Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

ΠΟΜΑΚΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ: Zhána máika astáve dvéne déti sakátï



Zhána máika astáve dvéne déti sakátï

Edná máika radíla dve kópelta sakátï. I ashtávila gï e i nabíla e máyka mi i dechîmkine sa samîi astánalï. I zôlï da pláchet. Imâla ennó komshîko chûla gï e da pláchet. I tie hódi fav vótre kóshtana vídeva gï samî i pîta gï :
- Kadé vúyie máykati?
I detíne víkot:
- Tie máyka nabí. Ot sa radíhme sakátï nabí ne dahóde si hüch.
I komshúkana hódi kázhava faf beledyóna:
- Αyséi séi faf mahalóna íma dve dechímki radílï so sa sakátï i máika mi gï ye astávila i nabíla ye.
- I ad beledióna hódi midûren vídeva gï dve dechímkï prez nógï.
I midûren kázhava faf beledyóna:
- Has, dve deti sakátkï íma, nabíla e máyka mi,  gládna sa, néma da yedót.
I belediéna rúka komshúkona i víka yi:
- She mózhash li da gï glôdash dvéne dechímkï?
I komshúkana víka:
- Ye she gï glôdam am sam fukará. Némam si hüch parî.
I beledyéna víka:
- Detémne da kogá umrôt  she mi dávame aïlîka da zhïvót. I tébe she dávame aïlîka óchi gï glôdash.
I komshúkana víka:
-Agá ye aité, od da gï ne glôdam?  Kak ta yevlét she gï ímam.
I fátila ye at drúgakne déne  da gï glôda. Varí mi, peché mi hléba i hráni gï. Áma faf kóshtana faf yortûyona imâla dve piltsínki. Astánali sa máshkï. Máyko mi sa pribíla avjíye i teh astánavot samî.  Ni mózha da fórkot. I néma kotró da mi nósi da yedót. Dvéne dechínkï sakátï, agá mi adnesé izmetkérkana yéta i hléba, víkot:
- Ótvari jémate málko da mi lôhne málko.
I tye mi go atváre. I teh strayévat hléba i métat go piltsímkomne.
Áma hôrgün ainaí právet. Agá prefórkovot piltséne i fórknovot na jémane, stópnavot i víkot detémne:
- Alláh bin berekiét versîn vu ye námi kurtulísahte i iskútihte. Aisé nîye she u kurtulísame.
Áma sa piltséne bîlï nétekin. I drúgakne déne fórknavot i hódet na Alláha. I móliet sa Alláho detíne da stánat húbave. I sas naí Alláh mi dáva ennók yazîka at sórna da go izedót i she stánat sas nógï da varvôt ákna drúgine insáne.
  Agá hódi komshúkana da mi dáva yéta vídeva gi saz nógï i da varvét. I detíne fátat zhónana, ablûbevat i víkot yi:
- Αishé si ti námi máika,  she sedísh, she yedésh, she píesh ad námi. Néma da ímash níkakváni dérte.
    I hásna máyka hódila, kadéna hódila, i naúchesa detínei sa sa izgovílï stánalï sa i nái zengín faf sélana. I hásna máyka tórnava pódi si na detíne. Pláche i mre ad gláde.
Kákna varvéla i vídeva ennók stára chulâk i tye hódi pri tógu. Paíshkovo mu vadítsa da pínne. Zagoréla ye. I tóy yi víka:
- Póchekai málko, faf chéntano mi e mátarata da ti dónesam da pínnesh.
Pak to ye bïl avjíyet zhîyen ye bïl pribíl piltsémne máyko mi.
I tóy hódi gö na vóda.  Íshkal da zéme tüfékane da pribíye detémne máiko mi. Agá hódi néma mu tüfékane. Pak to pílena hódi mu go zíma. I kázhava kópelötamne:
- Bórzhï, zémite tüfékase, vórite da pribíete yéta kotrók. Αinaí avjí pribí máiko. Pódi da pribíye i máykoti.
 I kópelötana hódet. Αgá da pribíe avjíene am pribívom máiko mu. I piltséne sa sétat za óti e pribíl avjíyen máyko mu. I kópelötana agá sa pribílï máiko mi i piltséne sa sétat chi óti ne chísta máyka mi bîla.

