Avjíen i mechkána
Edín avjí hódil na avá. I ennók sabáha stánava hódi na
rékono na áva. Izláze enná lusícha i to ye púknavo.
Áma iméla i ennó
méchko saz dve míchki. I mechkána sa uplásavo i zöla da béga. I ennóna míchko
sas tïye hódi.
Drúgona fáta ennók kríva póte.
Varvéla i varvéla
i fpírana ennók yára. Ni mózha da sa pakáchi i avjíen go zhíma i nósi go na
kóshtano. I hráni go kak na detíne tógovo.
Dahóde vréme
stánava harp i chuläkane paímat faf hárpane. Detíne mu astánavot i zölu da
yedót vannó sas mechkóna.
Daháde vréme vrásta
sa chuläkon od hárpane. Áma e bïl pribíl dvamína af hárpane. Zókne e pribíl
brat mu sa naúche kotrí go e pribíl. Artósava so hódi nah sélana mu da pribíe
tógu. To ye agá si daháde ad hárpane hódi na áva nah rékono. I púshta si
mechkóna zónae hránil i kútil. I máika mu si go nahóde i pïta go.
- Aiséi se, avjíet
mazhö fav rakïte i anése ma uté. Kákna detíne hráneso i máne áini hráneso. I
atíde na harp. Agá si dóide payóma i dakáda síma aitúi.
Avjíen astáve go
at kadé na go zöl anná she si go aitám. Kogána si pódi avjíen géche bïlo. Ι
ainaí e skrït zhíem pódi da go adbávi. Kákna si varví vdíga suléhane da go
udríe.
Áma e bïla mechkána
skrïta za tógu. Kákna vdíga suléhane mechkána az ennók kámene udríva go. I
astánava na mésta. I mechkána víka avjíine:
- At se nachïi nïe she sme nái húbavute arkadásh.
Ο κυνηγός και η
αρκούδα
Kάποιος κυνηγός πήγε για κυνήγι. Ένα πρωί σηκώνεται και πάει
στο ποτάμι για κυνήγι. Του βγήκε μια αλεπού και τη σκότωσε.
Αλλά υπήρχε και
μια αρκούδα με δύο μικρά. Και η αρκούδα φοβήθηκε και έτρεξε να φύγει. Και το
ένα μικρό μαζί της πάει. Το άλλο πιάνει ένα στραβό δρόμο.
Πήγαινε, πήγαινε,
φτάνει σε ένα γκρεμό. Δε μπορεί να ανεβεί και ο κυνηγός το παίρνει και το πάει
στο σπίτι του. Και το τάιζε σαν τα δικά του τα παιδιά.
Ήρθε καιρός που
έγινε πόλεμος και τον άνθρωπο τον πήραν στον πόλεμο. Τα παιδιά του μείνανε και
άρχισαν να τρώνε μαζί με την αρκούδα.
Ήρθε ο καιρός που
γύρισε ο άνθρωπος από τον πόλεμο. Αλλά είχε σκοτώσει δύο άτομα στον πόλεμο. Ο
αδελφός αυτού που σκότωσε έμαθε ποιος τον είχε σκοτώσει.
Ετοιμάστηκε να πάει
στο χωριό του για να τον σκοτώσει.
Αυτός όταν ήρθε
από τον πόλεμο πάει για κυνήγι στο ποτάμι. Και άφησε ελεύθερη την αρκούδα αυτή
που τάιζε και μεγάλωνε. Και η μάνα της τη βρήκε και τη ρώταγε.
- Έτσι κι έτσι, ο κυνηγός με πήρε στο χέρι και με πήγε στο
σπίτι του. Όπως τάιζε τα παιδιά του κι εμένα το ίδιο με τάιζε. Και έφυγε στον
πόλεμο. Όταν γύρισε με πήρε και με έφερε πάλι εδώ.
Ο κυνηγός πήγε
και το άφησε στο ίδιο μέρος που το είχε πάρει.
Όταν έφευγε ο κυνηγός ήτανε πολύ αργά. Αυτός που είχε πάει να τον
σκοτώσει ήταν κρυμμένος. Όπως προχωρούσε σήκωσε το όπλο για να τον σκοτώσει.
Αλλά η αρκούδα
ήταν κρυμμένη πίσω από αυτόν. Όπως σήκωσε το όπλο η αρκούδα με μία πέτρα τον χτύπησε.
Kαι έμεινε επί τόπου. Και η αρκούδα λέει στον κυνηγό:
- Εμείς από δω και πέρα θα είμαστε οι καλύτεροι φίλοι.
* Από το βιβλίο του ΑΛΗ ΡΟΓΓΟ, ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ
ΠΟΜΑΚΩΝ ΤΗΣ ΟΡΕΙΝΗΣ ΞΑΝΘΗΣ, εκδόσεις Οδυσσέας 2004.
Το βιβλίο «Παραμύθια και Τραγούδια των Πομάκων της Ορεινής
Ξάνθης» είναι μία μικρή ανθολογία του παραδοσιακού προφορικού λαϊκού λόγου των
Πομα΄κων της Ελλάδας. Περιλαμβάνει 22
παραμύθια και 28 τραγούδια γραμμένα στην
πομακική γλώσσα και μεταφρασμένα στα Ελληνικά. Τα περισσότερα προέρχονται από
το χωριό τη Γλαύκη του νομού Ξάνθης και μερικά από τα γύρω χωριά. Καταγράφηκαν
από τον παραδοσιακό Πομάκο μουσικό Αλή Ρόγγο και αποτελούν μία πολύτιμη συμβολή στη μελέτη τόσο της γλώσσας
όσο και του πολιτισμού των Πομάκων της ορεινής Ξάνθης.