Zhána bábichka íshkala da atróvi annók prasyáka alá se ye umrelíla sïnáne
(Katrí kanáta právi za tóga si go právi)
(Μάνταινα Μύκης)
Bir vakît i bir zamán imâlo ye annók prasyáka.
Abigrával ye pa selána
pres pótevene. Pres kadéna pamína i le víka:
- Katrí kanáta
právi za tóga si go právi, katrí kanáta právi za tóga si go právi.
Annósh hódi pad annók pénjüre sâda i le víka:
- Katrí kanáta práy za tóga si go práy.
Itám vótre ye imâlo annó bábichko. I tya so ye fkîsnala óti gi zalísava her gün i reklála
ye:
- Châkay ’sâna, ya she ti kazá tébe.
Hódi tya zíma annók kaláka da mu nagáda, súpava
zehíre. I dáva mu go da go izedé za da so
atróvi, da ne hódi da gi zalísava. I tóy annók déne pamína pris támazi i tya mo
go dáva kalákane. I tóy go zíma kalákane i pak víka:
- Katrí kanáta práy za tóga si go práy.
I mâta go af tarbínkono i hódi si.
Pak tya ináy bábitska imâla annók kópele na haskér ye bul
i kópelon si ye idâl da ádie.
Varvél ye pres pótene. Ne ye znála máyka mu óti sha si
dóyde, óti ye ne imâlo bir vakît telifónove za da mi káza.
I tóy mu so ye búlo yátse ye. Srâsta na pótene
prasyákane i papîtava go:
- Ímash li nâko da mi dadésh? Yátse mi so e ye.
I tóy mu víka:
- Ímom annók kaláchka da ti go dam.
I tóy mu go dáva kalákane. Tóy go izâva i nabíva
si. Prasyákon víka:
- Katrí kanáta právi za tóga si go právi.
I tóy si hódi na kóshtana i razbalâl so ye. I
tya go máyka mu papîtava:
-Kaná ti ye?
I tóy gi kázava óti na pótene srâsta annók prasyáka, óti mu dáva annók kaláka i rekól mu ye:
- Katrí kanáta právi za tóga si go právi.
I tya so ye bábichkana sétila kanáta ye stánalo i
zafáteva da pláche i víka:
- Itazí
prasyák móne víkasho: “Katrí kanáta práy za tóga si go práy”. I ya si go, víka, za móne stóri. Súpa zehíre za móekte si kópele.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Η γριά που ήθελε να δηλητηριάσει ένα ζητιάνο αλλά σκότωσε το γιο της
(Ό,τι κάνει
κανείς για τον εαυτό του το κάνει)
Μια
φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ζητιάνος. Γυρνούσε στα χωριά, στους δρόμους. Απ’
όπου περνούσε έλεγε:
- Ότι
κάνει κανείς για τον εαυτό του το κάνει, ό,τι κάνει κανείς για τον εαυτό του το
κάνει.
Μια
φορά πηγαίνει κάτω από ένα παράθυρο και όλο λέει και ξαναλέει:
- Ότι
κάνει κανείς για τον εαυτό του το κάνει
Εκεί
μέσα ζούσε μια γιαγιάκα.
Και
αυτή τσατίστηκε επειδή τη ζάλιζε κάθε μέρα και είπε:
-
Περίμενε τώρα, θα σου δείξω εγώ εσένα.
Πάει
αυτή και παίρνει να του φτιάξει μια τηγανίτα, βάζει δηλητήριο. Και του το δίνει
να το φάει για να δηλητηριαστεί, μην πηγαίνει και τη ζαλίζει.
Εκείνος μια μέρα περνάει από εκεί και
εκείνη του δίνει την τηγανίτα. Κι
εκείνος παίρνει την τηγανίτα και λέει πάλι:
- Ότι
κάνει κανείς για τον εαυτό του το κάνει.
Τη
βάζει στο σάκο του και φεύγει.
Αλλά
αυτή η γριούλα είχε ένα γιο που ήταν στο στρατό και ο γιος της γύριζε με άδεια.
Πήγαινε
στο δρόμο. Δεν ήξερε η μάνα του ότι θα ερχόταν, επειδή δεν είχαν εκείνη την
εποχή τηλέφωνο για να της το πει.
Εκείνος
πεινούσε πάρα πολύ. Συναντάει στο δρόμο το ζητιάνο και τον ρωτάει:
- Έχεις
κάτι να μου δώσεις; Πεινάω πολύ.
Και
αυτός του λέει:
- Έχω
μία τηγανίτα να σου δώσω.
Και
αυτός του δίνει την τηγανίτα. Εκείνος την τρώει και φεύγει. Ο ζητιάνος λέει:
- Ότι
κάνει κανείς για τον εαυτό του το κάνει.
Κι
αυτός πήγε στο σπίτι του και αρρώστησε. Η μάνα του τον ρώτησε:
- Τι
έχεις;
Κι
αυτός της είπε ότι στο δρόμο συνάντησε κάποιο ζητιάνο, ότι του έδωσε μία
τηγανίτα και του είπε:
- Ότι
κάνει κανείς για τον εαυτό του το κάνει.
Και η
γριά κατάλαβε τι είχε γίνει και άρχισε να κλαίει και είπε:
- Αυτός ο ζητιάνος εμένα μου έλεγε «- Ότι
κάνει κανείς για τον εαυτό του το κάνει». Κι εγώ για τον εαυτό μου το έκανα.
Έβαλα δηλητήριο στον ίδιο μου το γιο.
- Από
το βιβλίο του Νικολάου Θ. Κόκκα, Uchem so Pomátsko -ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΟΜΑΚΙΚΗΣ
ΓΛΩΣΣΑΣ, τ. Β’ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ (ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ-ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ), ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ
ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΡΑΚΗΣ, ΞΑΝΘΗ 2004