέφτηκε πώς μπορεί να ξεγελάσει το χωριό ότι τα βουβάλια βουλιάξανε.  Και ο Νασραντίν πάει από ένα ξένο μέρος βρίσκει ένα χασάπη. Και τον πάει εκεί που είναι τα βουβάλια και ο χασάπης όλα τα σφάζει και φορτώνει το κρέας και τα  λεφτά τα δίνει στο Νασραντίν. Και ο Νασραντίν παίρνει όλες τις ουρές και πάει σε ένα λιβάδι και τις φυτεύει και ο αδελφός του πάει το βράδι να μαζέψει τα βουβάλια, βλέπει μέσα στο λιβάδι μόνο τις ουρές. Και πηγαίνει να το πει στο χωριό.

    To χωριό ξεκινάει και πάει στο λιβάδι και βλέπει μόνο τις ουρές. Και πιάνει το Νασραντίν και του λέει:

- Ε, Νασραντίν, εσύ είσαι χότζας, μήπως ξέρεις καμιά ιστορία πώς βουλιάξανε τα βουβάλια μέσα στο λιβάδι αφού ξέρουν τα βουβάλια να πλέουν στο νερό αλλά βουλιάξανε. Μήπως πνιγήκανε;

Kαι ο Νασραντίν τους λέει:

- Πηγαίνετε όλο το χωριό. Μαζευτείτε και πιάστε τα από τις ουρές και τραβάτε. Aν βγάλετε ένα βουβάλι, όλα θα ζήσουνε αλλά αν δε βγάλετε κανένα όλα θα πνιγούν.

Ένας λέει στο Νασραντίν:

- Εγώ μόνος μου θα τραβήξω και θα βγάλω το βουβάλι.

Και ο Νασραντίν του λέει:

- Πήγαινε και άμα βγάλεις ένα, όλα θα επιζήσουν, αλλά άμα κόψεις την ουρά, όλα θα βουλιάξουνε.

Κι αυτός πάει, τραβάει, όλες τις ουρές βγάζει, βουβάλι δεν υπάρχει. Και αυτός όλες τις ουρές τις πηγαίνει στο χωριό και ο Νασραντίν λέει πως όλα βουλιάξανε.

Ένας λέει:

- Ναι βρε Νασραντίν. Δεν  ξέρουν τα βουβάλια να πλέουν;

Και ο Νασραντίν λέει:

- Ξέρουν να πλέουν στο νερό, αλλά δεν ξέρουν να πλέουν μέσα στη λάσπη.



* Από το βιβλίο του ΑΛΗ ΡΟΓΓΟ, ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ ΠΟΜΑΚΩΝ ΤΗΣ ΟΡΕΙΝΗΣ ΞΑΝΘΗΣ, εκδόσεις Οδυσσέας 2004.

Το βιβλίο «Παραμύθια και Τραγούδια των Πομάκων της Ορεινής Ξάνθης» είναι μία μικρή ανθολογία του παραδοσιακού προφορικού λαϊκού λόγου των Πομα΄κων της Ελλάδας.  Περιλαμβάνει 22 παραμύθια και 28 τραγούδια  γραμμένα στην πομακική γλώσσα και μεταφρασμένα στα Ελληνικά. Τα περισσότερα προέρχονται από το χωριό τη Γλαύκη του νομού Ξάνθης και μερικά από τα γύρω χωριά. Καταγράφηκαν από τον παραδοσιακό Πομάκο μουσικό Αλή Ρόγγο και αποτελούν μία  πολύτιμη συμβολή στη μελέτη τόσο της γλώσσας όσο και του πολιτισμού των Πομάκων της ορεινής Ξάνθης.