METAΦΡΑΣΗ

 Η μάνα που εγκατέλειψε τα δύο ανάπηρα παιδιά της

Μία μάνα γέννησε δύο ανάπηρα παιδιά. Τα παράτησε και έφυγε η μάνα τους και τα παιδιά τα άφησε μόνα τους. Αυτά άρχισαν να κλαίνε. Υπήρχε μια γειτόνισσα που τα άκουσε να κλαίνε. Αυτή πάει μέσα στο σπίτι, τα βλέπει μοναχά τους και τα ρωτάει:
- Πού είναι η μάνα σας;
Και τα παιδιά είπαν:
- Η μάνα μας έφυγε. Eπειδή γεννηθήκαμε ανάπηρα έφυγε και δεν έρχεται καθόλου.
Και η γειτόνισσα πάει και το λέει στην κοινότητα:
- Έτσι κι έτσι, στη γειτονιά μας έχει δύο παιδιά που γεννήθηκαν ανάπηρα και η μάνα τους τα παράτησε και έφυγε.
Και από την κοινότητα πάει ο πρόεδρος, βλέπει τα δύο παιδάκια χωρίς πόδια.
Και ο πρόεδρος το λέει στην κοινότητα.
- Αλήθεια, δυο παιδιά ανάπηρα υπάρχουν, έφυγε η μάνα τους, είναι πεινασμένα, δεν έχουνε να φάνε.
Και η κοινότητα φωνάζει τη γειτόνισσα και της λέει:
- Θα μπορέσεις να τα φροντίζεις τα δυο παιδιά;
Και η γειτόνισσα είπε:
- Εγώ θα τα φροντίζω, αλλά είμαι φτωχιά. Δεν έχω καθόλου λεφτά.
Και η κοινότητα λέει:
- Τα παιδιά ώσπου να πεθάνουν θα τους δίνουμε σύνταξη για να ζουν. Και σε σένα θα σου δίνουμε σύνταξη επειδή θα τα κοιτάζεις.
Και η γειτόνισσα λέει:
- Αφού είναι έτσι, γιατί να μην τα φροντίζω; Σαν τα παιδιά μου θα τα έχω.
Και ξεκίνησε από την επόμενη μέρα να τα φροντίζει. Τους μαγειρεύει, τους ψήνει ψωμί και τα ταΐζει. Αλλά στο σπίτι, στη σκεπή υπάρχουν δυο πουλάκια. Μείνανε μικρά. Κάποιος κυνηγός σκότωσε τη μάνα τους και αυτά απόμειναν μοναχά τους. Δε μπορούν να πετάξουν. Και δεν υπάρχει κανείς να τους πάει να φάνε. Τα δύο ανάπηρα παιδιά, όταν τους πήγε ο υπηρέτης φαγητό και ψωμί, είπαν:
- Άνοιξε το παράθυρο να μας φυσήξει λίγο ο αέρας.
Και αυτή το ανοίγει. Και τα παιδιά τρίβουν το ψωμί και το πετάνε στα πουλάκια. Κάθε μέρα αυτό κάνουν. Όταν πετάξανε τα πουλιά, πετάξανε πάνω στο παράθυρο, κάθισαν και είπαν στα παιδιά:
- Δόξα τω Θεώ, εσείς μας γλιτώσατε και μας μεγαλώσατε. Τώρα εμείς θα σας γλιτώσουμε.
Αλλά τα πουλιά ήταν άγιοι. Και την άλλη μέρα πέταξαν και πήγαν στο Θεό. Και παρακάλεσαν το Θεό τα παιδιά να γίνουν καλά. Και με αυτό ο Θεός τους δίνει μια γλώσσα από ζαρκάδι για να τη φάνε και θα σταθούν στα πόδια τους, να περπατάνε όπως και οι άλλοι άνθρωποι.
  Όταν πήγε η γειτόνισσα να τους δώσει φαΐ, τους βλέπει να στέκονται όρθιοι και να περπατάνε. Και τα παιδιά πιάνουν τη γυναίκα, τη φιλάνε και της λένε:
- Τώρα είσαι εσύ η μάνα μας, θα κάθεσαι, θα τρως και θα πίνεις μαζί μας. Δεν θα έχεις καμιά στενοχώρια.
     Η αληθινή μάνα πήγε όπου πήγε και μαθαίνει ότι τα παιδιά γιατρευτήκανε και έγιναν οι πιο πλούσιοι στο χωριό. Και η αληθινή μάνα σηκώθηκε και πήγε στα παιδιά της. Κλαίει και πεθαίνει από την πείνα.
Καθώς περπατούσε είδε ένα γέρο άνδρα και πάει κοντά του. Του ζήτησε νεράκι να πιει. Διψούσε. Και αυτός της λέει:
- Περίμενε λιγάκι, μέσα στην τσάντα μου είναι το παγούρι μου να σου φέρω να πιεις.
Αλλά αυτός ήταν ο κυνηγός που είχε σκοτώσει τη μάνα των πουλιών.
Και αυτός πάει δήθεν για νερό. Ήθελε να πάρει το τουφέκι για να σκοτώσει τα παιδιά της μάνας. Όταν πήγε δεν υπήρχε το τουφέκι του. Αλλά το πουλί είχε πάει και το είχε πάρει. Και λέει στα παλικάρια:
- Γρήγορα, πάρτε το τουφέκι, πηγαίνετε να σκοτώσετε κάποιον. Αυτός ο κυνηγός σκότωσε τη μάνα μου. Πάει να σκοτώσει και τη μάνα σας.
Kαι τα παλικάρια πάνε. Αντί να σκοτώσουν τον κυνηγό σκοτώνουν τη μάνα τους. Και τα πουλιά κατάλαβαν ότι ο κυνηγός είχε σκοτώσει τη μάνα τους. Kαι όταν τα παλικάρια σκοτώσανε τη μάνα τους, τα πουλιά κατάλαβαν πως η μάνα δεν ήταν καθαρή.


 * Από το βιβλίο των Αλή Ρόγγο-Ν.Θ.Κόκκα,  Πομάκικα Παραμύθια και παροιμίες από τη Γλαύκη Ν.Ξάνθης, Εκδοτικός Οίκος  Αντ. Σταμούλη, 2005.