Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Ένα πομάκικο παραμύθι από τη Γλαύκη

Stárata bábichka vrástala sa e gech na kóshtana

Bir vakít bir zamán zhiválisa edín star chuläk sas zhónana faf ennó sélo na ennó visóko barchíno.Stárata bábichka vrástala sa e gech na kóshtana.
Zhanána mu imäla ennók brátka. Imäla e húye i tosi sa vrástala gets na kóshtana. I nagádalae chuläkane da sa fkïsnavo.
Ennók déne zhanána fazlá go fkïsnava chuläkanei. I chuläkon tórnavo pa mahalóna da pïta da li e sa ne vídevolï pa néide. Ála mahalána mu sa ni kotrón ne kázalï níkaknane. I reklíli sa:
- Ne zhnáeme.
I chuläkon kakná da právi? Drúgakne déne hódi saskrïva. I vídevo e da vláze faf kóshta ennó mu komshúeno. I chuläkon sa vrásta faf kóshtana. I tia sa vrásta gech. Chuläkon ye popïta:
- Kadé be ti da isé?
I tia mu víka:
- Ye da isé abiískova tébe pa komshúieshe.
Chuläkon ye udríva. I komshúkine na vretána mu hódet:
- Selém Aléikim komshúin, da si ne videval móyieta zhóna pa itúzi?
Papïtal yie.
Agá mu e tie adváre vretána víka mu:
- Νe komshúin íma báe vréme da e sam vídevola, advórnala mu e komshúkana.
Pak tié ye tógovana zhaná krïla e uté. Atishlól si e chuläkon na täh i chéka ya zhanóna da si sa vórne. Hódi si na nína kólkus zhanána. Ála faf drúgakne déne pak zhanána vláze u nóigi komshúena. I chuläkon i pak popïtal komshúina i tói mu rekól:
- Néma ti zhónata aitúi
I tói si so vórnel uté.
I kogána ártik si sa vórnava zhanána mu na kóshtana fátil dáva ennó goléma sópa i hódi métae faf rékona. I rékanae atsúrnavo i zhanána múfku po sétne sa zagubíla. I chuläkon at siníre mréla.
Agá mu ye pominála ifkéna I tagás sétil sóe kakná e stóril. I nagás stánal chuläkon yiéche pismán. Smiléla mu sa ye yéche. I chuläkon flíza faf rékona da ye abiískovo.
Agá da tórne nadólu da e íshte ámae fátil nagóre da e abiískova. Vaz réko fáta láhova sa enná kanné da pomína edín druk pres tam. Papïtal go e:
- Kakná chuläkon právish faf rékota?
I tói mu víka:
- Abiískovom si zhónata. Atsúrna mi e rékasa.
Advórnal mu ye chuläkon:
- Néma da e tróshish nah túka chuläku . Rékata e atsúrna nadólu, rekól mu e azám drúgion chuläk.
Álla drúgion chuläk ne íshkal da sa séti tie kakvá e bïla dalné.
- Néma kak da e atsúrnala nadólu.
- Has seé atsúrnala nagóre, advórnal mu e stárion chuläk.
Tórnalie da si e abiískovo i éste si ye abiískovo. Zok ne vídi víka mu da ne mílavo zhónano mu, da e i sas kusúre.


H γριά γυρνούσε αργά στο σπίτι

Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε ένας γέρος άντρας με τη γυναίκα του σε ένα χωριό σε ένα ψηλό βουνό. H γριά γιαγιά γύρναγε αργά στο σπίτι.
Η γυναίκα του είχε ένα αδελφό. Είχε μια συνήθεια γύρναγε και αυτός αργά στο σπίτι. Και η γυναίκα έκανε τον άντρα της να νευριάζει πολύ.
Μια μέρα η γυναίκα του πάρα πολύ τον νευρίασε. Και ο άντρας γύριζε τη γειτονιά και ρώταγε μήπως την είδαν πουθενά. Αλλά στη γειτονιά κανένας δεν του είπε τίποτα. Και του είπαν:
- Δεν ξέρουμε.
Και ο άντρας τι να κάνει; Την άλλη μέρα πάει και κρύβεται. Και την είδε να μπαίνει σε ένα σπίτι ενός γείτονα. Και ο άντρας γυρνάει στο σπίτι του. Και αυτή γυρνάει πολύ αργά.
Ο άντρας της τη ρωτάει:
- Πού ήσουνα μέχρι τώρα;
Και αυτή του λέει:
- Εγώ μέχρι τώρα σε έψαχνα στη γειτονιά.
O άντρας της τη χτύπησε. Και οι γείτονες στην πόρτα του πήγανε:
- Γεια σου γείτονα, μήπως είδες τη δικιά μου γυναίκα εδώ πέρα στη γειτονιά; Ρωτούσε.
‘Όταν αυτή του ανοίγει την πόρτα του λέει:
- Όχι γείτονα, έχει κάμποσο καιρό που δεν την έχω δει, του απάντησε η γειτόνισσα.
Αλλά αυτή η ίδια η γειτόνισσα έκρυβε τη γυναίκα του στο σπίτι της. Έφυγε ο άντρας στο σπίτι και την περίμενε να γυρίσει. Πήγε μετά από λίγη ώρα η γυναίκα του. Αλλά την άλλη μέρα πάλι η γυναίκα μπαίνει στον ίδιο γείτονα.
Και ο άντρας της πάλι ρώτησε το γείτονα και αυτός του είπε:
- Δεν είναι η γυναίκα σου εδώ.
Και αυτός γύρισε στο σπίτι του.
Όταν πια η γυναίκα του γυρίζει στο σπίτι πιάνει και της δίνει ένα γερό ξύλο και πάει και τη ρίχνει στο ποτάμι. Και το ποτάμι την παρασέρνει και η γυναίκα μετά από λίγο χάθηκε. Και ο άντρας από τα νεύρα του πέθαινε.
Όταν πέρασαν τα νεύρα του τότε κατάλαβε τι είχε κάνει. Και τότε ο άντρας της πολύ μετάνιωσε. Τη λυπήθηκε πολύ. Και ο άντρας της μπαίνει στο χωράφι να την ψάξει.
Αντί να πάει προς τα κάτω να την ψάξει πάει προς τα πάνω και την ψάχνει. Πιάνει το ποτάμι του τυχαίνει ένα πουλί και ένας άλλος περνάει από εκεί.
Τον ρώτησε:
- Τι κάνεις άνθρωπε στο ποτάμι;
Και αυτός του λέει:
- Ψάχνω τη γυναίκα μου. Την παρέσυρε το ποτάμι.
Του απάντησε ο άνθρωπος:
- Δεν θα την ψάχνεις προς τα εδώ άνθρωπε. Το ποτάμι την πήρε προς τα κάτω, του είπε ο άλλος άνθρωπος.
Αλλά ο άλλος άνθρωπος δεν ήθελε να καταλάβει τι παράξενη ήταν αυτή. - Δε μπορεί να την είχε παρασύρει προς τα κάτω.
- Αλήθεια θα την είχε παρασύρει προς τα πάνω, του απάντησε ο γέρος άνδρας.
Ξεκίνησε να την ψάχνει και ακόμα την ψάχνει. Όποιον βλέπει του λέει να μη αγαπάει τη γυναίκα σου, ακόμα κι αν έχει κουσούρι.


* Από το βιβλίο του Αλή Ρόγγο: Παραμύθια και τραγούδια των Πομάκων της ορεινής Ξάνθης, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2005.